Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

«Βλέπε λ.χ. τὴν κατάφορη καὶ κατ᾿ ἐξακολούθηση, ἐδῶ καὶ χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀπαγορεύει ρητῶς συμπροσευχὴ μὲ ἀκοινωνήτους καὶ ἑτεροδόξους... μὲ τὴν σαφῆ ἀπειλὴ τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν, ποὺ τὸν παραβιάζουν».

 Διαβάζουμε:


«Βλέπε λ.χ. τὴν κατάφορη καὶ κατ᾿ ἐξακολούθηση, ἐδῶ καὶ χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀπαγορεύει ρητῶς συμπροσευχὴ μὲ ἀκοινωνήτους καὶ ἑτεροδόξους... μὲ τὴν σαφῆ ἀπειλὴ τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν, ποὺ τὸν παραβιάζουν».



ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'': Και να θέλουμε να μην το βλέπουμε δεν μας αφήνετε.....



ΠΗΓΗ

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 

Απόδοση της εορτής της Μεσοπεντηκοστής σήμερα (που ενώνει την Ανάσταση του Κυρίου με την Πεντηκοστή καθώς βρίσκεται στο μέσον των δύο), που σημαίνει ότι κλείνει η παράταση επί οκτώ ημέρες του εορταστικού περιεχομένου της, μία συνήθεια που κληρονόμησε η Εκκλησία μας από το Ιουδαϊκό τυπικό και εφαρμόζεται κυρίως στις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές -  δεν εξαντλεί η Εκκλησία την εορτή σε μία μόνο ημέρα, αλλά την παρατείνει για να τη «χορτάσει» όσο το δυνατόν περισσότερο. Λοιπόν στην απόδοση της Μεσοπεντηκοστής ακούμε και ψάλλουμε πάλι όλα τα συγκλονιστικά και μεστά περιεχομένου τροπάρια της εορτής που προβάλλουν τη Μεσσιανικότητα του Κυρίου Ιησού και την κλήση Του να Τον αποδεχτούμε υπαρξιακά στη ζωή μας προκειμένου να ξεδιψάσουμε τη δίψα της ψυχής μας, που θα πει να γίνουμε κι εμείς δεύτερες πηγές για τον κόσμο που ταλαιπωρείται από την αθεῒα του και το καύμα μέσα στο οποίο ζει. Το δοξαστικό των αίνων της εορτής μάλιστα, του υμνογράφου Ανατολίου σε ήχο δ΄, είναι εκείνο που μας εξηγεί το νόημα της Ανάστασης και  μας παραπέμπει στην Ανάληψη του Κυρίου και στην Πεντηκοστή ως παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμασε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών! 


ΠΗΓΗ 

π. Δανιήλ Σισόγιεφ - ''Ουρανοπολίτης'' (34ο)



8. Γιατί χρειάζεται η Εκκλησία το κράτος;

Διάβασα δύο βιβλία φαινομενικά αντίθετων συγγραφέων και εκπλάγηκα από την πλήρη ταύτιση των απόψεών τους σχετικά με το κράτος. Και ο φανατικός αντισημίτης και ο φανατικός φιλελεύθερος θεωρούν κάθε προσπάθεια της Εκκλησίας να διαπραγματευτεί με την εξουσία ως ένδειξη αδυναμίας, αναποφασιστικότητας, ανηθικότητας κ.λπ. Η σκέψη ότι η Εκκλησία, εκ των πραγμάτων, δεν έχει το δικαίωμα να πράξει διαφορετικά, δεν τους έρχεται στο μυαλό. Και όμως, αν εξετάσουμε τις Γραφές, γίνεται σαφές ότι η Εκκλησία δεν έχει άλλον δρόμο εκτός από την αναζήτηση της δυνατότητας της συμφωνίας, ακριβώς λόγω της Θεϊκής της εγκαθίδρυσης. Διότι αν η προέλευση της Εκκλησίας από τον Θεό είναι σαφής – Πεντηκοστή, τότε η Γραφή τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης επιβεβαιώνει ότι ο ίδιος ο Θεός εγκαθιδρύει και το θεσμό της εξουσίας, και διορίζει τους κυβερνήτες, είτε πιστούς είτε άπιστους.
Ο Θεός μας είναι Παντοκράτορας, και όχι μερικώς κυρίαρχος. Και γι' αυτό η κατάσταση σύγκρουσης μεταξύ κράτους και Εκκλησίας είναι αφύσικη. Είναι κατανοητό ότι οι τομείς δραστηριότητας της Εκκλησίας και του κράτους είναι διαφορετικοί. Οι επίσκοποι δεν πρέπει να διεξάγουν πολέμους, και οι κυβερνήτες δεν πρέπει να καθορίζουν κανόνες και δόγματα. Αλλά το ένα δεν πρέπει να αντιφάσκει στο άλλο. Ο άνθρωπος δεν περιορίζεται ούτε στο ότι είναι υπήκοος του κράτους ούτε στο ότι είναι υποτακτικός του πνευματικού. Αυτοί οι τομείς συνυπάρχουν σε αυτόν, αλλά από αυτό δεν προκύπτει ότι πρέπει να βρίσκονται σε σύγκρουση. Διότι ο άνθρωπος είναι πλήρως υποταγμένος μόνο στον Θεό, ο οποίος του δίνει τη δύναμη να τρώει, τον υποχρεώνει να πληρώνει φόρους, τον διδάσκει την πνευματική ανάπτυξη και τον προστατεύει με τα όργανα της τάξεως. Ως εκ τούτου, η συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών θεσμών που ο Θεός έχει εγκαθιδρύσει και χρησιμοποιεί για τη ζωή του ανθρώπου είναι φυσιολογική.
Ως εκ τούτου, κάθε σύγκρουση μεταξύ εξουσίας και Εκκλησίας είναι αρρώστια, και η επιθυμία να νομιμοποιηθεί αυτή είναι σχιζοφρένεια. Και εδώ δεν έχει καμία σημασία ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό – είτε για «αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα» είτε για την ιδέα της κληρονομικής μοναρχίας. Το κύριο είναι ότι αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο θεσμών που εγκαθιδρύθηκαν από τον Θεό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς παρά αμαρτία. Βασικά, προκύπτει από την αμαρτία. Αυτό αφορά τόσο την επιθυμία των κληρικών να αναλάβουν τις λειτουργίες του κράτους (πόλεμος, φόροι, κ.λπ.), όσο και τις εξουσίες που είτε παραβιάζουν τις εντολές (π.χ., κακομεταχειριζόμενοι τους φτωχούς, διεξάγοντας άδικες δίκες, ληστεύοντας τους αδύναμους) είτε προσπαθούν να αναλάβουν λειτουργίες που δεν τους δόθηκαν από τον Θεό (εκπαίδευση πολιτών, εκκλησιαστική διοίκηση, ιδεολογία κ.λπ.). Αυτό ακριβώς είναι αμαρτία, και όχι το φαινόμενο της κρατικής εξουσίας και της συμμαχίας της με την Εκκλησία. Όπως ένας ξεχωριστός άνθρωπος δεν μπορεί πάντα να είναι αμαρτωλός (κανείς δεν μπορεί να αμαρτάνει αδιάκοπα), έτσι και η δραστηριότητα της εξουσίας δεν μπορεί να αποτελείται μόνο από αμαρτία, αλλιώς θα καταρρεύσει υπό το βάρος των παρανομιών της. Εκεί ακριβώς που η εξουσία και η Εκκλησία ακολουθούν το θέλημα του Θεού, πρέπει να υπάρχει συνεργασία.


(συνεχίζεται)



Εκοιμήθη ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, π. Γεώργιος Τσέτσης

 


Εκοιμήθη, σε ηλικία, 90 ετών, το βράδυ της Κυριακής, 2 Ιουνίου, στη Γενεύη όπου και διέμενε, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Γεώργιος Τσέτσης. 

Ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου π. Γεώργιος Τσέτσης τοῦ Θωμᾶ καὶ τῆς Ἑλένης, τὸ γένος Προύσαλη, γεννήθηκε στὸ Πικρίδιο (Χάσκιοϊ) Κωνσταντινουπόλεως, στὶς 22 Ἰουνίου 1934. Προερχόμενος ἀπὸ λευιτικὴ οἰκογένεια (παπποῦς καὶ θεῖος κληρικοί), ἄρχισε νὰ ἐθίζεται μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ – λειτουργικὸ περιβάλλον “ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων”, στὸ Ἀναλόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς γενέτειράς του Χάσκιοϊ, τοῦ κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο γνωστοῦ ὡς “Πικρίδιο” προαστείου, στὴν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Κερατείου κόλπου.

Τὸ 1945, καὶ σὲ ἡλικία 11 ἐτῶν, προσλαμβάνεται, ἐπὶ Πατριαρχίας Βενιαμὶν τοῦ Α´ ὡς Κανονάρχης τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, ἀρχικὰ δίπλα στὸν Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη Κωνσταντῖνο Πρίγγο καὶ στὴ συνέχεια κοντὰ στὸν Ἄρχοντα Λαμπαδάριο Θρασύβουλο Στανίτσα. Ἔτσι, συμψάλλοντας μὲ Στανίτσα καὶ ἀκούγοντας Πρίγγο, ἐξοικειώθηκε μὲ τὸ λεγόμενο φαναριώτικο “πατριαρχικὸ ὕφος” τοῦ ψάλλειν.

Τὰ πρῶτα μουσικὰ μαθήματα τὰ πῆρε ἀπὸ τὸν δάσκαλο του Θρασύβουλο Στανίτσα, ἀπὸ δὲ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1949, ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Πρίγγο τὸν ὁποῖο εἶχε καθηγητὴ τῆς μουσικῆς στὴν Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1960. Ἐπὶ μία πενταετία καὶ μέχρι τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴ Χάλκη, διετέλεσε δεξιὸς ψάλτης καὶ χοράρχης τῆς φοιτητικῆς χορωδίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, διαδεχθεὶς τὸν νῦν Μητροπολίτη Πέργης, Εὐάγγελον Γαλάνη.

Ἡ ἐναίσιμος ἐπὶ πτυχίῳ διατριβή του εἶχε ὡς θέμα: « Ἡ Ἔνταξις τῶν Ἁγίων εἰς τὸ ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας”. Κατὰ τὸ ἀκαδημαϊκὸ Ἔτος 1958-1959 φοίτησε στὸ οἰκουμενικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ BOSSEY (Γενεύη). Τὸ 1988 ὑπέβαλε διδακτορικὴ διατριβὴ στὸ τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μὲ τίτλο Ἡ συμβολὴ τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», καὶ ἀνακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας.

Τὸν Μάϊο τοῦ 1961 ἐνυμφεύθη τὴν Jacqueline Mermoud ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε δύο τέκνα, τὸν Θωμᾶ (1962) καὶ τὴν Αἰμιλία (1964).

Ἐκκλησιαστικὴ σταδιοδρομία

Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1960 μέχρι τὸν Μάιο τοῦ 1961 ὑπηρέτησε στὰ Γραφεῖα τῆς Ἀρχιγραμματείας τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου. Τὸν Μάϊο τοῦ 1961 χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Δωρόθεο καὶ διορίστηκε Ἀρχιδιάκονος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πριγκηποννήσων. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1964 χειροτονήθηκε εἰς Πρεσβύτερο ἀπὸ τὸν ὡς ἄνω Μητροπολίτη.

Μὲ ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1965 προσελήφθη στὴν Ἐπιτροπὴ Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στὴ Γενεύη. Διαδοχικὰ ὑπηρέτησε στις ἑξῆς ἐπιτελικὲς θέσεις:
– Ἰανουάριος 1965 – Ὀκτώβριος 1967: Βοηθὸς Γραμματεὺς τῆς Γραμματείας Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς,
– Ὀκτώβριος 1967 – Ἀπρίλιος 1978: Ἐκτελεστικὸς Γραμματεὺς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
– Μάϊος 1978 – Δεκέμβριος 1984: Ἀναπληρωτής Διευθυντὴς τῆς Ἐπιτροπῆς Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας τοῦ Π.Σ.Ε. μὲ εἰδικὴ εὐθύνη τὸν συντονισμὸ τῶν Γραμματειῶν Ἀσίας, Ἀφρικῆς, Εὐρώπης, Μέσης Ἀνατολῆς, Λατινικῆς Ἀμερικῆς καὶ Εἰρηνικοῦ ὡς πρὸς τὰ προγράμματα Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας καὶ Ἀναπτυξιακῶν Ἔργων τοῦ Π.Σ.Ε.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984 μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διορίζεται ἀπὸ 1.1.1985 Μόνιμος Ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου στὴν ἔδρα τοῦ Π.Σ.Ε.

Στὰ πλαίσια τοῦ παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, διετέλεσε μέλος τῆς Ἐσωτερικῆς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς (1971-1984), πρόεδρος τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμάδος Ἐργασίας (1972-1984), Πρόεδρος τῆς Ὁμάδος Ἐργασίας Μέσης Ἀνατολῆς (1973-1977), μέλος (1980-1984) καὶ συμπρόεδρος (1983) τῆς Μικτῆς Συμβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς Π.Σ.Ε. – Βατικανοῦ γιὰ κοινωνικὰ ζητήματα. Συμμετέσχε σὲ Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. (Οὐψάλα 1968, Ναϊρόμπι 1975, Βανκοῦβερ 1983, Καμπέρρα 1991), τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (ΡΟRTSCHACH 1967, Χανιὰ 1979, STIRLING 1986, Πράγα 1992, GRAZ 1997) καὶ τοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Λευκωσία 1974, Βηρυτὸς 1977), στὶς Συνόδους τῆς Κεντρικῆς καὶ Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς καὶ σὲ διάφορα ἄλλα Διαχριστιανικὰ καὶ Διορθόδοξα Συνέδρια. Στὴ Γενικὴ Συνέλευση τῆς Καμπέρρα ἐξελέγη μέλος τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἐν συνεχείᾳ μέλος καὶ τῆς Ἐκτελεστικῆς τῆς Ἐπιτροπῆς.

Στὰ πλαίσια τῆς ὑπηρεσίας του στὴν Ἐπιτροπὴ Διεκκλησιαστικῆς Βοηθείας, ἐπισκέφτηκε ἐπανειλημμένως Ἐκκλησίες μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. στὸν χῶρο τῆς Βορείου Ἀμερικῆς, τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Μ. Ἀνατολῆς καὶ τοῦ Εἰρηνικοῦ Ὠκεανοῦ.

Ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς κληρικοῦ τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, συμμετέσχε ὡς γραμματεῦον μέλος σὲ Ἀντιπροσωπίες τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως πρὸς τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ῥωσσίας, Σερβίας, Ῥουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ἑλλάδος, Γεωργίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας (1966, 1976), τὸ Βατικανὸ (1971) καὶ τὴν Κοπτικὴ Ἐκκλησία (1972). Συμμετέσχε ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεολογικοῦ συμβούλου τῆς Ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς ἐργασίες τῆς Β´ Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ τῆς Γ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986).

Ἀπὸ τὸ 1970 ὡς τὸ 1982 καὶ ἀπὸ τὸ 1991 μέχρι σήμερα, διετέλεσε Γραμματεὺς τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ὀρθοδόξου κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴ Γενεύη. Κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Ἑλβετίας Χρυσοστόμου, καὶ πρὶν τὴν ἵδρυση τὸ 1982 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας, ἐξυπηρέτησε τὴν Ἑλληνορθόδοξο παροικία Γενεύης ὡς ἄμισθος ἐφημέριος καὶ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας (1966-1982).

Δημοσίευσε βιβλία καὶ μελέτες Θεολογικοῦ, λειτουργικοῦ, ἱστορικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ περιεχομένου, μεταξὺ τῶν ὁποίων:

α) Βιβλία

– Ἡ ἔνταξις τῶν Ἁγίων εἰς τὸ ἐορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας πάλαι καὶ νῦν, (Κων/πολις 1962), Β´ Ἔκδοσις ἐπηυξημένη μὲ τὸν τίτλο Ἡ Ἔνταξις τῶν Ἁγίων στὸ Ἑορτολόγιο, Τέρτιος, Κατερίνη 1992.
– L’ Église Orthodoxe et l’ Église locale, Genève 1975,
– La Dimension universelle de l’ Église, Lyon 1986.
– Οἰκουμενικὰ Ἀνάλεκτα – Συμβολὴ στὴν ἱστορία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, Κατερίνη 1987.
– Ἡ συμβολὴ τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, Κατερίνη 1986.
– Οἰκουμενικὸς θρόνος καὶ οἰκουμένη – Ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Κείμενα, Τέρτιος, Κατερίνη 1989.
– Εὐρωπαϊκή Ἑνότητα καὶ Ἐκκλησία. Ἱεραποστολικὰ ἐρεθίσματα καὶ οἰκουμενικὲς προκλήσεις, Τέρτιος, Κατερίνη 1990.
– Σύγχρονες Ἀρειανικὲς Τάσεις, Τέρτιος, Κατερίνη 1992.
– Ἀσματικὴ Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Νεομάρτυρος Ἀργυρῆς, Ἐπέκταση Κατερίνη 1997.
– Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας στὴν πρόσφατη Γιουγκοσλαβικὴ διαμάχη, Ἐπέκταση – Κατερίνη 1998.

β) Άρθρα / Μελέτες

– Ἡ λειτουργικὴ κίνησις τῆς Κοινότητος τοῦ Τaizé, Περιοδικὸ “Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1962.
– O οἰκ. χαρακτὴρ τῆς Θ. Λειτουργίας”, Περιοδικὸ “Ἀπόστολος Βαρνάβας, Λευκωσία 1966.
– Ἡ εἰκοσιπενταετηρὶς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν Περιοδικὸ Ἐκκλησία, Ἀθῆνα 1973.
– Δυσκολίαι εἰς τὸν διάλογον Ὀρθοδοξίας καὶ Ῥωμαιοκαθολικισμοῦ, Περιοδικὸν Ἐκκλησία, Ἀθῆνα 1979.
– Ἡ Ὀρθόδοξη παρουσία στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, μία ἐμπειρία ἀμοιβαίου ἐμπλουτισμοῦ, Ἐπετηρὶς Ἀποφοιτῶν Χάλκης, Ἀθῆνα 1984.
– Βανκούβερ 1983, μία πρώτῃ ἀξιολόγησις τῆς ΣΤ´ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Περιοδικὸ “Eκκλησία”, Ἀθῆνα 1984.
– Ἡ θεματολογία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ πνευματολογική της διάσταση”, ἐν Μνὴμῃ Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 1984.
– Α synthesis of the responses of Orthodox Churches to the Lima document on Baptism, Eucharist, and Ministry, ἐν Orthodoxes Forum, Μόναχο 1986.
– Le Ρatriarché Oecumenique en tant que protos dans l’ Église Orthodoxe, Wien 1989.
– Μία Ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἐπετηρὶς Ἀποφοίτων Χάλκης, Ἀθῆνα 1991.
– Ἐμεῖς καὶ οἱ Ἄλλοι. Ὀρθοδοξία διαλεγομένη, Περιοδικὸ “Καθ᾽ ὁδόν” Θεσσαλονίκη 1992.
– Ἡ Ἐκκλησία, παράγων συμφιλιώσεως καὶ εἰρήνης – Σκέψεις μὲ ἀφορμὴ τὴ Σερβοκροατικὴ διένεξη, Περιοδικὸ «Καθ᾽ Ὁδόν», Θεσσαλονίκη 1992.
– Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος στὴν ἐνορία, Περιοδικὸ «Ἀπόστολος Βαρνάβας», Λευκωσία 1995.
– Ἡ δραστηριοποίηση τοῦ Π.Σ.Ε. μετὰ τὰ Σεπτεμβριανὰ Γεγονότα, Περιοδικὸ «Ἡ Καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή», Ἀθῆνα 1996.
– Ὁ οἰκουμενισμὸς ὡς ποιμαντικὸ πρόβλημα , Περιοδικὸ «Ἐκκλησία» Ἀθῆνα 1997.
– Ἡ Παπικὴ ἐγκύκλιος «Ἵνα πάντες ὦσιν» – Περιληπτικὴ παρουσίαση καὶ σχολιασμός, Ἐπετηρὶς Θεολόγων Χάλκης, Ἀθῆναι 1997.
Τὸ 1971 ὁ ἀείμνηστος Οἰκ. Πατρ. Ἀθηναγόρας καὶ ἡ περὶ αὐτὸν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος σὲ ἀναγνώριση τῆς πρὸς τὴν ἐκκλησίαν διακονίας καὶ ἀφοσιώσεώς του, τοῦ ἀπένειμαν τὸ ὀφφίκιο τοῦ Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Τιμήθηκε καὶ ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας, Μόσχας καὶ Σόφιας καὶ τὴν Ἐκκλ. Πολωνίας, ἀντιστοίχως μέ:

Τὸν Χρυσὸ Σταυρὸ τοῦ Τάγματος τῶν Σταυροφόρων τοῦ Παναγίου Τάφου.
Τὸν Σταυρὸ τοῦ Τάγματος τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.
Τὸ παράσημον τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου.
Τὸ παράσημον τοῦ Τάγματος τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου.
Τὸ παράσημον τοῦ Τάγματος τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.


H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.