Ο ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΧΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


Ο όρος ή ο ορισμός της πίστεως της Χαλκηδόνας έγινε η αιτία ενός τραγικού σχίσματος στην Εκκλησία. Ο ιστορικός Μονοφυσιτισμός είναι ακριβώς η μη αποδοχή και η απόρριψη της Συνόδου της Χαλκηδόνας, ένα σχίσμα και μια διάσταση με τους πατέρες της συνόδου.


Η Μονοφυσιτική κίνηση μπορεί γενικά να συγκριθεί με την αντι-Νικαιική κίνηση, και τα συνθετικά του χαρακτήρος του Μονοφυσιτικού σχίσματος ήταν τόσο ακριβώς πολύμορφα και ετερογενή όσο εκείνα του «αντι-Νικαιϊκού συνασπισμού» στα μέσα του τέταρτου αιώνα. Από αυτήν την αρχή υπήρχαν πάντοτε μόνο λίγοι πραγματικοί «Ευτυχιανοί» και Απολιναριανοί μεταξύ των Μονοφυσιτών. Ο Ευτυχής ήταν ακριβώς τόσο πολύ αιρετικός για την πλειονότητα των Μονοφυσιτών όσο ήταν και για τους ορθοδόξους.

Ο Διόσκορος τον αποκατέστησε και ήλθε σε κοινωνία μαζί του περισσότερο από έμμεσα κίνητρα παρά γιατί συμφωνούσε μαζί του ή με τις πεποιθήσεις του, και κυρίως από αντίθεση προς τον Φλαβιανό.

Οπωσδήποτε, στη Χαλκηδόνα ο Διόσκορος απέρριψε ευθέως κάθε «ανάμιξη», «μεταμόρφωση» ή «διάσχιση». Ο Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως του όρου στη σύνοδο, υπενθύμισε σε όλους ότι «ο Διόσκορος δεν εκθρονίστηκε για την πίστη». Είναι ακόμα αδύνατο να αποδειχθεί από αυτούς τους λόγους ότι ο Διόσκορος δεν βρίσκονταν όντως σε πλάνη. Εντούτοις, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι κατέκριναν καί καταδίκασαν τόν Διόσκορο στή σύνοδο όχι για αίρεση αλλά για ληστεία στην Έφεσο και για ανθρώπινο φόνο. 

Ούτε ο Διόσκορος ούτε ο Τιμόθεος η "γάτα" -ακριβέστερα η "Νυφίτσα, γιατί ήταν γνωστός ως Τιμόθεος ο αίλουρος (πέθανε το 477)-αρνήθηκαν τη "διπλή ομοουσιότητα" του Θεανθρώπου - ομοούσιος με τον Πατέρα κατά την Θεότητά Του και ομοούσιος με το ανθρώπινο γένος κατά την ανθρωπότητά του.



Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ


Το ίδιο πράγμα πρέπει να λεχθεί για τους περισσότερους Μονοφυσίτες. Ισχυρίζονταν ότι ήταν oι μόνοι πιστοί φύλακες της πίστεως του Άγ. Κυρίλλου. Οπωσδήποτε μιλούσαν τη γλώσσα και τους λόγους του Κυρίλλου. Ο όρος της Χαλκηδόνας τους φαίνονταν νά επενδύεται με το ένδυμα του Νεστοριανιαμού. 

Η θεολογία των περισσοτέρων από αυτούς τους Μονοφυσίτες ήταν πρωτίστως μια συστηματοποίηση της διδασκαλίας του Άγ. Κυρίλλου. Από αυτήν την άποψη οι θεολογικές απόψεις του Φιλόξενου (Ξεναίας) Ιεραπόλεως (έζηοε περίπου από το 440 ως το 523) και του Σεβήρου Αντιοχείας (έζησε περίπου από το 465 ως το 538), των δυό σπουδαιότερων ηγετών του Συριακού Μονοφυσιτισμού στα τέλη του πέμπτου και στις αρχές του έκτου αιώνα, ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικές. 

Ήταν το σύστημα του Σεβήρου που έγινε η επίοημη δογματική διδασκαλία των Ιακωβιτών της Συρίας, των Κοπτών Χριστιανών στην Αίγυπτο και της Αρμενικής Εκκλησίας. Αυτός ήταν, πρώτα απ' όλα, τυπικός και κατά κυριολεξία Μονοφυσιτισμός.

Αυτοί οι Μονοφυσίτες μίλησαν για την ενότητα του Θεανθρώπου ως μία «ενότητα φύσεως», αλλά «μία φύσις» σήμαινε γι' αυτούς λίγο περισσότερο από την «μίαν υπόστασιν» του όρου της Χαλκηδόνας. Με την «φύση» αυτοί εννοούσαν «υπόστασιν». Ό Σεβήρος κάνει ευθέως αυτήν την παρατήρηση.

Από αυτήν την άποψη αυτοί ήταν αυστηροί μάλλον Αριστοτελικοί και αναγνώριζαν μόνον «άτομα» ή «υποστάσεις» ως πραγματικά ή υπάρχοντα. Οπωσδήποτε, στήν «ενότητα φύσεως» η διττότητα των «φυσικών ιδιοτήτων» - είναι όρος του Αγ. Κυρίλλου - δεν εξαφανίζεται ούτε χάνεται γι' αυτούς. 

Γι' αυτό, ο Φιλόξενος ονόμαζε την «μοναδική φύση» σύνθετη. Αυτή η έννοια μιας «σύνθετης φύσεως» είναι θεμελιώδης στο σύστημα του Σεβήρου - «μία φύσις σύνθετος». Ο Σεβήρος ορίζει την Θεανθρώπινη ενότητα ως «σύνθεσιν» και ορίζοντάς την έτσι διακρίνει την «σύνθεσιν» από κάθε συγχώνευση ή ανάμιξη. Σ' αυτήν την «σύν-θεσιν» δεν υπάρχει καμιά μεταβολή η μεταμόρφωση των «συνθετικών» - αυτά μόνο «συνδυάζονται αδιαλύτως και δεν υπάρχουν «χωριστά». Επομένως, για τον Σεβήρο η «διττή ομοουσιότητα» του Σαρκωθέντος Λόγου είναι ένα αναμφισβήτητο και αμετάβλητο δόγμα και ένα κριτήριο της αληθινής πίστεως. 

Ο Σεβήρος θα μπορούσε να αποκληθεί «διπλοφυσίτης» μάλλον παρά Μονοφυσίτης με την αληθινή έννοια της λέξεως. Αυτός συμφωνεί ακόμα να «διακρίνει» «δύο φύσεις» - ή καλύτερα, «δύο ουσίες» - στον Χριστό όχι μόνο «πριν από την ένωση» αλλά και μέσα στην ίδια την ένωση - «μετά την ένωση» - φυσικά υπό τον όρο ότι αυτό μπορεί να είναι μόνο ένα θέμα πνευματικής ή αναλυτικής διακρίσεως, μιας διακρίσεως «εν θεωρία» ή «κατ' επίνοιαν». Και αυτό γιά άλλη μια φορά επαναλαμβάνει σχεδόν τις λέξεις του Αγ. Κυρίλλου.

Για τον Σεβήρο και τους οπαδούς του η «ενότητα φύσεως» σήμαινε ενότητα υποκειμένου, ενότητα προσώπου, ενότητα ζωής. Αυτοί ήταν πολύ κοντύτερα προς τον Άγ. Κύριλλο παρ' ό,τι συνήθως φαίνονταν στους αρχαίους αντιρρητικούς. Αρκετά προσφάτως, τα έργα των Μονοφυσιτών συγγραφέων έχουν γίνει και πάλιν προσιτά σε μας σε αρχαίες Συριακές μεταφράσεις και κατέστη δυνατό να σχηματίσουμε μια γνώμη για τη σκέψη τους χωρίς να πρέπει να διέλθουμε διαμέσου προκατειλημμένων μαρτυριών.

Τώρα δεν μπορούμε να ονομάζουμε τόν Μονοφυσιτισμό ως αναβιωμένο Απολιναρισμό, και είμαοτε υποχρεωμένοι να διακρίνουμε αυστηρά τους «Ευτυχιανούς» και τους «Μονοφυσίτες» με την ευρεία έννοια των όρων. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτό το όριο τραβήχτηκε με πλήρη σταθερότητα ήδη από τον Άγ. 'Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Στο σύντομο έργο του «Περί Αιρέσεων εν Συντομία», που είναι το δεύτερο μέρος του κύριου δογματικού του έργου που έχει τον τίτλο «Πηγή Γνώσεως», ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει τους «Μονοφυσίτες» ευθέως ως σχισματικούς και διαφωνούντας αλλά όχι ως αιρετικούς - «αυτοί oι Αυγύπτιοι είναι σχισματικοί και Μονοφυσίτες. 

Με πρόφαση τον όρο της Χαλκηδόνας χωρίστηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Καλούνται Αιγύπτιοι γιατί oι Αιγύπτιοι ήταν oι πρώτοι που άρχισαν αυτού του είδους τη διαίρεση κατά τη βασιλεία των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Βαλεντινιανού. Σε όλα τα άλλα αυτοί είναι ορθόδοξοι» (Αίρεση 83). Εντούτοις, αυτό είναι που κάνει το σχίσμα αινιγματικό και ακατανόητο. 


ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΥ


Φυσικά, διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία είναι πολύ πιθανές ακόμα και χωρίς δογματικές διαφωνίες. Πολιτικός ενθουσιασμός και σκοτεινότερα πάθη μπορούν επίσης να διασπάσουν και να συντρίψουν την ενότητα της Εκκλησίας. Από αυτήν την αρχή της Μονοφυσιτικής κινήσεως εθνικά και περιφερειακά κίνητρα συνόδευαν τα θρησκευτικά κίνητρα.


Για τους «Αιγυπτίους» η Σύνοδος της Χαλκηδόνας ήταν μη αποδεκτή και καταφρονητέα όχι μόνο γιατί στον όρο πίστεως που διατύπωσε μίλησε για «δύο φύσεις» αλλά και γιατί στον περίφημο Εικοστό Όγδοο Κανόνα της εξύψωσε την Κωνσταντινούπολη πιο πάνω από την Αλεξάνδρεια.

Οι Ορθόδοξοι Αλεξανδρινοί πέρασαν δύσκολα χρόνια προσπαθώντας να συμβιβαστούν με αυτό το γεγονός. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο «Μονοφυσιτισμός» γίνεται πολύ γρήγορα μια μη Ελληνική πίστη, μια πίστη των Σύρων, των Κοπτών, των Αιθιόπων, και των Αρμενίων.

Ο εθνικός χωρισμός διαρκώς γίνεται πολύ έντονα αισθητός μέσα στην Ιστορία των Μονοφυσιτικών φιλονικιών. Η δογματική φύση του Μονοφυσιτισμού συνδέεται πάρα πολύ με την Ελληνική παράδοση - είναι κατανοητός μόνο διαμέσου της Ελληνικής ορολογίας, του Ελληνικού τρόπου σκέψεως και των κατηγοριών της Ελληνικής μεταφυσικής.

Ήταν Έλληνες θεολόγοι που επεξεργάστηκαν το δόγμα της Μονοφυσιτικής εκκλησίας. Εντούτοις, ένα έντονο μίσος κατά του Ελληνισμού είναι πολύ χαρακτηριστικό του Μονοφυσιτισμού στο σύνολό του. Αυτοί χρησιμοποιούν τη λέξη «Έλλην» ως συνώνυμη του «ειδωλολάτρης» - «Ελληνικά βιβλία και ειδωλολατρικές επιστήμες».

Ο Ελληνικός Μονοφυσιτισμός επέζησε συγκριτικά λίγο καιρό. Στη Συρία γρήγορα άρχισε ένα άμεσο ξερρίζωμα κάθε στοιχείου Ελληνικού. Σχετικά μ' αυτό, η μοίρα του Ιακώβου Εδέσσης (έζησε περίπου από το 640 ως το 708), ενός από τους πιο αξιοσημείωτους Μονοφυσίτες θεολόγους του έβδομου αιώνα και φημισμένου ιδιαίτερα για τα Βιβλικά του έργα αποκλήθηκε ο Σύριος Ιερώνυμος - είναι εντελώς τυπική.

Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μοναστήρι του, όπου επί ένδεκα χρόνια προσπαθούσε να αναζωογονήσει την Ελληνική μάθηση. Υποχρεώθηκε να φύγει «διωκόμενος από την αδελφότητα η οποία μισούσε τους Έλληνες». Όλα αυτά τα ξένα κίνητρα ανακατεύονταν και προκαλούσαν τη θεολογική φιλονικία. Όμως, δεν θα έπρεπε να εξογκώνει κανείς τη σημασία αυτής της φιλονικίας. Οι θρησκευτικές διαφορές ήταν ακόμα αποφασιστικές - διαφορές αισθήματος, όχι διαφορές γνώμης.

Αυτό εξηγεί την επίμονη προσήλωση των Μονοφυσιτών στη θεολογική γλώσσα του Αγ. Κυρίλλου και την ανυπέρβλητη καχυποψία τους για τον όρο της Χαλκηδόνας, ο οποίος γι' αυτούς μύριζε πάντοτε «Νεστοριανισμό». Αυτή είναι αδύνατο να εξηγηθεί ως μια απλή διαφορά διανοητικού τύπου ή διανοητικών ικανοτήτων. Ούτε εξηγείται ως θαυμασμός για την κατά φαντασίαν αρχαιότητα της Μονοφυσιτικής διατυπώσεως (φόρμουλας) - «μια πλαστογραφία των Απολιναριστών».

Δύσκολα μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι ιδιαίτερα ο Σεβήρος δεν μπορούσε να κατανοήσει την ορολογία της Χαλκηδόνας, ότι δεν μπορούσε να μην είχε καταλάβει ότι oι πατέρες της συνόδου χρησιμοποιούσαν λέξεις διαφορετικά από αυτόν αλλά χωρίς να παρεκκλίνουν πάρα πολύ από αυτόν στο περιεχόμενο της πίστεως.

Αλλά το θέμα είναι ότι ο Μονοφυσιτισμός δεν ήταν θεολογική αίρεση, δεν ήταν μια «αίρεση» των θεολόγων - η ψυχή του, το μυστικό του δεν αποκαλύπτεται σε θεολογικές κατασκευές ή διατυπώσεις. Είναι αλήθεια ότι το σύστημα του Σεβήρου μπορούσε να αναδιατυπωθεί περίπου στην ορολογία της Χαλκηδόνας. Αλλά μόνο «περίπου».



Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΝΟΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΗ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ 


Υπάρχει πάντοτε κάτι που υπολείπεται. Περισσότερο από κάθε τι άλλο, το πνεύμα του συστήματος διακρίνει τους Μονοφυσίτες από τον Άγ. Κύριλλο. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να διατυπώσει κανείς την εμπνευσμένη διδασκαλία του Κυρίλλου σε ένα λογικό σύστημα, καί η ορολογία καθιστούσε αυτό το πρόβλημα πιο δύσκολο.

Το δυσκολώτερο απ' όλα ήταν να ορίσει κανείς λογικά τη μορφή και τον χαρακτήρα των ανθρώπινων «χαρακτηριστικών» στη σύνθεση του Θεανθρώπου. Οι οπαδοί του Σεβήρου δεν μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την ανθρωπότητα του Χριστού ως «φύσιν». Αυτή διεσπάτο σ' ένα σύστημα χαρακτηριστικών, γιατί το δόγμα του Λόγου που «προσέλαβε» την ανθρώπινη φύση δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί πλήρως από τον Μονοφυσιτισμό στην ιδέα της «εν-υποστατικότητας» (του «εν-υποστάτου).

Οι Μονοφυσίτες συνήθως χαρακτήριζαν την ανθρωπότητα του Λόγου ως «οικονομίαν». Δεν είναι χωρίς λόγο που οι πατέρες της Συνόδου της Χαλκηδόνας διέκριναν εδώ μια λεπτή γεύση του αρχικού Δοκητισμού. Ασφαλώς αυτός δεν είναι καθόλου ο Δοκητισμός των αρχαίων Γνωστικών, ούτε είναι Απολιναρισμός.

Εντούτοις. για τους οπαδούς του Σεβήρου το «ανθρώπινο» στο Χριστό δεν ήταν πλήρως ανθρώπινο, γιατί δεν ήταν ενεργό, δεν ήταν «αυτοκινούμενο». Κατά τη θεώρηση των Μονοφυσιτών το ανθρώπινο στο Χριστό ήταν σαν ένα παθητικό αντικείμενο της Θεϊκής επιρροής.

Η θέωση φαίνεται να είναι μια μονόπλευρη ενέργεια της Θεότητας χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη συνεργία της ανθρώπινης ελευθερίας, η υπόθεση της οποίας με κανένα τρόπο δεν προϋποθέτει ένα «δεύτερο υποκείμενο». Στο θρησκευτικό τους πείραμα το στοιχείο της ελευθερίας δεν δηλώνεται αρκετά και αυτό μπορεί να ονομαστεί «ανθρωπολογικός μινιμαλισμός».



Η ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΙΑΝΙΣΜΟΥ


Σε κάποια έκταση, υπάρχει ομοιότητα μεταξύ του Μονοφυσιτισμού καί του Αυγουστινιανισμού - το ανθρώπινο ωθείται στην αφάνεια και, τρόπον τινά, καταστέλλεται από το Θείον. Ό,τι είπε ο Άγ. Αυγουστίνος για την απεριόριστη διαστηριότητα της χάριτος αναφέρεται στο Μονοφυσιτικό δόγμα για τη Θε-Ανθρώπινη «σύνθεση».

Από αυτήν την άποψη θα μπορούσε κανείς να μιλά για την «δυνητική αφομοίωση» της ανθρωπότητας από τη Θεότητα του Λόγου ακόμα και στο σύστημα του Σεβήρου. Στη σκέψη του Σεβήρου αυτό φανερώνεται στο συγκεχυμένο και βεβιασμένο δόγμα της «ενοποιημένης ενέργειας του Θε-Ανθρώπου» - αυτή η έκφραση είναι παρμένη από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ο ενεργών είναι πάντοτε ενοποιημένος - ο Λόγος.

Επομένως η «ενέργεια» -η δραστηριότητα - είναι επίσης ενοποιημένη. Αλλά μαζί μ' αυτό, αυτή είναι επίσης σύνθετη, σύνθετη στις φανερώσεις της -«τα αποτελέσματα», σύμφωνα με τη συνθετότητα της ενεργούσης φύσεως ή του ενεργούντος υποκειμένου.

Μια μοναδική ενέργεια φανερώνεται διττώς και το ίδιο αληθεύει για τη θέληση ή τη βούληση. Μα άλλα λόγια, η Θεία ενέργεια διαθλάται και, τρόπον τινά, καταφεύγει στις «φυσικές ιδιότητες» της ανθρώπινης φύσεως που προσελήφθη από τον Λόγο.

Πρέπει να θυμηθούμε ότι εδώ ο Σεβήρος θίγει σύντομα μια δυσκολία η οποία δεν είχε λυθεί στην Ορθόδοξη Θεολογία της εποχής του. Ακόμα και για τους Ορθόδοξους θεολόγους η έννοια της θεώσεως υπονοούσε μερικές φορές την απεριόριστη επίδραση της Θεότητος.

Οπωσδήποτε, για τον Σεβήρο η δυσκολία αποδείχθηκε ανυπέρβλητη, ιδιαίτερα εξαιτίας της αδεξιότητας και ακομψίας της «Μονοφυσιτικής» γλώσσας καθώς και εξαιτίας του ότι στις σκέψεις του αυτός άρχιζε από τη Θεότητα του Λόγου και όχι από το Πρόσωπο του Θε-Ανθρώπου.

Μιλώντας τυπικά, αυτή ήταν η οδός που διανύθηκε από τον Άγ. Κύριλλο, αλλά κατ' ουσίαν αυτή οδήγησε στην ιδέα της ανθρώπινης παθητικότητας - θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα, στη ιιη-ελευθερία του Θε-Ανθρώπου.

Αυτές oι λοξοδρομήσεις της σκέψεως δείχνουν το συγκεχυμένον του Χριστολογικού δράματος. Για εκείνους τους συντηρητικούς Μονοφυσίτες το ανθρώπινο στο Χριστό φαίνονταν ακόμα πολύ μεταμορφωμένο - όχι ποιοτικά, φυσικά, όχι φυσιολογικά, αλλά δυνητικά ή στην πράξη.

Οπωσδήποτε, αυτό δεν φαίνονταν να ενεργεί ελεύθερα και το Θείον δεν φανερώνεται στην ελευθερία του ανθρωπίνου. Εκείνο που συμβαίνει εδώ είναι εν μέρει μια απλή αδυναμία εκφράσεως, και στην εποχή του Σεβήρου και oι Ορθόδοξοι Θεολόγοι δεν είχαν ακόμα αποκαλύψει το δόγμα της ανθρώπινης ελευθερίας του Χριστού - ακριβέστερα, της ελευθερίας του «ανθρωπίνου» στό Χριστό- με αρκετή σαφήνεια και πληρότητα.

Εντούτοις, ο Σεβήρος απλώς δεν έθεσε το ερώτημα της ελευθερίας· και αυτό, φυσικά, δεν ήταν τυχαίο. Δεδομένων των λογικών προϋποθέσεών του, τό ίδιο το ερώτημα θα έπρεπε να φαίνονταν «Νεστοριανικό» - καλυπτόμενο από την υπόθεση του «δεύτερου υποκειμένου».

Η ορθόδοξη απάντηση, όπως δόθηκε από τον Άγ. Μάξιμο τον Ομολογητή (έζησε περίπου από το 580 ως το 662), προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ «φύσεως») και «υποστάσεως» -όχι μόνον είναι «άνθρωπος» («υπόστασις») ελεύθερος αλλά και άνθρωπος ως άνθρωπος - η αληθινή «φύσις» -με όλες του τις «φυσικές ιδιότητες», σε όλες και στην κάθε μια.

Μια τέτοια αναγνώριση δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ταιριάσει στο πλαίσιο του Μονοφυσιτικού - πολύ λιγότερο του «διπλοφυσιτικού»- δόγματος. Το σύστημα του Σεβήρου ήταν η θεολογία της «Μονοφυσιτικής» πλειονότητας. Αυτη θα μπορούσε να ονομαστεί συντηρητικός Μονοφυσιτισμός.

Αλλά η ιστορία του Μονοφυσιτισμού είναι μια ιστορία διαρκούς διαφωνίας και διαιρέσεως. Δεν είναι τόσο σπουδαίο το ότι από καιρού εις καιρόν συναντούμε με τον τίτλο «Μονοφυσίτες» επί μέρους ομάδες που αποτελούνταν από άτομα πού δεν ήταν ακριβώς οπαδοί του Ευτυχούς, ούτε ακριβώς νέοι Δοκητιστές που μιλούσαν για την «μεταμόρφωση» ή τη «συγχώνευση των φύσεων», που ηρνούντο την ομοουσιότητα της ανθρωπότητας στο Χριστό, ή που μιλούσαν για την «ουράνια» καταγωγή και φύση του σώματος του Χριστού. Αυτές οι επί μέρους αιρετικές εκρήξεις είναι μαρτυρία μόνο της γενικής διανοητικής ζυμώσεως και ταραχής.

Πολύ πιο σπουδαίες είναι εκείνες οι διαιρέσεις και φιλονικίες που εμφανίστηκαν μέσα στο βασικό ρεύμα της μονοφυσιτικής κινήσεως. Αυτές φανερώνουν την εσωτερική της λογική, υα καθοδηγούμενα κίνητρά της, ιδιαίτερα η φιλονικία του Σεβήρου με τον Ιουλιανό Αλικαρνασσού. 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top