Το Συνέδριον επί του θέματος «Η Β Βατικανή Σύνοδος και η Ορθόδοξος Εκκλησία» ωργανώθη υπό του Μεταπτυχιακού Ινστιτούτου Ορθοδόξου Θεολογίας, εν συνεργασία μετά της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου του Φριβούργου, την 17ην και την 18ην Οκτωβρίου 2013 εις το Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Σαμπεζύ Γενεύης
Το εν λόγω Συνέδριον ήτο το πρώτον, το οποίον εξήτασε την ιδιαιτέραν συμβολήν και επιρροήν των ορθοδόξων θεολόγων, ενώ υπεγράμμισε την σπουδαιότητα αυτού δια την προσέγγισιν των δύο Εκκλησιών, αφού εγένετο ούτω μέρος των πολυπληθών εκδηλώσεων επί τη συμπληρώσει πενήκοντα ετών από της συγκλήσεως της μείζονος αυτής Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία ήτο καθοριστική τόσον δια τον εσωτερικόν βίον αυτής, όσον και δια τας σχέσεις της μετά των άλλων Εκκλησιών και με τον κόσμον.
Η Α. Θ. Π. Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος εις αποσταλέν Μήνυμα δια την έναρξιν του Συνεδρίου συνεχάρη το Ινστιτούτον «δια την αξιέπαινον πρωτοβουλίαν διοργανώσεως μιας ακόμη σημαντικής θεολογικής συνάξεως», λαμβάνων δε υπόψιν την σημαντικήν συμβολήν της Β Βατικανῆς συνόδου εις την προσέγγισιν των Εκκλησιών, υπενεθύμισεν ότι «η γνησία θεολογία δεν είναι αμυντική, δεν φοβείται τον διάλογον», αλλ’ αντιθέτως «τον επιζητεί και τον καλλιεργεί», διότι η σχέσις μεταξύ της παραδοσιακότητος και της επικαιρότητος προς τον σύγχρονον κόσμον «είναι εγγύησις της αυθεντικότητος της θεολογικής εργασίας».
Υπό το πνεύμα αυτό διεξήχθησαν αι εργασίαι του Συνεδρίου, εις το οποίον συμμετείχον διαπρεπείς ορθόδοξοι και ρωμαιοκαθολικοί, ωργανώθησαν δε εις επί μέρους συνεδρίας, καλυπτούσας διαφορετικά θέματα με τα οποία ησχολήθη η Β Βατικανή Σύνοδος δια την σχέσιν με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Εις την εισαγωγικήν του Ομιλίαν, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Ιερεμίας υπεγράμμισε την καινοτομίαν την οποίαν εισήγαγεν η Β Βατικανή Σύνοδος δια την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν ως προς τας σχέσεις της με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και προς τας Προτεσταντικάς κοινότητας, ως και την θεμελιώδη σημασίαν δι’ αυτάς του συντάγματος Περί Εκκλησίας (Lumen Gentium) και του διατάγματος περί Οικουμενισμού (Unitatis redintegratio).
Επιδή λοιπόν η μεγάλη συμβολή της Β Βατικανῆς Συνόδου υπήρξεν ακριβώς το άνοιγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τας άλλας Εκκλησίας και την Οικουμενικήν κίνησιν, πολλαί υπήρξαν αι εισηγήσεις αι οποίαι ανεφέροντο εις αυτήν την προοπτικήν της Συνόδου.
Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού πατριαρχείου Γέρων Χαλκηδόνος κ. Αθανάσιος παρουσίασε τας θεαματικάς χειρονομίας των Εκκλησιών Ρώμης και Κων/πόλεως αναφορικώς προς την ενότητα των χριστιανών από τ[ςη συγκλήσεως της Β Βατικανῆς Συνόδου.
Ο κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, αναπληρωτής Γενικός Γραμματεύς του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), ανεφέρθη εις τας σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά του ΠΣΕ ως εξελίχθησαν μετά την Β Βατικανήν σύνοδον, ως και εις την ενεργόν συμμετοχήν αυτής εις την Επιτροπήν «Πίστις και Τάξις».
Η καθηγήτρια Dagmar Heller της Επιτροπής Πίστις και Τάξις και του Οικουμενικού Ινστιτούτου του Bossey, ανέδειξε από πλευράς της εις ποία σημεία η Β Βατικανή Σύνοδος ετροποποίησε τας σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τας Μετερρυθμισμένας Εκκλησίας, το γεγονός δε αυτό επέτρεψεν την έναρξιν ενός διμερούς Θεολογικού διαλόγου, ο οποίος κατέληξεν, μεταξύ άλλων, εις την κοινήν δήλωσιν περί της δικαιώσεως δια της πίστεως.
Υπό το πνεύμα αυτό, ο εφημέριος του μητροπολιτικού ναού του Φριβούργου π. Claude Ducarroz παρουσίασεν το κείμενον της ομάδος Dombes, αποτελουμένης από ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντας επί του θέματος «Η Μαρία εις το σχέδιον του Θεού και η κοινωνία των αγίων».
Η κ. Astrid Kaptijn ανεφέρθη ιδιαιτέρως εις την συμβολήν των ρωμαιοκαθολικών ανατολικών Εκκλησιών εις την Β Βατικανήν Σύνοδον, γεγονός το οποίον απετέλεσεν ευκαιρίαν δια την ίδιαν προκειμένου να επικεντρωθή κυρίως εις το περί των ρωμαιοκαθολικών εν Ανατολή Εκκλησιών διάταγμα και τον νέον Κώδικα του ανατολικού Κανονικού δικαίου.
Η Β Βατικανή Σύνοδος προεκάλεσεν επίσης το άνοιγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τον κόσμον.
Διο και ο καθηγητής του Ινστιτούτου κ. Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής επεκέντρωσε την εισήγηση επί του ζητήματος περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έδειξεν το τρόπον δια του οποίου η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατέληξεν να αποδεχθή τα ανθρώπινα δικαιώματα ως κεντρικής σημασίας ζήτημα δια την εν τω κόσμω μαρτυρίαν της, λησμονούσα το πλαίσιον αντικληρικαλισμού και αθεΐας εις την σύνταξιν και την ψήφισιν αυτών.
Ο καθηγητής ανεφέρθη εις την εξέχουσαν θέσιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξετάζων την θέσιν αυτών εις το κοινωνικόν δόγμα της συγχρόνου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως και εις τας διαστάσεις μεταξύ της συγχρόνου και της χριστιανικής ελευθερίας, διο και αι τρεις γενεαί ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκφράζονται ως μία εξέλιξις των αρχών της ελευθερίας προς την ισότητα, και της ισότητος προς την αδελφωσύνην η την αλληλεγγύην.
Επειδή λοιπόν μείζον έργον της Β Βατικανῆς Συνόδου υπήρξεν το σύνταγμα περί Εκκλησίας (Lumen Gentium), μεγάλος μέρος των εργασιών του Συνεδρίου αφιερώθη εις ζητήματα εκκλησιολογικής και κανονικής φύσεως.
Ο ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Λωζάννης, Γενεύης και Φριβούργου Charles Morerod επραγματεύθη την έννοιαν των Αδελφών Εκκλησιών, η οποία κατέστη δυνατή δια της Β Βατικανῆς Συνόδου, ως και τας διαφόρους ερμηνείας, τας οποίας δύναται να έχη ο όρος αυτός, ως άλλωστε και η έκφρασις «subsistit in» του συντάγματος Lumen Gentium, όπου αναφέρεται ότι η Μία Εκκλησία ευρίσκεται εν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δια της παραλλήλου αναγνωρίσεως του μυστηριακού βίου και των μη ευρισκομένων εις τους κόλπους αυτής χριστιανικών κοινοτήτων, ιδιαιτέρως δε της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η έννοια αυτή θέτει επίσης το ζήτημα των ορίων της Εκκλησίας, τα οποία, εκ των κανονικών ορίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, διευρύνονται, δια του έργου της Β Βατικανῆς Συνόδου, εις τα ευρύτερα χαρισματικά όρια.
Το ζητήμα αυτό επραγματεύθη ο καθηγητής Joseph Famérée, κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου της Λουβαίν, ο οποίος παρουσίασε εις μίαν συγκριτικήν μελέτην αφ’ ενός μεν την συμβολήν του Lumen Gentium (1964), αφ’ετέρου δε τας σκέψεις του ορθοδόξου θεολόγου Georges Florovsky εις εν πρωτοποριακόν άρθρον του περί των ορίων της Εκκλησίας, εκδοθέν το 1933.
Ο καθηγητής Hervé Legrand του Καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων συνέβαλε τα μέγιστα εις τας εργασίας του Συνεδρίου, αναδεικνύων με ποίον τρόπον το πλαίσιον και η αρχική σημασία του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα, ως αυτά καθωρίσθησαν υπό της Α Βατικανῆς Συνόδου, επανεξετάσθησαν και εξισορροπήθησαν υπό της Β Βατικανῆς Συνόδου, υπογραμμίζων ταυτοχρόνως και την ατυχή επανεργοποίησιν μιας ερμηνείας μαξιμαλιστικής των εν λόγω εννοιών επί πάπα Ιωάννου-Παύλου Β .
Ο πρεσβύτερος Eric Besson του Studium Κανονικού Δικαίου της Λυών παρουσίασε τους ιδιαιτέρους τρόπους, με τους οποίους νοείται και ασκείται η συνοδικότητα εις την Ανατολήν και εις την Δύσιν, ήτοι εις τους κόλπους τόσον της Ορθοδόξου, όσον και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ο καθηγητής και κοσμήτωρ του Ιντιτούτου Βλάσιος Φειδάς ετόνισε την σημασίαν της άρσεως των Αναθεμάτων του 1054, το 1965, από κανονικής επόψεως και υπέμνησεν ότι αι σχέσεις της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επέστρεψαν εις το καθεστώς του Σχίσματος των δύο Σεργίων (1014), ήτοι ευρίσκονται πλέον υπό καθεστώς όχι τετελεσμένου σχίσματος, αλλά διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας (ακοινωνησία), διο και το γεγονός αυτό ανοίγει νέας προοπτικάς εις τον διμερή Θεολογικόν διάλογον μεταξύ των δύο Εκκλησιών, ο οποίος δύναται να οδηγήση και εις την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Ο καθηγητής Job Getcha έδειξε από πλευράς του με ποίον τρόπον αφ’ ενός μεν η λειτουργική κίνησις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και η συμβολή των ορθοδόξων θεολόγων του Ινστιτούτου του Αγ. Σεργίου των Παρισίων, μεταξύ των οποίων ο Nicolas Afanassief, αφ’ ετέρου η ενεργός συμμετοχή παρατηρητών ορθοδόξων θεολόγων εις την Β Βατικανήν Σύνοδον, συνέβαλον εις την αποδοχήν μιας «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας», η οποία συνδέει την Εκκλησίαν με την Ευχαριστίαν τόσον δια του περί Λειτουργίας συντάγματος (Sacrosanctum concilium), όσον και δια του Lumen Gentium.
Τοιουτοτρόπως, η Β Βατικανή Σύνοδος ηδυνήθη να διευρύνη τα όρια της Εκκλησίας και να διαλεχθή με τους άλλους χριστιανούς, ομιλούσα πλέον περί «εκκλησιολογίας της κοινωνίας».
Υπό του Συνεδρίου εξητάσθη επίσης η ψηφισθείσα υπό της Συνόδου λειτουργική μεταρρύθμισις εις το Sacrosanctum concilium.
Ο Isaia Gazolla, καθηγητής του ανωτάτου Ινστιτούτου Λειτουργικής του Καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων, παρουσίασε τα μεγάλα βήματα λειτουργικής μεταρρυθμίσεως, όπως αυτή διετυπώθη εις την νεωτέραν έκδοσιν του Ordo missae το 1969, εις την οποίαν παρατηρούμεν μία αδιαμφισβήτητον επίδρασιν του πλούτου της χριστιανικής Ανατολής.
Επέμεινεν ειδικώτερον εις την σπουδαιότητα, η οποία απεδόθη εις την Αγίαν Γραφήν, εις το Κήρυγμα και εις την οικουμενικήν προσευχήν (συναπτές, εκτενείς δεήσεις) εις την κοινωνίαν από δύο στοιχεία και εις την συλλειτουργίαν κατά την θείαν Λειτουργία.
Ο Michel Mallèvre, Διευθυντής του Κέντρου Istina και αρχισυντάκτης του ομωνύμου περιοδικού, υπεγράμμισε το βάρος, το οποίον εδόθη εις την λειτουργικήν μεταρρύθμισιν δια τους δύο πόλους της Λειτουργίας, οι οποίοι είναι ο Λόγος και τα Μυστήρια, υπενθυμίζων ότι η ενότης του Λόγου και των Μυστηρίων κατέληξαν εις την εξάλειψιν από την Σύνοδον του φόβου να τεθούν εις το ίδιον επίπεδον η Τράπεζα του Λόγου και η ευχαριστιακή Τράπεζα, αι οποίαι από κοινού τρέφουν τους χριστιανούς.
Ο π. Nicolas Ozoline, κοσμήτωρ του Ινστιτούτου του Αγ. Σεργίου, εξέφρασε την λύπην του δια το γεγονός ότι η εικών ήτο ο μεγάλος απών εις τα κείμενα της Συνόδου και της λειτουργικής μεταρρυθμίσεως.
Όπως επεσήμανεν ο Οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος εις το Μήνυμα αυτού, ως και ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Ιερεμίας εις την εισαγωγικήν του Ομιλίαν, η Β Βατικανή Σύνοδος έλαβε χώραν την ίδιαν περίοδον, κατά την οποίαν η Ορθόδοξος Εκκλησία ήρχισεν να προετοιμάζη την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον αυτής.
Δια τούτο, το ζήτημα της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανεφέρθη πολλάς φοράς κατά την διάρκειαν των εργασιών του Συνεδρίου.
Ο Νοël Ruffieux του Φριβούργου προσεπάθησε να προβάλη δια ποίου τρόπου η Ορθόδοξος Εκκλησία θα ηδύνατο να χρησιμοποιήση ως πρότυπον εν μέρος της εν λόγω Συνόδου δια την ιδικήν της, εννοών προφανώς ζητήματα προετοιμασίας, τάξεως και υποδοχής.
Συμπερασματικώς, εν τω Συνεδρίω, πολλοί εκ των ομιλητών υπεγράμμισαν την χαράν των δια την συμμετοχήν εις εν Συνέδριον κατά το οποίον απεδείχθη ότι η Β Βατικανή Σύνοδος εδημιούργησε χώρον εμπιστοσύνης και διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών μετά από πολλούς αιώνας σκληράς πολεμικής.
Υπό το πνεύμα αυτό, η Β Βατικανή Σύνοδος ήτο εν ιστορικόν γεγονός δια το σύνολον της χριστιανοσύνης, διότι εκφράζει την αρχήν μιας προσεγγίσεως μεταξύ των χριστανών.
Βεβαίως, αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά και απαιτεί από πλευράς μας υπομονήν, αλλά επιτρέπει να γνωρισθώμεν αμοιβαίως καλλίτερον και να αποκτήσωμεν κριτικόν βλέμμα και δι’ ημάς τους ιδίους.
Το γεγονός να ζώμεν από κοινού επιτρέπει να ανακαλύψωμεν ποίοι είμεθα και να εύρωμεν τον χρόνον δια την επίλυσιν των παρεξηγήσεων, επί τη βάσει της κοινής Παραδόσεως των πρώτων αιώνων.
ΠΗΓΗ: ''ΡΟΜΦΑΙΑ. GR''
"η σχέσις μεταξύ της παραδοσιακότητος και της επικαιρότητος προς τον σύγχρονον κόσμον «είναι εγγύησις της αυθεντικότητος της θεολογικής εργασίας»."
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ σχεσιολογία, συναφειακότητα την ονομάζουν τώρα, σε όλο της το μεγαλείο δια στόματος και γραφίδος οικουμενικού Βαρθολομαίου. Δεν λείπουν βέβαια και τα λήγοντα σε -οτητα της βλακότητας : παραδοσιακότητα, επικαιρότητα, αυθεντικότητα, βάλαμε κι εμείς το δικό τους, την συναφειακότητα.
"Ο ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Λωζάννης, Γενεύης και Φριβούργου Charles Morerod επραγματεύθη την έννοιαν των Αδελφών Εκκλησιών "
ΚΧ
Η σχεσιολογική έννοια των Αδελφών Εκκλησιών ποιά είναι ; Μα, οποία άλλη : Η αδελφικότητα της εκκλησιαστικότητας. Παρένθεση, την αδελφικότητα δεν την προτιμούν, πιο εύκολο τους είναι η αδελφότητα, η παρένθεση κλείνει.
Μάλλον πρέπει να επισκεφθώ Ψυχίατρο ή, λέτε, καλύτερα έναν ψυχοθεολόγο; Βοηθήστε με σας παρακαλώ. Η παραδοσιακότητα της επικαιρότητας, ή τούμπαλιν, εις την σύγχρονον κοσμικότητα καθιστά δύσκολη την ιδικήν μου νοητικότητα ως προς την αυθεντικότητα της συναφειακότητας των εν εξελίξει θεολογικών εργασιών.