ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΤΑ ΕΞΗΣ:

Προδρομικές συναντήσεις των Εκκλησιών της Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης


Του Αριστείδη Πανώτη, Μ. Ιερομνήμονα, Ιστορικού-συγγραφέα - για το Amen.gr


Σε λίγες ημέρες θα πραγματοποιηθεί μιά επίσημη επετειακή  «Ιερή Συνάντηση»  των Προκαθημένων της Πρεσβύτερης και της Νεότερης Ρώμης στην Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων. Είναι ένα βαρυσήμαντο γεγονός για τη Χρισιανοσύνη που θα πρέπει την ιστορική ακολουθία του να πληροφορηθούν όλοι οι καλής θελήσεως χριστιανοί για να μην παρασυρθούν από διάφορα ηλεκτρονικά «χωνιά» αδιάβαστων εραστών του μονόλογου για να δείξουν άκαρπο «ομολογιακό  ζήλο»,  όπως το 1964,  για την  «Επανασυνάντηση»  των Προκαθήμενων των δύο αρχαίων αποστολικών καθεδρών  της  μιάς Εκκλησίας. 
Μέσα στη πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας αυτές Καθέδρες για διάφορους κανονικούς και άλλους λόγους δοκιμάστηκαν από τους διχασμούς.  Από το 337 μέχρι το 843 που η Πρεσβυτέρα Ρώμη υπερασπίζεται με οξύτητα το προνόμιο της οικουμενικής διαστάσεως του «πρωτείου» της και δεν αναγνώριζε την εκλογή του ιερού Φωτίου, διακόπηκε η «κοινωνία» μεταξύ Ανατολής και Δύσεως 217 χρόνια! Τότε ο ιερός Φώτιος καταλόγισε στον πάπα Νικόλαο 10 σημαντικές «διαφορές». Και όπως συμβαίνει σε κάθε έντονη οικογενειακή διαφορά μεταξύ  δύο εριζόντων αδελφών η αντιλογία  συνοδεύεται από καταιγισμό ορμαθού αλληλοκατηγοριών που  για τη περίπτωση αυτή καλούνται «διαφορές». Όταν  όμως η Ρώμη αναγνώρισε τὴν εκλογή του ιερού Φωτίου όλες αυτές οι κατηγορίες ξεχάστηκαν και η διάσταση γεφυρώθηκε. Και όταν μετά ταύτα προέκυπταν διαφωνίες, αυξάνονταν συνεχώς και οι «διαφορές» για να δείχνονται ατελέσφορες οι  προσπάθειες για τη προσέγγιση.
Παρ' όλα αυτά η διάσταση του 1054  επανειλημμένα επιχειρήθηκε να γεφυρωθεί τους αιώνες που ακολούθησαν.  Όμως οι διαμάχες για  την κοσμική εξουσία και τα κρατικά συμφέροντα πολιτικοποίησαν μεγάλο μέρος και της Εκκλησίας και επιμήκυναν την απομόνωση της Ανατολής από τη Δύση με συνέπεια να παραταθεί η κυριαρχία των αλλόθρησκων κυρίαρχων επί των χριστιανών.
Μετά το διχασμό της Δυτικής Εκκλησίας από τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα αναζητήθηκε και πάλι τρόπος συνεννοήσεως της Πρεσβυτέρας με την Νεότερη Ρώμη για να λυθεί το «Ημερολογιακό ζήτημα». Η κοινή καταγωγή και κληρονομία των δύο Καθεδρών ποτὲ δεν αμφισβητήθηκε ως Εκκλησιών παρά την πικρή εμπειρία της Φλωρεντιανής Συνόδου.  Όταν ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄  επικοινωνεί στις 5 Φεβρουαρίου 1563 με  ειδικό Μπρέβιο  με τον πατριάρχη Ιερεμία Β΄ τον προσφωνεί: «Προς τον σεβάσμιον αδελφό Ιερεμία  Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως»! Και ο Ιερεμίας του ανταπαντά τον Αύγουστο: «Τῷ μακαριωτάτῳ πατρὶ καὶ δεσπότῃ, τῷ Πάπᾳ Γρηγορίῳ,δέκατῳ  τρίτῳ, ἂκρῳ ἀρχιερεῖ ἀξιωτάτῳ» * Κωδ. Βατικανοῦ. gr. 2124 f. ΙΙv. .  Αύτα ας τα διαβάσουν καλά οι κατεχόμενοι από τη  «διαταραχή»της  πλάνης ότι δεν υφίσταται Ρωμαϊκή Εκκλησία και Πάπας, μήπως καταλάβουν γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά την υφιστάμενη «ακοινωνησία» λόγω των διαφωνιών με θεολογούμενες απόψεις της Ρώμης, ποτέ δεν εξετράπη  και δεν  υποτίμησε την ιστορική και κανονική  κληρονομία της για να λοιδορήσει την  σεβασμία Εκκλησία εκατομμυρίων ψυχών, όπως έπραξαν οι ακραίοι ετερόδοξοι που της πρόσαψαν  ως υβριστικό  όρο το:  «παπισμός» και τον επαναλαμβάνουν οι αγνοούντες την προέλευσή του.
Όμως η διόρθωση του «Ιουλιανού Ημερολογίου» είχε προταθεί το 1324 στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ από τον βυζαντινό  σοφό Νικηφόρο Γρηγορά,  γιατί λανθασμένα υπολογιζόταν πλέον η ισημερία της Ανοίξεως και κατά τη άγραφη «συμφωνία» των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου προέκυπτε και λανθασμένος καθορισμός της Κυριακής του Πάσχα. Τον ακριβή αυτό υπολογισμό θέλησαν οι δυτικοί μαθηματικοί να τον προσφέρουν στον πάπα Γρηγόριο ΙΓ για να τον καθιερώσει – και  να κληθει η μεταρρύθμιση  «Γρηγοριανή» και το νέο ημερολόγιο «Γρηγοριανό»! Αυτά όμως συνέβησαν χωρίς την οικουμενική «συμφωνία» που είναι βασική για τη ενότητα της Μιάς Εκκλησίας και γι' αυτό και μόνον τότε απορρίφθηκε από την Ανατολή. Το θέμα επανήλθε στην Ανατολή τον 20ο αιώνα και ο άτακτος τότε χειρισμός του από το  κράτος το 1923, έδωσε την ευκαιρία να το εκμεταλλεύεται μέχρι σήμερα η «ευσεβής»  ζηλωτική αγυρτεία
Η μεγάλη μορφή του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄,  μελέτησε κατά την πολυετή παραμονή του στο Άγιο Όρος όλα τα τότε σκιρτήματα για την επανασυνάντηση της Χριστιανοσύνης μέσα στη Δυτική Εκκλησία και στις «αναδενδράδες» της.  Και όταν επανήλθε το δεύτερο στον Οικουμενικό θρόνο το 1901  άρχισε να αναζητεί την συνεργασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών για επίκαιρα εκκλησιαστικά ζητήματα και μάλιστα για τη νέα συμπορεία προς αναζήτηση των αδελφών που ζούν εκτός της ορθόδοξης παρεμβολής. Η πατριαρχία του όμως αναλώθηκε στην προστασία των μητροπόλεων της Ηπείρου, της Μακεδονία και της Θράκης από όσους επιχειρούσαν επιθετικά να αλλοτριώσουν πληθυσμιακά την αρχαία ελληνικότητα αυτών των περιοχών  για να υπηρετηθούν και τότε οι πολιτικές ιδεοληψίες του Βορρά.
Μετά τον θάνατό του το 1912 το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ανέκοψε την  φροντίδα του για τα έθνη των χριστιανών.  Τα φρικτά γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που διέπραξαν μία από τις σκληρότερες αδελφοκτονίες των αιώνων  ανάγκασαν τους συμπλακέντες να αναζητήσουν τον ειρηνικό τρόπο επιλύσεως των διαφορών τους και ίδρυσαν την «Κοινωνία των Εθνών». Τότε άρχισε να κυοφορείται στο Φανάρι μιά παρόμοια πρωτοβουλία για τον χριστιανικό κόσμο της Οικουμένης και διατυπώθηκαναπό ορθοδόξου πλευράς οι βασικές αρχές της «καταλλαγής» για να ξανασυναντηθούν  οι πιστεύοντες στον Ιησού Χριστό και συντάχθηκε ο πρώτος «Χάρτης των Διαχριστιανικών σχέσεων» με την «Συνοδικὴ Εγκύκλιο του 1920», ένα θεολογικό κείμενο ύψιστης σημασίας που βοήθησε στην ανάπτυξη της «Οικουμενικής Κινήσεως» στον 20ον αιώνα. Μὲ τὴ πρωτοβουλία μας προτείνεταινα  συγκροτηθείένας  θεσμός για νααυτοπροστατευθούν οι χριστιανοὶ απότους μεταξύ τους διαμάχες και  ανταγωνισμούς, καθώς  και από τη λαίλαπα του άγονου αντιρρητισμού. 
