Η Ξανθίππη διηγείται στη Φαίδρα τι συνέβη σε ένα πρόσφατο γεύμα, ένα συμπόσιο για το οποίο μιλούσε όλη η Αθήνα. Ο Σωκράτης είχε καλέσει αυθόρμητα λίγους φίλους στο σπίτι του, υποθέτοντας ότι η Ξανθίππη θα ετοίμαζε αδιαμαρτύρητα ένα γεύμα για έξι άτομα την τελευταία στιγμή. Δυστυχώς όμως, το κελάρι του σπιτικού τους περιείχε μόνο λίγα λαχανικά και αρνίσια παϊδάκια. Η Ξανθίππη είχε διαμαρτυρηθεί έντονα. Ακόμα κι αν εκείνη δεν έτρωγε καθόλου, δεν υπήρχε αρκετό φαγητό για να φάνε καλά οι καλεσμένοι, «Αν είναι καλοί φίλοι, δεν θα τους πειράξει», είπε ο Σωκράτης. «Κι αν δεν είναι καλοί φίλοι, τότε δεν πειράζει εμένα».
Ο Σωκράτης δεν σκέφτηκε να
ρωτήσει την Ξανθίππη μήπως την πείραζε εκείνη, γιατί διακινδύνευε τη φήμη της
σαν νοικοκυρά.
Η Ξανθίππη εξηγεί στη μητέρα της
Φαίδρας ότι, αντίθετα με τις φήμες, το ζευγάρι δεν καβγάδισε. Όπως λέει συχνά ο
Σωκράτης, σε έναν καβγά χρειάζονται δύο, κι αυτός δεν τσακώνεται ποτέ με τη
γυναίκα του. Σ’ αυτή την περίσταση, όσο περισσότερο φώναζε στον Σωκράτη η
Ξανθίππη τόσο περισσότερο λογικευόταν εκείνος. Τελικά, η Ξανθίππη τον πέταξε έξω
απ’ το σπίτι, αφού του έριξε μια υδρία στο κεφάλι.
Η Φαίδρα κοιτάζει τη μητέρα της
για να δει πώς αντιδρά στην απίστευτη ( αλλά υπέροχη) ιδέα να πετάξει έξω από το
σπίτι μια σύζυγος τον άντρα της. Δυστυχώς, η μητέρα της είναι στραμμένη αλλού,
οπότε διακρίνει μόνο τον κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, που είναι
στολισμένος με περικοκλάδες. Το πρόσωπο της Ξανθίππης είναι σοβαρό στο φως των
δαυλών καθώς συνεχίζει να προσπαθεί να εξηγήσει τις δυσκολίες του γάμου
της.
Ο Σωκράτης καθόταν λοιπόν σε
έναν πάγκο στον περίβολο. Η Ξανθίππη κοιτούσε από τον πάνω όροφο και είδε ότι
είχε πιάσει κουβέντα με κάτι θαυμαστές του, που είχαν μόλις εμφανιστεί απ’ τον
δρόμο . Ετοιμαζόταν να τους καλέσει κι αυτούς για δείπνο, οπότε τι να κάνει και
η Ξανθίππη; Κρατούσε έναν κουβά νερό και του τον άδειασε όλο στο κεφάλι
του.
Η μητέρα της Φαίδρας κοιτάζει
κατάπληκτη την Ξανθίτητη. «Και πώς το πήρε ο Σωκράτης;»
«Δεν τα ‘μαθες;» ρωτά μικρά η
Ξανθίππη. «Σήκωσε απλώς το βλέμμα και δήλωσε: “Μετά τον κεραυνό, είναι σίγουρο
ότι θα βρέξει”. Από τότε, όποιον συναντάω, μου λέει το ίδιο πράγμα. Είναι τόσο
ενοχλητικό που θα προτιμούσα να με είχε χτυπήσει στα οπίσθια. Αλλά ο Σωκράτης
αποκλείεται να με χτυπήσει ποτέ !
Ξαφνικά ένας νεαρός άντρας
ανοίγει δρόμο μέσα στο πλήθος. Φοράει ένα στραβό στεφάνι από κισσό και βιολέτες,
τα μαλλιά του είναι στολισμένα με κορδέλες και οι μπούκλες του γυαλίζουν στο φως
των δαυλών. Κοιτάζει τη Φαίδρα με ένα πλατύ, χαρούμενο χαμόγελο και της
απευθύνει έναν επιδεικτικά ευγενικό χαιρετισμό. Η Φαίδρα χασκογελάει και
καλύπτει το πρόσωπό της. Ώστε αυτός είναι ο διαβόητος Αλκιβιάδης! Δείχνει πολύ
νεότερος απ’ ό,τι τον φανταζόταν. Οι γονείς της είναι ανέκφραστοι, ενώ η
Ξανθίππη κοιτάει με φαρμακερό βλέμμα τον Αλκιβιάδη. Αυτός αγνοεί τη νύφη, που
έχει κοκκινίσει ολόκληρη, και στρέφει την προσοχή του στην Ξανθίππη, ρωτώντας τη
με ενδιαφέρον: «Απ’ ό,τι βλέπω, συνήλθες από το τελευταίο καταστροφικό συμπόσιό
σου. Έλαβε ο Σωκράτης την πίτα που του έστειλα για να μην πεθάνει της
πείνας;»
Η Φαίδρα ξέρει τι έγινε μ’
εκείνη την πίτα, και είναι σχεδόν βέβαιο ότι ξέρει και ο Αλκιβιάδης. Στην
περίπτωση του Σωκράτη, οι διαδόσεις κυκλοφορούν στην Αθήνα πολύ γρήγορα. Η
Ξανθίππη είχε πάρει την πίτα και την είχε ποδοπατήσει στον δρόμο. Τα σκυλιά
έφαγαν ό,τι απέμεινε.
Ο Σωκράτης αντιμετώπισε ψύχραιμα
το ζήτημα. Σήκωσε του ώμους και ρώτησε την Ξανθίππη αν είχε συνειδητοποιήσει ότι
είχε μόλις ποδοπατήσει και το δικό της μερίδιο από την πίτα. Τώρα η Ξανθίππη
κάνει μισό βήμα προς τον Αλκιβιάδη, αφρίζοντας από τον θυμό της. Η Φαίδρα
αισθάνεται ανακούφιση, επειδή η Ξανθίππη δεν έχει κοντά της κάτι που θα μπορούσε
να χρησιμοποιήσει για όπλο. Με τη διάθεση που έχει τώρα, θα το χρησιμοποιούσε
σίγουρα.
Τα περιστατικά που αναφέρονται
στην Ξανθίππη και τον Σωκράτη προέρχονται σχεδόν αυτολεξεί από το πέμπτο βιβλίο
του Διογένη Λαέρτιου Βίοι και γνώμες διακεκριμένων φιλοσόφων. Το συμβάν με την
πίτα του Αλκιβιάδη προέρχεται από την Ποικίλη ιστορία του Αιλιανού. Το θερμόαιμο
ζευγάρι δεν χώρισε ποτέ, επειδή μάλλον αγαπούσαν ο ένας τον άλλο, παρά τους
τσακωμούς. Ο Σωκράτης συχνά υπερασπιζόταν την Ξανθίππη κι εκείνη ήταν εντελώς
συντετριμμένη μετά την εκτέλεσή του, όπως λέει ο Πλάτωνας στον
Φαίδωνα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου