Οι Πατέρες παρομοιάζουν την υγεία του ανθρώπου στην κατάσταση της τελειότητας με την υγεία για την οποία ό άνθρωπος είναι προορισμένος άπό τη φύση του. Επομένως, ή τελειότητα γιά την ανθρώπινη ύπαρξη είναι ή θέωσή της. "Εγκειται στην ίδια τη φύση του ανθρώπου νά γίνει θεός κατά χάρη. Ό Θεός δημιούργησε όντως τον άνθρωπο «κατ' εικόνα καί καθ' όμοίωσίν Του» (Γέν. 1,26). Άπό την αρχή του έδωσε τη δυνατότητα, -εγγράφοντας την στην ίδια την ύπαρξη του-, νά ομοιωθεί πλήρως προς Αυτόν. «Έγώ είπα· θεοί έστε [...] πάντες», μας καθιστά γνωστό ό Θεός μέ τή φωνή του Ψαλμωδού (Ψαλμ. 81,6). Ό Μέγας Βασίλειος βεβαιώνει ότι ό άνθρωπος «Θεού τε κτίσμα τυγχάν[ει] καί θεός [...] κεκέλευσ[ται]». Παρόμοια, ό Άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός γράφει, ότι, «επειδή τεύξεν έόν βροτόν άφθιτος Υιός [...]ήμασιν ύστατίοισι Θεώ Θεός ένθεν όδεύση]».
Άπό τή δημιουργία του ό άνθρωπος κατείχε ήδη τήν τέλειότητα σέ κάποιο βαθμό. Κυρίως ως τελειότητα των πνευματικών του δυνάμεων καί ειδικότερα: α) Της διάνοιας του, -της μίμησης του νού [Σ.τ.μ.: όπου δέν υπάρχει ειδικός λόγος, οι όροι νους καί διάνοια θά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως] του Θεού, πού του έδινε τήν ικανότητα νά γνωρίζει τό Δημιουργό Του. β) Της ελεύθερης βούλησης του, δημιουργημένης κατ' εικόνα της βούλησης τον Θεού, πού τόν καθιστούσε ικανό νά προσανατολίζει όλη τήν ύπαρξή του προς Αυτόν, γ) Όλων των δυνάμεων έπιθυμητικών καί άγαπητικών πού άποτελούν δείγματα της θείας αγάπης" καί έχουν άναπαραχθεί στον άνθρωπο επιτρέποντας του νά ενωθεί μέ τό Θεό.
Ή τελειότητα των δυνάμεων αυτών προκύπτει άπό τό γεγονός ότι: α) έχουν δημιουργηθεί άπό τό Θεό κατ' εικόνα τών ιδικών του ιδιοτήτων καί στον άνθρωπο αποτελούν εικόνα τών θείων δυνάμεων, καί β) συνιστούν τήν ικανότητα του άνθρωπου νά ομοιωθεί καθολοκληρία προς τό Θεό. Σέ κάθε περίπτωση αυτό συμβαίνει μέ τήν προϋπόθεση ότι οι δυνάμεις τον άνθρωπου δέν εκτρέπονται άπό (τόν προσανατολισμό τους προς) τό Θεό, όπως είναι ελεύθερες (νά πράξουν), άλλα κοινωνούν μονίμως καί πλήρως μέ τό Θεό.
Ή σχετική τελειότητα, πού είχε ό άνθρωπος κατά τή δημιουργία του, δέν συνίστατο μόνο στην απλή ικανότητα πού του παρείχαν οι δυνάμεις του νά ένωθεί μέ τό Θεό: ό Αδάμ δημιουργήθηκε πραγματώνοντας ήδη σέ κάποιο βαθμό τήν όμοίωση μέ τό Θεό, τήν αποστολή στην οποία έπρεπε νά πετύχει. Άπό τήν αρχή είχε τροπή προς τό Θεό καί είχε όλες τίς άρετές στην ίδια του τή φύση, πού είχε δημιουργηθεί κατ' εικόνα Θεού. Ό Άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει ότι [το] «κατ' εικόνα Θεού γεγένησθαι τόν άνθρωπον ίσον γάρ έστι [...] τω ειπείν, ότι παντός άγαθού μέτοχον τήν άνθρωπίνην φύσιν έποίησεν. [...] Ούκούν έστιν έν ήμίν παντός μέν καλού ιδέα, πάσα δέ αρετή καί σοφία, καί πάν ότιπέρ έστι πρό τό κρειττον νοούμενον». Στό ίδιο πνεύμα ό Άγιος Δωρόθεος της Γάζης διδάσκει ότι «κατ' εικόνα Θεού έποίησεν ό Θεός τόν άνθρωπον [...] κεκοσμημένον πάση άρετή». Καί ό Άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός συμπληρώνει ότι «έποίησεν ό Θεός τόν άνθρωπον [...] πάση άρετή κατηγλαϊσμένον, πάσιν άγαθοίς κομώντα». Παρόμοια, ό Άγιος Μάξιμος σημειώνει ότι «έγκεινται γάρ ήμίν [Σ.τ.μ.: Είναι σύμφυτες μέ τήν ψυχή μας] έκ δημιουργίας [αί άρεταί]».
Άπό τή φύση του λοιπόν ό άνθρωπος είναι ενάρετος. Ό 'Άγιος Δωρόθεος της Γάζης προσδιορίζει: «φυσικώς γαρ έχομεν τάς άρετάς παρά Θεοϋ δοθείσας ήμίν. 'Άμα γάρ έποίησεν ό Θεός τόν άνθρωπον, ένέσπειρεν αυτώ τάς άρετάς». Καί συμπληρώνει ότι «"Ωστε φυσικώς έδωκεν ήμίν ό Θεός τάς άρετάς». Ό 'Άγιος Ισαάκ ό Σύρος παρατηρεί ότι «η αρετή φυσικώς εστίν έν τη ψυχή». Παρόμοια, ο Άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει ότι «φυσικαί εισίν αι αρεταί και φυσικώς καί επίσης πάσιν ένυπάρχουσιν». Οι Πατέρες, υπογραμμίζοντας ειδικότερα το γεγονός οτι οι αρετές είναι σύμφυτες μέ τήν ίδια τή φύση του άνθρωπου, καί όχι ιδιότητες επιπρόσθετες στή φύση κατά τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο, παρουσιάζουν σ' αυτό τό θέμα μια δυναμική σύλληψη: οί αρετές δέ δίδονται στόν άνθρωπο πλήρως απαρτισμένες [Σ.τ.μ.: σέ τέλειο βαθμό]· ανήκουν στη φύση του, μόνο όσο ή επιτέλεση τους περιλαμβάνεται στό σκοπό της φύσης του άνθρωπου καί όσο συμβάλλουν στήν πραγμάτωση και τήν τελείωση της φύσης. Ή επιτέλεση τών αρετών όμως προϋποθέτει τήν ενεργό συμμετοχή του άνθρωπου στό σχέδιο του Θεού, τη συνεργασία όλων τών δυνάμεών του μέ το θείο θέλημα καί τό ελεύθερο άνοιγμα της όλης ύπαρξής του στή θεία Χάρη. Ό άνθρωπος πλάσθηκε μέ τή δυνατότητα επιτέλεσης τών αρετών καί αρχίζοντας νά τίς επιτελεί. Κατείχε τίς αρετές έν σπέρματι. Ήταν ευθύνη του να τις αυξήσει, γιά νά τίς οδηγήσει στήν τελείωση τους. Μ' αυτή τήν έννοια, οί Πατέρες κατανοούν τή θεία εντολή πού δόθηκε στόν Αδάμ καί τήν Εύα: «Αύξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. 1,28). Γι' αυτό λέγουν, ότι στόν παράδεισο ό άνθρωπος, ως νήπιο, ήταν πολύ μικρός καί όφειλε αναπτυσσόμενος νά ένηλικιωθεί. Νά λοιπόν γιατί, γιά νά εκφράσει τό δυναμικό χαράκτηρα της απόκτησης των αρετών και της θέωσης, η πλειονότητα τών Πατέρων διακρίνει τήν εικόνα άπό τήν ομοίωση, με διαφοροποιούμενο τόν Άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Σύμφωνα μέ αύτη τή διάκριση, ή εικόνα του Θεού στόν άνθρωπο προσδιορίζει τό σύνολο τών δυνατοτήτων επιτέλεσης της ομοίωσης, τό δυναμικό χαρακτήρα της, προς τό Θεό, ομοίωσης. Ένώ ή ομοίωση συνίσταται στήν πραγμάτωση της εικόνας, δηλαδή αποτελεί τήν ανάπτυξη της εικόνας, -σύμμορφης προς την όλη φύση της, και έγκειται στην επιτέλεση της τελείωσής της. 'Ενώ ή εικόνα είναι ενέργεια [Σ.τ.μ.: δηλ. πραγματική, υφίσταται], ή ομοίωση είναι δυνάμει [Σ.τ.μ.: δηλ. δυνατόν νά επιτελεστεί], δηλαδή μπορεί νά πραγματοποιηθεί μέ τήν ελεύθερη συμμετοχή του άνθρωπου στη θεουργό Χάρη του Θεού. Ό Μέγας Βασίλειος εξηγεί: «"Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσίν" τό μέν τη κτίσει έχομεν τό δέ έκ προαιρέσεως κατορθούμεν. Εν τη πρώτη κατασκευή συνυπάρχει ήμιν το κατ΄ εικόνα γεγένησθαι Θεού έκ προαιρέσεως ήμίν κατορθούται τό καθ' όμοίωσίν είναι Θεού. Τούτο δέ τό κατά προαίρεσιν, δυνάμει ήμίν ενυπάρχει· ενεργεία δέ έαυτοίς έπάγομεν. Ει μή προλαβών είπεν ό Κύριος ποιών ημάς "Ποιήσωμεν και "καθ' όμοίωσίν", εί μη τήν του γενέσθαι καθ' όμοίωσίν δυνάμιν ήμίν έχαρίσατο, ούκ άν τή εαυτών εξουσία την προς Θεόν όμοιωσιν έδεξάμεθα. Νύν μέντοι δυνάμει ημάς εποίησεν όμοιωτικούς Θεώ. Δύναμιν δέ δούς προς τό όμοιούσθαι Θεώ, άφήκεν ημάς έργάτας είναι της προς Θεόν όμοιώσεως, ίνα ημέτερος ή της εργασίας ό μισθός, ίνα μή ώσπερ εικόνες ώμεν παρά ζωγράφου γενόμεναι, εική κείμεναι, ίνα μή τά της ημετέρας όμοιώσεως άλλω έπαινον φέρη. "Οταν γάρ τήν εικόνα ίδης ακριβώς μεμορφωμένην προς τό πρωτότυπον, ου τήν εικόνα επαινείς, άλλα τόν ζωγράφον θαυμάζεις. Ίνα τοίνυν τό θαύμα έμόν γένηται καί μή άλλότριον, έμοί κατέλιπε τό καθ' όμοίωσίν Θεού γενέσθαι. Κατ' εικόνα γάρ έχω τό λογικός είναι, καθ' όμοίωσίν δε γίνομαι έν τώ Χριστιανός γενέσθαι» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ανθρώπου Κατασκευή, 1, 16).
Μέ παρόμοιο τρόπο ό Αγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εξηγεί τήν αναγκαιότητα της συμμετοχής του ανθρώπου στήν πρόσκτηση [Σ.τ.μ.: αύξηση της υπάρχουσας, της αρχικής] της δωρεάς, πού κάνει ό Θεός γράφοντας: «ή ψυχή της άνω δόξης κληρονομήσειεν [...] καί αρετής άθλον, άλλά μη Θεού δώρον μόνον, έχη τά έλπιζόμενα, καί τούτο δέ ήν άρα της άκρας άγαθότητος, ποιήσαι τό αγαθόν καί ήμέτερον, ού φύσει μόνον κατασπειρόμενον, άλλα καί προαιρέσει γεωργούμενον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, Λόγος 2, 17)
Οί Πατέρες, πού διακρίνουν τήν εικόνα άπό τήν ομοίωση, προσαρτούν τίς αρετές στήν ομοίωση, καί θέλουν νά δείξουν μ' αυτό ότι οί αρετές πρέπει νά αποκαλύπτονται καί νά αναπτύσσονται δυναμικά μέ τήν ενεργό συμμετοχή καί τή διαρκή συνεργασία του άνθρωπου μέ τή θεουργό Χάρη της Αγίας Τριάδος. Δέ θά έπρεπε νά αντιστοιχήσουμε ωστόσο στή διάκριση εικόνας - ομοίωσης τή διάκριση φύσης-«ύπέρ φύσιν», όπου ή ομοίωση θά αποτελούσε τό «υπέρ φύσιν», πού μέ τή Χάρη του Θεού θά προσετίθετο στή φύση. Μιά φύση, πού θά μπορούσε νά συλλαμβάνεται νοητικά, ανεξάρτητα άπό τήν ομοίωση καί θά συνιστούσε τήν εικόνα. Κατά τους Πατέρες όμως, στόν άνθρωπο είναι φυσική όχι μόνο ή εικόνα, άλλα εξίσου καί ή ομοίωση: έγκειται στήν ίδια τήν ανθρώπινη φύση νά ομοιωθεί προς τό Θεό, έγκειται σ' αυτή τή φύση τής εικόνας νά επιτύχει τήν τελείωση της μέ τήν επιτέλεση ομοίωσης. Και το επαναλαμβάνουμε, ό άνθρωπος δημιουργήθηκε πραγματώνοντας ηδη εκ φύσεως αύτη την ομοίωση δυνάμει τής εικόνας. Η ομοίωση δέν είναι μιά εξωτερική πρόσθεση ή προσθήκη σέ μία φύση, πού θά μπορούσε νά υπάρχει φυσιολογικά καί ανεξάρτητα άπό αυτήν (δηλ. την όμοίωση). Ομοίωση είναι η ανάπτυξη της δεδομένης φύσης μέσα στην είκόνα. Μέσω της εικόνας του Θεού, πού υπάρχει μέσα του, ό άνθρωπος είναι έκ φύσεως δυνάμει τέλειος, είναι εκ φύσεως προικισμένος με τήν ικανότητα να πραγματώνει αυτό τό «έν δυνάμει», νά ομοιάσει στό Θεό. Αυτός άλλωστε είναι ό φυσιολογικός σκοπός της ύπαρξης του, ό φυσιολογικός προορισμός τής ίδιας του της φύσης. Καί αυτό είναι τό νόημα τών θείων εντολών: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γέν. 1,28)· «'Έσεσθε μοι άγιοι, οτι έγώ άγιος είμι»· (Λευιτ. 20,26)· «'Έσεσθε ούν ύμείς τέλειοι, ώσπερ ό πατήρ ύμών ό έντοίς ούρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. 5,48). Θά μπορούσαμε λοιπόν νά πούμε ύπό δυναμική έννοια, οτι ό άνθρωπος είναι έκ φύσεως θεόμορφος. 
Έάν ή ομοίωση προς τό Θεό είχε δοθεί έν δυνάμει καί βρισκόταν αυτόματα σέ φάση έναρξης στην εικόνα, προϋπέθετε δτι ό ίδιος ό Αδάμ θά ήθελε νά την πραγματώσει όλοκληρωτικά ώστε νά φθάσει την τελείωσή του. Στην περίπτωση αύτη ή ομοίωση προς τό Θεό, θά ήταν καρπός της συνεργασίας της ανθρώπινης βούλησης με τή Χάρη του Θεού καί δε θά μπορούσε παρά νά είναι θεανθρώπινο έργο, πού τό πραγματώνουν από κοινού ό Θεός καί ό άνθρωπος, ό στραμμένος προς Αυτόν. Ό άνθρωπος διέθετε πλήρη ελευθερία. πού του επέτρεπε νά ενωθεί με τό Θεό καί εξ αντιθέτου να αρνηθεί νά συνεργασθεί μ' Αυτόν γιά τήν πραγματοποίηση του σχεδίου Του. Καί είχε αυτή τήν ελευθερία, γιατί ό Θεός ήθελε τήν τελείωση του καί είχε έγχαράξει τήν εικόνα Του σ' αυτόν. Ό Θεός, ωστόσο, του είχε δώσει μία εντολή (Γέν. 2,16-17) γιά νά βοηθήσει νά χρησιμοποιήσει σωστά τήν έλευθερία του, ή οποία εκδηλωνόταν μέσα στην όλη τελειότητα της αρχέγονης φύσης του καί στον αληθινό σκοπό του. Η επιτέλεση της ελευθερίας γινόταν μέ τή διαρκή καί μοναδική εκλογή του Θεού. Μέσω αυτής της εκλογής πού διατηρείτο σταθερή μέ τό αυτεξούσιο, ό Αδάμ παγιωνόταν στό αγαθό οπού είχε δημιουργηθεί καί τό οικειοποιούνταν όλο καί περισσότερο.
Σ' αυτή τήν αρχέγονη κατάσταση, όπου επιτελούσε τόν αληθινό σκοπό της φύσης του, ό Αδάμ έδέετο διαρκώς στό Θεό, ευχαριστώντας καί δοξάζοντας αδιάκοπα το Δημιουρό του σύμφωνα προς τό θέλημα Του. Καλλιεργώντας στην ψυχή του τίς θείες σκέψεις καί τρεφόμενος μ' αύτές ζούσε μόνιμα σέ κατάσταση θεωρίας του Θεού. Αναγνωρίζοντας τήν παρουσία των θείων ενεργειών στά κτίσματα, αναγόταν, ανυψωνόταν διά μέσου των δημιουργημάτων προς τό Δημιουργό καί τά αναβίβαζε ό ίδιος προς τό Θεό έν έαυτώ. Ό άνθρωπος είχε οριστεί βασιλέας, επιτελώντας έτσι τή λειτουργία του ώς «μέσος Θεού καί ύλης γενόμενος» και εκπληρώνοντας τήν αποστολή, πού του είχε ανατεθεί άπό τό Θεό δηλαδή «τά νοητά [Σ.τ.μ.: ορατά] καί τά αισθητά προς τούτοις έν[ώσαι]» καί «κτιστήν φύσιν τή άκτίστω δι' αγάπης έν[νώσας] [...] εν ταύτόν δεί[ξαι]». Βλέποντας διαρκώς τό Θεό σέ κάθε ύπαρξη, Τόν έβλεπε εξίσου στον εαυτό του, καθώς «ικανή ή της ψυχής καθαρότης εστι καί τόν Θεόν δι' εαυτής κατοπτρίζεσθαι». Μπορούσε ακόμη νά χαίρεται τή θέα του Θεού πρόσωπο προς πρόσωπο. Ό Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας γράφει, ότι «ουδέν γάρ έχων έμπόδιον εις τήν περί του Θείου γνώσιν, θεωρεί μέν άεί διά της αύτού καθαρότητος τήν του Πατρός εικόνα, τόν Θεόν Λόγον». Σ' αυτή τήν κατάσταση ό Αδάμ «τω σώματι έν τω θειοτάτω χώρω καί υπερκαλλεί [...] αύλιζόμενος, τή ψυχή έν ύπερτέρω καί άσυγκρίτω καί περικαλλεστέρω τόπω διέτριβε Θεόν έχων οίκον τόν ένοικον». Όλοι οι Πατέρες, επίσης, παρουσιάζουν τόν πρώτο άνθρωπο νά διατηρεί μέ τό Θεό σχέσεις παρρησίας καί τό βιβλίο τής Γενέσεως τό δείχνει επιπλέον μέ τήν καθημερινή συζήτηση μαζί Του σέ πλήρη ελευθερία μέσα στόν παράδεισο. «Τήν Αύτού περιβεβλημένος χάριν» ζούσε σέ μιά μόνιμη κατάσταση έντονης πνευματικής άπόλαυσης: οι Πατέρες υπενθυμίζουν σταθερά τό γλυκασμό, τήν τρυφή, τή χαρά, τή μακαριότητα καί τήν ευδαιμονία, οι όποιες συνδέονταν μέ τή θεωρία του άνθρωπου καί οδηγούσαν σέ στενή σχέση μέ τό Θεό. Σχέση, πού επέτρεπε στόν άνθρωπο νά συμμετέχει στό ίδιο τό κάλλος της θείας ζωής. Κατά τό Μέγα Αθανάσιο, ό άνθρωπος ζούσε «τον αληθινόν βίον», δηλαδή αυτόν γιά τόν οποίο πλάστηκε και ο οποίος αποτελεί τό φυσιολογικό σκοπό τής αύθεντινής φύσης του.
Ή εσωτερική ενότητα του Αδάμ καί ή ενότητα του μέ όλες τίς άλλες υπάρξεις διά μέσου τής αδιάκοπης θεωρίας του Ενός Θεού μέσα άπ' όλα τά όντα απέκλειε κάθε ιδέα διαίρεσης ή διάσπασης. Τέτοια διαίρεση δέν υπήρχε ούτε στόν ίδιο τόν άνθρωπο, ούτε μεταξύ του άνθρωπου καί τών ομοίων του ούτε μεταξύ του άνθρωπου καί τών άλλων δημιουργηιάτων, ούτε ανάμεσα στά άλλα δημιουργήματα. Έπικρατούσε ειρήνη παντού καί κατά πάντα. Ό άνθρωπος ζούσε βίο «τήν έν παραδείσω άλυπον καί άνώδυνον καί άμέριμνον ζωήν»· «έχων τήν του δεδωκότος χάριν, έχων καί τήν ιδίαν έκ του πατρικού Λόγου δύναμιν», ζούσε «τόν άπήμονα [...] βίον [Σ.τ.μ.: Ευτυχισμένη ζωή, άπαλλαγμάνη άπό στενοχώριες καί φροντίδες]», σημειώνει ό Μέγας Αθανάσιος. Καί ό Ίερός Αυγουστίνος συμπληρώνει ότι ό άνθρωπος δέν φοβόταν ιά κάποια εσωτερική νόσο, καθώς ήταν σωματικά υγιής καί στην ψυχή είχε τέλεια άρμονία. Ό Άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος κλείνει μέ τήν παρατήρηση: «Πύρωσις δέ ή κίνησις ή γαστρός άλογος μανία καί όρεξις ούδαμου έτι ήν, αλλ΄ήν αύτώ ζωή άστασίαστος καί άλυπος διαγωγή».
Μέσα στόν Παράδεισο ό άνθρωπος είχε «σώας [...] τάς αισθήσεις καί έστηκυίας έν τώ φυσικώ», «ών έν τώ κατά φυσιν καθώς καί έκτίσθη», «καί ήν έν θεωρία του Θεού». Ό Αγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «ήν έν υγεία ποτέ [Σ.τ.μ.: πρίν τήν πτώση] νοητή τό άνθρώπινον, οίον τίνων στοιχείων, τών τής ψυχής λέγω κινημάτων, κατά τόν τής αρετής λόγον ίσοκρατώς έν ήμίν κεκραμένων».
Η κατάσταση του άνθρωπου στόν παράδεισο εμφάνιζε, κατ' αυτό τόν τρόπο, όλα τά στοιχεία τής υγείας: ό άνθρωπος ζούσε σύμφωνα μέ τήν αρχέγονη φύση του, αγνοούσε κάθε μορφή ασθένειας, τόσο ψυχικής όσο καί σωματικής, καί ζούσε βίο εντελώς φυσιολογικό, σύμφωνο μέ τή φύση του καί τον πραγματικό σκοπό της. 