Οι μετριοπαθείς αυτές σκέψεις του Οικουμενικού Θρόνου ήταν δύσκολο να προχωρήσουν σε μιά θλιβερή περίοδο που ο Εθνικός Διχασμός των Ελλήνων είχε επιρρεάσει και τα εκκλησιαστικά ζητήματα  και εμποδιζόταν επί τέσσερα χρόνια η εκλογή διαδόχου του παραιτηθέντος  πατριάρχη Γερμανού Ε΄. Η μακρά χηρεία της πατριαρχικής καθέδρας ευνοούσε μόνον τις σχέσεις με πολιτικό χρώμα με την ταυτισμένη με το βρεταννικό στέμμα «Αγγλικανική κοινωνία».  Όμως,  εμπρός στην προδιαγραφόμενη στάση του συμμαχικού παράγοντα της Δύσεως να παρασπονδήσει για να συναλλαγή κατά τα συμφέροντά του  με τους αντιστάμενους στην Ανακωχή του 1918  Τούρκους, προμηνυόταν μιά τρίτη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως  και δοκιμασία των χριστιανών της Ανατολής και έπρεπε να αποκτήσει τον «Μωϋσή» του ο ακέφαλος λαός. Έτσι, ο εξόριστος στην Αμερική Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης εκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως Μελέτιος Δ΄ και άρχισε την τεταραγμένη από τη πολεμική των αντιπάλων του από την Αθήνα και την Άγκυρα, πατριαρχία.
Όμως σαν  πραγματικός ηγέτης  εν μέσω θυέλλης ανέστρεψε κάθε μορφής προκατάληψη και επιχειρεί διάφορα ανοίγματα προς τις ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες. Αν και φίλος των Αγγλικανών και γνώστης τής ανορθόδοξης τακτικής του Βατικανού προς το Φανάρι, όπως ήταν η σύσταση «ενωτικού θύλακα» στη Πόλη,  αποφασίζει ο Μελέτιος να επωφεληθεί της εκλογής του νέου Πάπα για να επικοινωνήσει με την ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της Εκκλησία της Ρώμης.  Γιά  πρώτη φοράμετά από  διακοπή σχέσεων αιώνων το Φεβρουάριο του 1922 πραγματοποιεί ο Πατριάρχης συγχαρητηρία επίσκεψη με την πατριαρχική συνοδεία του στὴν Αποστολικὴ Επιτροπεία της Αγίας Έδρας στο Πέραν γιανα εκφράσει τις εγκάρδιες ευχές του επί τηεκλογήτου λόγιου και γνωστού ελληνιστί αρχιεπισκόπου Μιλάνου Αμβρόσιου Ράττι, ως  πάπα Πίου ΙΑ΄. Η επίσκεψη αυτή έδωσε την ευκαιρία στο Μελέτιο να δείξει πόσον ενήμερος ήταν για την προσωπικότητα και την διακονία του ως Δελεγάτου στη Πολωνία του νέου Προκαθήμενου της Ρώμης, αλλά κυρίως για να εκθέσει την γενική επιθυμία πως μετά την εμπειρία του φονικού πολέμου πρέπει και τα εκκλησιαστικά ζητήματα να επιλύονται φιλάδελφα όπως είναι και η ρητή εντολή του Δομήτορα της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης έγινε τιμητικά δεκτός από τον Δελεγάτο και την ακολουθία του και τα διαμειφθέντα ενδιαφέροντα μεταβιβάστηκαν  στη Ρώμη (* Συνοδικόν, τ. Β΄. 562).  Η επίσκεψη αυτή είχε επιρροή για να προσεχθεί από τον Πάπα η οργάνωση και στελέχωση με Ιησουΐτες επιστήμονες, του «Ποντιφίκιου Ανατολικού Ινστιτούτου» της Ρώμης, που συνέστησε ο προκάτοχός του Βενέδικτος ΙΕ΄, για να προχωρίσουν ερευνητικά  οι ανατολικές σπουδές για την αποκτήσουν και την  αγαθοποιό εκτίμηση στον θεολογικό χώρο της Ανατολής, κάτι που  δημιούργησε ένα διάλογο, όπως θα δούμε, επί πατριαρχίας Βασιλείου Γ΄.
Η επίσκεψη αυτή γνωστοποιήθηκε  και στον Σμύρνης Χρυσόστομο  ο οποίος  με οδύνη παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από τις «χριστιανικές» κυβερνήσεις των Συμμάχων σε βάρος των χριστιανών της Τουρκίας. Γνώριζε το κύρος της Αγίας Έδρας στις Ρωμαιοκαθολικές χώρες και στις κυβερνήσεις τους και απογοητευμένος απότα διαβήματά στους πολιτικούς αποφασίζει ως ἀρχιεπίσκοπος της Ιωνίας και ἐξ ονόματος των αποστολικών Εκκλησιών της Μικρασίας να απευθύνει προσωπικὴ επιστολὴ στον εκλεγέντα Πάπα Ρώμης  για τὴ σωτηρία της Χριστιανοσύνης της Μικρασίας απὸ τὸ παρασκευαζόμενο ἐν Παρισίοις ανοσιούργημα κατὰ της Ιστορίας καὶ της Εκκλησίας της Ιωνίας.
Μετὰ τὸ Πάσχα (4/18-4-1922) ο Σμύρνης Χρυσόστομος απευθύνεται στον πάπα Πίο τον ΙΑ΄ και μεταξύ των άλλων του γράφει:
 «Μὴ ἀνεχθήτε, Μακαριώτατε, τηλικοῦτον βδελυρὸν κατὰ τῶν ἐλευθερωθέντων ἅπαξ τέκνων τοῦ Χριστού ἀνοσιούργημα ἀνασταυρώσεως καὶ παντελούς αυτών ἀφανισμοῦ. Υψώσατε τὴν πατρικὴν  φωνήν Σας. Λαλήσατε εἰς τὰς καρδίας τῶν Ισχυρών. Διδάξατε εἰς τοὺς ἐνοικούντας άρχειν τών Εθνών στοιχειώδην δικαιοσύνην καὶ σεβασμὸν πρὸς τὰς ἐλευθερίας τῶν λαών καὶ τὰ ἀνθρώπινά των δίκαια....διὰ νὰ μὴ ἐγκολαφθή διὰ δευτέραν φοράν ἐπὶ του προσώπου της Χριστιανικής Ευρώπης τὸ ἱστορικὸν στίγμα της 29ης Μαΐου τοῦ 1453.
  Εὐγνώμων ἐν Χῷ ἀδελφός».ΣμύρνηςΧρυσόστομος. (* Το  Το πλῆρες κείμενον τῆς ἐπιστολῆς : Βλ. Χρῆστος Σολομωνίδης, Ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος. Ἀθῆναι 1971, τ. Β΄, σσ. 46-48).
Ο εν Αγίοις Χρυσόστομος προσφωνεί τον Πάπα «Μακαριώτατο», στοιχιζόμενος απόλυτα στην εκ των ιερών κανόνων και της παραδόσεως εθιμοτυπία του Φαναρίου. Η δεοντολογία αυτή ουδέποτε καταλήθηκε ακόμη και σε εποχές κρίσεων των σχέσεων με την Ρώμη, ὀταν και σταθερά τηρήθηκε η ορθόδοξη διαγνώμη  για την  Εκκλησία της Δύσεως ότι είναι κανονική Εκκλησία με Προκαθήμενο, ο οποίος ως ο επίσκοπος της Ρώμης διατηρεί ακέραια την αρχιερωσύνη του και έγκυρα την διαβιβάζει στους διαδόχους του και στους επισκόπους του. Αυτό δεχόταν και ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, πριν την ατυχή έκβασή της με ευθύνες τρίτων.
Δεν γνωρίζουμε άν το κείμενο αυτόέφθασε τότε στα χέρια του Πάπα. Όμως γνωρίζουμε την απάντηση της Ρώμης κατά τις «αποκαλυπτικές» έσχατες ημέρες τηςΙεράς Μητροπόλεως Σμύρνης, ότανοΓενουάτηςαρχιεπίσκοποςτων λατίνων στὴ Σμύρνη Ιωάννης-Βαπτιστής Βερλέγκαςέκανε χρήση της διπλωματικής του ιδιότητας και πρόσφερε τρόπο διαφυγής στον μητροπολίτη Χρυσόστομο, για να αποφύγει την εκδικητικότητα των νικητών του πολέμου και εκείνος αρνήθηκε λέγοντας:  «Θα υπακούσω στην εντολή πουέδωσε ο Θεός για τον επίσκοπο της Σμύρνης στην Αποκάλυψη: «Να είναι πιστός μέχρι θανάτου  και θα σου δώσω το στεφάνι της ζωής» (β΄. 10) !
Πραγματικά, ο Χρυσόστομος ασχολείτο από μακρού με την διακρίβωση του μηνύματος διαφόρων οραμάτων του προφητικού αυτού βιβλίου της Καινής Διαθήκης. Οαρχιεπίσκοπος  Βερλέγκας είχε τοποθετηθεί  στη Σμύρνη  το 1921 και συνδεόταν με τους  Ορθοδόξους. Κατά την είσοδο των κεμαλικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, πριν κατακαύσουν οι νικητές τις συνοικίες Ελλήνων και Αρμενίων και με τις πρώτες πληροφορίες για βιαιοπραγίες εκ μέρους τους, άνοιξε τις πύλες του επισκοπίου του και πρόσφερε την προστασία του στους διωκόμενους.  Έσωσε πολλούς κληρικούς,  μεταξύ των οποίων τον τότε μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο Χατζησταύρου, μετά αρχιεπίσκοπο Αθηνών, τον  αρχιδιάκονο Σμύρνης Βασίλειο Παπαδημητρίου, μετά Φλωρίνης, τον π. Αμφιλόχιο Βούρο και πολλούς άλλους  κληρικούς και λαϊκούς και γυναικόπαιδα ελληνικής και αρμενικής καταγωγής απότην ομοιρεία και τον αφανισμό. Τους κληρικούς τους προστατευσε ως Καθολικούς καὶ τούς λοιπούς ως πιστούς της Εκκλησίας του. Με τη φροντίδα του επίσης  μὲ διάφορους πλαγίους τρόπους τούς διεκπεραίωνε σὲ φιλικά του σκάφη για να διαφύγουν τον τουρκικό έλεγχο και να γλυτώσουν τη ζωή τους. Ο αρχιεπίσκοπος Βερλέγκας στάθηκε πραγματικός σωτήρας στους τότε κληρικούς και παραμένει αξιομνημόνευτος  ευεργέτης Ρωμαιοκαθολικός ιεράρχης και στο αρχείο του ΥΠΕΞ. Απεχώρησε  από τη Σμύρνη το 1929 και απεβίωσε στη πατρίδα του  το 1944.
Ο πάπας Πίος ο ΙΑ φαίνεται πως  η μακρά υπηρεσία του στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού, πριν αναλάβει διπλωματική ιδιότητα  είχε προσεγγίσει το πρόβλημα της διαστάσεως της Εκκλησίας του με την ορθόδοξη Ανατολή. Ήταν άνθρωπος μελέτης και έρευνας και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πώς η δύση δεν γνώριζε βαθύτερα την Ανατολή γι' αυτό ο  Ρωμαϊκός  Ενωτισμός (Ουνία) δεν απέδιδε σπουδαίους καρπούς και μάλλον διηύρυνε τό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως.  Μετά  τα συμβαίνοντα κατά των χριστιανών στη Ρωσία το ενδιαφέρον του εστιάζεται να γνωρίσει καλύτερα τη θεολογία και την εκκλησιαστική ζωή των Ορθοδόξων ξεκινώντας από τη Βουλγαρία, όπου είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες πολλοί ακαδημαϊκοί εκ των ρωσικών θεολογικών Ακαδημιών, όπως ο περίφημος ιστορικός Νικόλαος Γκλουμποκόβσκυ κ.ά. 
Η συμβολή του Άγγελου Ρονκάλι - μετέπειτα Πάπα Ιωάννη 23ου - στην (επανα)προσέγγιση των δύο Εκκλησιών
Το 1925 αποφασίζει να στείλει στη Σόφια ένα κληρικό που υπηρετούσε στη Ρώμη σε ιεραποστολικό ἐργο και είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την Ανατολή. Ενέκρινε την εκλογή του Αγγέλου-Ιωσήφ Ρονκάλλι ως επισκόπου Αρεοπόλεως.Αυτός  κατά το λατινικόέθος διάλεξε ως  επισκοπικό του έμβλημα το ρητό: «Obedientia et Pax» («Ὑπακοή καὶ Εἰρήνη») και το ακολούθησε με πραγματική ταπείνωση  σε όλη του τη σταδιοδρομία της οποίας απόσταγμα είναι το απόφθεγμα:  «Πως η  καλύτερη διπλωματία στα εκκλησιαστικά  είναι η ταπείνωση και να μη σηκώνεις τις πέτρες που σου πετούν»!
Εγκαταστάθηκε στη Σόφια αλλά η εκεί Εκκλησία ήταν τότε απομονωμένη λόγω του σχίσματός της και θέλησε να επικοινωνήσει με το  Φανάρι ευθύς μετά την απέλαση του πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε΄, όταν επέστρεψε κάπως η ομαλότητα στο Φανάρι  με την εκλογή του πατριάρχη Βασιλείου Γ΄. Είχε μάθει πόσο σοφός και  διακριτικός ήταν ο νέος Πατριάρχης και επιδιώκει να τον γνωρίσει με την πρώτη του επίσκεψη στη Πόλη. Ήταν  γνώστης της εκκλησιαστικής τάξεως και  μόλις έφθασε στη Πόλη ζήτησε από το Φανάρι  να επισκεφθεί  τον Πατριάρχη και αμέσως  έγινε δεκτός, τον Μάρτιο του 1926, με όλη την πρέπουσα εθιμοτυπία από την πατριαρχική Αυλή . Εγκάρδια ήταν και η υποδοχή του από τον πατριάρχη Βασίλειο.  Κατά το έθος άρχισε ο Πατριάρχης τις συζητήσεις για να πληροφορηθεί τα της εκκλησιαστικής  καταστάσεως στη Βουλγαρία. Ο Σεβ. Ρονκάλλι διαβεβαιώνει τὸν Πατριάρχη ότι το Βατικανὸ τηρεί την αρχαία κανονική παράδοση και είναι κατά πάσης κατατμήσεως του ενιαίου εκκλησιαστικού σώματος που αποσυνδέειαπό τον κορμό της μιάς καθέδρας του κλίματος τις τοπικές Εκκλησίες. Γι΄ αυτόδεν επιδοκιμάζει τα διάφορα τοπικά «αυτοκέφαλα» που επιβάλλονται  από  εθνικιστικές πιέσεις για να θέτουν την τοπική Εκκλησία υπό τον έλεγχο του κράτους και των πολιτικών. Με την ευκαιρία αυτή η συζήτηση  επεξετάθη και στο επίκαιρο τότε ζήτημα της  ανεξάρτητης διοικήσεως των μητροπόλεων της Δωδεκανήσου που άρχισε να αξιώνει πιεστικά η ιταλική κυβέρνηση κατά το πρότυπο της Ελλαδικής Εκκλησίας.  Του εξήγησε πώς η Αγία Έδρα  μετά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία αγωνίζεται να διασφαλίσει την οικουμενικότητά της μέσα από ένα συμβολικό ανεξάρτητο κράτος και οι συζητήσεις προχωρούν με την κυβέρνηση Μουσολλίνι για τη σύναψη κονκορδάτου και τον  διαβεβαίωσε ότι για στο «Δωδεκανησιακό ζήτημα» δεν έχει ανάμειξη το Βατικανό αλλά ανοίκει στις επιδιώξεις του κυβερνώντος κόμματος. Οι  έντιμες αυτές σκέψεις ελέχθηκαν και ενώπιον αρχιερέων, όπως του  τότε Ανέων Θωμά και του αρχιγραμματεύοντος τότε Λαοδικείας Δωρόθεου που μου τα μεταβίβασαν όταν έγραφα τους «Ειρηνοποιούς».
Η υποδοχή και τα λεχθέντα συνεκίνησαν και ικανοποίησαν πλήρως τον Σεβ. Ρονκάλλι και στην πραγματικότητα  είχε διανοίξει τον δίαυλο επικοινωνίας που κέρδισε την εκτίμηση του Φαναρίου και αυτά διαμηνήθηκαν στη Ρώμη. Το  θέρος του 1927  επισκέπτεται τον Πατριάρχη ο διευθυντής του «Ανατολικού Ινστιτούτου» της Ρώμης  επίσκοπος Ιλίου Μιχαήλ Ντερμινὺ για να τον συμβουλευτεί σχετικά με τη σύσταση εδρών Ανατολικής Θεολογίας στις διάφορες θεολογικές σχολές της Ρώμης προς βαθύτερη γνώση της Ανατολης και για τον εμπλουτισμό της δυτικής  σκέψεως  γιαναεπιβεβαιωθεί  η γνωστή σκέψη  του ότι : «Η  Εκκλησία δεν είναι μόνον ελληνική και  λατινική, ούτεκαι σλαβική  κτλ.αλλά  Οικουμενική και Καθολική».
Ο πάπας Πίος ΙΑ΄ διαβλέπει τις κλήσεις για ενότητα της εποχής και ανταποκρίνεται στην προπαρασκευή αυτής της Χριστοθέλητης πορείας με λόγους και επιστολές. Το 1935 προάγει τον Ρονκάλλι σε αρχιεπίσκοπο Μεσημβρίας της Θράκης και Αποστολικό Απεσταλμένο (Δελεγάτο) της Αγίας Έδρας  στη Τουρκία και στην Ελλάδα.  Μετακομίζει από τη Σόφια στη Πόλη και ερχόταν τακτικά στην Αθήνα. Συνεχίζεται και κατά τη πατριαρχία  του Φωτίου και του Βενιαμίν η ίδια εκτίμηση στο θερμής ιδιοσυγκρασίας σεμνό πρόσωπό του.  Το ενδιαφέρον του να μελετήσει τα της Ορθοδοξίας είναι ανεξάντλητο και πάντα χωρίς να επιδίδεται σε ασκήσεις αντιρρητισμού και δογματικής δοκησισοφίας  ταπεινά παρακολουθεί το ελεύθερο εν Χριστώ πνεύμα του Φαναρίου και το σπουδάζει για να πλουτίζει τις εκκλησιολογικές γνώσεις και πεποιθήσεις του. Επωφελείται της εκτιμήσεως των Πατριαρχών στο πρόσωπό του  και με τις συστάσεις τους επισκέπτεται μητροπόλεις και μονές και γνωρίζει  την ευσέβεια του ελληνικού λαού ως απλός Ιταλός ιερέας.  Καλλιεργεί προσωπικές σχέσεις με ακαδημαϊκούς κύκλους των Αθηνών και με παράγοντες της δημοσίας ζωής της Ελλάδος.  Με προσοχή προσεγγίζει την Αγιώνυμη Πολιτεία. Περιέρχεται τις μονές της, πλησιάζει γλωσσομαθείς πατέρες και τους ερωτά για πνευματικά ζητήματα. Προσκυνά με πραγματική ευλάβεια τις ιερές εικόνες της Παναγίας και θαυμάζει τα κειμήλια.  Ώρες περιέρχεται στις βιβλιοθήκες για ενημέρωση εκφράζοντας τον θαυμασμό του για  την ποιότητα  και τον πλούτο τους . Έχει λαμπρές εμπειρίες για την ευγένεια των Αγιορειτών και από τη  φιλοξενεία τους.  Κανείς δεν ενοχλήθηκε που κάθε πρωΐ λειτουργουσε μόνος στο κελλί του  και αμέσως κατερχόταν να συμπροσευχηθεί στο νάρθηκα του καθολικού με τους πατέρες της μονής. Αλλά και όταν περιέρχεται τους ναούς και τα προσκυνήματα των ομοπίστων του στη χώρα και στα νησιά  αριστα συνεργάζεται με την τοπική Ιεραρχία των ΡΚαθολικών για να τονώσει το ποιμαντικό έργο  τους.  Για όλα αυτά  γράφει τους καλούς του λόγους και σημειώνει στο εκδοθέν «Ημερολόγιό του» σελ.242 πώς: «Όταν βρεθώ στην Ελλάδα νιώθω σαν το ψάρι που το ξαναπετούν στο νερό»!
Επιστέγασμα όλων αυτών των επαφών των δύο αποστολικών κέντρων προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι τα διαμειφθέντα αδελφικά συλλυπητήρια για την εκδημία του πάπα Πίου ΙΑ  από τον  γέροντα πατριάρχη Βενιαμίν που διαβίβασε ο Μ. Πρωτοσύγκελλος Αδαμάντιος Κασαπίδης στις 10 Φεβρουαρίου 1939. Επίσης για την εκλογή στίς 2 Μαρτίου 1939 του νέου Πάπα Πίου ΙΒ΄ τα συγχαρητήρια του Πατριάρχη προς τη Ρώμη  τα διαβίβασε πάλι ο Μ. Πρωτοσύγκελλος  του. Η πράξη αυτή συνεκίνησε τον  Σεβ. Ρονκάλλι και τη  θεώρησε είδηση της ημέρας γι' αυτό την ανακοίνωσε επ' εκκλησίᾳ με τα εξής: «Κάποια ημέρα το όραμα του Κυρίου για μιά ποίμνη θα είναι η τερπνή πραγματικότης του ουρανού  και της γής»! 
Η Ρώμη μετά την εκλογή του νέου Πάπα  εγκρίνει τα ανοίγματα του Δελεγάτου της και τον επιφορτίζει να διαβιβάσει επίσημα τις ευχαριστίες του Πάπα  στον Πατριάρχη Βενιαμίν. Στις 27 Μαΐου 1938 και ώρα 11π.μ. ο Σεβ. Ρονκάλλι συνοδευόμενος  από τους κληρικούς του Ρ.Κολλάρο, Ιω. Τσιλίκουα, Ιάκ. Τέστα και Ιω. Φιλιππούση γίνεται δεκτός με τιμές στο Πατριαρχείο.  Ο πατριάρχης Βενιαμίν υποδέχεται επίσημα στο γραφείο του τον εκπρόσωπο του πάπα Πίου ΙΒ΄ και την ακολουθία του  παρουσία των μητροπολιτών Ηλιουπόλεως Γενναδίου και Λαοδικείας Δωροθέου  και της Αυλής του  με επικεφαλής τον Μ. Πρωτοσύγγελο Αδαμάντιο, που ως μητροπολίτης Περγάμου καθ΄ υπόδειξη το 1947 του ίδιου του πατριάρχου Μαξίμου υπήρξε ο πρώτος Γέροντάς μου μέχρι την εκδημία του το 1958.
Μετά τις τυπικές συστάσεις  ο Σεβ. Ρονκάλλι  διαβίβασε τις θερμές ευχαριστίες του νέου Πάπα για τις πατριαρχικές ευχές  με την διαβιβασθείσα σε αυτόν επιστολή του καρδιναλίου Μαλλιόνε, με την οποία  εντελλόνταν να τις διαβιβάσει προσωπικά στον Πατριάρχη. Ανταπαντώντας ο πατριάρχης Βενιαμίν έπλεξε το εγκώμιο του απεσταλμένου του Πάπα και επήνεσε: «τον ένθεο ζήλο του για την αγάπη του Χριστού και για την ειρήνη του κόσμου που βρίσκουν  βαθειά απήχηση και προκαλούν την ευλάβεια όλου του χριστιανικού κόσμου». Και παρεκάλεσε να διαβιβαστούν οι προσωπικοί χαιρετισμοί του στον πάπα Πίο ΙΒ΄. Η εγκάρδια αυτή συνομιλία συνεχίστηκε  πέραν της μισής ώρας με θέμα τις προοπτικές για ένα βηματισμό συναδελφώσεως  των χριστιανών και έκλεισε με όλες τις προβλεπόμενες τιμές.
Όμως μετά από λίγους μήνες  αρχίζει ο φονικός  Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ολες οι διεκκλησιαστικές σχέσεις αναστέλλονται. Μεσολαβή η Κατοχή που ο Σεβ. Ρονκάλλι αναλαμβάνει μιά τεράστια πρωτοβουλία για τον επισιτισμό του ελληνικού λαού που αποτελεί το μεγάλο κεφάλαιο της αγαθοποιού παρεμβάσεως του που απησχόλησε και την Ακαδημία των Αθηνών και θα γράψουμε  μελλοντικά.
Τα προδρομικά αυτά συμβάντα που συνέβησαν μεταξύ 1922 και 1939 στις σχέσεις της Πρεσβυτέρας και της Νεότερης Ρώμης θεμελίωσαν  αυτά που άρχισαν να εξελίσσονται μετά εικοσαετία -και τώρα τιμούμε την  πεντηκονταετία τους -και τα οποία αποτελούν νέα σπουδαία κεφάλαια της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ιστορίας.-
   Α.Π. 

     ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ -ΛΕΖΑΝΤΕΣ
  1.- 2. Ο πατριάρχης Βασίλειος Γ΄και ο Σεβ. Άγγελος Ρονκάλλι.
  3. Ο Σεβ. Άγγελος Ρονκάλλι στην Αθήνα μεταξύ μελών της
  νεολαίας της Εκκλησίας του. 
- See more at: http://www.amen.gr/article18127#sthash.ip3ciy0g.dpuf




0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top