1) Φύση και νομική σημασία της συναίνεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Βιοϊατρική και τα άρθρα 11-12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ), η συναίνεση θεωρείται είτε δικαιοπραξία (ανακοίνωση βούλησης) (Παπαντωνίου, 1983: 248) είτε μια απλή νομιμοποιητική πράξη, που αίρει (ή αποκλείει) τον παράνομο χαρακτήρα της ιατρικής πράξης, της υλικής επέμβασης του γιατρού (Σταθόπουλος, 2004: 819) (σύμφωνα με την κρατούσα άποψη) στα αγαθά της προσωπικότητας, στη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του ασθενούς, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καλύψει απεριόριστα μια βαριά σωματική βλάβη (ΠΚ 308) ή την υπέρμετρη παραχώρηση της ελευθερίας (ΑΚ 179). (Ρεθυμιωτάκη, 2009: 160). Για να είναι έγκυρη η συναίνεση προϋποθέτει ελευθερία βούλησης και συνείδηση των πραττομένων κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Ειδικότερα, το άρθρο 12, παρ. 1 του ΚΙΔ ρητά απαγορεύει στο γιατρό να «προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς», ενώ ταυτόχρονα ορίζει τις εξαιρέσεις (παρ. 3) στο γενικό αυτό κανόνα. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε ιατρική πράξη απαιτείται το άτομο να δώσει την προηγούμενη συναίνεσή του, εφόσον έχει προηγουμένως ενημερωθεί λεπτομερώς για την κατάστασή του και είναι σε θέση να διαμορφώσει ενσυνείδητα και να εκφράσει ελεύθερα τη βούλησή του. Η συναίνεση ως έκφανση της αυτονομίας του ασθενή και απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη διενέργεια κάθε ιατρικής πράξης αποσκοπεί στην προστασία του ασθενή έναντι προσβολών της προσωπικότητάς του και στη διασφάλιση της αυτονομίας του κατά πρώτο λόγο, και της σωματικής του ακεραιότητας και ασφάλειας κατά δεύτερο, που μπορεί να πληγούν από αμελείς και αυθαίρετες ιατρικές πράξεις. Υπονοεί παράλληλα ότι η συνέχιση του βιολογικού φαινομένου της ζωής δεν είναι πάντοτε και αναγκαστικά προς όφελος του ασθενούς και τη συγκεκριμένη στάθμιση έχει δικαίωμα να κάνει ο ίδιος ο ασθενής και όχι κάποιος άλλος – ούτε συγγενής του – στο όνομά του. (Panagopoulou – Koutnatzi, 2009: 199).
Αν αναγνωριστεί η σημασία της συναίνεσης, προκειμένου να διενεργηθούν καταρχήν οποιεσδήποτε ιατρικές πράξεις, αυτό σημαίνει ενσωμάτωση της εξέλιξης από έναν ιατρικό πατερναλισμό στην αναγνώριση από το νόμο και μια πιο αποτελεσματική πραγμάτωση της αυτονομίας του ασθενή, ως εκδήλωση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, καθώς και την ένταση μεταξύ του τελευταίου και της ιατρικής εξουσίας στηριγμένης στη σιωπή των γιατρών, οι οποίοι δεν θεωρούνται πλέον τελικοί κριτές αλλά απλοί διαμεσολαβητές στη διαδικασία λήψης της απόφασης εκ μέρους του ασθενούς. Πάντως, αν λάβουμε υπόψη μας τις διαθέσιμες σήμερα ιατρικές τεχνολογίες, οι οποίες αναγκάζουν τους γιατρούς να λαμβάνουν δραματικές αποφάσεις ζωής και θανάτου για τους ασθενείς τους αλλά και την έντονη εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών υγείας που τους φέρνει στο κέντρο συγκρούσεων συμφερόντων, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι είναι και οι ίδιοι που προτιμούν να μοιραστούν μέρος της ευθύνης με τους άμεσα ενδιαφερόμενους. (Ρεθυμιωτάκη, 2009: 163).
2) Η αυτονομία των ανίκανων για συναίνεση ασθενών στο τέλος της ζωής. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ατομική αυτονομία του ασθενή και να μην υποκατασταθεί η προσωπική του βούληση από εκείνη τρίτων (είτε των οικείων του, που φορτώνονται το ψυχικό και συναισθηματικό βάρος, είτε των γιατρών) και στις περιπτώσεις που ο ασθενής καθίσταται de facto ανίκανος να συναινέσει, προτείνονται σχετικοί νόμοι που επιτρέπουν τη νόμιμη υποκατάσταση της ρητής δήλωσης βούλησης με τη φυσική (Βιδάλης, 2007: 117) ή / και την εικαζόμενη ή τεκμαιρόμενη βούληση, καθώς και της παροντικής δήλωσης με προγενέστερη αποτύπωσή της σε συγκεκριμένα οριοθετημένες οδηγίες που αφορούν το τέλος της ζωής. (Συμεωνίδου – Καστανίδου, 2001: 213). Οι προγενέστερες αυτές οδηγίες όπως και η φυσική και τεκμαιρόμενη βούληση αποτελούν λογικές – και δυνάμει νομικές – κατασκευές που αποκτούν ίση αξία υπό προϋποθέσεις και υποκαθιστούν τη ρητή και παροντική έκφραση της βούλησης, όταν η τελευταία, ενώ νομικά είναι επιτρεπτή και έγκυρη, καθίσταται εν τοις πράγμασι αδύνατη. Όπως σωστά παρατηρείται (Μανωλάκου – Βιδάλης, 2006: 17), στη συγκεκριμένη περίπτωση η σοβαρότητα της απόφασης είναι τέτοια, που επιβάλλει κάθε δυνατότητα αυθεντικής έκφρασης του ίδιου του ενδιαφερόμενου να «παραμερίζει» την αρμοδιότητα των οικείων του και να έχει απόλυτη προτεραιότητα. Αν όμως δεν έχουν διατυπωθεί προγενέστερες οδηγίες, τότε η ιατρική ομάδα παίρνει την απόφαση και αποφασίζει βάσει αντικειμενικών ιατρικών δεδομένων, με αποτέλεσμα πολλές φορές ο ασθενής να χάνει την κυριαρχία πάνω σε θέματα που είναι απολύτως προσωπικά του. (Κανελλοπούλου – Μπότη, 1999: 161).
Παρά την παραδοχή σε πρώτη φάση ότι οι προγενέστερες οδηγίες αναγνωρίζονται προκειμένου να διαφυλαχθεί η προσωπική και αδιαμεσολάβητη βούληση και άρα αυτονομία του ασθενή και, ειδικότερα, να επιτευχθεί η νομιμοποίηση της επιλογής μεταξύ μιας παράτασης της ζωής με χαμηλή ποιότητα ή μιας επίσπευσης ενός βέβαιου θανάτου, ωστόσο προκύπτει ένας πολύ μεγάλος προβληματισμός που συνοδεύεται από ερωτήματα, όπως: α) Σε τελική ανάλυση μειώνουν ή μεγενθύνουν το ρίσκο να μετατραπεί ο ασθενής σε αντικείμενο; β) Πώς μπορεί να εξακριβωθεί η μη μεταβολή της βούλησης του ασθενή από τη στιγμή της αποτύπωσής της στη διαθήκη ζωής μέχρι την επέλευση της προβλεπόμενης σε αυτήν κατάστασης; γ) Πώς πρέπει να επιλύονται τυχόν συγκρούσεις μεταξύ της αποτυπωμένης βούλησης του ασθενή και της βούλησης των οικείων του;
Δεν είναι εύκολο να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως τα παραπάνω, και γι’ αυτό η μόνη λύση είναι να ληφθεί υπόψη η νομική αντιμετώπιση των προγενέστερων οδηγιών (Παπαδοπούλου, 2013: 15-16), την οποία περιγράψαμε στο προηγούμενο υποκεφάλαιο.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου