Το 1941 είναι μια
χρονιά σταθμός για τα εν γένει θεολογικά γράμματα. Ο Γερμανός Λουθηρανός
θεολόγος Rudolf
Bultmann
(1884 – 1976)
δημοσιεύει την μελέτη του «Καινή Διαθήκη και μυθολογία» και εισάγει την
θεωρία της απομυθεύσεως στην καινοδιαθηκική επιστήμη, υποστηρίζοντας πως
εάν πρέπει το κήρυγμα Καινής Διαθήκης να κρατήσει την ισχύ του στη σύγχρονη
εποχή, οφείλει να «καθαριστεί» από τον μύθο που περιέχει, για να γίνει πιο
ελκυστική στο σημερινό άνθρωπο...
Ο Bultmann
επισημαίνει πως
το κοσμοείδωλο της Καινής Διαθήκης, δηλαδή η εικόνα και οι αντιλήψεις που έχουν
οι άνθρωποι για τον κόσμο, είναι μυθικό. Κατ’ αυτό, ο κόσμος θεωρείται πως
απαρτίζεται από τρία επίπεδα. Στη μέση βρίσκεται η γη, πάνω από αυτή ο ουρανός
και κάτω από αυτή ο Άδης. Ο ουρανός είναι η κατοικία του Θεού και των ουρανίων
δυνάμεων δηλαδή των αγγέλων. Ο κάτω κόσμος είναι η κόλαση.
Η γη δεν είναι
μόνο ο χώρος στον οποίο κανονικά λαμβάνουν χώρα διάφορα φυσικά φαινόμενα, αλλά
και χώρος ενέργειας υπερφυσικών δυνάμεων, του Θεού και των αγγέλων, του σατανά
και των δαιμόνων, οι οποίοι μάλιστα επεμβαίνουν στα φυσικά φαινόμενα και στην
σκέψη, την θέληση και τις ενέργειες του ανθρώπου. Όχι σπάνια συμβαίνουν και
υπερφυσικά γεγονότα, τα θαύματα. Ο σατανάς έχει την δύναμη να βάλλει στον
άνθρωπο πονηρές σκέψεις, ο δε Θεός μπορεί να στείλει σ’ αυτόν την υπερφυσική
δύναμη του πνεύματός του. Η ιστορία καθορίζεται από τις υπερφυσικές δυνάμεις. Ο
κόσμος θα καταστραφεί, αφού προηγηθεί η ανάσταση των νεκρών και η μέλλουσα
κρίση.
Προς το μυθικό
κοσμοείδωλο της βιβλικής εποχής, ανταποκρίνεται και το κήρυγμα Καινής Διαθήκης,
το οποίο μιλώντας στη μυθολογική γλώσσα λέγει: «Όταν ήλθε το πλήρωμα του
χρόνου εξαπέστειλε ο Θεός τον υιό του», ο οποίος έγινε άνθρωπος, έσωσε τους
ανθρώπους με τον θάνατό του από την αμαρτία, νίκησε με την ανάστασή του τον
θάνατο, αναλήφθηκε στους ουρανούς, κάθισε στα δεξιά του Θεού και θα έλθει πάλι
στη γη πάνω στα σύννεφα, για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς.
Όλα αυτά είναι
κατά τον Bultmann μυθολογικά και
ανάγονται στη σύγχρονη τής Καινής Διαθήκης μυθολογίας τής ιουδαϊκής
αποκαλυπτικής και στον Γνωστικό μύθο για κάποιον λυτρωτή. Συνεπώς δεν είναι
δυνατόν να γίνουν αποδεκτά από τον σημερινό άνθρωπο. Δεν μπορεί να χρησιμοποιεί
κάποιος το ηλεκτρικό φως και το ραδιόφωνο, και ταυτόχρονα να πιστεύει στα
θαύματα τής Καινής Διαθήκης. Η επιστήμη και η τεχνική εξελίχθηκαν τόσο, ώστε δεν
μπορεί κανείς να δεχτεί στα σοβαρά ούτε βέβαια το δέχεται, λέει ο Bultmann, το κοσμοείδωλο
της Καινής Διαθήκης. Γιατί είναι χωρίς νόημα, να λέει κάποιος «κατέβηκε στον
Άδη» ή «ανέβηκε στους ουρανούς» και «κάθισε στα δεξιά του
Θεού», αφού μεταβλήθηκε το μυθικό κοσμοείδωλο των τριών επιπέδων. Επιπλέον ο
σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει πως με το βάπτισμα με το νερό
απαλλάσσεται από την αμαρτία. Στο σύγχρονο άνθρωπο φαίνονται ξένα όσα λέει η
Καινή Διαθήκη περί πνεύματος, μυστηρίων, περί της αναστάσεως του Χριστού
κ.λ.π.
Το γεγονός πως το
κοσμοείδωλο της εποχής της Καινής Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας μας
ήταν διαφορετικό από το δικό μας είναι δεδομένο και πέραν πάσης αμφιβολίας.
Αξίζει όμως να αναρωτηθούμε: η μεταβολή του κοσμοειδώλου είναι εκείνη, η οποία
δυσχεραίνει τον άνθρωπο ώστε να αποδεχτεί το χριστιανικό κήρυγμα στην εποχή μας;
Γεγονότα, όπως αυτό της αναστάσεως του Κυρίου μας, ήταν περισσότερο προσιτά στο
νου τότε από ό,τι σήμερα; Ή ο «λόγος του σταυρού» είναι αντικείμενο
λογικής ή πίστεως, διότι είναι παράλογος όπως έλεγε και ο
Τερτυλλιανός, σκάνδαλο και μωρία, όπως έλεγε ο
Παύλος.
Δεν είναι, λοιπόν,
θέμα κοσμοειδώλου η παραδοχή ή μη της χριστιανικής πίστης και η ερμηνεία των
Γραφών. Οι Πατέρες έβαζαν το εν λόγω ζήτημα σε άλλη βάση. Στη βάση του
αποφατισμού. Η ερμηνεία των Πατέρων προϋποθέτει τον αποφατισμό.
Βέβαια αξίζει να πούμε πως η αποφατική θεολογία δεν είναι άγνωστη στη Δύση, μόνο
που είναι διαφορετικής υφής. Ο ανατολικός αποφατισμός στηρίζεται στη διάκριση
μεταξύ της ουσίας του Θεού και των ενεργειών αυτού. Με τις ενέργειες του μας
αποκαλύπτεται και μας γνωρίζεται ο Θεός, η ουσία του όμως παραμένει άγνωστη και
απρόσιτη. Το γνωστό του Θεού τονίζεται από την καταφατική θεολογία, το δε
άγνωστο και ακατάληπτο από την αποφατική.
Αντίθετα στη Δύση,
οι σχολαστικοί θεολόγοι και ιδιαίτερα ο κορυφαίος αυτών ο Θωμάς ο Ακινάτης,
ταύτιζαν την ουσία του Θεού με τη καθαρή ενέργεια, δεχόμενοι μερική γνώση αυτής.
Συνεπώς η Δυτική θεολογία δεν κάνει βασική διάκριση μεταξύ ουσίας του Θεού και
των ενεργειών αυτού. Αυτό όμως δημιουργεί προβλήματα. Γιατί λόγου χάρη πως θα
ερμηνευθεί η φράση της 2ης επιστολής του Πέτρου 1:4 «και να γίνετε
συμμέτοχοι θείας φύσεως»; Πως θα γίνει ο άνθρωπος συμμέτοχος θείας φύσεως;
Εάν μετάσχει της ουσίας του Θεού; Τότε είναι Θεός κατά φύση, με αποτέλεσμα ο
Θεός να είναι όχι τρισυπόστατος, αλλά μυριϋπόστατος, διότι θα είχε τόσες
υποστάσεις, όσα θα ήταν και τα πρόσωπα, τα οποία θα συμμετείχαν της ουσίας του.
Επομένως ο Θεός είναι απρόσιτος στον άνθρωπο κατά την ουσία. Σε τι λοιπόν
συμμετέχει ο θεούμενος άνθρωπος; Πρέπει λοιπόν αναγκαστικά να διακρίνουμε μεταξύ
της απρόσιτης και ακοινώνητης θείας ουσίας και των προσιτών αδημιούργητων και
αχώριστων ενεργειών της θείας ουσίας, μέσω των οποίων γνωρίζεται ο
Θεός.
Την διάκριση
ουσίας και ενεργειών του Θεού ανέπτυξε κυρίως ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Γρηγόριος ο Παλαμάς. Δεν υπήρξε όμως αυτός και ο εισηγητής αυτής, αφού η
διάκριση αυτή βρίσκεται σε πολλούς Πατέρες της ανατολικής Εκκλησίας. Λόγου χάρη
τονίζει ο Μέγας Βασίλειος: «Οι μεν ενέργειες είναι ποικίλες, η δε ουσία απλή.
Εμείς δε από τις ενέργειες λέμε πως γνωρίζομε τον Θεό μας, την δεν ουσία του δεν
υποστηρίζουμε πως την πλησιάζουμε. Διότι οι μεν ενέργειες του κατεβαίνουν σε
μας, η ουσία του όμως παραμένει απρόσιτη» PG 32, 869
AB. Αυτόν ακριβώς
τον τονισμό τού απρόσιτου του Θεού έχουμε στην αποφατική θεολογία, η οποία
χαρακτηρίζει την σκέψη των Πατέρων της Ανατολής. Η αποφατική θεολογία δεν
καταλήγει στον μηδενισμό, όπως η Δυτική θεολογία των αρνήσεων, γιατί η
συνειδητοποίηση της αδυναμίας μας να γνωρίσομε το ακατάληπτο του Θεού, μας
οδηγεί στην προσκύνηση και δοξολογία αυτού, συνεπώς καθίσταται
θετική.
Ο πρώτος
εκκλησιαστικός συγγραφέας που τόνισε το απρόσιτο της θείας ουσίας στην ανθρώπινη
γνώση, είναι ο Κλήμης Αλεξανδρείας. Κατ’ αυτόν, τον Θεό δεν μπορούμε να τον
περιγράψουμε γιατί είναι απερίγραπτος, και ότι λέμε γι’ αυτόν το λέμε
συμβατικά, για να συνεννοούμαστε μεταξύ μας. Συνεχίζοντας περί
Θεού, λέει, πως μπορούμε να γνωρίσουμε «όχι ποιος είναι» αλλά
«ποιος δεν είναι» PG
9,
109 A.
Για να τονίσουν
μάλιστα το απρόσιτο της θείας ουσίας οι Πατέρες, παραλληλίζουν τον γνόφο (=
πυκνό σύννεφο) του Σινά, κάτω από το οποίο πλησίασε τον Θεό ο Μωϋσής για να
πάρει τις 10 εντολές, με τον γνόφο της αγνωσίας της θείας φύσης. Σύμφωνα με τα
έργα που αποδίδονται στο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη PG 3, 1000 – 1001,
στο Σινά ο Μωϋσής, δεν βλέπει τον Θεό, γιατί αυτό είναι πάνω από τις
αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου, «αλλά τον τόπο που είναι».
Αυτή λοιπόν η ερμηνεία της διήγησης συνοψίζει άριστα την αποφατική ή μυστική
θεολογία της οποίας «αντικείμενο» είναι ο Θεός, ως ο απόλυτος
άγνωστος.
Το ακατάληπτο του
Θεού εκθειάζουν, οι μεν Βασίλειος και Χρυσόστομος κυρίως στους λόγους τους κατά
του αιρετικού Ευνομίου και των οπαδών του Ανομοίων, ο δε Γρηγόριος στους λόγους
του περί θεολογίας, καθώς επίσης και στα έπη του. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό
πως οι πέντε πρώτοι λόγοι του Χρυσοστόμου κατά των Ανομοίων επιγράφονται
«περί ακαταλήπτου του Θεού». Οι Ανόμοιοι και ο αρχηγός τους Ευνόμιος,
σκεπτόμενοι αριστοτελικά περί Θεού, υποστήριζαν την δυνατότητα εκφράσεως της
ουσίας του. Ο Μ. Βασίλειος απαντά πως όχι
μόνο ο Θεός αλλά ούτε και αυτά τα δημιουργήματα δεν είναι δυνατόν να εκφρασθούν
με ιδέες. Εκφράζουμε μόνο τις ιδιότητές τους, πάντοτε όμως θα μένει κάτι, το
οποίο δεν είναι δυνατόν να εκφρασθεί. Αυτό είναι η άγνωστη και απροσδιόριστη
ουσία των πραγμάτων. Όσον δε αφορά τα διάφορα ονόματα που δίνουμε στον Θεό, αυτά
μας γνωρίζουν τις ενέργειές του όχι όμως και την ουσία του, Κατά Ευνομίου
PG
29,
521. 577 – 580. Η μοναδική γνώση της θείας ουσίας είναι, κατά τον Βασίλειο, η
αίσθηση της ακαταληψίας αυτού: «γνώση της θείας ουσίας, η αίσθηση της
ακαταληψίας αυτού» PG
32,
869. Γνωστό άλλωστε είναι σε αρκετούς, αυτό που έγραψε αργότερα ο Ιωάννης ο
Δαμασκηνός: «Άπειρο το θείο και ακατάληπτο˙ και το μόνο καταληπτό αυτού, η
απειρία και ακαταληψία. Όσα δε λέμε για τον Θεό καταφατικά, δεν δηλώνουν την
φύση του, αλλά τα περί την φύση του» PG
94,
800 AB. Παρόμοια και ο
θεολόγος Γρηγόριος, παραφράζοντας την πλατωνική ρήση «είναι δύσκολο να
κατανοήσεις τον Θεόν, να τον εκφράσεις δε, αδύνατον», λέει: «είναι
αδύνατον να εκφράσεις τον Θεόν, να τον κατανοήσεις δε, αδυνατότερο» Λόγος
28, ρ6 36,29 C.
Αλλά και ο
Χρυσόστομος δεν υστερεί στον τονισμό του απρόσιτου της ουσίας του Θεού.
Ερμηνεύοντας την φράση του Παύλου «που κατοικεί φως απρόσιτο» 1 Τιμόθεου
6:15 – 16, λέει: «Δεν είπε, αυτός που είναι φως απρόσιτο, αλλά, που κατοικεί
φως απρόσιτο˙ για να μάθεις, πως εάν ο οίκος είναι απρόσιτος, πόσο μάλλον ο
ενοικών σ’ αυτόν Θεός. Αυτά δε έλεγε, όχι για να υποθέσεις για τον Θεόν από τον
οίκο και τον τόπο, αλλά για να μάθεις για το ακατάληπτο από την πολλή αφθονία.
Αλλά ούτε είπε, που κατοικεί φως ακατάληπτο, αλλά απρόσιτο, το οποίο είναι πολύ
μεγαλύτερο από το ακατάληπτο» Περί ακαταλήπτου του Θεού PG
48,
721 – 722.
Συνεχίζοντας ο
Χρυσόστομος, εξηγεί το απρόσιτο του Θεού, με βάση το όραμα που είδε ο προφήτης
Ησαΐας: « … είδα τον Κύριο καθισμένο σε θρόνο δόξας ψηλό και υπερυψωμένο, και
τα Σεραφίμ στέκονταν σε κύκλο γύρω από τον θρόνο του … και … έκρυβαν τα πρόσωπά
τους … ». Λέει λοιπόν επ’ αυτού ο Χρυσόστομος: οι ορώντες βλέπανε τον Θεόν
κατά συγκατάβαση. «Τι είναι η συγκατάβαση; Όταν ο Θεός δεν είναι όπως
φαίνεται, αλλά όπως ο δυνάμενος μπορεί να τον δει, έτσι δείχνει τον εαυτό
του». Δηλαδή, ο ιερός Πατέρας μάς λέει, πως ο άνθρωπος δεν βλέπει πραγματικά
τον Θεό, αλλά «ομοίωμα αυτού που μπορεί να υποπέσει στην αντίληψη του
ανθρώπου, ο οποίος κατανοεί μόνο υλικά αντικείμενα και πράγματα που υποπίπτουν
στις αισθήσεις του» Π. Χρήστου, Αποφατική Θεολογία, ΘΗΕ τόμος 2, στίχος
1227. Το ότι είναι συγκατάβαση το όραμα που είδε ο προφήτης Ησαΐας, το στηρίζει
ο Χρυσόστομος, στη φρασεολογία του κειμένου: «Διότι λέει, πως είδε τον Κύριο
καθισμένο σε θρόνο δόξας ψηλό και υπερυψωμένο˙ ο Θεός δεν κάθεται˙ διότι είναι
των σωμάτων ο σχηματισμός αυτός˙ και σε θρόνο, ο Θεός σε θρόνο δεν περιέχεται,
διότι είναι απερίγραπτο το θείο». Παρόμοια ερμηνεύει και τις λέξεις
«στέκονταν σε κύκλο» με το «πλησίον αυτού», όπου όμως λέει, το
«πλησίον» και το «κύκλο» δεν πρέπει να τα εννοήσουμε τοπικά. Ως
προς το «είδα τον Κύριο, μην υποψιαστείς, πως είδε την ουσία του, αλλά τη
συγκατάβαση του».
Έτσι λοιπόν
ερμηνεύουν οι Πατέρες και έτσι «απομυθεύουν» ορθόδοξα, κάτι που αγνοούσε ο
Bultmann και οι οπαδοί
του. Όπως αγνοούσαν και ένα ακόμα τρόπο ορθόδοξης «απομύθευσης», ο οποίος
εκλαμβάνει πολλές εκφράσεις της Γραφής ως ανθρωπομορφικές. Οι
απομυθευτές ισχυρίζονται πως θέλουν να καθαρίσουν την ιδέα του Θεού από μυθικές
παραστάσεις. Θα ήταν πράγματι μυθικές αυτές οι παραστάσεις εάν εκλαμβάνονταν
κατά γράμμα. Οι Πατέρες όμως δεν τις εκλαμβάνουν κατά γράμμα, αλλά
τις θεωρούν ανθρωπομορφικές εκφράσεις. Η Γραφή μιλάει για τον Θεό ανθρωπομορφικά
κατά συγκατάβαση, γιατί δεν μπορούμε αλλιώς να συνεννοηθούμε. Γι’ αυτό και ο
Κλήμης Αλεξανδρείας γράφει: «Σχήμα δε και κίνηση, ή στάση, ή θρόνο, ή τόπο, ή
δεξιά, ή αριστερά, δεν είναι κατανοητά για τον πατέρα των όλων, αν και είναι
γραμμένα αυτά» PG
9,
109 A. Οπότε δεν
περίμεναν οι Πατέρες τον Bultmann και τούς οπαδούς
του, να τους πει πως οι εκφράσεις αυτές για τον Θεό είναι απαράδεκτες για τον
άνθρωπο αφού έχει αλλάξει το σημερινό κοσμοείδωλο, διότι ήταν απαράδεκτες και
για τον άνθρωπο του 2ου και 3ου αιώνα, παρά το μυθικό
κοσμοείδωλο, αλλά για καθαρά θεολογικούς λόγους, γιατί ο Κλήμης και οι Πατέρες
γνώριζαν να διακρίνουν τις ανθρωπομορφικές παραστάσεις και να τις εξηγούν
ανάλογα.
Έτσι όταν λέει η
Γραφή πως ο Χριστός μετά την ανάστασή του και την ανάληψή του «κάθισε στα
δεξιά του Πατέρα του» εννοεί πως είναι «ομότιμος με τον Πατέρα του»
σύμφωνα με τον Χρυσόστομο. Αλλά και στον ισχυρισμό του Bultmann
πως
ο σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει πως με το βάπτισμα με το νερό
απαλλάσσεται από την αμαρτία, απαντούν οι Πατέρες λέγοντας, πως πράγματι θα ήταν
αυτό μυθική σκέψη, εάν η κάθαρση με το νερό γινόταν με
μαγικό τρόπο. Να όμως τι λένε οι αρεοπαγιτικές συγγραφές: Με τη φυσική
κάθαρση με το νερό, εξεικονίζεται «συμβολικά» η πνευματική κάθαρση
PG
3,
397 AΒ.
Ολοκληρώνοντας
λοιπόν, την ορθόδοξη “απομυθοποίηση” της Αγίας Γραφής από τους Πατέρες της
Εκκλησίας, θα θέλαμε να κλείσουμε με μία αποστροφή από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό
που νομίζουμε πως τα λέει όλα: «Μη θέλοντας λοιπόν ο Θεός να αγνοούμε
ολοκληρωτικά τα ασώματα, μας τα έκανε γνωστά με τύπους, σχήματα και εικόνες
σύμφωνα με την φύση μας, και να αντιλαμβανόμαστε με τα σωματικά μάτια μας τις
άυλες οράσεις τού νου» PG
94,
1345.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεώργιος
Γαλίτης: «Ερμηνευτική της Καινής Διαθήκης»
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου