Είναι γεγονός ότι σε μια εποχή όπου διαδραματίζονταν συγκλονιστικά γεγονότα και πολλοί δημιουργούσαν όχι μόνο ιδεολογική, αλλά και θρησκευτική σύγχυση, υπήρχαν ορισμένοι οι οποίοι εμφανίζονταν ως Μεσσίες ή προφήτες για τις όποιες σκοπιμότητες ήθελαν να υπηρετήσουν. Ένας εξ ήταν, ασφαλώς, και ο λεγόμενος «Αγιοπατέρας», για τον οποίον κάνει ειδική αναφορά και ο Μπάμπης Άννινος(12).
Για τον διαβόητο «Αγιοπατέρα» πολλές πληροφορίες λαμβάνουμε από τον αγωνιστή της Επαναστάσεως του 1821, αυτόπτη μάρτυρα και ιστορικό Θεόδωρο Ρηγόπουλο, που ήταν γραμματεύς των Κολοκοτρωναίων και του Νικηταρά!
Ο Θ. Ρηγόπουλος, μέσα στο έργο: «Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881»(13) μεταξύ άλλων λέει τα εξής:
«…Τότε είχε παρουσιασθή Αγιοπατέρας τις καλούμενος με μίαν Αγίαν Καλόγριαν, εξ Ιθάκης καταγόμενος, αγύρτης επιτήδειος και φαυλόβιος αλλ’ άγνωστος εις όλους, όστις κατώκησεν εις Τριπόταμα (παλαιάν Ψωφίδα) και εκήρυττε νηστείαν και προσευχήν λέγων ότι ο Θεός απέστειλε τους Μ ώ ρους (μαύρους) δια να μας τιμωρήσουν, αλλ’ οι Π α γ κ ά κ ι σ τ ο ι με μόνην την προσευχήν και την νηστείαν θα χαθούν, και όσοι έχουν λάφυρα τούρκικα να τα δώσουν εις αυτόν δια να κάμη εκεί μοναστήρι, διότι αν τα διατηρήσουν εις τας οικίας των, θα ανάψουν και τους καύσουν. Είχε λάβει μεθ’ εαυτού και τινας ομοίους του φαυλοβίους, οίτινες καθ’ οδηγίαν του διέδιδον, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι άγιος, προσεύχεται νύκτα και ημέραν χωρίς να κοιμηθή, γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας εκάστου, κάμνει θαύματα και άλλα τοιαύτα.
Όστις μετέβαινεν εκεί ίνα ίδη, οι περί αυτόν επληροφόρουν αυτόν τις είναι, οποίας διαγωγής και τι είχε πράξει, και άμα παρουσιαζόμενος τον έλεγε πάντα τα κατ’ αυτόν, ώστε εντός ολίγου επείσθησαν πάντες οι απλοί ότι είναι άγιος και γνωρίζει τα ενδόμυχα της καρδίας εκάστου. Διεκήρυττε δε ότι όστις φάγη κρέας και πίη οίνον θα συλληφθή και θα θανατωθή από τους Μώρους επιστεύετο δε κοινώς, ότι έκλεψέ τις μίαν αίγα και εκόλλησεν εις τον ώμόν του. Άλλος κακολογήσας τον Αγιοπατέρα, ετιμωρήθη περιτυλιχθέντος όφεως εις τον λαιμόν μου, και τινες μάλιστα εβεβαίουν ότι είδον ταύτα ιδίοις όμμασι. Και άλλα πολλά τοιαύτα διεδίδοντο, ώστε άπας ο όχλος επίστευσεν εντός ολίγου, ότι ο άνθρωπος ούτος είναι απεσταλμένος παρά Θεού.
Όθεν εις άπειρον πλήθος συνέρρεον εις αυτόν πανταχόθεν της Πελοποννήσου και εξ αυτής της Στερεάς, και προσέφερον αυτώ ό,τι είχον εκ λαφύρων, τα πολύτιμά των και χρήματα συσσωρευθέντος εκεί σημαντικού πλούτου. Ανα πάσαν νύκτα η Αγία Καλόγρια έβλεπεν εις τον ουρανόν πότε την Παναγίαν κλαίουσαν και ικετεύουσαν τον υιόν της, πότε τόν Χριστόν ωργισμένον και απειλητικόν, πότε τον Άγιον Δημήτριον ή τον Άγιον Γεώργιον τρέχοντας εις τον ουρανόν εφίππους και ξιφήρεις, και πότε μύρια άλλα παράδοξα, και εν πάση τοιαύτη δράσει εγειρομένη η Αγία Καλόγρια εφώναζεν, ο δε λαός κλαίων και οδυρόμενος προσηύχετο απαύστως.
Εκ των πολλών τούτων μετά πειστικότητος διαδιδομέ¬νων πολλών νοημόνων η πεποίθησις εκλονίζετο. Όθεν και πολλοί τοιού¬τοι απήρχοντο ίνα ίδωσι τους αγίους τούτους και αυτός ο Ζαΐμης λέγουν ότι επεσκέφθη τον Άγιον Πατέρα, όστις τον επέπληξε και τον είπεν, ότι επήραν τον λαόν εις τον λαιμόν των και θα τον έχουν ως άλυσον εις εκείνον τον Κόσμον. Τούτο έλεγε και εις πολλούς άλλους άρχοντας και στρατιωτικούς. Ε¬πήγε και ο Νικηταράς, αλλά δεν τον εδέχθη, ίσως διότι είχε βεβαμμένας τας χείρας εις τουρκικόν αίμα.
Κατά τα τέλη Ιουλίου του αυτού έτους 1825 ευρισκόμενος εις το χωρίον μου παρεκινήθην να υπάγω και εγώ εις τον Αγιοπατέραν, αλλ’ εγώ ύβριζον αυτόν δημοσίως και απροκαλύπτως ως αγύρτην. Μ’ έπεισεν όμως ο Θ. Σακελλαρίου, άνθρωπος νοήμων και εκ των εν τη επαρχία σημαινόντων, να υπάγω μετ’ αυτού και άλλων. Φθάσαντες το εσπέρας Σαββάτου εμείναμεν υπό μίαν πλάτανον παρά τον ποταμόν ου μακράν της εκκλη¬σίας, και ο γερο Θεόδωρος Σακελλαρίου απήλθεν εις προσκύνησιν του Αγιοπατέρα, όστις τον εδέχθη μακρόθεν μεθ’ ύβρεων και αρών αποκαλών αυτόν Παγκάκιστον, κατηραμμένον και... και... και... ώστε ο γερο Θεόδωρος έμεινεν εμβρόντητος. Εγώ δέ καθήσας εδείπνουν τρώγων κρέας οπτόν και πίνων οίνον, διότι ο γερο-Θεόδωρος ελθών έπεσε χαμαί κατάλυπος και απηλπισμένος.
Τότε ήλθε προς με ο επιστηθιώτερος του Αγιοπατέρα Κανέλλος ονομαζόμενος εκ Μοστενίτζης, τσαούσης του στρατηγού Κανέλλου Δεληγιάννη, φαυλόβιος της α' τάξεως, άοπλος και τεταπεινωμένος υποκριτικώτατα. Ιδών δ’ αυτόν είπον «πώς εδώ, Κανέλλο; διατί είσαι έτζι;» Απεκρίθη ότι ευρίσκεται παρά τω Αγίω Πατρί χάριν ψυχικής σωτηρίας, είπομεν δέ πολλά. Τον προσεκάλεσα να φάγη και τω έδωκα να πίη, αλλ’ απεποιήθη λέγων ότι όχι μόνον αυτός δεν τρώγει κρέας και δεν πίνει οίνον, αλλά και όσοι εκεί μεταβαίνουν, διότι ο Αγιοπατέρας τα γνωρίζει όλα, και ότι δεν κάμνω καλά να τρώγω δημοσίως. «Αι, άφησέ τα αυτά, Κανέλλο», τον είπα, «και εις άλλους ειπέ τα, αλλά πήγαινε να μου φέρεις μία μποτίλια κρασί καλόν από του Αγιοπατέρα, μίαν μποτίλια ρούμι, ρακί και παξιμάδια». «Ό Αγιοπατέρας», μου λέγει, «δεν πίνει κρασί, αλλ' από τα άλλα σου φέρω», και τω όντι μου έφερε, με παρεκίνησε δε να παρουσιασθώ εις τον Άγιον και να τον προσκυνήσω. Αλλ’ εγώ τον είπον «δεν παρουσιάζομαι, διότι θα μου κάμη όσα έκαμε του κυρ-Θόδωρου, τα οποία δεν ήρμοζον εις τον χαρακτήρα του Αγιοπατέρα. Ανεχώρησε και ημείς εκοιμήθημεν.
Κατά δε το μεσονύκτιον ακούσαμεν μέγαν θόρυβον εις το καλύπτον την πεδιάδα εκείνην πλήθος και υπέθεσα ότι μας κατέλαβον οι εχθροί. Ηρώτησα τι τρέχει, και με είπον ότι η Αγία Καλόγρια βλέπει εις τον ουρανόν τον Άγιον Γεώργιον καβαλλάρην και τρέχοντα με το σπαθί στα χέρια, έλεγε δε «ιδέτε τον, ιδέτε τον, να τον, να τον εκεί πάνω». Το δε ανόητον πλήθος φρονών ότι αμαρτωλόν ον δεν ηξιούτο να βλέπη τον Άγιον, ύψωνε μέχρι ουρανού δεήσεις και σταυροκοπούμενον έκαμνε στρωτές στρωτές μετάνοιες μέχρι πρωίας, ώστε δεν με αφήκε να κοιμηθώ. Έλεγον δε ότι ο Άγιος Γεώργιος έλαβε παρά του Ιησού Χριστού την άδειαν να κατασφάξη τους εχθρούς.
Ο Θ. Ρηγόπουλος, μέσα στο έργο: «Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881»(13) μεταξύ άλλων λέει τα εξής:
«…Τότε είχε παρουσιασθή Αγιοπατέρας τις καλούμενος με μίαν Αγίαν Καλόγριαν, εξ Ιθάκης καταγόμενος, αγύρτης επιτήδειος και φαυλόβιος αλλ’ άγνωστος εις όλους, όστις κατώκησεν εις Τριπόταμα (παλαιάν Ψωφίδα) και εκήρυττε νηστείαν και προσευχήν λέγων ότι ο Θεός απέστειλε τους Μ ώ ρους (μαύρους) δια να μας τιμωρήσουν, αλλ’ οι Π α γ κ ά κ ι σ τ ο ι με μόνην την προσευχήν και την νηστείαν θα χαθούν, και όσοι έχουν λάφυρα τούρκικα να τα δώσουν εις αυτόν δια να κάμη εκεί μοναστήρι, διότι αν τα διατηρήσουν εις τας οικίας των, θα ανάψουν και τους καύσουν. Είχε λάβει μεθ’ εαυτού και τινας ομοίους του φαυλοβίους, οίτινες καθ’ οδηγίαν του διέδιδον, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι άγιος, προσεύχεται νύκτα και ημέραν χωρίς να κοιμηθή, γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας εκάστου, κάμνει θαύματα και άλλα τοιαύτα.
Όστις μετέβαινεν εκεί ίνα ίδη, οι περί αυτόν επληροφόρουν αυτόν τις είναι, οποίας διαγωγής και τι είχε πράξει, και άμα παρουσιαζόμενος τον έλεγε πάντα τα κατ’ αυτόν, ώστε εντός ολίγου επείσθησαν πάντες οι απλοί ότι είναι άγιος και γνωρίζει τα ενδόμυχα της καρδίας εκάστου. Διεκήρυττε δε ότι όστις φάγη κρέας και πίη οίνον θα συλληφθή και θα θανατωθή από τους Μώρους επιστεύετο δε κοινώς, ότι έκλεψέ τις μίαν αίγα και εκόλλησεν εις τον ώμόν του. Άλλος κακολογήσας τον Αγιοπατέρα, ετιμωρήθη περιτυλιχθέντος όφεως εις τον λαιμόν μου, και τινες μάλιστα εβεβαίουν ότι είδον ταύτα ιδίοις όμμασι. Και άλλα πολλά τοιαύτα διεδίδοντο, ώστε άπας ο όχλος επίστευσεν εντός ολίγου, ότι ο άνθρωπος ούτος είναι απεσταλμένος παρά Θεού.
Όθεν εις άπειρον πλήθος συνέρρεον εις αυτόν πανταχόθεν της Πελοποννήσου και εξ αυτής της Στερεάς, και προσέφερον αυτώ ό,τι είχον εκ λαφύρων, τα πολύτιμά των και χρήματα συσσωρευθέντος εκεί σημαντικού πλούτου. Ανα πάσαν νύκτα η Αγία Καλόγρια έβλεπεν εις τον ουρανόν πότε την Παναγίαν κλαίουσαν και ικετεύουσαν τον υιόν της, πότε τόν Χριστόν ωργισμένον και απειλητικόν, πότε τον Άγιον Δημήτριον ή τον Άγιον Γεώργιον τρέχοντας εις τον ουρανόν εφίππους και ξιφήρεις, και πότε μύρια άλλα παράδοξα, και εν πάση τοιαύτη δράσει εγειρομένη η Αγία Καλόγρια εφώναζεν, ο δε λαός κλαίων και οδυρόμενος προσηύχετο απαύστως.
Εκ των πολλών τούτων μετά πειστικότητος διαδιδομέ¬νων πολλών νοημόνων η πεποίθησις εκλονίζετο. Όθεν και πολλοί τοιού¬τοι απήρχοντο ίνα ίδωσι τους αγίους τούτους και αυτός ο Ζαΐμης λέγουν ότι επεσκέφθη τον Άγιον Πατέρα, όστις τον επέπληξε και τον είπεν, ότι επήραν τον λαόν εις τον λαιμόν των και θα τον έχουν ως άλυσον εις εκείνον τον Κόσμον. Τούτο έλεγε και εις πολλούς άλλους άρχοντας και στρατιωτικούς. Ε¬πήγε και ο Νικηταράς, αλλά δεν τον εδέχθη, ίσως διότι είχε βεβαμμένας τας χείρας εις τουρκικόν αίμα.
Κατά τα τέλη Ιουλίου του αυτού έτους 1825 ευρισκόμενος εις το χωρίον μου παρεκινήθην να υπάγω και εγώ εις τον Αγιοπατέραν, αλλ’ εγώ ύβριζον αυτόν δημοσίως και απροκαλύπτως ως αγύρτην. Μ’ έπεισεν όμως ο Θ. Σακελλαρίου, άνθρωπος νοήμων και εκ των εν τη επαρχία σημαινόντων, να υπάγω μετ’ αυτού και άλλων. Φθάσαντες το εσπέρας Σαββάτου εμείναμεν υπό μίαν πλάτανον παρά τον ποταμόν ου μακράν της εκκλη¬σίας, και ο γερο Θεόδωρος Σακελλαρίου απήλθεν εις προσκύνησιν του Αγιοπατέρα, όστις τον εδέχθη μακρόθεν μεθ’ ύβρεων και αρών αποκαλών αυτόν Παγκάκιστον, κατηραμμένον και... και... και... ώστε ο γερο Θεόδωρος έμεινεν εμβρόντητος. Εγώ δέ καθήσας εδείπνουν τρώγων κρέας οπτόν και πίνων οίνον, διότι ο γερο-Θεόδωρος ελθών έπεσε χαμαί κατάλυπος και απηλπισμένος.
Τότε ήλθε προς με ο επιστηθιώτερος του Αγιοπατέρα Κανέλλος ονομαζόμενος εκ Μοστενίτζης, τσαούσης του στρατηγού Κανέλλου Δεληγιάννη, φαυλόβιος της α' τάξεως, άοπλος και τεταπεινωμένος υποκριτικώτατα. Ιδών δ’ αυτόν είπον «πώς εδώ, Κανέλλο; διατί είσαι έτζι;» Απεκρίθη ότι ευρίσκεται παρά τω Αγίω Πατρί χάριν ψυχικής σωτηρίας, είπομεν δέ πολλά. Τον προσεκάλεσα να φάγη και τω έδωκα να πίη, αλλ’ απεποιήθη λέγων ότι όχι μόνον αυτός δεν τρώγει κρέας και δεν πίνει οίνον, αλλά και όσοι εκεί μεταβαίνουν, διότι ο Αγιοπατέρας τα γνωρίζει όλα, και ότι δεν κάμνω καλά να τρώγω δημοσίως. «Αι, άφησέ τα αυτά, Κανέλλο», τον είπα, «και εις άλλους ειπέ τα, αλλά πήγαινε να μου φέρεις μία μποτίλια κρασί καλόν από του Αγιοπατέρα, μίαν μποτίλια ρούμι, ρακί και παξιμάδια». «Ό Αγιοπατέρας», μου λέγει, «δεν πίνει κρασί, αλλ' από τα άλλα σου φέρω», και τω όντι μου έφερε, με παρεκίνησε δε να παρουσιασθώ εις τον Άγιον και να τον προσκυνήσω. Αλλ’ εγώ τον είπον «δεν παρουσιάζομαι, διότι θα μου κάμη όσα έκαμε του κυρ-Θόδωρου, τα οποία δεν ήρμοζον εις τον χαρακτήρα του Αγιοπατέρα. Ανεχώρησε και ημείς εκοιμήθημεν.
Κατά δε το μεσονύκτιον ακούσαμεν μέγαν θόρυβον εις το καλύπτον την πεδιάδα εκείνην πλήθος και υπέθεσα ότι μας κατέλαβον οι εχθροί. Ηρώτησα τι τρέχει, και με είπον ότι η Αγία Καλόγρια βλέπει εις τον ουρανόν τον Άγιον Γεώργιον καβαλλάρην και τρέχοντα με το σπαθί στα χέρια, έλεγε δε «ιδέτε τον, ιδέτε τον, να τον, να τον εκεί πάνω». Το δε ανόητον πλήθος φρονών ότι αμαρτωλόν ον δεν ηξιούτο να βλέπη τον Άγιον, ύψωνε μέχρι ουρανού δεήσεις και σταυροκοπούμενον έκαμνε στρωτές στρωτές μετάνοιες μέχρι πρωίας, ώστε δεν με αφήκε να κοιμηθώ. Έλεγον δε ότι ο Άγιος Γεώργιος έλαβε παρά του Ιησού Χριστού την άδειαν να κατασφάξη τους εχθρούς.
Ο Ιμπραήμ πασάς πολιορκών το Μεσολόγγι. Πολλοί αγωνιστές του ’21, μεταξύ των οποίων και ο Θ. Κολοκοτρώνης, είχαν την υποψία ότι ο «Αγιοπατέρας» είχε κάποια συνεργασία με τον Ιμπραήμ, από τους στρατιώτες του οποίου, τελικώς, βρήκε τραγικό θάνατο!.. (Στην εικόνα μας πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Ι. Λαγκλουά, αλιευμένος από την εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»).
Αλλά πόσον ανόητος ήτον ο νεανικός μου τύφος! Δεν εσυλλογίσθην ούτε όταν έτρωγον το εσπέρας το κρέας και εστράγγιζα την τζότραν μου, ούτε όταν εκοιμώμην περιφρονών τας προσευχάς και τας δεήσεις του πλήθους τας οποίας επροκάλει η Αγία Καλόγρια, ότι ηδύνατό τις να με προδώση εις το πλήθος και να με κατασπαράξη ως ασεβή πλην όλοι με εγνώριζαν τις ήμην. Το πρωί μετέβην εις το εκκλησίδιον ένθα εγίνετο η ιερουργία ωπλισμένος ως αστακός, ενώ ουδείς άλλος εβάσταζεν όπλα και ήκουσα ως χριστιανός της θείας λειτουργίας. Ο δε Αγιοπατέρας ίστατο προς την θύραν του ιερού και απαύστως εσταυροκοπείτο ποιών το σημείον του σταυρού όχι ως ποιούσιν οι χριστιανοί, αλλ’ από την κορυφήν της κεφαλής εις τους πόδας και το άνω μέρος των δύο ωμοπλατών. Ην δε εντελώς αναλφάβητος. Την δε τοιαύτην σταυροκοπίαν εμιμείτο και όλον το πλήθος ως την τελειοτέραν.
Μετά δε το τέλος της θείας λειτουργίας εκάθησεν υπό δενδρου, και τας πλάτας έχων στηριγμένος εις το του δένδρου στέλεχος, τους πόδας εξηπλωμένους και τα κράσπεδα του ράσου του μεταξύ των σκελών του τεθειμένα ως σάκκον εδέχετο τους προσερχομένους, εξ ων άλλοι μεν ησπάζοντο τους αείποτε άνευ παπουτζίων ρυπαρούς πόδας του, άλλοι το παλιόρασό του και άλλοι τας χείράς του και έρριπτον εις το κοίλον των σκελών του χρυσά και αργυρά νομίσματα προς βοήθειαν και ψυχικήν των σωτηρίαν. Εκεί είδον παιρουσιασθέντας τον γερο Ασημάκην Φωτήλαν και τον Παναγιωτάκην Χρυσανθακόπουλον, άρχοντας και ευκαταστάτους των Καλαβρύτων, οίτινες έπραξαν ό,τι και άλλοι, αλλ’ εννοείται ότι εφάνησαν γενναιότεροι εις τας προσφοράς των ρίψαντες αρκετά φλωρία. Ίσταντο δε οι σεβάσμιοι ούτοι γέροντες όρθιοι και ασκεπείς καθ’ όλην την διάρκειαν της αργυρολογίας, αυτός δε ηγόρευε λέγων άρρητα θέματα. Προς τους ισταμένους γέροντας έλεγεν, ότι θα έχουν ως άλυσον εις τον τράχηλόν των εν τη άλλη ζωή τον λαόν, τον εξώθησαν ν’ απολεσθή, δηλονότι κακώς έπραξαν να εγείρουν την Επανάστασιν αλλά προσέθετεν ότι οι Παγκάκιστοι Μώροι θα χαθούν. Εγώ ιστάμην εκεί πλησίον και με έβλεπεν, ως με είδε και εις την εκκλησίαν, αλλά δεν με είπε τίποτε. Βαρυνθείς δε ν’ ακούω τα ληρήματά του ταύτα ανεχώρησα μετά των συνοδοιπόρων μου επανακάμψας εις την πατρίδα μου.
Το επόμενον έτος 1826 απέστειλεν ο Ιμπραήμης ενα οθωμανόν Λαλιώτην μετά 12.000 στρατιωτών να συλλάβη τον Αγιοπατέρα και του τον υπάγη, όστις απελθών εφόνευσεν όσους εις την μονήν εκείνην των Τριποτάμων εύρε, και ηθέλησε να συλλάβη τον Αγιοπατέρα, αλλ’ ούτος ιστάμενος εις την θύραν εκτύπα με την πατερίτζα του Τούρκους, ώστε δεν άφηνε να έμβη τις, κράζων «φευγάτε, Παγκάκιστοι». και αφού είδον ότι δεν ηδύναντο να τον συλλάβουν ούτως, έσυρε το πιστόλιόν του ο Λαλιώτης και τον εφόνευισεν, αφού ο ίππος του εκτυπήθη πολλάκις εις την κεφαλήν από την πατερίτζαν του Αγιοπατέρα. Συνέλαβον δε την Αγίαν Καλόγριαν και την επαρουσίασαν εις τον Ιμπραήμην, όστις την εδώρησεν εις τους αραπάδες του, ελυπήθη όμως διότι δεν εδυνήθησαν να φέρουν ζώντα και τον Αγιοπατέρα. Εν τη μονή εκείνη εύρον οι Τούρκοι ικανούς θησαυρούς χρημάτων και πολυτίμων πραγμάτων και διάφορα είδη τροφών και ποτών. Είς χριστιανός ερρίφθη εις ένα πίθον πλήρη ελαίου και εσώθη.
Τοιούτον τέλος έλαβεν ο διαβόητος Αγιοπατέρας την 14 7βρίου 1826, όστις δια της αγυρτείας του εγύμνωσε τους χριστιανούς, ίνα πλουτίση τους Τούρκους.
Ο αγύρτης ούτος έλεγεν, ότι οι Παγκάκιστοι δεν τολμούν να υπάγουν εκεί, διότι με μόνην την βακτηρίαν του ήθελε τους καταστρέψει και τούτο επίστευον όλοι οι απλοί άνθρωποι, διότι προσέφευγον εκεί ως εις θείον άσυλον.
Πολλοί εφρόνουν, ότι αν αυτός ελάμβανεν εις χείρας τον Τίμιον Σταυρόν και εκινείτο κατά του εχθρού, όλος ο λαός ήθελεν εξ αφοσιώσεως τον ακολουθήσει, και επί τη πεποιθήσει ότι έχουν ηγήτορα Άγιον του Θεού ήθελον επιπέσει κατά του εχθρού μεθ’ ορμής και ήθελον τον καταστρέψει, ή τουλάχιστον ήθελον τον αναγκάσει να αναχωρήση. Πιθανολογείται μετά τινος βεβαιότητος, ότι και η Κυβέρνησις δια των αρχιερέων και ο Κολοκοτρώνης έπεμψαν προς αυτόν πρεσβείαν προτρέποντές τον να κάμη τοιούτον κίνημα, αλλ’ απήντα ότι δεν είναι εισέτι ο καιρός. Ποίος γνωρίζει τι εφρόνει…»(14)
Μετά δε το τέλος της θείας λειτουργίας εκάθησεν υπό δενδρου, και τας πλάτας έχων στηριγμένος εις το του δένδρου στέλεχος, τους πόδας εξηπλωμένους και τα κράσπεδα του ράσου του μεταξύ των σκελών του τεθειμένα ως σάκκον εδέχετο τους προσερχομένους, εξ ων άλλοι μεν ησπάζοντο τους αείποτε άνευ παπουτζίων ρυπαρούς πόδας του, άλλοι το παλιόρασό του και άλλοι τας χείράς του και έρριπτον εις το κοίλον των σκελών του χρυσά και αργυρά νομίσματα προς βοήθειαν και ψυχικήν των σωτηρίαν. Εκεί είδον παιρουσιασθέντας τον γερο Ασημάκην Φωτήλαν και τον Παναγιωτάκην Χρυσανθακόπουλον, άρχοντας και ευκαταστάτους των Καλαβρύτων, οίτινες έπραξαν ό,τι και άλλοι, αλλ’ εννοείται ότι εφάνησαν γενναιότεροι εις τας προσφοράς των ρίψαντες αρκετά φλωρία. Ίσταντο δε οι σεβάσμιοι ούτοι γέροντες όρθιοι και ασκεπείς καθ’ όλην την διάρκειαν της αργυρολογίας, αυτός δε ηγόρευε λέγων άρρητα θέματα. Προς τους ισταμένους γέροντας έλεγεν, ότι θα έχουν ως άλυσον εις τον τράχηλόν των εν τη άλλη ζωή τον λαόν, τον εξώθησαν ν’ απολεσθή, δηλονότι κακώς έπραξαν να εγείρουν την Επανάστασιν αλλά προσέθετεν ότι οι Παγκάκιστοι Μώροι θα χαθούν. Εγώ ιστάμην εκεί πλησίον και με έβλεπεν, ως με είδε και εις την εκκλησίαν, αλλά δεν με είπε τίποτε. Βαρυνθείς δε ν’ ακούω τα ληρήματά του ταύτα ανεχώρησα μετά των συνοδοιπόρων μου επανακάμψας εις την πατρίδα μου.
Το επόμενον έτος 1826 απέστειλεν ο Ιμπραήμης ενα οθωμανόν Λαλιώτην μετά 12.000 στρατιωτών να συλλάβη τον Αγιοπατέρα και του τον υπάγη, όστις απελθών εφόνευσεν όσους εις την μονήν εκείνην των Τριποτάμων εύρε, και ηθέλησε να συλλάβη τον Αγιοπατέρα, αλλ’ ούτος ιστάμενος εις την θύραν εκτύπα με την πατερίτζα του Τούρκους, ώστε δεν άφηνε να έμβη τις, κράζων «φευγάτε, Παγκάκιστοι». και αφού είδον ότι δεν ηδύναντο να τον συλλάβουν ούτως, έσυρε το πιστόλιόν του ο Λαλιώτης και τον εφόνευισεν, αφού ο ίππος του εκτυπήθη πολλάκις εις την κεφαλήν από την πατερίτζαν του Αγιοπατέρα. Συνέλαβον δε την Αγίαν Καλόγριαν και την επαρουσίασαν εις τον Ιμπραήμην, όστις την εδώρησεν εις τους αραπάδες του, ελυπήθη όμως διότι δεν εδυνήθησαν να φέρουν ζώντα και τον Αγιοπατέρα. Εν τη μονή εκείνη εύρον οι Τούρκοι ικανούς θησαυρούς χρημάτων και πολυτίμων πραγμάτων και διάφορα είδη τροφών και ποτών. Είς χριστιανός ερρίφθη εις ένα πίθον πλήρη ελαίου και εσώθη.
Τοιούτον τέλος έλαβεν ο διαβόητος Αγιοπατέρας την 14 7βρίου 1826, όστις δια της αγυρτείας του εγύμνωσε τους χριστιανούς, ίνα πλουτίση τους Τούρκους.
Ο αγύρτης ούτος έλεγεν, ότι οι Παγκάκιστοι δεν τολμούν να υπάγουν εκεί, διότι με μόνην την βακτηρίαν του ήθελε τους καταστρέψει και τούτο επίστευον όλοι οι απλοί άνθρωποι, διότι προσέφευγον εκεί ως εις θείον άσυλον.
Πολλοί εφρόνουν, ότι αν αυτός ελάμβανεν εις χείρας τον Τίμιον Σταυρόν και εκινείτο κατά του εχθρού, όλος ο λαός ήθελεν εξ αφοσιώσεως τον ακολουθήσει, και επί τη πεποιθήσει ότι έχουν ηγήτορα Άγιον του Θεού ήθελον επιπέσει κατά του εχθρού μεθ’ ορμής και ήθελον τον καταστρέψει, ή τουλάχιστον ήθελον τον αναγκάσει να αναχωρήση. Πιθανολογείται μετά τινος βεβαιότητος, ότι και η Κυβέρνησις δια των αρχιερέων και ο Κολοκοτρώνης έπεμψαν προς αυτόν πρεσβείαν προτρέποντές τον να κάμη τοιούτον κίνημα, αλλ’ απήντα ότι δεν είναι εισέτι ο καιρός. Ποίος γνωρίζει τι εφρόνει…»(14)
Να μη λησμονήσουμε να πούμε, ότι ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, που μιλάει για τον «Αγιοπατέρα» κάνει σημαντική αναφορά και στον Άγιο της Πελοποννήσου, τον Χριστόφορο Παπουλάκο, που γράφουμε σε ειδικό κεφάλαιο με τίτλο: «Ο Χορός του Παπουλάκου».
ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Ο ΦΩΤΑΚΟΣ
Όπως αντιλαμβάνονται οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, κάναμε αυτή την ειδική αναφορά στον «Αγιοπατέρα», για να μη φανεί ότι παραγνωρίζουμε ορισμένες αρνητικές φυσιογνωμίες, που πέρασαν ως «παπουλάκηδες», στα μέρη του Μοριά. Αυτές, όμως, οι «φυσιογνωμίες» ήσαν εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας, που θέλει να λέει ότι οι Παπουλάκηδες του χριστιανισμού έχαιραν μεγάλης εκτιμήσεως και σεβασμού από όλους τους πιστούς του ελλαδικού χώρου και ιδίως της Πελοποννήσου.
Κι όχι μόνον!..
Ο γνωστός αγωνιστής του ’21 και υπασπιστής του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Φώτιος Χρυσανθόπουλος, ο γνωστός με το όνομα Φωτάκος(15), μέσα στα «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», που έγραψε ο ίδιος, αποκαλύπτει ορισμένα άγνωστα και δραματικά στοιχεία για την δράση του πραγματικού αυτού αγύρτη, που άκουγε στο όνομα «Αγιοπατέρας», όπου, μεταξύ άλλων, γράφει τα εξής:
«Κατά τας αρχάς της επαναστάσεως εις το Καστρί, χωρίον κείμενον μεταξύ Δρεπάνου και Ρίου, υψηλότερα του οποίου είναι τα Σελά, άλλο χωρίον, όπου ήτο εστρατοπεδευμένος ο στρατηγός Λόντος και επολιόρκει το Ρίον και τας Πάτρας, εφανερώθη το πρώτον ένας μοναχός με δύο γυναίκας επίσης μοναχάς, φορών καλογερικά ενδύματα, ονομαζόμενος δε με το μοναστικόν όνομα Ευγένιος, και έπειτα από τον λαόν μετονομασθείς Άγιος Πατέρας και κοινώς Παπουλάκος. Αυτός κατήγετο από την νήσον Ιθάκην, ήτο άγνωστος και φυγάς εκ Πατρών, και προ της επαναστάσεως εδιακόνευε ζητών από τον λαόν κερί και λιβάνι, δια το μοναστήρι, ως έλεγε, του Αγίου Νικολάου, το οποίον ήτο όλως ανύπαρκτον. Ο δε στρατηγός Μελετόπουλος ύστερα μας εβεβαίωσεν, ότι ο μοναχός αυτός επήγε και εις το Αίγιον και εκεί ανακατόνετο με τους απλούς Έλληνας, και επειδή η διαγωγή του δεν ήτο καλή, εδιώχθη εκείθεν. Αλλά τούτο έγεινε προ της επαναστάσεως, από δε το χωρίον Καστρί επήγεν εις το χωρίον Διακοφτόν. Έξωθεν του χωρίου τούτου υπήρχεν ερημοκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου, το οποίον αμέσως με τας μοναχάς το εκαθάρισε, το εσκέπασε και έκτισε και μικρόν κελίον, και εκεί εμόναζαν ομού και οι τρεις. Η μία των καλογραιών κατήγετο από το Βλατερόν των Πατρών, και είχε φήμην βίου όχι καλού. Επειδή δε εις το Χωρίον Διακοφτόν ήτο και άλλο στρατόπεδον του Λόντου, οι στρατιώται επήγαιναν και ενοχλούν τον μοναχόν και της μοναχαίς τοσούτον, ώστε τούτο έγεινεν αιτία σκανδάλου. Ο δε καπετάν Γεώργιος Γαλάνης γνωστός από το χωρίον Λαχούρι ηγάπα πολύ τας γυναίκας• βλέπων δε με πολύν του θαυμασμόν ένα καλόγερον, έχοντα δύο γυναίκας ωραίας εις τα μαύρα ενδεδυμένας, και μάλιστα εις καιρόν, κατά τον οποίον όλοι οι Έλληνες αφήκαν τας γυναίκάς των και επήραν τα όπλα κατά των Τούρκων, επήγεν εις το ρηθέν ερημοκκλήσιον, έδειρε τον καλόγερον Ευγένιον ανηλεώς, του επήρε την μίαν μοναχήν και του αφήκε την άλλην, η οποία πρώτα μεν ωνομάζετο Ζαχαρούλα, έπειτα δε Χρυσαυγή. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Ευγένιος φοβηθείς έφυγεν εκείθεν και επήγεν αγνώριστος εις τη Λαπάταις. Εκεί δε πάλιν προσποιούμενος τον ενάρετον και ευλαβή άρχισε πάλιν να κτίζη μοναστήρι, και οι κάτοικοι έδιδαν εις αυτόν χάριν ψυχικής σωτηρίας, άφθονα τα τρόφιμα και τα άλλα προς το ζην αναγκαία. Αλλά και εκεί υποπτεύσας μήπως του πάρουν την Ζαχαρούλαν, φεύγει και μεταβαίνει εις το χωρίον Καρδαρίτσι της Γόρτυνος, και εκείθεν πάλιν εις το Λεχούρι των Καλαβρύτων, όπου εύρων υποδοχήν ανέβη εις το πλησίον βουνόν, όπου υπήρχεν ναός του Αγίου Γεωργίου και κελία κατερειπωμένα, και δια συνδρομής των κατοίκων ανήγειρε τον ναόν και τα κελία. Ο δε ναός αυτός εχρησίμευσεν έπειτα εις καταφύγιον των κατοίκων κατά τον εμφύλιον πόλεμον, και εκεί επάνω οι Λεχουρίται είχαν όλα τα κινητά των πράγματα, τα οποία διέσωσαν από την αρπαγήν των στρατιωτών του Κωλέτη και Γκούρα. Αλλά πάλιν και εκείθεν ο Ευγένιος έφυγε, και η φυγή του έκαμε μεγάλην εντύπωσιν εις τα πέριξ χωρία αλλ’ η τοιαύτη εντύπωσις έπειτα έπαυσεν αφού έμαθαν, ότι ο καλόγερος επήγε και απεκατεστάθη εις τα Τριπόταμα, όπου ήσαν ερείπια εκκλησίας και τα αρχαία της πόλεως Ψωφίδος ερείπια.
Ευρών δε εκεί κτίστας άρχισε να κτίζη την εκκλησίαν και κελία καλογερικά. Πολλοί δε ήσαν οι κτίσται και το υλικόν πρόχειρον εκ του παλαιού τείχους της πόλεως, και τοιουτοτρόπως εν ολίγω χρόνω η οικοδομή έγεινε μεγάλη και ωραία δια την θέσιν της, διότι η θέσις αύτη κείται εν τω μέσω τριών κοιλάδων και ποταμίων μικρών εχόντων πάντοτε νερόν και ψάρια μικρά, πέστροφαις, χαμοσούρτια και τριχιούς, έχοντα την γεύσιν γλυκυτάτην.
Κι όχι μόνον!..
Ο γνωστός αγωνιστής του ’21 και υπασπιστής του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Φώτιος Χρυσανθόπουλος, ο γνωστός με το όνομα Φωτάκος(15), μέσα στα «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», που έγραψε ο ίδιος, αποκαλύπτει ορισμένα άγνωστα και δραματικά στοιχεία για την δράση του πραγματικού αυτού αγύρτη, που άκουγε στο όνομα «Αγιοπατέρας», όπου, μεταξύ άλλων, γράφει τα εξής:
«Κατά τας αρχάς της επαναστάσεως εις το Καστρί, χωρίον κείμενον μεταξύ Δρεπάνου και Ρίου, υψηλότερα του οποίου είναι τα Σελά, άλλο χωρίον, όπου ήτο εστρατοπεδευμένος ο στρατηγός Λόντος και επολιόρκει το Ρίον και τας Πάτρας, εφανερώθη το πρώτον ένας μοναχός με δύο γυναίκας επίσης μοναχάς, φορών καλογερικά ενδύματα, ονομαζόμενος δε με το μοναστικόν όνομα Ευγένιος, και έπειτα από τον λαόν μετονομασθείς Άγιος Πατέρας και κοινώς Παπουλάκος. Αυτός κατήγετο από την νήσον Ιθάκην, ήτο άγνωστος και φυγάς εκ Πατρών, και προ της επαναστάσεως εδιακόνευε ζητών από τον λαόν κερί και λιβάνι, δια το μοναστήρι, ως έλεγε, του Αγίου Νικολάου, το οποίον ήτο όλως ανύπαρκτον. Ο δε στρατηγός Μελετόπουλος ύστερα μας εβεβαίωσεν, ότι ο μοναχός αυτός επήγε και εις το Αίγιον και εκεί ανακατόνετο με τους απλούς Έλληνας, και επειδή η διαγωγή του δεν ήτο καλή, εδιώχθη εκείθεν. Αλλά τούτο έγεινε προ της επαναστάσεως, από δε το χωρίον Καστρί επήγεν εις το χωρίον Διακοφτόν. Έξωθεν του χωρίου τούτου υπήρχεν ερημοκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου, το οποίον αμέσως με τας μοναχάς το εκαθάρισε, το εσκέπασε και έκτισε και μικρόν κελίον, και εκεί εμόναζαν ομού και οι τρεις. Η μία των καλογραιών κατήγετο από το Βλατερόν των Πατρών, και είχε φήμην βίου όχι καλού. Επειδή δε εις το Χωρίον Διακοφτόν ήτο και άλλο στρατόπεδον του Λόντου, οι στρατιώται επήγαιναν και ενοχλούν τον μοναχόν και της μοναχαίς τοσούτον, ώστε τούτο έγεινεν αιτία σκανδάλου. Ο δε καπετάν Γεώργιος Γαλάνης γνωστός από το χωρίον Λαχούρι ηγάπα πολύ τας γυναίκας• βλέπων δε με πολύν του θαυμασμόν ένα καλόγερον, έχοντα δύο γυναίκας ωραίας εις τα μαύρα ενδεδυμένας, και μάλιστα εις καιρόν, κατά τον οποίον όλοι οι Έλληνες αφήκαν τας γυναίκάς των και επήραν τα όπλα κατά των Τούρκων, επήγεν εις το ρηθέν ερημοκκλήσιον, έδειρε τον καλόγερον Ευγένιον ανηλεώς, του επήρε την μίαν μοναχήν και του αφήκε την άλλην, η οποία πρώτα μεν ωνομάζετο Ζαχαρούλα, έπειτα δε Χρυσαυγή. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Ευγένιος φοβηθείς έφυγεν εκείθεν και επήγεν αγνώριστος εις τη Λαπάταις. Εκεί δε πάλιν προσποιούμενος τον ενάρετον και ευλαβή άρχισε πάλιν να κτίζη μοναστήρι, και οι κάτοικοι έδιδαν εις αυτόν χάριν ψυχικής σωτηρίας, άφθονα τα τρόφιμα και τα άλλα προς το ζην αναγκαία. Αλλά και εκεί υποπτεύσας μήπως του πάρουν την Ζαχαρούλαν, φεύγει και μεταβαίνει εις το χωρίον Καρδαρίτσι της Γόρτυνος, και εκείθεν πάλιν εις το Λεχούρι των Καλαβρύτων, όπου εύρων υποδοχήν ανέβη εις το πλησίον βουνόν, όπου υπήρχεν ναός του Αγίου Γεωργίου και κελία κατερειπωμένα, και δια συνδρομής των κατοίκων ανήγειρε τον ναόν και τα κελία. Ο δε ναός αυτός εχρησίμευσεν έπειτα εις καταφύγιον των κατοίκων κατά τον εμφύλιον πόλεμον, και εκεί επάνω οι Λεχουρίται είχαν όλα τα κινητά των πράγματα, τα οποία διέσωσαν από την αρπαγήν των στρατιωτών του Κωλέτη και Γκούρα. Αλλά πάλιν και εκείθεν ο Ευγένιος έφυγε, και η φυγή του έκαμε μεγάλην εντύπωσιν εις τα πέριξ χωρία αλλ’ η τοιαύτη εντύπωσις έπειτα έπαυσεν αφού έμαθαν, ότι ο καλόγερος επήγε και απεκατεστάθη εις τα Τριπόταμα, όπου ήσαν ερείπια εκκλησίας και τα αρχαία της πόλεως Ψωφίδος ερείπια.
Ευρών δε εκεί κτίστας άρχισε να κτίζη την εκκλησίαν και κελία καλογερικά. Πολλοί δε ήσαν οι κτίσται και το υλικόν πρόχειρον εκ του παλαιού τείχους της πόλεως, και τοιουτοτρόπως εν ολίγω χρόνω η οικοδομή έγεινε μεγάλη και ωραία δια την θέσιν της, διότι η θέσις αύτη κείται εν τω μέσω τριών κοιλάδων και ποταμίων μικρών εχόντων πάντοτε νερόν και ψάρια μικρά, πέστροφαις, χαμοσούρτια και τριχιούς, έχοντα την γεύσιν γλυκυτάτην.
Η αρχαία Ψωφίδα, σημερινά Τριπόταμα, σε μια φωτογραφία ενός πανέμορφου γραφικού τοπίου με τον ιερό ναό, όπου διαβαίνουν αμέριμνα τα πρόβατα!... Κοντά σ’ αυτό το μέρος ο «Αγιοπατέρας» είχε κτίσει το δικό του μοναστήρι και έκανε τα διαβόητα «θαύματά» του, προκαλώντας τις υποψίες στους Οπλαρχηγούς του ’21.
Κατά δε το βορειοδυτικόν μέρος είναι βουνόν, όπου είναι η ακρόπολις της αρχαίας Ψωφίδος, και κύκλω του βουνού αυτού φαίνονται τα ερείπια του περιβόλου της πόλεως, και πολλά άλλα ίχνη κτιρίων μεγάλης εκτάσεως, θέσις ορεινή και τερπνή, εις την οποίαν ο περιηγητής μαγεύεται, και θαυμάζει βλέπων την ιδίαν φύσιν υπερασπιζομένην μόνην τον εαυτόν της. Το δε μοναστήριον τούτο ονομάζεται της Παναγίας και σώζεται μέχρι της σήμερον, πανηγυρίζον τη 23η Αυγούστου. Είναι δε καλοκτισμένον και δυνατόν, έχον και πλησίον βρύσιν με καλόν νερόν, και με ψιλόν τουφέκι καθίσταται απόρθητον. Ενταύθα δε ο καλόγερος εγκατασταθείς επροσποιείτο έτι περισσότερον τον ενάρετον και τον θεοσεβή, και ούτως ολίγον κατ’ ολίγον εκέρδησε τας καρδίας των πλησιοχώρων ανθρώπων έλεγε δε, ότι τα χρήματα, τα οποία μαζεύει τα θέλει δια την οικοδομήν του μοναστηρίου. Μετά δε ταύτα ακούσθη έξω και επιστεύθη μάλιστα από τους απλούς ανθρώπους, ότι η αγία καλογραία η Χρυσαυγή βλέπει την Παναγίαν και συνομιλεί μετ’ αυτής, διότι αύτη εις τα τοιαύτα είχε πολλήν τέχνην και προσποίησιν. Τοιουτοτρόπως δε από ημέρας εις ημέραν διεδόθη η αγιότης, και τα θαύματα του Παπουλάκου σχεδόν καθ’ όλην την Πελοπόννησον εγένοντο πιστευτά. Προτού δε δ Ιμβραήμ πασάς ο Αιγύπτιος έλθη εις την Πελοπόννησον, ο καλόγερος ούτος συχνά εις τας διδαχάς του έλεγεν εις τον λαόν, ότι καθώς εσείς κάμνετε και δεν φυλάττετε τας εντολάς του Θεού, και δια τας άλλας αμαρτίας σας, Αραπάδες θα στείλη ο Θεός δια να σας παιδεύση. Παλαιότερα δε και τώρα ακόμη εις την Πελοπόννησον, όταν η γυναίκες μαλώνουν εις τα χωριά, η μία την άλλην λέγουν και άλλας πολλάς κατάρας, αλλά λέγουν και αυτήν Αραπάδες να σε σύρουν από τα μαλλιά. Αφού δε ύστερα ήλθεν ο Ιμβραήμ και έφερε τους Αραπάδες, είπαν τότε ο κόσμος καλά μας έλεγεν ο Άγιος Πατέρας, ιδού οι Αραπάδες ήλθαν. Ταύτα δε αυτός μαθών επροσποιείτο και έλεγεν έτι περισσότερα, ότι δηλ. ο Ιμβραήμ θα έλθη εις το κέντρον της Πελοποννήσου εις την Τριπολιτσάν, ότι θα καύση όλον τον τόπον και θα αιχμαλωτίση κόσμον πολύν δια τας αμαρτίας των όσοι δε δεν πιστευτούν εις τα λόγια του θα αιχμαλωτισθούν από τον Ιμβραήμ• αυτός όμως και όσοι τον πιστεύσουν θα σωθούν, διότι η Παναγία δεν θα αφήση τους Αραπάδες να έλθουν εις το μέρος εκείνο, διότι προσεύχεται εις τον Θεόν ν’ αποκαρώση τους Τούρκους όσοι δε θελήσουν να υπάγουν εκεί εις το μοναστήρι του θα σωθούν, και τούτο εν μέρει αλήθευσε’ διότι ο Ιμβραήμ κατά το έτος 1825 ελεηλάτησε μεν τα πέριξ του μοναστηρίου χωρία, αλλ’ εις το μοναστήρι δεν επλησίασε. Τότε δε πλέον ο καλόγερος βλέπων, ότι όσα προείπεν έγειναν, πάλιν εκήρυττε περισσότερα, βεβαιών τον λαόν, ότι ο Θεός τον ακούει, και μεταξύ των άλλων εκήρυξε και τούτο, ότι όστις έχει λάφυρα από τους Τούρκους, και άλλα πολύτιμα πράγματα, επειδή όλα ταύτα είναι μολυσμένα, και ο έχων αυτά θα αιχμαλωτισθή και θα χαθή από τους Τούρκους, πρέπει να τα δώση εις αυτόν ως αφιερώματα δια το μοναστήριον. Ούτως έγεινε κακή παρακίνησις και πολλά λάφυρα και ζώα ακόμη εδόθησαν από τους ανθρώπους δήθεν δια να σωθούν. Έπειτα δε διεδόθησαν και άλλαι φήμαι εις τον λαόν, ότι δήλα δη αυτός προλέγει το δείνα και γίνεται, και ούτως απέκτησε και όνομα αληθινού προφήτου, και τέλειος λαοπλάνος εγένετο. Φροντίζων δε επιτηδείως να μανθάνη από τον ένα και από τον άλλον πολλά μυστικά πράγματα, έλεγε κατόπιν αυτά δημοσίως χωρίς ν’ αναφέρη τα ονόματα των ανθρώπων, οι οποίοι τα έπραξαν, ο δε λαός φοβισμένος από τους Τούρκους, επίστευεν εις τα θεία και εις τους λόγους του, νομίζων, ότι άνωθεν εμπνέεται και γνωρίζει τα μέλλοντα, και ότι από αυτόν θα εύρουν την σωτηρίαν των. Τότε δε πλέον άρχισαν να έρχωνται να τον προσκυνούν από μακρυνάς επαρχίας με σέβας και με ευλάβειαν, προσφέροντες συγχρόνως χρήματα και άλλα διάφορα αφιερώματα. Έλεγαν δε ο ένας εις τον άλλον τα θαύματα, τα οποία δήθεν είδε και άκουσεν, ότι, παραδείγματος χάριν, ένας έκρυψεν ένα πρόβατον κλεμμένον, και όταν επήγεν να το πάρη έγεινε φίδι να τον φάγη άλλος δε από την φαντασίαν του φανατισμού του έλεγεν, ότι είδεν ένα πρόβατον κολλημένον εις τον ώμον του κλέπτου, και τέλος άλλος έλεγεν, ότι την τετράδην ένας έτρωγε κρέας και κόκκαλον εκόλλησεν εις το στόμα του. Αι τοιαύται φήμαι διεδίδοντο με παράξενα σπερμολογήματα, και οι λαοί έγειναν προληπτικοί και δεισιδαίμονες, και πολλοί των Ελλήνων και ιδίως μικροί καπεταναίοι επέταξαν τα όπλα και έγειναν μοναχοί. Ένας δε Ηπειρώτης καπετάν Σταύρος ονομαζόμενος, εξάδελφος δε του εν Αθήναις ιατρού Γούδα έγεινε και αυτός καλόγερος και μετωνομάσθη Στέφανος, και έζη μονάζων εις το αυτό μοναστήρι μέχρι του 1853.
Αφού δε εσωρεύθησαν εις το μοναστήρι μεγάλα πλούτη εις χρήματα και πολύτιμα πράγματα, και πολλοί των Ελλήνων στρατηγών τότε από τα Βέρβαινα και Αργείοι επήγαν εις προσκύνησιν του Παπουλάκου, ο Παναγιωτάκης Νοταράς είπεν εις αυτούς να εξετάσουν πώς είναι δυνατόν να πάρουν από τον μοναχόν τούτον τα αφιερώματα. Αλλά καθώς ούτοι έφθασαν εις τα Τριπόταμα, ο Άγιος Πατέρας προείπεν εις αυτούς τον σκοπόν των, και τους εκάλεσε με τα ονόματά των, και τοιουτοτρόπως ούτοι τον εθεώρησαν πλέον ως τέλειον άγιον άνθρωπον, αφιέρωσαν εις το μοναστήρι τα όπλα των όλα άργυρα και μεγάλης αξίας, ου μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι ακόμη. Ένας δε μάλιστα από αυτούς παρήτησε τον πόλεμον και έγεινεν ιερεύς, και ήδη ευρίσκεται εις το Άργος και ονομάζεται Δαρονάς, η δε καταγωγή του είναι από το χωρίον Χέλι ο δε Άγιος Πατέρας επώλει εις δημοπρασίαν και εις τους προσκυνητάς όλα τα αφιερώματα, και το ψωμί ακόμη και αυτό επληρώνετο. Οι δε ιερείς των πέριξ χωρίων και αυτών ακόμη των μακροτέρων, φορούντες την ιερατικήν των στολήν, έχοντες τας αγίας εικόνας των εκκλησιών και ψάλλοντες εξήρχοντο των χωρίων, ακολουθούμενοι από πολύ πλήθος ανθρώπων και από γυναικόπαιδα, έφεραν αυτάς εις τον Άγιον Πατέρα, όστις εξερχόμενος από το μοναστήρι, έχων μαζύ του και την καλόγρηαν, εδέχετο τας εικόνας γονυκλιτώς και με προσποιημένην ευλάβειαν εδάκρυε και ευλόγει τας εικόνας, τας οποίας εκράτει εις την μονήν έως εικοσιτέσσερας ώρας, και έπειτα πάλιν η ιδία συνοδία μετέφερεν τας εικόνας εις τα χωρία των. Οι Έλληνες των μερών εκείνων αφήκαν τα όπλα των και ενασχολούντο εις τοιαύτας τελετάς και λιτανείας, και κανείς εκ των επισήμων ανδρών του καιρού εκείνου, ούτε εκκλησιαστικός, ούτε πολιτικός, ούτε στρατιωτικός ετόλμα να είπη τι κατά τούτου του λαοπλάνου, διότι είχε βοηθόν την αμάθειαν και την δυσιδαιμονίαν του όχλου. Τοιουτοτρόπως δε ο ψευδοπροφήτης αυτός υπερεπλούτησεν. Ο δε Νικήτας Σταματελόπουλος επανερχόμενος από την εξορίαν του, από το Μεσολόγγι εις την Πελοπόννησον, ηθέλησε
Αφού δε εσωρεύθησαν εις το μοναστήρι μεγάλα πλούτη εις χρήματα και πολύτιμα πράγματα, και πολλοί των Ελλήνων στρατηγών τότε από τα Βέρβαινα και Αργείοι επήγαν εις προσκύνησιν του Παπουλάκου, ο Παναγιωτάκης Νοταράς είπεν εις αυτούς να εξετάσουν πώς είναι δυνατόν να πάρουν από τον μοναχόν τούτον τα αφιερώματα. Αλλά καθώς ούτοι έφθασαν εις τα Τριπόταμα, ο Άγιος Πατέρας προείπεν εις αυτούς τον σκοπόν των, και τους εκάλεσε με τα ονόματά των, και τοιουτοτρόπως ούτοι τον εθεώρησαν πλέον ως τέλειον άγιον άνθρωπον, αφιέρωσαν εις το μοναστήρι τα όπλα των όλα άργυρα και μεγάλης αξίας, ου μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι ακόμη. Ένας δε μάλιστα από αυτούς παρήτησε τον πόλεμον και έγεινεν ιερεύς, και ήδη ευρίσκεται εις το Άργος και ονομάζεται Δαρονάς, η δε καταγωγή του είναι από το χωρίον Χέλι ο δε Άγιος Πατέρας επώλει εις δημοπρασίαν και εις τους προσκυνητάς όλα τα αφιερώματα, και το ψωμί ακόμη και αυτό επληρώνετο. Οι δε ιερείς των πέριξ χωρίων και αυτών ακόμη των μακροτέρων, φορούντες την ιερατικήν των στολήν, έχοντες τας αγίας εικόνας των εκκλησιών και ψάλλοντες εξήρχοντο των χωρίων, ακολουθούμενοι από πολύ πλήθος ανθρώπων και από γυναικόπαιδα, έφεραν αυτάς εις τον Άγιον Πατέρα, όστις εξερχόμενος από το μοναστήρι, έχων μαζύ του και την καλόγρηαν, εδέχετο τας εικόνας γονυκλιτώς και με προσποιημένην ευλάβειαν εδάκρυε και ευλόγει τας εικόνας, τας οποίας εκράτει εις την μονήν έως εικοσιτέσσερας ώρας, και έπειτα πάλιν η ιδία συνοδία μετέφερεν τας εικόνας εις τα χωρία των. Οι Έλληνες των μερών εκείνων αφήκαν τα όπλα των και ενασχολούντο εις τοιαύτας τελετάς και λιτανείας, και κανείς εκ των επισήμων ανδρών του καιρού εκείνου, ούτε εκκλησιαστικός, ούτε πολιτικός, ούτε στρατιωτικός ετόλμα να είπη τι κατά τούτου του λαοπλάνου, διότι είχε βοηθόν την αμάθειαν και την δυσιδαιμονίαν του όχλου. Τοιουτοτρόπως δε ο ψευδοπροφήτης αυτός υπερεπλούτησεν. Ο δε Νικήτας Σταματελόπουλος επανερχόμενος από την εξορίαν του, από το Μεσολόγγι εις την Πελοπόννησον, ηθέλησε
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο θρυλικός «Γέρος του Μοριά», που έστειλε επιστολή στον Ανδρέα Ζαΐμη εκφράζοντας την ανησυχία του για όλα όσα κάνει ο «Άγιος Πατέρας», ενώ δεν λησμόνησε να στείλει επιστολή και προς τον ίδιο τον «Αγιοπατέρα» να τον ακολουθήσει, πράγμα που δεν έγινε!..
χάριν περιεργείας, και προσέτι από σεβασμόν να υπάγη εις τα Τριπόταμα. Επειδή δε, ως είπαμεν, ο Άγιος Πατέρας είχε μυστικήν αστυνομίαν, δια της οποίας εγνώριζεν όλα, όσα εγίνοντο, ως και τα ονόματα και τον σκοπόν των προσερχομένων, και πόθεν ήτο έκαστος, καθώς έμαθε και τα του Νικήτα, άμα είδεν αυτόν πλησιάζοντα εις το μοναστήρι επροσποιήθη τάχα, ότι τον εγνώρισε και αμέσως εμάλωσεν αυτόν δημοσίως, αποκαλέσας αυτόν ασεβή και παγκάκιστον ο δε Νικήτας δεν εθύμωσεν, αλλ’ εσιώπησεν αναχωρήσας δε εκείθεν, και ανταμώσας τον θείόν του Κολοκοτρώνην διηγήθη προς αυτόν τα πάντα, και την αγυρτίαν του ψευδοκαλογήρου. Ο δε Κολοκοτρώνης συνεννοήθη με τον Ανδρέαν Ζαΐμη περί του πρακτέου δια της ακολούθου προς αυτόν επιστολής:
«Προς τον εκλαμπρότατον κ. Ανδρέαν Ζαΐμην!
Αναγκαίον κρίνω να σας είπω ένα λογισμόν, όπου με ενοχλεί, όστις είναι περί του Αγίου Πατέρα. Τα έργα του και αι διδασκαλίαι του ευρόντα τας ψυχάς των λαών μαλακωμένας και συντετριμμένας από τον φόβον του Ιμβραήμ έκαμαν τα οποία βλέπομεν ηθικά αποτελέσματα και αν το τέλος ήναι ομοίως αθώον ως και αι αρχαί του είναι δώρα του Ουρανού. Υποπτεύω όμως, κύριε, υποπτεύω, ότι το πράγμα δεν είναι αθώον, διότι και πολλά άλλα απήντησα. Μα και αθώον αν ήναι κατά τας αρχάς του, πάντοτε όμως θέλει έχει εν τέλος από εκείνα τα τερατώδη, όπου κάμνει ο φανατισμός. Φοβούμαι και εν έτερον, το οποίον με κάμνει μία διλημματική ανάγκη να το φοβούμαι, και σου το εξομολογούμαι, και είναι το εξής. Οταν ο Ιμβραήμ ήλθεν εις Τριπόταμα μετά το τσάκισμα των Μαγουλιάνων κλπ., εκείνος δεν εσάλευσεν από την θέσιν του, και έπειθε και τους λαούς να μη ταραχθούν εκείθεν. Πιθανόν και τώρα, όπου ο Ιμβραήμ έρχεται από το μέρος της Γαστούνης να έλθη έως εκεί και πιθανώτερον να μη σαλεύση πάλιν εκείθεν ο Άγιος Πατέρας, και να πείση τούς περί αυτόν λαούς να μην ταραχθούν, και αν τότε δεν τον ήκουσαν, τώρα θέλει τον ακούσουν, και αν τούτο συμβή, έπεται ή μετ’ εκείνου σύμφωνος να ήναι, ή τα συναγμένα μέχρι τούδε εκείσε να ληφθούν από τον Ιμβραΐμην, και οι λαοί να αιχμαλωτισθούν. Το να πιστεύωμεν εις όλα εκείνα, όσα ο φανατισμός του λαού διαφημίζει, είναι ίδιον προληπτικών εσχάτου βαθμού, από εκείνα, όπου αν τα ακούωμεν αλλαχού, ηθέλαμεν τα περιγελά, και αν ακολουθήση τι παρόμοιον, οποίον το υποπτεύω, στοχάσου, οποίον όνειδος θέλει επισύρομεν κοντά εις τον φωτισμένον κόσμον.
Τούτον τον στοχασμόν κάμνω εγώ επάνω εις τούτο, και ο λογισμός του με ενασχολεί. Το στοχάζομαι ένα Γορδιανόν κόμπον, διότι μάλιστα διεφημίσθη, ότι ο Άγιος Πατέρας προφητεύει, ότι θέλει συλληφθή μεν από τούς εχθρούς, πλην θέλει πάλιν γλυτώσει. Σκέψου καλά και ώριμα επάνω εις τούτο, και επινοήσου πώς ημπορεί να λυθή ο κόμπος ούτος. Ει δυνατόν πείσαί τον να μετατοπίση τα αφιερώματά του εις κανέν μέρος ασφαλές καί άφες τον να διατελή ει δε μη, μεταχειρίσου φρονίμως την Αλεξάνδρειον δραστηριότητα• πάντοτε όμως με τρόπον, ώστε αι πράξεις σου να μη επισύρουν όνειδος κοντά εις τους λαούς μας. Συλλογίσου καλλίτερα επάνω εις ταύτα, και γράψε μου και εμένα.
Στεμνίτσα τη 9 Οκτωβρίου 1825.
Ο αδελφός σας
Θ. Κολοκοτρώνης»
Τούτον τον στοχασμόν κάμνω εγώ επάνω εις τούτο, και ο λογισμός του με ενασχολεί. Το στοχάζομαι ένα Γορδιανόν κόμπον, διότι μάλιστα διεφημίσθη, ότι ο Άγιος Πατέρας προφητεύει, ότι θέλει συλληφθή μεν από τούς εχθρούς, πλην θέλει πάλιν γλυτώσει. Σκέψου καλά και ώριμα επάνω εις τούτο, και επινοήσου πώς ημπορεί να λυθή ο κόμπος ούτος. Ει δυνατόν πείσαί τον να μετατοπίση τα αφιερώματά του εις κανέν μέρος ασφαλές καί άφες τον να διατελή ει δε μη, μεταχειρίσου φρονίμως την Αλεξάνδρειον δραστηριότητα• πάντοτε όμως με τρόπον, ώστε αι πράξεις σου να μη επισύρουν όνειδος κοντά εις τους λαούς μας. Συλλογίσου καλλίτερα επάνω εις ταύτα, και γράψε μου και εμένα.
Στεμνίτσα τη 9 Οκτωβρίου 1825.
Ο αδελφός σας
Θ. Κολοκοτρώνης»
Εκτός δε τούτου, και μεταξύ πολλών άλλων ακόμη έγεινεν αρκετή αλληλογραφία περί του Αγίου Πατέρα, δια να ημπορέσουν να εύρουν τον τρόπον να του πάρουν τα αφιερώματα, και να δείξουν εις τον λαόν, ότι είναι λαοπλάνος και ούτω να τον συχαθούν. Ο δε Ανδρέας Ζαΐμης απεφάσισε και επήγεν εκεί επίτηδες, και μάλιστα εις μίαν διδαχήν του καλογέρου γενομένην κατάκαμπα, εστάθη ξεσκούφωτος ο Ζαΐμης και τον έψησεν ο ήλιος, δεν ετόλμησεν όμως να κάμη τίποτε φοβούμενος μη πέση εις την οργήν του μωρού λαού. Προς τούτοις δε και ο στρατηγός Κανέλλος Δεληγιάννης διερχόμενος εκείθεν, είδε τους στρατιώτας του πλησιάσαντας την εκκλησίαν και την θέσιν, όπου εκάθητο ο Άγιος Πατέρας, ρίψαντας αμέσως τα όπλα των και τρέξαντας να υπάγουν να ασπασθούν την δεξιάν του. Εις μάτην δε ο Κανέλλος εφρόντισε να τους εμποδίση ο δε καλόγερος εθύμωσε κατά του στρατηγού και του είπεν, ότι είναι ασεβής και Τουρκολάτρης και Αλή Φαρμάκης, διότι εγνώριζε φαίνεται και αυτό το επίθετον, με το οποίον επωνόμαζαν τότε τον Κανέλλον, διότι και ωμοίαζεν ολίγον με τον Τούρκον Λαλιώτην Αλή Φαρμάκην, επίσημον και γνωστόν εις την Πελοπόννησον. Ο δε Δεληγιάννης έγραψεν όλα ταύτα προς την Κυβέρνησιν, και ο επίσκοπος Βρεσθένης ως Αντιπρόεδρος της Βουλής έστειλεν ένα μοναχόν Ιωακείμ καλούμενον από την μονήν των Αγίων Θεοδώρων της Νυμφασίας δια να τον πείση, αλλά και αυτός δε ημπόρεσε να κατορθώση τίποτε.
Ο δε Κολοκοτρώνης έκτοτε είχε πολλάς υποψίας περί του λαοπλάνου τούτου, μήπως είχεν απόκρυφον με τον Ιμβραήμ συνεννόησιν και δια τούτο εκολάκευε τους μωρούς λαούς δια να τους σπρώξη να προσκυνήσουν, να τους απατήση να πέσουν αιχμάλωτοι. Εν τούτοις όλα τα μέσα μετεχειρίσθησαν, αλλ’ εστάθη αδύνατον να εύρουν ανθρώπους να υπάγουν να του πάρουν τα αφιερώματα και να τα μεταχειρισθούν εις τας ανάγκας του έθνους. Ο δε Κολοκοτρώνης ως γενικός Αρχηγός έγραψε και αυτός προς τον καλόγερον γράμμα παρακαλών και προσκαλών αυτόν να πάρη τον σταυρόν και να υπάγη μαζύ του δια να πολεμήσουν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος, αλλ’ αδύνατον εστάθη να εισακουσθή. Τοιουτοτρόπως ο Κολοκοτρώνης φοβηθείς δεν ηθέλησεν άλλως πως να εγγίξη το ιερόν αυτό, το οποίον ο μωρός λαός ελάτρευε.
