Τῇ
εἰκοστῇ πέμπτη τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος καὶ πανσόφου ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ[1].
Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια,
την πρωτεύουσα τῆς Αἰγύπτου καὶ μητρόπολη τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν, ἡ ἁγία Αἰκατερίνα
ἦταν θυγατέρα τοῦ Κώνστα (ἢ Κέστου), πλουσίου καὶ ἰσχυροῦ ἄρχοντα. Ἐκτὸς ἀπὸ ἀρχοντιά,
ὁ Θεὸς τὴν εἶχε προικίσει καὶ μὲ ἐξαιρετικὸ κάλλος ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων
ὅσοι τὴν πλησίαζαν, καθὼς καὶ μὲ ἀσυνήθιστη εὐφυΐα. Ἡ νεαρή κόρη παρακολούθησε τα
μαθήματα τῶν καλύτερων διδασκάλων καὶ τῶν πιὸ ὀνομαστῶν φιλοσόφων. Ἔμαθε να παρακολουθεῖ
καὶ τοὺς πιὸ περίπλοκους συλλογισμοὺς καὶ μὲ τὴν ἴδια ἐπιτυχία κατείχε τὰ φιλοσοφικά
συστήματα τοῦ ̓Αριστοτέλους, τοῦ Πλάτωνος, καθὼς καὶ τῶν νεωτέρων μαθητῶν
τους. Διέπρεπε ἐπίσης στὴν τέχνη τοῦ λόγου, γνώριζε τους μεγαλύτερους ποιητές, ἀπὸ
τὸν Ὅμηρο ἕως τὸν Βιργίλιο, καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ διαλέγεται σὲ πολλὲς γλῶσσες, τὶς
ὁποῖες εἶχε μάθει φοιτώντας σὲ σοφοὺς διδασκάλους ἢ ἀπὸ ταξιδιῶτες ποὺ ἔρχονταν
νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν κοσμοπολίτικη ἐκείνη πόλη. Εἶχε διεξέλθει ὅλες τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες,
ἰδιαιτέρως τὴν ἰατρική, καὶ κανένας τομέας τῆς ἀνθρώπινης σοφίας δὲν μποροῦσε νὰ
διαφύγει ἀπὸ τὸ διεισδυτικὸ καὶ ἀκόρεστο γιὰ γνώση πνεῦμα της. Σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτώ
ἐτῶν εἶχε φθάσει σὲ τόσο ὑψηλὸ ἐπίπεδο μαθήσεως, ποὺ γεννοῦσε τὸν θαυμασμὸ καὶ τῶν
πιὸ ἔμπειρων ἀκόμη σοφῶν. Ἡ φήμη της αυτή, ὅπως καὶ ἡ εὐγενικὴ καταγωγή της,
ἡ ὀμορφιὰ καὶ τὰ πλούτη της τὴν ἔκαναν περιζήτητη καὶ πλῆθος μνηστήρων παρουσιάζονταν
γιὰ νὰ τὴ ζητήσουν σε γάμο. Ἡ Αἰκατερίνα ὅμως, προαισθανόμενη τὴν ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας,
ἀπέρριπτε ὅλες τὶς προτάσεις καὶ εἶχε θέσει στοὺς γονεῖς τῆς ὅρο νὰ μὴ δεχθεῖ ὡς
σύζυγο παρὰ μόνον ἕναν νέο ισάξιο μὲ αὐτὴν ὄχι μόνον στὴν εὐγένεια, ἀλλὰ καὶ στὰ
πλούτη, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ σοφία.
Ἡ μητέρα της, ὄντας σὲ ἀπόγνωση στην προσπάθειά της νὰ βρεῖ ἕναν τέτοιο σύντροφο
γιὰ τὴ θυγατέρα της, έστειλε τὴν κόρη νὰ συμβουλευθεῖ ἕναν ἅγιο χριστιανὸ ἀσκητὴ
ποὺ ζοῦσε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖνος εἶπε στὴν Αἰκατερίνα ὅτι ὄντως ἐγνώριζε
ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο καὶ ὅτι ἡ σοφία Του ἦταν ἀνώτερη ἀκόμη, μιᾶς καὶ ἀποτελεῖ τὴν
ἴδια τὴ βασικὴ ἀρχὴ ὅλων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ὄντων. Τὴ σοφία αὐτὴ δὲν τὴν ἔχει
ἀποκτήσει, ἀλλὰ τὴν κατέχει αἰωνίως. Ἡ εὐγένειά του εἶναι ἐπίσης ἀνώτερη ἀπὸ ὁτιδήποτε
μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, γιατὶ ἄρχει τοῦ σύμπαντος καὶ ἔχει δημιουργήσει τον
κόσμο μὲ τὴ δική Του θέληση. Κύριος τῶν κόσμων, ἀρχὴ κάθε σοφίας καὶ κάθε γνώσεως,
εἶναι ἐξάλλου τῆς εἶπε ὁ Γέρων ὡραῖος παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων (Ψαλμ. 44, 3),
γιατὶ εἶναι Θεὸς ἐνσαρκωμένος: ὁ Υἱὸς καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος
γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει ὁ νυμφίος κάθε παρθενικῆς ψυχῆς.
Ὁ ἀσκητὴς τὴν ἀποχαιρέτησε δίνοντάς της μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας.
Τὴν ἑπόμενη νύκτα τῆς φανερώθηκε η Θεοτόκος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπό
Του καὶ ἀρνοῦνταν νὰ τὴν κοιτάξει λέγοντας πὼς ἦταν ἄσχημη, καθυποταγμένη ἀκόμη
στον θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Αναστατωμένη, ἡ Αἰκατερίνα μετέβη στὸν ἀσκητή, ὁ
ὁποῖος τῆς δίδαξε τὰ μυστήρια τῆς πίστεως καὶ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα τὴν ἀναγέννησε
στὴν αἰώνια ζωή. Τῆς φανερώθηκε τότε ξανὰ ἡ Θεοτόκος, μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἄστραφτε
ἀπὸ χαρά. «Να ποὺ λάμπει ὁλόκληρη, όμορφη, πλούσια καὶ ἀληθινὰ σοφή εἶπε ὁ
Χριστός τώρα τὴ δέχομαι ὡς πάναγνη νύμφη μου». Γιὰ νὰ σφραγίσει τοὺς ἀρραβῶνες αὐτούς,
ἡ Θεοτόκος πέρασε στὸ δάκτυλο τῆς κόρης ἕνα δαχτυλίδι καὶ τὴν ἔβαλε νὰ ὑποσχεθεῖ
πὼς δὲν θὰ δεχόταν στὴ γῆ ἄλλο νυμφίο.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμίνος (305-311)[2] ἤθελε, ὅπως καὶ ὁ Διοκλητιανός,
νὰ ἐξαναγκάσει ἐπὶ ποινῆ βασανιστηρίων καὶ θανάτου ὅλους τοὺς ὑπηκόους του νὰ συμμετέχουν
στὶς εἰδωλολατρικὲς θυσίες, ὡς σημεῖο ὑποταγῆς στὴν ἐξουσία του. Οἱ ἀσεβεῖς αὐτὲς
τελετὲς ἄρχισαν στην Αλεξάνδρεια καὶ τότε ἡ Αἰκατερίνα παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ
αὐτοκράτορα στον ναό, τοῦ ἐκδήλωσε τὸν ἀπαιτούμενο στὸν ἡγεμόνα σεβασμό, ἀλλὰ καταδίκασε
αὐστηρὰ τὴ λατρεία τῶν κτιστῶν ὄντων. Εκπληκτος καταρχὴν ἀπὸ τὸ κάλλος τῆς νεαρῆς
κόρης καὶ τὴν τόλμη της, ὁ αὐτοκράτορας τὴν ἄκουσε νὰ ἀναπτύσσει τὰ ἐπιχειρήματά
της καὶ γοητεύθηκε ἀπὸ τὴ σοφία της. Η Αίκατερίνα τοῦ πρότεινε νὰ ἀντιμετωπίσει
σὲ δημόσια συζήτηση τοὺς λαμπρότερους σοφοὺς καὶ ρήτορες τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ ἡγεμόνας
δέχθηκε, καὶ ἔστειλε ἀγγελιαφόρους σὲ κάθε γωνιὰ τῆς ἐπικράτειας γιὰ νὰ συγκεντρώσει
σοφούς, φιλοσόφους, ρήτορες καὶ ἔμπειρους στὴ διαλεκτική. Έφθασαν στὴν Ἀλεξάνδρεια
πενήντα[3] ἀπὸ αὐτοὺς καὶ παρουσιάσθηκαν
ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ πλήθους ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ στὸ ἀμφιθέατρο, ἔχοντας
ἀντίκρυ τους τὴν εὔθραυστη κόρη, μόνη ἀλλὰ ἀκτινοβολώντας ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Δὲν ἔνιωθε κανένα φόβο απέναντί τους, γιατί παρουσιάσθηκε σὲ αὐτὴν ὁ
̓Αρχάγγελος Μιχαὴλ καὶ τὴν διαβεβαίωσε ὅτι ὁ Κύριος θὰ μιλοῦσε διὰ τοῦ στόματός
της καὶ θὰ τὴν ἱκάνωνε νὰ νικήσει τὴ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μὲ τὴν ἐξ ὕψους
Σοφία. Ενθαρρυμένη ἀπὸ τὴν ὀπτασία αὐτή, ἡ Αἰκατερίνα φανέρωσε τὶς πλάνες καὶ τὶς
ἀντιφάσεις τῶν μαντείων, τῶν ποιητῶν καὶ φιλοσόφων. Ἔδειξε ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι ἀπό
μόνοι τους εἶχαν ἀναγνωρίσει ὅτι οἱ λεγόμενοι θεοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν εἶναι
δαίμονες καὶ προσωποποιήσεις ἀνθρώπινων παθῶν. Εἰς ἐπίρρωσιν τῶν ἐπιχειρημάτων της,
ἐπικαλέσθηκε μάλιστα καὶ ὁρισμένους χρησμοὺς τῆς Σίβυλλας καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, οἱ
ὁποῖοι μὲ τρόπο σκοτεινὸ ἀνήγγελλαν τὴν Ἐνανθρώπηση καὶ τὸ σωτήριο Πάθος τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ. Ἀνέτρεψε τὰ μυθεύματα καὶ τὶς μυθολογίες τους, διακηρύσσοντας ὅτι ὁ κόσμος
δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενὸς ἀπὸ τὸν μόνο ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο Θεὸ καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος
λυτρώθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο διὰ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Πατρός. Αποστομωμένοι,
ἔχοντας ἐξαντλήσει τὰ ἐπιχειρήματά τους, οἱ ρήτορες αναγνώρισαν τὴν πλάνη τους
καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὴν ἁγία νὰ βαπτισθοῦν. Ὁ αὐτοκράτορας, έξαλλος ἀπὸ τὴν ἀποτυχία
αὐτή, διέταξε νὰ συλλάβουν τοὺς πενήντα ρήτορες καὶ τοὺς καταδίκασε νὰ πεθάνουν
στὴν πυρά, στις 17 Νοεμβρίου. Αφοῦ ματαίως ἐπιχείρησε νὰ πείσει μὲ κολακεῖες τὴν
Αἰκατερίνα, ἔβαλε νὰ τὴ βασανίσουν καὶ νὰ τὴ ρίξουν στη φυλακή, περιμένοντας νὰ
κατασκευασθεῖ ἕνα τρομερό όργανο βασανισμοῦ ποὺ ἀπαρτιζόταν ἀπὸ τέσσερις τροχούς,
ἐφοδιασμένους μὲ καρφιά, συνδεδεμένους μὲ ἕναν ἄξονα. Μόλις ἑτοιμάσθηκε ἡ μηχανή,
ἔδεσαν ἐκεῖ τὴν ἁγία, ἀλλὰ ἕνας ἄγγελος ἦλθε νὰ τὴ σώσει καὶ τὸ ὄχημα τοῦ θανάτου
κατέβηκε ξέφρενο στην κατηφόρα σκοτώνοντας στὸ πέρασμά του πλῆθος εἰδωλολατρῶν.
Μπροστὰ στὸ θέαμα τῶν ἄθλων τῆς ἁγίας μάρτυρος, ἡ ἴδια ἡ σύζυγος[4] τοῦ αὐτοκράτορα
μεταστράφηκε μὲ τὴ σειρά της καὶ τὴν ἐπισκέφθηκε στὸ δεσμωτήριο, συνοδευόμενη ἀπὸ
τὸν στρατηγὸ Πορφύριο, στενό φίλο τοῦ ἡγεμόνα, καὶ διακόσιους στρατιῶτες ποὺ ἔγιναν
κι αὐτοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁγία Αἰκατερίνα τοὺς δέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ τοὺς προεῖπε
ὅτι συντόμως θὰ κέρδιζαν καὶ αὐτοὶ τὸν στέφανο τῶν ἀνδρείων ἀθλητῶν τῆς πίστεως.
Μαθαίνοντας τὴν ἀποσκίρτηση τῶν κοντινῶν του ἀνθρώπων, ὁ Μαξιμίνος, ἔξαλλος ἀπὸ
ὀργὴ καὶ λησμονώνοντας κάθε ἀνθρώπινο αίσθημα, διέταξε να βασανίσουν τὴ σύζυγό του
καὶ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν στις 23 Νοεμβρίου, τὴν ἑπομένη δὲ προχώρησε στὴν ἐκτέλεση
τοῦ Πορφυρίου καὶ τῶν στρατιωτῶν. Στις 25, ὁδήγησαν τὴν Αἰκατερίνα ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο
στο δικαστήριο, ὅπου ἐμφανίσθηκε ἀπαστράπτουσα ἀπὸ οὐράνια ἀγαλλίαση πολύ μεγαλύτερη
ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε ὅταν φυλακίσθηκε, διότι ἔβλεπε ὅτι εἶχε φθάσει ἡ ἡμέρα τῆς ἑνώσεώς
της μὲ τὸν Χριστό. Τὴν ἔφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ τελευταία εὐχαριστήρια
προσευχὴ στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τοὺς ἀκένωτους θησαυροὺς τῆς ἀληθινῆς
σοφίας, ἡ ἁγία ἐτελειώθη μὲ ἀποκεφαλισμό.
Δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν τότε καὶ μετέφεραν τὸ σῶμα της ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὸ
ὄρος Σινᾶ. ̓Ανευρέθη ἐκεῖ τὸν 8ο αιώνα ἀπὸ ἕναν ἀσκητὴ ποὺ διέμενε ἐκεῖ κοντὰ
καὶ τὸ τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς
τὸν 6ο αἰώνας. Βρίσκεται ἐκεῖ ἕως τὶς ἡμέρες μας, ἀναδίδοντας οὐράνια εὐωδία καὶ
ἐπιτελώντας ἀναρίθμητα θαύματα.
[1] Σήμερα ἀποδίδεται ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Μέχρι τον 16ο αιώνα ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Αικατερίνης ἑορταζόταν στις 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με σημείωση ποὺ ἐνέταξε ὁ ἱερομ. Βαρθολομαῖος τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου στο Μηναῖον, οἱ Πατέρες τοῦ Σινᾶ μετέθεσαν τὴν ἡμερομηνία στις 25 Νοεμβρίου γιὰ νὰ προσδώσουν πανηγυρικότερο χαρακτήρα στὴν ἑορτή. Φαίνεται πιθανὸ ὅτι ἡ ἁγία ἔλαβε τὸ ὄνομα Αἰκατερίνα, ποὺ δηλώνει τὴν ἁγνότητα τοῦ βίου της (Αἰκατε ρίνα-Αεικαθερίνα), μετὰ τὴ μεταστροφή της στον χριστιανισμὸ ἢ ὡς συνέπεια τῶν θαυμάτων της. Γιὰ τὰ κείμενα σχετικὰ μὲ τὴν ἁγία, βλ. Το Μαρτυρολόγιον τοῦ Σινᾶ, Ἱ. Μ. τοῦ Σινᾶ, 1989, σσ. 38-149.
[2]
Σύμφωνα μὲ ἄλλες παραλλαγὲς τοῦ
Μαρτυρίου, ἐπρόκειτο γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μαξέντιο.
[3] Σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαῖο Μαρτύριον. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς καὶ τὰ Συναξάρια αναφέρουν 150 ρήτορες.
[4] Μερικά Συναξάρια τὴν ἀναφέρουν ὡς «Βασίλισσα».

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου