Ο θεσμός του ασύλου στην εθιμική του μορφή είναι πανάρχαιος. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία παραχώρησης ασύλου εμπεριέχεται στις Ικέτιδες του Αισχύλου και αφορά την ασυλία που προσέφερε ο μυθικός βασιλιάς του Αργους Πελασγός στις 50 Δαναΐδες, οι οποίες προσέφυγαν στην πόλη του προκειμένου ν’ αποφύγουν τον αιμομικτικό γάμο με τους 50 εξαδέλφους τους, γιους του βασιλιά Αιγύπτου.

Αν και στην αχλύ της Ιστορίας, η συγκεκριμένη αναφορά έχει μεγάλη ιστορική αξία, καθώς υποδηλώνει ότι το άσυλο αποτελεί μία αρχέγονη, αδήριτη πραγματικότητα.

Από την άλλη, η παραχώρησή του μέσ’ από δημοκρατικές διαδικασίες, όπως αποτυπώνεται από τον μεγάλο Τραγωδό, εκφράζει τον πολιτισμό, όπως επίσης τη δομή και την ποιότητα της δημοκρατίας της Πολιτείας που το παρέσχε.

Κατά την Αρχαιότητα, από σειρά μαρτυριών (επιγραφές, νομίσματα, γραπτές πηγές) η ατομική ή ομαδική ασυλία τοποθετείται ιστορικά στην Αρχαϊκή και εκτείνεται έως τη Ρωμαϊκή περίοδο. Τόσο στην Κλασική όσο και αργότερα στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή, η έννοια του ασύλου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το «ιερόν», υπ’ οποιαδήποτε μορφή (ναοί, βωμοί, ιερές πόλεις κ.λπ.), και με την ιδιότητά του ως «άβατου, άγιου, άσυλου» ή πιο εμφατικά ως «άσυλου ιερού».

Στην Αρχαία Ελλάδα ο ικέτης που προσέφευγε σε «ιερό άσυλο» ήταν θεωρητικά προστατευμένος από οποιασδήποτε μορφής βία, έστω και αν ήταν δολοφόνος, στασιαστής, σφετεριστής της νόμιμης εξουσίας, τύραννος κ.λπ.

Στην Αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, τόποι ιεροί, προορισμένοι για άσυλο ήταν ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο), ο Βωμός του Ελέους στην Αγορά, ο Βωμός του Δία, κ.α. Στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, κορυφαία ιερά με δικαίωμα παροχής ασύλου ήταν ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς και ο ναός της Ημιθέας στην Καρία της Ασίας.

Ο Διόδωρος ο Σικελός απεικονίζει στην Ιστορία του το εύρος αποδοχής της ιερότητας και του σεβασμού του ναού της Ημιθέας ως ασύλου, όχι μόνο από τους Ελληνες αλλά και από τους εχθρούς, όπως ήταν οι Πέρσες.

Ευρεία εφαρμογή είχε λάβει το άσυλο ως εθιμικός θεσμός κατά την Ελληνιστική εποχή, όχι μόνο στο πεδίο των ιερών χώρων αλλά και σ’ εκείνο των ιερών πόλεων, πολλές εκ των οποίων εξασφάλιζαν το εδαφικό απαραβίαστο και το δικαίωμα προστασίας όσων προσέφευγαν σε αυτές.

Στον ελλαδικό χώρο, εκτός από την Αρχαία Ηλεία -ιερός και απαραβίαστος χώρος για τη διαχείριση και ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων- στην Ελληνιστική εποχή φημισμένη ήταν η παροχή ασύλου από την Αιτωλική Συμπολιτεία και από τους Κρήτες.

Το εδαφικό απαραβίαστο αφορούσε πολλές πόλεις-κράτη, καταργήθηκε όμως με απόφαση της Ρώμης περί το 22 μ.Χ. Ο Λατίνος ιστορικός Λίβιος μάλιστα εμφανίζει το δικαίωμα του ασύλου ως έναν θεσμό που αφορούσε ιδιαίτερα τους Ελληνες.

Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, παρότι η παράδοση ανάγει τις απαρχές του θεσμού στην εποχή του Ρωμύλου, ιδρυτή της Ρώμης, εν τούτοις στην καθαυτό Ρωμαϊκή εποχή το δικαίωμα του ασύλου, με την έννοια που λειτουργούσε στις ελληνικές πόλεις-κράτη, δεν αναγνωριζόταν από τον ρωμαϊκό νόμο.

Πέραν των νομοθετικών προβλέψεων για το άσυλο των δούλων, δύο μόνο ναοί είχαν οριστεί ως χώροι ασύλου για κάθε είδους ικέτη. Φαίνεται πως οι σπουδαίες ελληνικές πολιτισμικές αξίες της φιλοξενίας και του ανθρωπισμού που χαρακτήριζαν τον ελληνιστικό πολιτισμό δεν ενσωματώθηκαν στον διάδοχό του ρωμαϊκό.

Περιορισμένη χρήση του δικαιώματος του ασύλου υπήρξε και στη Φαραωνική Αίγυπτο, όπου τα ιερά δεν αναγνωρίζονταν από τις πολιτικές αρχές ως άσυλα και όσοι προσέφευγαν σε αυτά συνήθως δεν έχαιραν ασυλίας.

Αντίθετα, το άσυλο αναφέρεται στην εβραϊκή παράδοση, ως θεσμός καθιερωμένος, με τις έξι γνωστές ιερές πόλεις-άσυλα για κάθε ικέτη, ακόμη και δολοφόνο, αλλά και πολλές άλλες που λειτουργούσαν ως πόλεις-άσυλα υπό προϋποθέσεις.


Τομή στην ιστορία του ασύλου αποτέλεσαν οι νομοθετικές ρυθμίσεις του από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, όταν ο θεσμός πέρασε από την εθιμική στη νομική του έκφραση. Σειρά σχετικών νομοθετικών διατάξεων περιελήφθησαν στον Ιουστινιάνειο Κώδικα και, με ορισμένες διαφοροποιήσεις, σε όλους τους μεταγενέστερους νόμους που στηρίχτηκαν σ’ εκείνον.

Σε αυτές, πέραν των περιορισμών ως προς το δικαίωμα παροχής ασύλου, προβλέπονταν οι ποινές των υπαιτίων παραβίασης του δικαιώματος ασύλου, πράξη που κατά τον νομοθέτη συνιστούσε έγκλημα ιεροσυλίας. Επειδή βέβαια δικαίωμα παροχής ασύλου, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Μεσαιωνική Δύση, είχαν μόνο οι ναοί, τα μοναστήρια και οι περιβάλλοντες ιεροί χώροι, δικαιοδοσία επί του συγκεκριμένου θεσμού είχε και η Εκκλησία.

Μέσω των εκκλησιαστικών Κανόνων της, παρενέβαινε δυναμικά, προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερες εγγυήσεις από την Πολιτεία αναφορικά με τον σεβασμό και την προστασία του δικαιώματος του ασύλου. Στη Μεσαιωνική Δύση ο θεσμός του ασύλου ισχυροποιήθηκε ιδιαίτερα μετά τον 10ο αιώνα, λόγω των δυσχερών κοινωνικών συνθηκών, ενώ η εφαρμογή του επεκτάθηκε με αυτοκρατορικά διατάγματα και στους «ευκτήριους οίκους».

Στη Δύση, κατά τους νεότερους χρόνους, η δημιουργία εθνικών κοσμικών κρατών συνοδεύτηκε από τη σταδιακή υποχώρηση και συχνά τη διαμφισβητούμενη απόρριψη του θεσμού του ασύλου κατά το πρότυπο που λειτούργησε στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα.

Στη σύγχρονη εποχή, ο άλλοτε ανθρωπιστικού και ηθικού περιεχομένου θεσμός του ασύλου μετεξελίχθηκε σε διεθνές νομικό ζήτημα με τα ίδια αλλά και άλλα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, κατοχυρώθηκε μέσω Διεθνών Συμβάσεων και εντάχθηκε στο Διεθνές Δίκαιο, με κορυφαία στιγμή την υπογραφή της γνωστής Σύμβασης της Γενεύης (1951).



Σοφία Πατούρα διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top