Κατά δε την 14 Σεπτεμβρίου του 1826, ως ανωτέρω είπαμεν, οι Τούρκοι επήγαν εις τα Τριπόταμα, και σχίσαντες την πόρταν της μονής, και της εκκλησίας ηύραν μέσα εις το ιερόν τον Άγιον Πατέρα, τον οποίον κατέσφαξαν, την δε μοναχήν Χρυσαυγήν αιχμαλώτισαν. Ευρέθησαν δε εκεί πολλοί και ηθέλησαν να αντισταθούν, αλλά τίποτε δεν κατώρθωσαν και έφυγαν. Δύο δε γυναίκες και ένας άνδρας από το χωρίον Στρέζοβαν ευρεθέντες εκεί χάριν προσκυνήσεως, έπεσαν εις την στέρναν του λαδιού της μονής και ούτως εσώθησαν.
Οι δε Τούρκοι, αφού επήραν όλα τα χρήματα, τα αφιερώματα, και την άλλην περιουσίαν του Ευγενίου, εμοίρασαν αυτήν εις 45 μερίδια τα δε χρήματα εμοίρασαν με ένα μεγάλο φέσι Μισυργιώτικον, το οποίον γεμάτον, εχώρει περί τας πέντε οκάδας και έκαστος Τούρκος επήρεν ένα εξ αυτών. Ο Σπαγάκος, Τούρκος Λαλιώτης, έτυχε και αυτός εκεί και επήρε το μερίδιόν του, και αμέσως έφυγεν εις την Σμύρνην, όπου είχε πρότερον μετακομίσει την οικογένειάν του, και από αυτόν ύστερον εμάθομεν, όσα περί του φόνου και της αρπαγής των χρημάτων και των άλλων πραγμάτων και της διανομής αυτών διηγήθημεν. Αυτός ερχόμενος εις ομιλίας με τους Έλληνας περί του Αγίου Πατέρα, εσυγχώρει και εμακάριζεν αυτόν, διότι επήρε χρήματα και έζησε τα παιδιά του, ενώ οι Έλληνες τον αναθεμάτιζαν, διότι έχασαν τα πράγματά των και τα αφιερώματα. Τοιουτοτρόπως έζησε και απέθανεν ο Άγιος Πατέρας των Τριποτάμων…» (16)
Ο δε Κολοκοτρώνης έκτοτε είχε πολλάς υποψίας περί του λαοπλάνου τούτου, μήπως είχεν απόκρυφον με τον Ιμβραήμ συνεννόησιν και δια τούτο εκολάκευε τους μωρούς λαούς δια να τους σπρώξη να προσκυνήσουν, να τους απατήση να πέσουν αιχμάλωτοι. Εν τούτοις όλα τα μέσα μετεχειρίσθησαν, αλλ’ εστάθη αδύνατον να εύρουν ανθρώπους να υπάγουν να του πάρουν τα αφιερώματα και να τα μεταχειρισθούν εις τας ανάγκας του έθνους. Ο δε Κολοκοτρώνης ως γενικός Αρχηγός έγραψε και αυτός προς τον καλόγερον γράμμα παρακαλών και προσκαλών αυτόν να πάρη τον σταυρόν και να υπάγη μαζύ του δια να πολεμήσουν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος, αλλ’ αδύνατον εστάθη να εισακουσθή. Τοιουτοτρόπως ο Κολοκοτρώνης φοβηθείς δεν ηθέλησεν άλλως πως να εγγίξη το ιερόν αυτό, το οποίον ο μωρός λαός ελάτρευε.
Κατά δε την 14 Σεπτεμβρίου του 1826, ως ανωτέρω είπαμεν, οι Τούρκοι επήγαν εις τα Τριπόταμα, και σχίσαντες την πόρταν της μονής, και της εκκλησίας ηύραν μέσα εις το ιερόν τον Άγιον Πατέρα, τον οποίον κατέσφαξαν, την δε μοναχήν Χρυσαυγήν αιχμαλώτισαν. Ευρέθησαν δε εκεί πολλοί και ηθέλησαν να αντισταθούν, αλλά τίποτε δεν κατώρθωσαν και έφυγαν. Δύο δε γυναίκες και ένας άνδρας από το χωρίον Στρέζοβαν ευρεθέντες εκεί χάριν προσκυνήσεως, έπεσαν εις την στέρναν του λαδιού της μονής και ούτως εσώθησαν.
Οι δε Τούρκοι, αφού επήραν όλα τα χρήματα, τα αφιερώματα, και την άλλην περιουσίαν του Ευγενίου, εμοίρασαν αυτήν εις 45 μερίδια τα δε χρήματα εμοίρασαν με ένα μεγάλο φέσι Μισυργιώτικον, το οποίον γεμάτον, εχώρει περί τας πέντε οκάδας και έκαστος Τούρκος επήρεν ένα εξ αυτών. Ο Σπαγάκος, Τούρκος Λαλιώτης, έτυχε και αυτός εκεί και επήρε το μερίδιόν του, και αμέσως έφυγεν εις την Σμύρνην, όπου είχε πρότερον μετακομίσει την οικογένειάν του, και από αυτόν ύστερον εμάθομεν, όσα περί του φόνου και της αρπαγής των χρημάτων και των άλλων πραγμάτων και της διανομής αυτών διηγήθημεν. Αυτός ερχόμενος εις ομιλίας με τους Έλληνας περί του Αγίου Πατέρα, εσυγχώρει και εμακάριζεν αυτόν, διότι επήρε χρήματα και έζησε τα παιδιά του, ενώ οι Έλληνες τον αναθεμάτιζαν, διότι έχασαν τα πράγματά των και τα αφιερώματα. Τοιουτοτρόπως έζησε και απέθανεν ο Άγιος Πατέρας των Τριποτάμων…» (16)
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ
Ο Νικόλαος Κ. Κασομούλης (1795-1871), γνωστός Μακεδόνας αγωνιστής του ’21 και συγγραφέας των απομνημονευμάτων της Επαναστάσεως, μέσα στον δεύτερο τόμο του έργου του «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», με εισαγωγή και σημειώσεις του Γιάννη Βλαχογιάννη, αναφερόμενος στον Αγιοπατέρα λέει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«… Το εσπέρας εκοιμήθημεν εις το Σουπουτό, μοναστήρι Αγίου Ιωάννου. Την αυγήν διέβημεν εις το Τριπόταμον εκεί ηύραμεν μίαν φυλακήν, και είδαμεν και το κελλί ενός θαυμαστού αγίου Πατέρος, όστις εκήρυττεν εις τον λαόν ότι ο Ιμπραΐμης χάνεται μόνος, και δεν είναι ανάγκη να τον πολεμήσουν οι Έλληνες ότι πρέπει να νηστεύουν και να προσεύχωνται, και τίποτες άλλο. Εντοσούτω, από τα πολλά θαύματα και από τας προφορικάς παρηγορίας (προς τους χριστιανούς) σύναζεν καθημερινώς θησαυρούς, από όλας τας τάξεις. Τι δεν κάμνει η δειλία, αφού καταλάβη τον άνθρωπο! Όλα όσα (συσταίνουν εις τους ανθρώπους να) αποφεύγουν τον πόλεμον, τα νομίζει ευτυχή, και χαμόν του κόσμου όσα του τον φέρνουν».
Νικόλαος Κ. Κασομούλης:
Ο συγγραφέας των «Στρατιωτικών Ενθυμημάτων»
Ο συγγραφέας των «Στρατιωτικών Ενθυμημάτων»
Να διευκρινίσουμε εδώ ότι το Σουπουτό, που γράφει ο Νικόλαος Κασομούλης, είναι το λεγόμενο Σοπωτό, που φέρει την επίσημη ονομασία Αροανία, η οποία αποτελεί έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του δήμου Αροανίας και βρίσκεται 29 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων.
Επί πλέον μη λησμονήσουμε να πούμε, ότι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, σε υποσημείωσή του, στην ίδια σελίδα του έργου, διευκρινίζει ότι ο Νικόλαος Κασομούλης, αναφερόμενος στον άγιο Πατέρα, μιλάει για την δράση «του περίφημου Αγιοπατέρα ή Παπουλάκου (του πρώτου)». (Βλέπε: Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του ’21, Μακεδόνος: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», Τόμος 2ος, σελ. 83, Αθήναι 1939, Επανέκδοσις «Δημιουργία», Αθήνα 1997).
Επί πλέον μη λησμονήσουμε να πούμε, ότι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, σε υποσημείωσή του, στην ίδια σελίδα του έργου, διευκρινίζει ότι ο Νικόλαος Κασομούλης, αναφερόμενος στον άγιο Πατέρα, μιλάει για την δράση «του περίφημου Αγιοπατέρα ή Παπουλάκου (του πρώτου)». (Βλέπε: Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του ’21, Μακεδόνος: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», Τόμος 2ος, σελ. 83, Αθήναι 1939, Επανέκδοσις «Δημιουργία», Αθήνα 1997).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(…)
12. «… Ο πρώτος ούτος Παπουλάκης, ο και Αγιοπατέρας καλούμενος, ανεφάνη εν έτει 1825 εις τα Τριπόταμα της επαρχίας Ηλείας. Τα επώνυμον Παπουλάκης, υποκοριστικόν του Πάππους, Παπούλης, απεδόθη αυτώ εκ του βραχέος αναστήματος, ήτο δε Ζακύνθιος κατά τον Τρικούπην, κατά δε τον Φραντζήν Ιθακήσιος, ως εγνώσθη μετά τον θάνατόν του, διότι εν όσω έζη, σκοπίμως περιβάλλων τα κατ’ αυτόν δια του πέπλου του μυστηρίου, εις ουδένα ωμολόγει τον τόπον της καταγωγής του. Ως προς τα κατωρθώματα δε αυτού, προτιμώ ν’ ακολουθήσω την διήγησιν του Φραντζή, ον ως κληρικόν και Πελοποννήσιον θεωρώ περί το θέμα τούτο αρμοδιώτερον και κάλλιον πληροφορημένον. Η εποχή τότε ήτο κρίσιμος ο απηνής Ιβραήμ (7) περιήρχετο την Πελοπόννησον δηών, σφάζων, εξανδραποδίζων, οι δε κάτοικοι αποκαμόντες εκ του μακρού αγώνος, αποθαρρυνθέντες εκ των αιματηρών εμφυλίων ερίδων, είχον περιστή εις αληθή απόγνωσιν και ουδ’ αυτή η ακάματος φιλοπατρία του Κολοκοτρώνη ίσχυε ν’ αναπτερώση το θάρρος και να διοργανώση σοβαράν κατά του επιδρομέως αντίστασιν. Πάντες ήλπιζον μόνον επί την θείαν αντίληψιν, η δε αγυρτεία του πλάνου μοναχού εύρε τότε εύθετον τον καιρόν να τερατουργήση. Δι’ επιτηδείων διαδόσεων ότι προλέγει τα μέλλοντα, ότι γινώσκει τα απόκρυφα εκάστου και διδάσκει τον τρόπον της διασώσεως της χώρας από των Αιγυπτίων, προσείλκυσε τα πλήθη, σωρηδόν δε συρρέοντες οι απλοϊκοί και εύπιστοι εις το μέρος ένθα ησκήτευε, σύντροφον έχων μίαν μόνην μοναχήν, άφθονα δώρα και αφιερώματα προσέφερον αυτώ, προς ανέγερσιν μονής, την οποίαν τω όντι και ωκοδόμησεν εντός ολίγου. Βλέπων την φήμην του αυξανομένην, εσκέφθη να επωφεληθή έτι μάλλον, εξαποστέλλων κρυφίως αποστόλους εις τα χωρία της Πελοποννήσου, κηρύττοντας την αγιότητά του και παρακινούντας τον λαόν να μεταβαίνη προς επίσκεψίν του μετά δυσκολίας δε ενεφανίζετο εις τους προσερχομένους, αποφεύγων ιδίως την μετά των νοημόνων και των σημαινόντων ανδρών συνάντησιν. Το προφητικόν του επάγγελμα εξήσκει δια του αυτού χονδροειδούς τεχνάσματος, το οποίον εν χρήσει από των χρόνων των αρχαιοτάτων μαντείων, ισχύει έτι και νυν να εξαπατά τα πλήθη των ευπίστων. Εις την συμπαιγνίαν ταύτην συνήργει επιτυχώς και η συνασκητεύουσα μετ’ αυτού μοναχή, η και αγιοπατέρισσα (!) καλουμένη, ήτις κατά τον Φραντζήν «υπερείχε πάρα πολύ ως προς τας πανουργίας όλας και την υπόκρισιν, μεταχειριζομένη όλους τους προσπεποιημένους γυναικείους της Δαλιδάς τρόπους, την σοβαρότητα, την κατήφειαν, την ελεεινολογίαν, τα ποταμηδόν δάκρυα κλπ.» Αύτη υποδεχομένη τους προσερχομένους, επιτηδείως εξιχνίαζε τα κατ’ αυτούς, άτινα ανεκοίνου κρυφίως προς τον προφήτην αφ’ ου δε μετά πολλάς παρακλήσεις ο προσκυνητής ήθελεν εισαχθή παρά τω Παπουλάκη, όστις ήτο απρόσιτος επί τη προφάσει ότι προσηύχετο ακαταπαύστως, ήκουε μετ’ εκπλήξεως ως εξ αποκαλύψεως δήθεν φανερωνόμενα αυτώ τα πράγματα, άτινα ο ίδιος εν αγνοία του είχε πρότερον ομολογήσει. Σημειωτέον ότι βραδύτερον, ότε η υπόληψις του Αγιοπατέρα ηδραιώθη έτι μάλλον, ήσαν μεταξύ των προσερχόμενων και ιερείς και πολιτικοί και στρατιωτικοί άνδρες, οι μεν χάριν ευλαβείας μεταβαίνοντες, οι δε εξ απλής περιεργείας πάντες ίσταντο ασκεπείς ενώπιόν του και με τας χείρας εσταυρωμένας ακροώμενοι μετά προσοχής και ευλαβείας τας μωρολογίας του, ουδείς δε, καίτοι διακρίνων την αγυρτείαν του, ετόλμα να τον εξέλεγξη, εκ φόβου των οπαδών του. Τα αφιερώματα και αι δωρεαί εγένοντο συν τω χρόνω τόσον πολλαί και σημαντικοί, ώστε ο Παπουλάκης εσκέφθη να ευρύνη την έκτασιν της νεοδμήτου μονής του: Μεταξύ των άλλων γελοίων υποοχέσεών του, δι΄ ων επροκάλει την γενναιοδωρίαν των ευπίστων, ήτο και το ότι έμελλε δι’ ανασκαφής ν’ ανακαλύψη εις το μέρος εκείνο τα μνημεία μιας βασιλίσσης και ενός βασιλόπαιδος προ δισχιλίων ετών θανόντων, περιέχοντα λίθους πολυτίμους, στέμματα αδαμαντοκόσμητα και άλλους θησαυρούς! Αλλ’ εν ώ τοιουτοτρόπως εσύναζε και εθησαύριζεν, τόσον ήτο φιλάργυρος και ανελεήμων, ώστε ουδεμίαν παρείχε βοήθειαν εις τους πένητας καίτοι δε πληθύν άρτων και προσφορών ελάμβανε καθ’ εκάστην, ώστε να έχη πλήρη εξ αυτών μίαν καλύβην, ουδέ ψιχίον έδιδεν εις τους πεινώντας, αλλ’ επώλει αυτά εις τους διαβαίνοντας προς 20 παράδες την οκάν! Ο άπληστος αυτός αγύρτης, ενώ ήτο επιτηδειότατος περί τον δόλον, φαίνεται ότι ήτο αφ’ ετέρου θεοβλαβής, αμαθέστατος και έμπλεως χυδαίων θρησκευτικών προλήψεων. Δια του κηρύγματός του συνίστα αυστηράν νηστείαν και μετανοίας αδιακόπους, παρήγγελλε δε να παραιτήσουν οι άνδρες τα όπλα, να εξαφανίσουν όσα είχον κυριεύσει εκ των Οθωμανών πολύτιμα λάφυρα, και να παραδώσουν εις το πυρ όσα άλλα είχον τιμαλφή αντικείμενα. Αυστηρώς απηγόρευε την κρεωφαγίαν και την αποχήν από της συζυγικής κοίτης. Ουδείς ετόλμα να κρεωφαγήση, παρεκτός των εν τοις στρατοπέδοις διαμενόντων, διότι εθεωρείτο παρά των λοιπών ασεβής και αφορισμένος παρά του Παπουλάκη. Τοσούτο δε ήτο το θράσος του, ώστε μη περιοριζόμενος εις τας προφορικάς απαγορεύσεις, έπεμπε και άλλας εγγράφους, καταρώμενος και αφορίζων τους παραβαίνοντας τας εντολάς του. Τοιούτον αφοριστικόν έγγραφον ανεγνώσθη εις τον εν Γαστούνη ναόν την 15 Αυγούστου 1825, εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, περιέστησαν δ’ ένεκα τούτου εις μεγάλην αμηχανίαν αι αυτόθι πολιτικοί και στρατιωτικαί αρχαί, αίτινες εδέησαν ακουσίως να υποταχθούν και αύται εις το κέλευσμα του καλογήρου, δια να μη εξοργισθή ο λαός. Δια των κακουχιών τούτων υπέσχετο την εξιλέωσιν του θείου και την προσεχή του Ιβραήμ καταστροφήν. Οσάκις δε οι περί αυτόν τον παρεκάλουν να προσδιορίση την ημέραν, δια να συνεκστρατεύσουν μετ’ αυτού κατά του επιδρομέως, αυτός ανέβαλλε πάντοτε, προφασιζόμενος ότι ακόμη δεν είχεν επιστή η ώρα και εξηκολούθει συνιστών τας νηστείας και τον αφοπλισμόν. Η περιγραφή, την οποίαν κάμνει ο Φραντζής, της δημιουργηθείσης κατ’ εκείνα τα μέρη της Ελλάδος καταστάσεως εκ του κηρύγματος του Παπουλάκη επαναφέρει εις την μνήμην τους ζοφερούς χρόνους του μεσαίωνος, ότε ανάλογοι παραγγελίαι φαντασιοπλήκτων θρησκομανών ενέπνεον εις τους λαούς μυστηριώδη τρόμον. «Όπου αν ήθελε περιοδεύη τις, λέγει, δεν απήντα καθ΄ οδόν ειμή συμμορίας ανδρών και γυναικών εις τε τους αγρούς και τους αμπελώνας, εκάστης ηλικίας, τάξεως και βαθμού, ανθρώπων προσευχομένων γονυκλιτώς και ουδεμίαν φροντίδα λαμβανόντων άλλην, παρά την προσευχήν και την νηστείαν΄ πάντοτε δ’ επερίμενον οι λαοί ότι έμελλε να προσδιορίση ο αγιοπατέρας μίαν ημέραν γενικής στρατολογίας και εκστρατείας κατά του Ιμπραχήμη, με την ελπίδα την οποίαν ο απατεών ούτος έδιδεν εις αυτούς, υπισχνούμενος ότι κατ’ εκείνην την ημέραν ήθελεν είσθαι ο αφανισμός και η παντελής του Ιμπραχήμη εξόντωσις». Επάγεται δ’ εν υποσημειώσει ο ιστορικός ότι ο πονηρός μοναχός προέβλεπε μεν την αποτυχίαν του τοιούτου κινήματος, αλλ’ επλάνα το πλήθος δια της τοιαύτης υποσχέσεως, προτιθέμενος να συνάξω όσα περισσότερα ηδύνατο και να γείνη άφαντος. Ώστε η κατά τας επαρχίας εκείνας χαλάρωσις και λιποψυχία της Επαναστάσεως οφείλεται κατά μέγα μέρος εις τον θεοστυγή αγύρτην, κηρύττοντα τον αφοπλισμόν και την αδράνειαν. Το μόνον εκ του κηρύγματός του προκύψαν αγαθόν ήτο ότι επί ικανόν χρόνον είχεν εκλείψει η τα μέρη εκείνα λυμαινομένη τότε ληστεία, και ηδύνατό τις αφόβως να περιέρχεται φέρων οσονδήποτε ποσόν χρυσίου, το οποίον οι άνθρωποι επεριφρόνουν, πειθόμενοι εις τας εντολάς του προφήτου. Αλλ’ ο παμπόνηρος αγύρτης δεν εβράδυνε να λάβη τα επίχειρα της κακίας του. Μαθών τα κατ’ αυτόν ο Ιβραήμης, έπεμψε σώμα πεζών και εφίππων στρατιωτών εις Τριπόταμα (8), οίτινες επιπεσόντες αίφνης εις την μονήν, τον μεν Αγιοπατέραν και τους συν αυτώ ολίγους ιερείς και οπαδούς κατέσφαξαν, την δε σύντροφόν του μοναχήν ηχμαλώτισαν. Ο λαχών εις την ατυχή ταύτην κλήρος εν τη αιχμαλωσία ήτο οικτρότατος, διότι τη προσταγή του Ιβραήμη παρεχωρήθη προς μείζονα καταισχύνην ως δούλη εις δεκαοκτώ(!) Άραβας, καταβαλόντας κατ’ αναλογίαν το τίμημά της, και έμεινεν εν τη δουλεία έρμαιον των κτηνωδών ορέξεων των πολυαρίθμων δεσποτών της. Οι δ’ εκπορθήσαντες την μονήν και τον εν αυτή αγύρτην κρεουργήσαντες εχθροί εύρον αυτόθι αληθή θησαυρόν, κεκρυμμένον εις απόκρυφον του ναού μέρος και συνιστάμενον εις εξ κιβώτια πλήρη διαφόρων νομισμάτων, αργυρού εξ όπλων εξαχθέντος, γυναικείων ζωνών αργυρών, ενωτίων, περιδεραίων και άλλων τιμαλφών κοσμημάτων, καθώς και φορεμάτων χρυσοκεντήτων και πολυτελών. Τοιούτο υπήρξε το αξιοθρήνητον τέλος του πρώτου Παπουλάκη, ούτινος το όνομα και η φήμη επί ικανόν χρόνον παρέμεινε ζωηρά εν Πελοποννήσω. Επίκαιρον δε θεωρώ ενταύθα να σημειώσω ότι, ως ευλόγως επιτρέπεται να εικάσωμεν, η κοινή χρήσις του ονόματος Παπουλάκη εν τη σημασία του «υποκριτής» εξ αυτού του παρά τα Τριπόταμα ασκητού προήλθε διότι, ως θέλομεν ίδει περαιτέρω, ο δεύτερος Παπουλάκης εγένετο μεν μάλλον περιώνυμος ως αναφανείς και δράσας εν εποχή ομαλωτέρα και αθλοφορήσας, παρά την θέλησίν του ίσως, και επ’ αυτού του σταδίου της πολιτικής, αλλ’ ήτο, ως εφάνη εκ του βίου και της πολιτείας του, πολύ υποδεέστερος του πρώτου εκείνου κατά τον δόλον και την αγυρτείαν…» (Μπάμπη Άννινου: «Ο Παπουλάκης: Η ζωή του, η δράση του και τα κηρύγματά του. Ο λαός του συμπαραστάθηκε. Η εξουσία τον κατεδίωξε». Αθήναι, 1925. Επανέκδοσις «Δημιουργία», Απ. Π. Χαρίση, Αθήνα, 1985, σελ. 7-11).
12. «… Ο πρώτος ούτος Παπουλάκης, ο και Αγιοπατέρας καλούμενος, ανεφάνη εν έτει 1825 εις τα Τριπόταμα της επαρχίας Ηλείας. Τα επώνυμον Παπουλάκης, υποκοριστικόν του Πάππους, Παπούλης, απεδόθη αυτώ εκ του βραχέος αναστήματος, ήτο δε Ζακύνθιος κατά τον Τρικούπην, κατά δε τον Φραντζήν Ιθακήσιος, ως εγνώσθη μετά τον θάνατόν του, διότι εν όσω έζη, σκοπίμως περιβάλλων τα κατ’ αυτόν δια του πέπλου του μυστηρίου, εις ουδένα ωμολόγει τον τόπον της καταγωγής του. Ως προς τα κατωρθώματα δε αυτού, προτιμώ ν’ ακολουθήσω την διήγησιν του Φραντζή, ον ως κληρικόν και Πελοποννήσιον θεωρώ περί το θέμα τούτο αρμοδιώτερον και κάλλιον πληροφορημένον. Η εποχή τότε ήτο κρίσιμος ο απηνής Ιβραήμ (7) περιήρχετο την Πελοπόννησον δηών, σφάζων, εξανδραποδίζων, οι δε κάτοικοι αποκαμόντες εκ του μακρού αγώνος, αποθαρρυνθέντες εκ των αιματηρών εμφυλίων ερίδων, είχον περιστή εις αληθή απόγνωσιν και ουδ’ αυτή η ακάματος φιλοπατρία του Κολοκοτρώνη ίσχυε ν’ αναπτερώση το θάρρος και να διοργανώση σοβαράν κατά του επιδρομέως αντίστασιν. Πάντες ήλπιζον μόνον επί την θείαν αντίληψιν, η δε αγυρτεία του πλάνου μοναχού εύρε τότε εύθετον τον καιρόν να τερατουργήση. Δι’ επιτηδείων διαδόσεων ότι προλέγει τα μέλλοντα, ότι γινώσκει τα απόκρυφα εκάστου και διδάσκει τον τρόπον της διασώσεως της χώρας από των Αιγυπτίων, προσείλκυσε τα πλήθη, σωρηδόν δε συρρέοντες οι απλοϊκοί και εύπιστοι εις το μέρος ένθα ησκήτευε, σύντροφον έχων μίαν μόνην μοναχήν, άφθονα δώρα και αφιερώματα προσέφερον αυτώ, προς ανέγερσιν μονής, την οποίαν τω όντι και ωκοδόμησεν εντός ολίγου. Βλέπων την φήμην του αυξανομένην, εσκέφθη να επωφεληθή έτι μάλλον, εξαποστέλλων κρυφίως αποστόλους εις τα χωρία της Πελοποννήσου, κηρύττοντας την αγιότητά του και παρακινούντας τον λαόν να μεταβαίνη προς επίσκεψίν του μετά δυσκολίας δε ενεφανίζετο εις τους προσερχομένους, αποφεύγων ιδίως την μετά των νοημόνων και των σημαινόντων ανδρών συνάντησιν. Το προφητικόν του επάγγελμα εξήσκει δια του αυτού χονδροειδούς τεχνάσματος, το οποίον εν χρήσει από των χρόνων των αρχαιοτάτων μαντείων, ισχύει έτι και νυν να εξαπατά τα πλήθη των ευπίστων. Εις την συμπαιγνίαν ταύτην συνήργει επιτυχώς και η συνασκητεύουσα μετ’ αυτού μοναχή, η και αγιοπατέρισσα (!) καλουμένη, ήτις κατά τον Φραντζήν «υπερείχε πάρα πολύ ως προς τας πανουργίας όλας και την υπόκρισιν, μεταχειριζομένη όλους τους προσπεποιημένους γυναικείους της Δαλιδάς τρόπους, την σοβαρότητα, την κατήφειαν, την ελεεινολογίαν, τα ποταμηδόν δάκρυα κλπ.» Αύτη υποδεχομένη τους προσερχομένους, επιτηδείως εξιχνίαζε τα κατ’ αυτούς, άτινα ανεκοίνου κρυφίως προς τον προφήτην αφ’ ου δε μετά πολλάς παρακλήσεις ο προσκυνητής ήθελεν εισαχθή παρά τω Παπουλάκη, όστις ήτο απρόσιτος επί τη προφάσει ότι προσηύχετο ακαταπαύστως, ήκουε μετ’ εκπλήξεως ως εξ αποκαλύψεως δήθεν φανερωνόμενα αυτώ τα πράγματα, άτινα ο ίδιος εν αγνοία του είχε πρότερον ομολογήσει. Σημειωτέον ότι βραδύτερον, ότε η υπόληψις του Αγιοπατέρα ηδραιώθη έτι μάλλον, ήσαν μεταξύ των προσερχόμενων και ιερείς και πολιτικοί και στρατιωτικοί άνδρες, οι μεν χάριν ευλαβείας μεταβαίνοντες, οι δε εξ απλής περιεργείας πάντες ίσταντο ασκεπείς ενώπιόν του και με τας χείρας εσταυρωμένας ακροώμενοι μετά προσοχής και ευλαβείας τας μωρολογίας του, ουδείς δε, καίτοι διακρίνων την αγυρτείαν του, ετόλμα να τον εξέλεγξη, εκ φόβου των οπαδών του. Τα αφιερώματα και αι δωρεαί εγένοντο συν τω χρόνω τόσον πολλαί και σημαντικοί, ώστε ο Παπουλάκης εσκέφθη να ευρύνη την έκτασιν της νεοδμήτου μονής του: Μεταξύ των άλλων γελοίων υποοχέσεών του, δι΄ ων επροκάλει την γενναιοδωρίαν των ευπίστων, ήτο και το ότι έμελλε δι’ ανασκαφής ν’ ανακαλύψη εις το μέρος εκείνο τα μνημεία μιας βασιλίσσης και ενός βασιλόπαιδος προ δισχιλίων ετών θανόντων, περιέχοντα λίθους πολυτίμους, στέμματα αδαμαντοκόσμητα και άλλους θησαυρούς! Αλλ’ εν ώ τοιουτοτρόπως εσύναζε και εθησαύριζεν, τόσον ήτο φιλάργυρος και ανελεήμων, ώστε ουδεμίαν παρείχε βοήθειαν εις τους πένητας καίτοι δε πληθύν άρτων και προσφορών ελάμβανε καθ’ εκάστην, ώστε να έχη πλήρη εξ αυτών μίαν καλύβην, ουδέ ψιχίον έδιδεν εις τους πεινώντας, αλλ’ επώλει αυτά εις τους διαβαίνοντας προς 20 παράδες την οκάν! Ο άπληστος αυτός αγύρτης, ενώ ήτο επιτηδειότατος περί τον δόλον, φαίνεται ότι ήτο αφ’ ετέρου θεοβλαβής, αμαθέστατος και έμπλεως χυδαίων θρησκευτικών προλήψεων. Δια του κηρύγματός του συνίστα αυστηράν νηστείαν και μετανοίας αδιακόπους, παρήγγελλε δε να παραιτήσουν οι άνδρες τα όπλα, να εξαφανίσουν όσα είχον κυριεύσει εκ των Οθωμανών πολύτιμα λάφυρα, και να παραδώσουν εις το πυρ όσα άλλα είχον τιμαλφή αντικείμενα. Αυστηρώς απηγόρευε την κρεωφαγίαν και την αποχήν από της συζυγικής κοίτης. Ουδείς ετόλμα να κρεωφαγήση, παρεκτός των εν τοις στρατοπέδοις διαμενόντων, διότι εθεωρείτο παρά των λοιπών ασεβής και αφορισμένος παρά του Παπουλάκη. Τοσούτο δε ήτο το θράσος του, ώστε μη περιοριζόμενος εις τας προφορικάς απαγορεύσεις, έπεμπε και άλλας εγγράφους, καταρώμενος και αφορίζων τους παραβαίνοντας τας εντολάς του. Τοιούτον αφοριστικόν έγγραφον ανεγνώσθη εις τον εν Γαστούνη ναόν την 15 Αυγούστου 1825, εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, περιέστησαν δ’ ένεκα τούτου εις μεγάλην αμηχανίαν αι αυτόθι πολιτικοί και στρατιωτικαί αρχαί, αίτινες εδέησαν ακουσίως να υποταχθούν και αύται εις το κέλευσμα του καλογήρου, δια να μη εξοργισθή ο λαός. Δια των κακουχιών τούτων υπέσχετο την εξιλέωσιν του θείου και την προσεχή του Ιβραήμ καταστροφήν. Οσάκις δε οι περί αυτόν τον παρεκάλουν να προσδιορίση την ημέραν, δια να συνεκστρατεύσουν μετ’ αυτού κατά του επιδρομέως, αυτός ανέβαλλε πάντοτε, προφασιζόμενος ότι ακόμη δεν είχεν επιστή η ώρα και εξηκολούθει συνιστών τας νηστείας και τον αφοπλισμόν. Η περιγραφή, την οποίαν κάμνει ο Φραντζής, της δημιουργηθείσης κατ’ εκείνα τα μέρη της Ελλάδος καταστάσεως εκ του κηρύγματος του Παπουλάκη επαναφέρει εις την μνήμην τους ζοφερούς χρόνους του μεσαίωνος, ότε ανάλογοι παραγγελίαι φαντασιοπλήκτων θρησκομανών ενέπνεον εις τους λαούς μυστηριώδη τρόμον. «Όπου αν ήθελε περιοδεύη τις, λέγει, δεν απήντα καθ΄ οδόν ειμή συμμορίας ανδρών και γυναικών εις τε τους αγρούς και τους αμπελώνας, εκάστης ηλικίας, τάξεως και βαθμού, ανθρώπων προσευχομένων γονυκλιτώς και ουδεμίαν φροντίδα λαμβανόντων άλλην, παρά την προσευχήν και την νηστείαν΄ πάντοτε δ’ επερίμενον οι λαοί ότι έμελλε να προσδιορίση ο αγιοπατέρας μίαν ημέραν γενικής στρατολογίας και εκστρατείας κατά του Ιμπραχήμη, με την ελπίδα την οποίαν ο απατεών ούτος έδιδεν εις αυτούς, υπισχνούμενος ότι κατ’ εκείνην την ημέραν ήθελεν είσθαι ο αφανισμός και η παντελής του Ιμπραχήμη εξόντωσις». Επάγεται δ’ εν υποσημειώσει ο ιστορικός ότι ο πονηρός μοναχός προέβλεπε μεν την αποτυχίαν του τοιούτου κινήματος, αλλ’ επλάνα το πλήθος δια της τοιαύτης υποσχέσεως, προτιθέμενος να συνάξω όσα περισσότερα ηδύνατο και να γείνη άφαντος. Ώστε η κατά τας επαρχίας εκείνας χαλάρωσις και λιποψυχία της Επαναστάσεως οφείλεται κατά μέγα μέρος εις τον θεοστυγή αγύρτην, κηρύττοντα τον αφοπλισμόν και την αδράνειαν. Το μόνον εκ του κηρύγματός του προκύψαν αγαθόν ήτο ότι επί ικανόν χρόνον είχεν εκλείψει η τα μέρη εκείνα λυμαινομένη τότε ληστεία, και ηδύνατό τις αφόβως να περιέρχεται φέρων οσονδήποτε ποσόν χρυσίου, το οποίον οι άνθρωποι επεριφρόνουν, πειθόμενοι εις τας εντολάς του προφήτου. Αλλ’ ο παμπόνηρος αγύρτης δεν εβράδυνε να λάβη τα επίχειρα της κακίας του. Μαθών τα κατ’ αυτόν ο Ιβραήμης, έπεμψε σώμα πεζών και εφίππων στρατιωτών εις Τριπόταμα (8), οίτινες επιπεσόντες αίφνης εις την μονήν, τον μεν Αγιοπατέραν και τους συν αυτώ ολίγους ιερείς και οπαδούς κατέσφαξαν, την δε σύντροφόν του μοναχήν ηχμαλώτισαν. Ο λαχών εις την ατυχή ταύτην κλήρος εν τη αιχμαλωσία ήτο οικτρότατος, διότι τη προσταγή του Ιβραήμη παρεχωρήθη προς μείζονα καταισχύνην ως δούλη εις δεκαοκτώ(!) Άραβας, καταβαλόντας κατ’ αναλογίαν το τίμημά της, και έμεινεν εν τη δουλεία έρμαιον των κτηνωδών ορέξεων των πολυαρίθμων δεσποτών της. Οι δ’ εκπορθήσαντες την μονήν και τον εν αυτή αγύρτην κρεουργήσαντες εχθροί εύρον αυτόθι αληθή θησαυρόν, κεκρυμμένον εις απόκρυφον του ναού μέρος και συνιστάμενον εις εξ κιβώτια πλήρη διαφόρων νομισμάτων, αργυρού εξ όπλων εξαχθέντος, γυναικείων ζωνών αργυρών, ενωτίων, περιδεραίων και άλλων τιμαλφών κοσμημάτων, καθώς και φορεμάτων χρυσοκεντήτων και πολυτελών. Τοιούτο υπήρξε το αξιοθρήνητον τέλος του πρώτου Παπουλάκη, ούτινος το όνομα και η φήμη επί ικανόν χρόνον παρέμεινε ζωηρά εν Πελοποννήσω. Επίκαιρον δε θεωρώ ενταύθα να σημειώσω ότι, ως ευλόγως επιτρέπεται να εικάσωμεν, η κοινή χρήσις του ονόματος Παπουλάκη εν τη σημασία του «υποκριτής» εξ αυτού του παρά τα Τριπόταμα ασκητού προήλθε διότι, ως θέλομεν ίδει περαιτέρω, ο δεύτερος Παπουλάκης εγένετο μεν μάλλον περιώνυμος ως αναφανείς και δράσας εν εποχή ομαλωτέρα και αθλοφορήσας, παρά την θέλησίν του ίσως, και επ’ αυτού του σταδίου της πολιτικής, αλλ’ ήτο, ως εφάνη εκ του βίου και της πολιτείας του, πολύ υποδεέστερος του πρώτου εκείνου κατά τον δόλον και την αγυρτείαν…» (Μπάμπη Άννινου: «Ο Παπουλάκης: Η ζωή του, η δράση του και τα κηρύγματά του. Ο λαός του συμπαραστάθηκε. Η εξουσία τον κατεδίωξε». Αθήναι, 1925. Επανέκδοσις «Δημιουργία», Απ. Π. Χαρίση, Αθήνα, 1985, σελ. 7-11).
13. Θεοδώρου Ρηγοπούλου, Γραμματέως των Κολοκοτρωναίων και του Νικηταρά: «Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881», Εισαγωγή-επιμέλεια-ευρετήριον: Αθανασίου Θ. Φωτοπούλου, Αθήναι 1979, σελ. 67-70.
14. Όπως παραπάνω.
15. Φωτάκος (ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Μαγούλιανα, Αρκαδία 1798 – Τρίπολη 1878). Αγωνιστής και απομνημονευματογράφος της Επανάστασης του 1821. Μετά τις μέτριες σπουδές του σε σχολεία της πατρίδας του, έφυγε (1813) για τη Ρωσία, υπάλληλος σε κάποιο εμπορικό κατάστημα του Κίσινεφ (Κισνοβίου) της Βεσαραβίας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατά τα τέλη του 1820, απεσταλμένος από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, βρισκόταν ήδη στην Πελοπόννησο. Κατά την Επανάσταση υπηρέτησε κυρίως ως υπασπιστής του Κολοκοτρώνη και παρακολούθησε από κοντά όλη την εξέλιξη του Αγώνα στον Μοριά. Στα χρόνια του Καποδίστρια ήταν ταγματάρχης. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ως δασάρχης της περιφέρειας. Με παρακίνηση του Τερτσέτη έγραψε και δημοσίευσε Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (1858· πληρέστερη και αναθεωρημένη έκδοση το 1899 σε 2 τόμους). Τα Απομνημονεύματα του Φωτάκου –γραμμένα σε γλώσσα απλή, σχεδόν δημοτική, και πάντα σε λαϊκό ύφος– καλύπτουν την περίοδο 1821-28 και παρακολουθούν κυρίως τη δράση του Κολοκοτρώνη. Αξιόλογες ιστορικές πηγές είναι και τα άλλα 2 έργα του Φωτάκου: Βίος του Παπαφλέσσα (1868) και Βίοι Πελοποννησίων ανδρών (1888). (Εγκυκλοπαίδεια «Δομή»)
16. «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» συγγραφέντα μεν υπό Φωτίου Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, πρώτου υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, εκδοθέντα δε υπό Σταύρου Ανδροπούλου, Αρεοπαγίτου, Τόμος δεύτερος, Εκδόσεις Χαρ. Μπούρας, σελ. 341-351.
-----------------
ΠΗΓΗ: «Άγγελου Σακέτου Παπουλάκος: Άγνωστες Προφητείες και Θαύματα''».
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου