Ἐάν, βεβαίως, ὃλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἣρωες τῆς πίστεως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας εἶναι « ὁ ἀγιώτερος τῶν ἡρώων ἢ μᾶλλον ὁ ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων». Διότι ὂχι μόνο ἒζησε βίο ἃγιο, ἀνεπίληπτο, ἀσκητικό καί ἀποτέλεσε πρότυπο ἀληθινοῦ ποιμένα ἀλλά ἀντιστάθηκε μέ ἀδιάπτωτο σθένος καί ἀτρόμητο θάρρος στίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί κατώρθωσε νά ἀνατρέψει τήν πορεία ὀλέθρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀπεκάλεσε Μέγα. Καί πράγματι ὑπῆρξε μέγας τῆς ἐκκλησίας πατέρας, ἓνας ἀπό τούς ἐπιφανέστερους οἰκουμενικούς διδασκάλους καθώς ἐπίσης καί ὁ ἐνδοξότερος ὑπέρμαχος τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ.
Γεννήθηκε στήν Ἀλλεξάνδρεια στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα (293-298 μ.Χ.) ἀπό γονεῖς περιβόητους γιά τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή τους. Ἀπό τήν παιδική του ἀκόμη ἠλικία ἐκδήλωσε τήν κλίση του πρός τήν ἱερωσύνη. Διότι παίζοντας μία ἡμέρα μαζί με συνομήλικές του κοντά στή θάλασσα, μιμήθηκε τό πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου καί βάπτισε παιδιά τῶν εἰδολολατρῶν. Τό ἱερό αὐτό παιχνίδι κίνησε τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος. ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὃτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος εἶχε τηρήσει με ἀξιοθαύμαστη ἀκρίβεια ὃλους τούς κανόνες τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ἀνεγνώρισε ὡς ἒγκυρες τίς βαπτίσεις. Ἒμεινε δέ κατάπληκτος ἀπό τήν εὐσέβεια και τά ἒκτακτα διανοητικά χαρίσματα τοῦ Ἀθανασίου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τοῦ ἂνοιξε τίς πύλες τῆς ἀρχιεπισκοπῆς καί ἀνέλαβε, σάν πατέρας φιλόστοργος, τήν προστασία και τήν μόρφωσή του.
Ὁ Μ.Ἀθανάσιος, ἀναμφίβολα, σπούδασε στίς περίφημες φιλοσοφικές καί κατηχητικές Σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας, τήν ἀρχαία κλασσική γραμματεία, τήν φιλοσοφία, τήν ρητορική καί ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἐπίσης ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν πολυπληθῶν συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Κυρίως ὃμως μελέτησε, ὃσο κανείς ἂλλος, τήν Ἀγία Γραφή, ἀπό τήν ὁποία ἀπεκόμισε τόν πλοῦτο τῶν θεολογικῶν του γνώσεων. Χάρις δέ στά μεγάλα προσόντα μέ τά ὁποῖα ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό ἀξιώθηκε, σέ νεαρή ἀκόμη ἡλικία, νά γίνει γραμματέας καί σύμβουλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου.
Μέσα λοιπόν στό ἀγιασμένο περιβάλλον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά συναναστραφεῖ μέ κληρικούς, οί ὁποῖοι ἒφεραν ἐμφανῆ τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἀπό τόν τελευταῖο διωγμό τοῦ Μαξιμίνου, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ σφυρηλατήσουν ἔνα χαρακτῆρα σταθερό καί ἂκαμπτο καί νά θερμάνουν τήν ἐπιθυμία του νά βαδίσει στά ἲχνη τῶν ὁμολογητῶν καί μαρτύρων. Ὁ πόθος του ἀκόμη γιά ὑψηλή πνευματική ἐργασία τόν ὁδήγησε στήν ἒρημο τῆς Θηβαϊσας, στόν καθηγητή τῆς ἐρήμου τόν Μέγα Ἀντώνιο, ὃπου παρέμεινε γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ἀργότερα κατέγραψε τόν θαυμαστό βίο τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ.
Ἀναγκάσθηκε, ὡστόσο, νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί νά ὑπακούσει στή φωνή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, πού τόν καλοῦσε στό στίβο τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἀναλάβει τόν ἀγῶνα κατά τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου. Πράγματι. Σέ ἡλικία 23 χρονῶν χειροτονήθηκε διάκονος και πρόσφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στόν Ἐπίσκοπό του. Ἀσχολήθηκε δέ μέ τήν συγγραφή δύο ἀπολλογητικῶν συγγραμμάτων του: «Λόγος κατά Ἑλλήνων» καί «Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου».
Συνώδευσε μάλιστα τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλέξανδρο στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 325 μ.Χ. Ὁ "μικρός τό δέ μας" Ἀθανάσιος, ὁ μικρός κατά τό ἀνάστημα ἀλλά γίγαντας κατά τό φρόνημα, ἀν καί ἦταν μόνο διάκονος, ἀναδείχθηκε ὁ σημαιοφόρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁ φοβερώτερος πολέμιος τοῦ Ἀρείου. Ἀγωνίσθηκε μέ ἒνθεο ζῆλο και κατώρθωσε μέ τούς φλογερούς λόγους του να ἀποστομώσεις τόν Ἂρειο καί νά ὑποστηρίξει τήν θεότητα τοῦ Λόγου.
Παρότι ἦταν νεώτατος, εἶχε κατανοήσει μέ τό ὀξύ πνεῦμα πού τόν κοσμοῦσε, ὃτι ἡ Ἐκκλησία θά βυθιζόταν σέ δεινό βάραθρο, ἐάν ἐπικρατοῦσε ἡ αἳρεση τοῦ Ἀρείου. Διότι ὁ Ἂρειος μέ τήν διδασκαλία του καταργοῦσε τό θεμέλιο τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν Ἁγία Τριάδα καί ἀνέτρεπε ὃλη τήν χριστιανική πίστη.
-Ὁ Χριστός, ἒλεγε ὁ βλάσφημος Ἂρειος, εἶναι ὁμοιούσιος πρός τόν Πατέρα.
-Ὂχι, ἀντέλεγε σταθερά ὁ φωτισμένος Ἀθανάσιος, εἶναι ὁμοούσιος.
Καί ἡ ἀλήθεια θριάμβευσε. Ὁ ὃρος «ὁμοούσιος» ἒγινε ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες τῆς Συνόδου θέσπισαν τά 7 πρῶτα ἂρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἡ φήμη δέ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἒφθασε μέχρι τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἡ δέ ἁγιασμένη μορφή του ἠλέκτριζε τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
Ἒνα χρόνο μετά τήν Σύνοδο, ὁ γηραιός ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη του καί ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τόν Ἀθανάσιο, ὣστε νά τόν ὑποδείξει ὡς διάδοχό του. Ἀλλ’ ὁ Ἀθανάσιος προβλέποντας τήν ἐκλογή του ἀπουσίαζε σκόπιμα, διότι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του, ἐξ’ αἰτίας τῆς βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης του, ἀκατάλληλο τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος εἶπε τά ἑξής: «Ἀθανάσιε νομίζεις ἐκπφευγέναι˙ οὐκ ἐκφεύξει δέ». Ἐπιπλέον, ἂπειρο πλῆθος λαοῦ, τό ὁποῖο κυριολεκτικά λάτρευε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, παρέμενε στόν καθεδρικό ναό ἐπί ὁλόκληρα ἡμερονύκτια ἀπαιτώντας ἀπό τούς ἐπισκόπους, τόν Ἀθανάσιο ὡς ποιμενάρχη του. Ἒτσι ὁ Μ.Ἀθανάσιος ἀνέβηκε στόν θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστή Μάρκου, τήν 8η Ἰουνίου τοῦ 328 μ.Χ. σέ ἡλικία μόλις 30 ἢ 33 ἐτῶν. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἦταν ἀναμφίβολο ἒργο τῆς Θείας Πρόνοιας γιά τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ἀναλάβει τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας ἕνας ἂξιος ἀρχιερέας κοσμένος μέ ἡγετικά προσόντα, ἀδαμάντινο χαρακτῆρα καί πολλές ἀρετές. Καί ὁ ἃγ.Ἀθανάσιος « ἦταν τήν ἀρετήν ἀπρόσιτος, πρᾶος, ἀόργητος, συμπαθής, γλυκύς εἰς τόν λόγον καί γλυκύτερος εἰς τόν τρόπον... πολυειδής τήν κυβέρνησιν, εἰρηνευτής, συμφιλιωτής...» καθώς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος φιλοτέχνησε τήν μορφή τοῦ ἱεροῦ πατέρα. Ὡς ἀρχιερέας δέν ἀνῆκε στόν ἑαυτό του ἀλλά ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στήν Ἐκκλησία. Ἐργάσθηκε ἂοκνα γιά τήν οἰκοδομή καί ψυχική σωτηρία τοῦ ποιμνίου του και ὃλοι εἶδαν στό πρόσωπό του τόν στοργικό καί καλό ποιμένα. Μερίμνησε δραστήρια γιά τήν ταυτοποίηση τῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας του. Φρόντισε ἐπίσης γιά τήν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στήν Ἀβησσυνία καί χειροτόνησε τόν Ἅγιο Φρουμέντιο ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο Ἀξώμης. Περιηγήθηκε τήν ἐκτεταμένη ἐπισκοπή του γιά νά μελετήσει αὐτοπροσώπως τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό. Ὁ δέ περιβόητος ὃσιος Παχώμιος, σέ μιά ἀπό τίς περιοδεῖες του, εἶπε προφητικά ὃτι: « θλίψεις πολλές ἀναμένουν τόν ˝Χριστοφόρο ˝ ἂνδρα ».
Δυστυχῶς ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε πολύ σύντομα. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό τήν ἂρνηση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου νά δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν Ἂρειο. Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὣρα ἀπτόητος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπάντησε μέ σθένος στόν Μεγάλο Κωνσταντίνο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαπατηθεῖ ἀπό τήν ὑποκρητική μετάνοια τοῦ Ἀρείου ὃτι « μηδεμίαν εἶναι κοινωνίαν τῇ χριστομάχῳ αἱρέσει πρός τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ».
Ἐξάλλου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν « κόρφος ἐν τῷ ὀφθαλμόν». Διότι οἰ αἰρετικοί καί κυρίως ὁ ἀρειανός ἐπίσκοπος Νικομηδείας Εὐσέβιος διαπίστωσαν ὃτι δέν ἐπρόκειτο νά ἐπικρατήσουν, ἐφ’ ὃσον ἡ ἀκτινοβόλος μορφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀποτελοῦσε μέγα καί πανίσχυρο κυματοθραύστη ὁ ὁποῖος διέλυε σέ ἀφρούς τά ἂγρια κύματα τῆς πλάνης τους. Ἒτσι δέν δίστασαν, ἀφοῦ κέρδισαν μέ τό μέρος τους τήν πολιτική ἐξουσία, νά ἐπινοήσουν μύριες συκοφαντίες ἐναντίον του ὣστε νά μειώσουν τό κῦρος του καί νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τόν θρόνο του. Μεταξύ ἂλλων κατηγόρησαν τόν « στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας » ὃτι φόνευσε κάποιο Μελιτιανό ἐπίσκοπο, τόν Ὑψηλῆς Ἀρσένιο και ὃτι ἀφοῦ ἒκοψε τό χέρι του, τό μεταχειριζόταν γιά μαγεῖες. Ὃτι βεβήλωσε ἓνα παρεκλήσι τοῦ Κολλουθιανοῦ ἱερέα Ἰσχύρα. Μολονότι οἱ κατηγορίες ἀπεδείχθησαν ψευδεῖς, οἱ ἑχθροί του θέλοντας νά σπιλώσουν τόν Ἅγιο Ἱεράρχη ἰσχυρήστηκαν ὃτι ἒφθειρε τήν παρθενία μιᾶς πόρνης γυναίκας! Ἀλλά καί πάλι ἒλαμψε ἡ καθαρότητα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί οἱ συκοφαντίες του γελειοποιήθηκαν. Τελικά τόν κατηγόρησαν γιά ἐσχάτη προδοσία λέγοντας ὃτι ἀπείλησε νά διακόψει τήν μεταφορά σίτου ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Κωνσταντινούπολη.
Γιά τούς λόγους αὐτούς ἀντιμετώπισε τέσσερις αὐτοκράτορες ἀκόμη και τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο στόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὀφείλη τήν ἐπίσημη ὑποστήριξή της, καθώς και πλῆθος ἐπάρχων καί ἐπισκόπων.Ἐξορίσθηκε πέντε φορές, τίς δύο μάλιστα στή Δύση, ὃπου ἒκανε γνωστό τόν μοναχικό βίο. Κατέφυγε τέσσερις μῆνες στόν τάφο τοῦ πατέρα του. Καταδικάσθηκε ἀπό πέντε συνόδους Ἀρειανῶν. Ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις ἀλλά τίποτε δέν στάθηκε ἱκανό νά κάμψει τό ἀτρόμητο φρόνημά του καί νά μειώσει τήν ἀγωνιστηκότητά του. Καί ὃταν ἀκόμη ἦλθαν στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὁλόκληρος ὁ κόσμος φάνηκε ἀντιμέτωπός του, ἐκεῖνος παρέμεινε βράχος ἂσειστος στίς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀκούραστος στούς κόπους καί προικισμένος μέ ἀξιοθαύμαστη μνήμη δέν ἒπαυσε, ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐξορίας του, νά στηλιτεύει τούς Ἀρειανούς, νά διευθύνη τόν ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ˝ὁ ἀόρατος ἐπίσκοπος ˝ καί προπάντων νά στηρίζουν ἐκείνους πού εἶχαν κλονισθεῖ στήν πίστη. Ἒγραψε ἐπιστολές, ἐγκυκλίους καί συγγράμματα τονίζοντας ὃτι « αἱρετώτερος εἶναι ὁ θάνατος τῆς προδοσίας τῆς ὀρθῆς πίστεως ». Ὁ ἲδιος ἂλλωστε αὐτό ἀπέδειξε περίτρανα στόν περιπετειώδη βίο του. Ἒπειτα ἀπό τόσους ἀγῶνες καί θλίψεις, ὁ πολύαθλος ἱεράρχης πέρασε ἀδιατάρακτα τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στόν ἀρχιερατικό θρόνο του. Κοιμήθηκε τήν 2α Μαΐου τοῦ 373 μ.Χ. σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κόσμησε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπί 46 ἒτη, ἀπό τα ὁποῖα τά 16 πέρασε στήν ἐξορία.
Ὁ ἃγ.Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἒκπληκτος ἀπό τόν βίο, τούς ἀγῶνες καί τό μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐξεφώνησε τόν πανηγυρικό στή μνήμη του τό ἒτος 379 λέγοντας χαρακτηριστικά: ˝ Ἀθανασίου ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσω ˝. Πράγματι. Ταύτισε τό ὂνομά του μέ τήν ἀρετή καί τήν ζωή του μέ τήν Ὀρθοδοξία. Κατώρθωσε δέ νά διατηρήσει μέχρι τό τέλος του τό μέγιστο κῦρος του, προκαλώντας τόν παγκόσμιο θαυμασμό.
« Ἐάν καταξιωθῶμεν νά σέ ἲδωμεν, τοῦ ἒγραψε σέ κάποια ἐπιστολή ὁ Μ.Βασίλειος, θά ἐκρίναμεν ὃτι ἐλάβαμεν παραμυθίαν, ἀντίρροπον δι’ ὃλας τάς θλίψεις πού ἐδοκιμάσαμεν εἰς τήν ζωήν μας ». Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει κάθε χρόνο τήν μνήμη τοῦ Μ.Ἀθανασίου τήν 18η Ἰανουαρίου.
Βιβλιογραφία:
Μ.Ἀρχ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδου: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κ΄ ἡ ἐποχή αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1937
Μ.Ἀθανασίου Ἒργα, Τόμος 1ος, Πατερικαί ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς », Θες/νίκη 1973, " εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Κ.Χρήστου
Εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Χ.Δημητροπούλου.
Γρηγ. Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος, Πατερικαί Ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς » Θες/νίκη 1980,
Λόγος ἐγκωμιαστικός « Εἰς τόν ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ », σελ. 41-95
Δημητρίου Σ. Μπαλάνου: Οἱ Πατέρες καί Συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1961, σελ. 44-52
Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας (64-1934), Ἀλεξάνδρεια 1935, " Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ " σελ. 180-204
Κ. Παπαρρηγοπούλου: Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους. Τόμος Β΄, " Ἐλευθερουδάκης "Α.Ε., Ἀθῆναι 1932 σελ.136-145, 153-176
Περιοδικόν " ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ " ἒτος 1981, ἀρ.φυλ. 68,70,71 " Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ κατά τάς πρώτας ἱστορικάς πηγάς " Ἀρ. Πολυχρονίδου
ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ " ΠΥΡΣΟΣ " Α.Ε. Τόμος Β΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 4-7
ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ " ΗΛΙΟΥ " Τόμος Α΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 592-595
Απολυτίκιον Αγίου Αθανασίου
Ήχος γ'. θείας πίστεως.
Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου