Όσον αφορά την τρίτη και τελευταία περίπτωση, ο επιμελητής
αναφέρει:
«Ὁ Μέγας Βασίλειος
τὸν «ὑποχωρητικόν» αὐτὸν τρόπον ὁμιλίας ἐπαινεῖ καὶ ὅταν ὁ λόγος ἀπευθύνεται
πρὸς τοὺς ἐθνικούς, γράφων «τοῖς κατὰ Νεοκαισαρείαν λογιωτάτοις» τὰ ἑξῆς:
«Ἔπειτα μέντοι τὸν Ἕλληνα πείθων οὐχ ἡγεῖτο χρῆναι ἀκριβολογεῖσθαι περὶ τὰ
ῥήματα, ἀλλ ̓ ἔστιν ὅπη καὶ συνδιδόναι τῷ ἔθει τοῦ ἐναγωμένου, ὡς ἂν μὴ
ἀντιτείνῃ πρὸς τὰ καίρια». (Επιστ. 210, ἔκδ. Ωφελ. Βιβλ.-π. Ἰω. Διώτη - τόμ. 6
σελ. 183). Δηλαδή: Ἐξ ἄλλου ὅμως εἰς τὴν προσπαθειάν του νὰ πείσῃ τὸν
εἰδωλολάτρην δὲν ἐνόμιζεν (ὁ Αγ. Γρηγόριος) ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀκριβολογῇ εἰς τὰς
λέξεις, ἀλλ ̓ ὅτι δύναται κανείς κάπου να ὑποχωρῇ εἰς τὸν τρόπον (σκέψεως)
ἐκείνου τὸν ὁποῖον προσπαθεῖ νὰ πείσῃ εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ διαφωνῇ εἰς τὰ
οὐσιώδη».
(μετάφρ. μοναχοῦ
Νικοδήμου Μπιλάλη, ἐνθ ̓ ἀν. σελ. 63-64)
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται σε κάποιον διάλογο μεταξύ του Αγ. Γρηγορίου και του
ειδωλολάτρη Αιλιανού. Το επιχείρημα που φέρει ο επιμελητής της εκδόσεως - ως
ακόμα μία απόδειξη - έχει δύο κυρίως προβλήματα:
1)
O Διάλογος προς Αιλιανόν εχάθη:
2) Oπως μας λέγει ο ίδιος ο Μ.
Βασίλειος: «Ἐν ᾗ πολλὰ τῶν ἀπογραψαμένων ἐστὶ σφάλματα..», δηλαδή: «Εις
τον Διάλογον αυτόν, υπάρχουν πολλά σφάλματα των αντιγραφέων..»
(βλ. Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου,
Ε.Π.Ε. 3. Επιστολαί Γ΄ σελ. 186-187).
Έτσι λοιπόν ούτε μπορούμε να δούμε τον
διάλογο ώστε να διαπιστώσουμε που ακριβώς δεν ''ακριβολόγησε'' ο
Αγ. Γρηγόριος, και που ακριβώς ''υποχώρησε εις τον τρόπον σκέψεως'' (κατ΄
άλλην απόδοση κειμένου αναφέρεται ως ''προσχώρησε προς τας συνήθειας
εκείνου που ήθελε να κερδίση''), διότι το κείμενο εχάθη, ούτε επίσης
μπορούμε να δούμε ποια τα σφάλματα που έκαναν οι αντιγραφείς του
Διαλόγου.
Εν κατακλείδι· η τρίτη περίπτωση είναι
ατυχής - ως προσπάθεια αποδείξεως των λεγομένων του επιμελητού της εκδόσεως -
για τους παραπάνω λόγους που αναφέραμε.
Παρουσιάζουμε την προσφώνηση του
Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προς την αντιπροσωπεία της Ρώμης όπου
περιέχεται και το επίμαχο σημείο. Δυστυχώς λόγω πνευματικών δικαιωμάτων - κατά
τον νόμο - απαγορεύεται να παρουσιάσουμε ολόκληρο το κείμενο φωτοτυπημένο από
το ίδιο το περιοδικό όπου και πρωτοδημοσιεύθηκε (βλ. Επίσκεψις, αρ. τεύχους
563/1998), οπότε αναγκαστήκαμε να το γράψουμε στο χέρι.
Το κείμενο έχει ως εξής:
«Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε William
H.Keeler καὶ λοιποὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ, οἱ ἀποτελοῦντες τὴν
̓Αντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης,
Ἑορτάζοντες σήμερον την μνήμην τοῦ
̔Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, τοῦ ἱδρύσαντος τὴν πρώτην Εκκλησίαν εἰς τὴν καθέδραν
τοῦ Ἀποστολικοῦ τούτου Θρόνου, αναπολούμεν τα διαδραματισθέντα εἰς τὸν κόσμον
αὐτὸν κατὰ τὰς διαρρευσάσας ἔκτοτε δύο σχεδὸν πλήρεις χιλιετίας. Ἡ ἱστορία ἔχει
καταγράψει πολλὰ ἐγκόσμια καὶ ἐφήμερα γεγονότα ως συμβάντα κατ' αὐτάς, ἀλλ ̓
ὀλίγα ἐξ αὐτῶν συνδέονται ἀμέσως πρὸς τὰ ἔσχατα, περιέχουν δηλονότι το βίωμα
τῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξόδου καὶ τῆς εἰς τόν Θεόν ἐπανόδου τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πλεῖστα
ἐκφράζουν τὴν αὐτονόμησιν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγωνιώδη, ἀλλ ̓
ἀναποτελεσματικήν, προσπάθειαν αὐτοῦ ὅπως κατακτήσῃ αὐτοδυνάμως την θέωσιν,
μᾶλλον δὲ εἰπεῖν ψευδεπίγραφόν τινα ἀπομίμησιν τῆς θεότητος, οἵα ἡ ὑπό τοῦ
ὄφεως ὑποσχεθείσα εἰς τοὺς πρωτοπλάστους κατάστασις τοῦ εἶναι αὐτούς «ώς
θεούς», ἀλλ' οὐχί «θεούς».
Ἡ ἐμμονὴ τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ἐπίτευξιν
τοῦ ἀνεπιτεύκτου τούτου στόχου μαρτυρεῖ ἀδιαμφισβητήτως ὅτι ὁ ὄφις ἐξακολουθεῖ
ἐργαζόμενος καὶ ὑποβάλλων εἰς ἕκαστον γεννώμενον ἄνθρωπον τὴν αὐτὴν ἰδέαν τῆς
αὐτονόμου ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ὑπάρξεως καὶ ἀναπτύξεως αὐτοῦ. Ἀλλ ̓ ἡ προοπτικὴ τῆς
πορείας αὐτῆς εἶναι ὁ ἀνέκκλητος θάνατος, διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει αὐτοζωήν,
ἀλλὰ δοτὴν ζωήν, ἡ ὁποία ἂν μὴ ζωογονηθῇ διὰ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ἔχει πέρας, ὡς
καὶ ἀρχήν.
Ἀλλ ̓ ἐὰν ἐργάζεται ἀδιαλείπτως ὁ ὄφις,
ἐργάζεται ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεός. Ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε τοῦτο εἰπών: «ὁ Πατήρ μου
ἕως ἄρτι ἐργάζεται, καγὼ ἐργάζομαι». Θαυμαστὸν δὲ εἶναι ὅτι ὁ ἀρεσκόμενος εἰς
τὸ κρύπτειν ἑαυτὸν Θεὸς χρησιμοποιεῖ ὡς ἐμφανεῖς συνεργοὺς αὑτοῦ ἡμᾶς τοὺς
ταπεινούς, τοῦθ ̓ ὅπερ μιμεῖται καὶ ὁ διάβολος, χρησιμοποιῶν ὡς ἄλλην Εὔαν τοὺς
ὑπ' αὐτοῦ παραπλανηθέντας πρὸς διασποράν τῶν ἀπατηλῶν συμβουλῶν καὶ
διαβεβαιώσεων αὐτοῦ. Οὕτω πως φαίνονται ανταγωνιζόμενοι μεταξὺ αὐτῶν οἱ
ἄνθρωποι, ἐνῷ κατ' ουσίαν ὁ ἀνταγωνισμός ὑφίσταται μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
κακοῦ μέ διεκδικούμενον στόχον τὸν ἄνθρωπον.
Τὴν πάλην ταύτην θεωροῦντες ἐν τῇ
διαρρευσάσῃ περιόδῳ τῶν δύο χιλιετιῶν, βλέπομεν ὅτι, ἀτυχῶς, ὁ πονηρὸς ὄφις κατώρθωσε
νὰ ἐνσπείρῃ διχόνοιαν καὶ ἀμφισβητήσεις καὶ πλάνας ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν
διαδόχων τῶν Αγίων Αποστόλων, εἰς τρόπον ὥστε ἡ ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀποκαλυφθεῖσα
ἀλήθεια νὰ ἔχῃ ἐν πολλοῖς καταστῇ ἀντικείμενον ἐρίδων καὶ διενέξεων καὶ
ἀνθρωπίνων ἐπινοήσεων, δηλαδὴ νὰ ἔχῃ ὑποταχθῇ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην θέλησιν, ἀντὶ
νὰ φωτίζῃ καὶ κατευθύνῃ αὐτήν.
Ἡ εὐθύνη διά την κατάστασιν ταύτην
βαρύνει ἀσφαλῶς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ περισσότερον ἡμᾶς τοὺς Ἐπισκόπους, οἱ
ὁποῖοι ἐγκατεμείξαμεν τὰ ἴδια θελήματα καὶ τὰς προσωπικὰς ἡμῶν ἐκτιμήσεις εἰς
τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ οὕτω κατεστήσαμεν δυσδιάκριτον τό μέρος τῆς θείας ἀληθείας, τὸ
εὑρισκόμενον εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν ποικίλων ἀπόψεων, τὰς ὁποίας προβάλλομεν
εἰς τὰ κηρύγματα ἡμῶν ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἀποκεκαλυμμένην θείαν ἀλήθειαν.
Ὀφείλομεν συνεπῶς ἀπὸ τοῦδε καὶ ἰδίᾳ
κατὰ τὴν ἀρχομένην τρίτην ἀπὸ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ χιλιετίαν, νὰ
ἀναθεωρήσωμεν τὴν τακτικὴν ἡμῶν, νὰ ἐκκαθάρωμεν τὴν παλαιὰν ζύμην, νά γίνωμεν
νέον φύραμα καὶ νὰ κηρύξωμεν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον Εσταυρωμένον, φορέα
μοναδικὸν τῆς ἀληθείας, τέλειον ὑπόδειγμα ὑποταγῆς εἰς τὸ θέλημα τοῦ Πατρός,
θεάνθρωπον ταυτίσαντα έκουσίως τὸ ὑπαρκτὸν ἴδιον ἀνθρώπινον θέλημα πρὸς τὸ ἐν
ἑαυτῷ αὐθύπαρκτον θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πέριξ ἡμῶν κόσμος ἔχει κορεσθῆ ἐκ τῶν
ἀνθρωπίνων δοξασιών καὶ φιλοσοφικῶν θεωριῶν καὶ δὲν εὑρίσκει πλέον εἰς αὐτὰς
ἀνάπαυσιν. Πεινᾷ καὶ διψᾷ διὰ τὸν ἀνόθευτον θεῖον Λόγον, τὸν δίδοντα ζωὴν καὶ
ἀνάπαυσιν εἰς τὰς ψυχάς. Αὐτὸν ὀφείλομεν νὰ προσφέρωμεν εἰς αὐτόν.
Εἶναι εὐκταῖον νὰ δυνηθῶμεν νὰ ἐκφέρωμεν
ἅπαντες οἱ Χριστιανοί, ἅπασαι αἱ Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι, τὸν αὐτὸν λόγον περὶ
τοῦ Χριστοῦ καί τῆς εἰς Αὐτὸν πίστεως καὶ ἐλπίδος ἡμῶν.
Εἶναι ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ἀπολύτως
ἀπαραίτητον νὰ κηρύξωμεν τὸν αὐτὸν λόγον. Διότι ὁ κόσμος, πρὸς τὸν ὁποῖον
ἀπευθυνόμεθα, βλέπων ἡμᾶς διχασμένους καὶ διαφωνοῦντας, δυσπιστεῖ πρὸς τοὺς
λόγους ἡμῶν καὶ εὐλόγως ὑπολαμβάνει ὅτι ὁμιλοῦμεν ἀφ' ἑαυτῶν καὶ οὐχὶ ἐκ Θεοῦ.
Οὕτω σκεπτόμενος ὀρθῶς ἀξιολογεῖ τοὺς λόγους ἡμῶν ὡς ἐξ ἀνθρώπων καὶ οὐχὶ ὡς ἐκ
Θεοῦ προερχομένους, διότι ἐάν ὁ Θεὸς ἐλάλει διά τοῦ στόματος ἡμῶν, ἀσφαλῶς θὰ
ἐλέγομεν ἅπαντες τὰ αὐτὰ, δεδομένου ὅτι ὁ Θεός, ὡς πιστὸς πρὸς ἑαυτόν, λέγει
πάντοτε τὰ αὐτά. Προβάλλοντες ἡμεῖς τὰς ἡμετέρας διδασκαλίας μετά τοῦ λόγου τοῦ
Θεοῦ, ἀκουσίως κρύπτομεν τὸν τελευταῖον ἐντὸς τῶν ἀπόψεων ἡμῶν καὶ κατ ̓
ἀνάγκην θὰ κατακριθῶμεν ὑπὸ τοῦ Κυρίου, τοῦ Ὁποίου ἐκλήθημεν συνεργοί, ὡς
κρύψαντες τὸ ὑπ ̓ Αὐτοῦ ἐμπιστευθὲν ἡμῖν πολύτιμον τάλαντον, ἤτοι τὸν λόγον
Αὐτοῦ, ὑπὸ τὸν χοῦν τῆς χοϊκῆς ἡμῶν ὑπάρξεως.
Ἤδη βιοῦμεν τὴν ἀπομάκρυνσιν τοῦ κόσμου
ἀφ ̓ ἡμῶν. Ἡ δὲ ὁδὸς τὴν ὁποίαν οὐχὶ σπανίως ἀκολουθοῦμεν, ἵνα ἐφελκύσωμεν πρὸς
ἡμᾶς τὸν κόσμον, ἤτοι ἡ ὁδὸς τῆς συμπορείας ἡμῶν πρὸς τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ, ἡ
ἄλλως καλουμένη ἐκκοσμίκευσις, ἂν καὶ φαίνεται προς στιγμὴν ὡς προσελκύουσα
τοὺς ἀνθρώπους, ἐν τελικῇ ἀναλύσει ἀπομακρύνει αὐτοὺς ἀφ ̓ ἡμῶν καὶ ἀπὸ τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὃν οὐχὶ πλέον ὡς ἐνανθρωπήσαντα Θεόν, ἀλλ ̓ ὡς τελείως
ἐξανθρωπισμένον καὶ γυμνὸν τῆς θεότητος παρουσιάζομεν.
Ὁ κόσμος, παρ ̓ ὅλον ὅτι ἐπιμένει
ἀγωνιζόμενος διὰ τὴν αὐτοδικαίωσιν καὶ τὴν αὐτοθέωσιν, αἰσθάνεται ὅτι ἡ ὁδὸς
τὴν ὁποίαν ἀκολουθεῖ εἶναι ἀδιέξοδος. Οὐχὶ μόνον τὰ φωτεινότερα τῶν πνευμάτων,
ἀλλὰ καὶ οἱ ἁπλοί συμπολῖται ἡμῶν, βιοῦν τὴν ἐπιθανάτιον ἀγωνίαν τῆς μονώσεως
καὶ τῆς ἀπελπισίας αὐτῶν. Ἄγχη, νευρώσεις, ψυχώσεις, ἀναζήτησις τῆς φυγῆς ἀπὸ
τὴν ὀδυνηρὰν πραγματικότητα διὰ τῆς προσηλώσεως εἰς τὸν φανταστικόν κόσμον τῆς
τηλεοράσεως καὶ τῶν τοξικῶν οὐσιῶν, προσφυγή εἰς τὰς ὑποσχομένας ὑπερβατικὰς
ἐμπειρίας ανατολικάς δοξασίας καὶ μεθόδους, μηδενισμός, λατρεία τῶν νέων
εἰδώλων, οἷον τοῦ χρήματος, τῆς δόξης, τῆς ἡδονῆς, καὶ πλεῖσται ἄλλαι
καταστάσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, μαρτυροῦν ὅτι οὗτος πνευματικώς πεινᾷ,
διψᾷ, γυμνητεύει καὶ δὲν εὑρίσκει πλησίον ἡμῶν τήν ἱκανοποιοῦσαν τα βαθύτερα
αιτήματα αὐτοῦ πνευματικὴν τροφὴν καὶ στήριξιν.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ
τῆς ̓Αρχιερατικῆς προσευχῆς Αὐτοῦ, διὰ τῆς ὁποίας παρεκάλεσε τον Πατέρα
ἵνα ὦσιν ἓν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ οἱ μέλλοντες νὰ πιστεύσουν διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν
εἰς Αὐτόν, διετράνωσε τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἑνότητος ἡμῶν ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ
ὅτι ὁ Πατὴρ ἀπέστειλεν Αὐτὸν εἰς τὸν κόσμον. Εἶναι φανερὸν ὡς ἐκ τούτου ὅτι διὰ
τὴν δυσπιστίαν τοῦ κόσμου πρὸς τὴν σωτηριώδη ἀποστολὴν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ
εὐθυνόμεθα ἡμεῖς, οἱ μὴ βιοῦντες τήν ἑνότητα ἡμῶν ἐν Χριστῷ. Ἀλλ ̓ ἡ εὐθύνη
αὕτη εἶναι ἱκανὴ νὰ συντρίψῃ ἡμᾶς, διότι κατ ̓ οὐσίαν διὰ τῶν ἔργων καὶ τῆς
ἔναντι ἀλλήλων στάσεως ἡμῶν κηρύσσομεν ἐμπράκτως τὰ ἀντίθετα πρὸς τὰ
κηρυσσόμενα διὰ τῶν λόγων ἡμῶν. Ἀπομακρύνομεν οὕτως ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ἐκείνους
τοὺς ὁποίους ἀπεστάλημεν ὅπως προσκαλέσωμεν πρὸς Αὐτόν.
Ἡ συναίσθησις τῆς βαρείας ἡμῶν εὐθύνης
ταύτης ὀφείλει να κατευθύνῃ ἡμᾶς πρὸς μίαν σύντονον καὶ ἐπίπονον καὶ ἀδιάκοπον
προσπάθειαν πρὸς ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος ἡμῶν ἐν τῇ πίστει, ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς
εἰρήνης. Ἡ μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητος. Δεν πρέπει νὰ
σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζητήσεις εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς
τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ
εὑρίσκοτναι (σ.σ. έτσι ακριβώς παρατίθεται η πρότασις αυτή, μάλλον από συντακτικό λάθος) ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ
δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αιτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ ̓ ὀφείλομεν
ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων.
Χρειάζεται τόλμη και γενναιότης καὶ
ταπείνωσις. διότι ἂν καὶ δὲν διεπράξαμεν ἠμεῖς τὰ σφάλματα, ἔχομεν ἄλλοιωθῇ τὴν
ἐξ αὐτῶν ἀλλοίωσιν καὶ ἀποτελοῦμεν ζύμην ἀναπαράγουσαν αὐτά. Ἡ ἐντολὴ τοῦ
Κυρίου διὰ τοῦ Αποστόλου Παύλου εἶναι σαφής: «Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην,
ἵνα ἦτε νέον φύραμα» (Α' Κορ. 5, 7).
Διὰ τὴν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν
στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καὶ σωζούσης
μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος. Διότι, ὡς γνωστόν, ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡ
ἐξοικείωσις πρὸς μίαν κατάστασιν δὲν διευκολύνει τὴν ἀναγνώρισιν τῶν
παθολογικών στοιχείων αὐτῆς, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Αἰσώπου εἶναι
γνωστὸν ὅτι ἕκαστος διαπιστώνει εὐκολώτερον τῶν ἴδιων τὰ ἀλλότρια σφάλματα.
Κατὰ τὸν καλόπιστον διάλογον γίνεται ἀμοιβαία μετάδοσις ἀντιλήψεων καὶ
φωτίζεται πολυμερῶς τὸ τοπίον. Διὰ τοῦτο εἴμεθα πάντοτε ὑπὲρ τοῦ καλοπίστου
διαλόγου, τὸν ὁποῖον καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ καθ ̓ ἑκάστην μεθ ̓ ἡμῶν
διαλεγόμενος, κατὰ τὸν ἐν Ἁγίοις προκάτοχον ἡμῶν Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον.
Ἐν τούτοις. ὁ διάλογος ἔχει χρησιμότητα
καὶ ἐλπίδας ὑφ ̓ ὡρισμένας προϋ ποθέσεις. Ἐκ τῶν βασικωτέρων δὲ τούτων εἶναι ἡ
διάθεσις ἀναγνωρίσεως τοῦ ὀρθοῦ οἱασδήποτε καὶ ἂν τοῦτο συνεπάγεται συνεπείας.
Ὄχι δὲ μόνον ἀναγνωρίσεως, ἀλλὰ καὶ ἐπανορθώσεως. Καὶ ἡ μὴ ἐπανάληψις τῶν
σφαλμάτων ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι.
Ἰδιαιτέρως δὲ ὁ διάλογος ὁ ἀποσκοπῶν εἰς
τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν προϋποθέτει ὅτι ἡ
πρᾶξις συμμορ φοῦται πρὸς τὰς ἀναγνωριζομένας ἀπό κοινοῦ ὡς ὀρθὰς ἀρχάς. Ἐφ ̓
ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Εκκλησία εἶναι ταμιοῦχος
τῆς θείας χάριτος καὶ χορηγὸς τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς
τὴν παραδοχήν ταύτην, ή προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπὸ τῆς μιᾶς καὶ
προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέραν. Διότι εκάστη τοπική Εκκλησία δὲν εἶναι
ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ ̓ ἓν σῶμα μετ ̓ αὐτῶν καὶ
ἐπιθυμεῖ τὴν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τὴν ἀποκατάστασιν δηλονότι
αὐτῆς διαταραχθείσης κατὰ τὸ παρελθόν, καὶ ὄχι τὴν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης. Ἕνεκα
τούτου ὡρισμένα προσηλυτιστικά μορφώματα ἐκκλησιαστικών δραστηριοτήτων, ἀνεκτὰ
μὲν προσωρινῶς, ὡς κληρονομημένον, ἀλλ ̓ ὑπὸ μεταμόρφωσιν, παρελθόν, δὲν
δύνανται νὰ ἀναπτύσσωνται τῇ ὑποστηρίξει τῆς μιᾶς τῶν διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν
εἰς βάρος τῆς ἄλλης, ταυτοχρόνως μετὰ τῆς διεξαγωγῆς τοῦ διαλόγου, διότι τοῦτο
σημαίνει ἄρνησιν ἐν τῇ πράξει των ἐν τῇ θεωρεία συμφωνουμένων.
Γνωρίζομεν τὰς δυσχερείας, τὰς ὁποίας
ἀντιμετωπίζει ἑκάστη Ἐκκλησία ἕνεκα τῆς ἀνεπαρκοῦς καὶ συχνάκις ἐσφαλμένης
κατηχήσεως τῶν μελῶν αὐτῆς, ἀδυνατούντων νὰ παραδεχθοῦν ὡς σφάλμα τὸ παραδοθέν
αὐτοῖς ὑπὸ τῶν πατέρων αὐτῶν ὡς ἀλήθειαν. Ἐν τούτοις, πιστεύομεν ὅτι ὀφείλομεν
νὰ κηρύσσωμεν τὴν ἀλήθειαν, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον καὶ ὄχι
κατάγοντα κοσμικάς νίκας κατὰ ἀδελφῶν. Διὰ τοῦτο ἐπιμένομεν εἰς τὸν διάλογον
καὶ τὴν διὰ τούτου ἐπικοινωνίαν καὶ συγκαταβαίνομεν πολλάκις, παρεξηγούμενοι
ὑπὸ τῶν ἰδίων, εἰς τὰς πρακτικὰς δυσχερείας τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, τῶν ἐξ άλλης
παραδόσεως προερχομένων. Ελπίζομεν εἰς τὴν ἐπίτευξιν τοῦ ποθουμένου, διότι
ἀγαπῶμεν. Ὑπομένομεν, ἐμπιστευόμεθα, ἀρνούμεθα νὰ ἀπελπισθῶμεν. Ελεγχόμεθα διὰ
τὰς ἐλπίδας ταύτας ἡμῶν καὶ διὰ τὴν ὑπομονὴν ἡμῶν, ἀλλὰ σφοδρῶς ποθοῦντες τὴν
ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τῇ ἀληθεί πίστει τῆς πρώτης ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας Αὐτοῦ ἕνωσιν τῶν
Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν συγκόλλησιν τοῦ σχισθέντος ἀρράφου χιτώνος τοῦ Κυρίου, ἐπιμέ
νομεν. Ἔχομεν τας καρδίας καὶ τὰς ἀγκάλας ἡμῶν ἀνοικτάς εἰς μίαν ἀτέρμονα
προσδοκίαν τῆς ἐσχάτου ἐν Χριστῷ ἑνότητος τῶν πάντων. Καὶ μαρτυροῦμεν τῇ
ἀληθείᾳ περὶ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, συνεσταυρωμένοι μετ ̓ Αὐτοῦ διὰ τῆς
ἀγάπης. Τὸ κήρυγμα τῆς ἀληθείας ἐπιβεβαιοῦται διὰ τῆς σταυρώσεως τοῦ
κηρύσσοντος.
Εἴθε νὰ ἀξιώσῃ ἡμᾶς ὁ Κύριος νὰ ἴδωμεν
καὶ τὴν ἀνάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας Αὐτοῦ. Ἀμήν».
Το απόσπασμα εκ του πρωτοτύπου