Μέ τό προπατορικό αμάρτημα, ό Αδάμ έξετράπη άπό τό δρόμο, πού ό Θεός τόν είχε τοποθετήσει κατά τή δημιουργία του. Ό άνθρωπος άπόλεσε τό στόχο, πού ή ίδια ή φύση του δριζε. Ή ύπαρξη του σταμάτησε να τείνει «εν παντί» προς το Θεό, όλες οι δυνάμεις του έπαψαν ν' ανοίγονται στην άκτιστη χάρη του Θεού, ό καθρέπτης τής ψυχής του σκοτίστηκε καί δέν αντανακλούσε πιά τό Δημιουργό Του. Καθώς ο Αδάμ διέκοψε τήν κοινωνία μέ τήν Πηγή τής κάθε τελειότητας, οι αρετές του μαράθηκαν καί έχασε τήν ομοίωση προς τό Θεό, πού είχε αρχίσει νά πραγματώνει άπό τή στιγμή τής δημιουργίας του. Ή εικόνα του Θεού δέ χάνεται, υφίσταται στόν πεπτωκότα άνθρωπο' άλλα είναι αλλοιωμένη καί συνεσκιασμένη δέν αναπτύσσεται πιά διά μέσου τής ενεργού ένωσης του άνθρωπου μέ τό Θεό καί δέ βρίσκει τήν εκπλήρωσή της στην πραγμάτωση της ομοίωσης, πού είναι ό αληθινός προορισμός της. Ένώ ή πορεία του ανθρώπου προς τήν τελειότητα μέσα στό Φως τοϋ Πνεύματος τόν έκανε νά φεγγοβολεί, ξαφνικά τό αμάρτημα τόν έσκότισε. Ό άνθρωπος άπό τότε λησμονει τήν αυθεντική φύση του, αγνοεί τόν πραγματικό προορισμό του, δέ γνωρίζει πλέον τήν πραγματική ζωή καί χάνει σχεδόν κάθε αίσθηση τής προπτωτικής υγείας.
 Μόνο με τη Σάρκωση του Χριστού, ή ανθρωπότητα άποκαθίσταται πλήρως στην προπτωτική φύση της καί ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τη δυνατότητα νά πραγματώσει την τελειότητα, γιά την οποία ό Δημιουργός τόν προόρισε. Ό Χριστός, γενόμενος τέλειος άνθρωπος, χωρίς νά πάψει νά είναι Θεός, ξαναδίνει στην ανθρώπινη φύση την πληρότητα καί την ακεραιότητα της προπτωτικής τελειότητας της, ή οποία οδηγεί στην πραγμάτωση της. Αυτό γίνεται με τήν ένωση τής θείας φύσης Του μέ τήν ανθρώπινη φύση στό πρόσωπο του Θεού λόγου. Νά λοιπόν πώς μέ τόν ίδιο τό Θεό στό πρόσωπο του Υιού Του, γίνεται μέ άμεσο τρόπο πραγματικότητα καί αποκαλύπτεται σέ δλους ό έσχατος προορισμός του ανθρώπου, ή τελείωση τής φύσης του δταν ενώνεται μυστικά καί πλήρως μέ τό Θεό. Ό Αδάμ ήταν απλώς «τύπος του μέλλοντος» (Ρωμ. 5,14), καθώς έχασε τόν τελικό προορισμό του: ό Χριστός φανερώνει τήν εκπλήρωση τής υπόσχεσης, τήν είσοδο στην κατάσταση τής τελειότητας. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «τόν άληθινόν άνθρωπον καί τέλειον, [... πρώτος καί μόνος έδειξεν ό Σωτήρ» «Εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. 1,15), «απαύγασμα τής δόξης καί χαρακτήρ τής υποστάσεως αυτού» (Έβρ. 1,3), ό Χριστός είναι αυτός, στον οποίο «κατοικεί παν το πλήρωμα τής θεότητος σώματικώς» (Κολοσ. 2,9). Αποκαλύπτει τό βαθύ νόημα της δημιουργίας του άνθρωπου κατ' εικόνα καί καθ' ομοίωση του Θεου: στην ανθρώπινη φύση Του εκδηλώνεται ή θεία φύση, συνδεδεμένη μέ τήν ανθρώπινη άχωρίστως καί ασυγχύτως. Είναι τό ορατό πρότυπο καί τό πλήρωμα του «καινού άνθρωπου» (Έφεσ. 2,1ί), στο οποίο η πεπτωκυία ανθρωπότητα καλείται νά ανακαινισθεί. Ό όλος άνθρωπος προσκαλείται νά γίνει σύμμορφος τής εικόνας του καινού άνθρωπου (Ρωμ. 8,29) καί ν' αποκτήσει τήν ομοίωση μ' Αύτόν. Ό Χριστός έρχεται μέ τή διπλή Του φύση ώς Θεάνθρωπος, νά επιβεβαιώσει ότι ό άνθρωπος είναι προορισμένος νά είναι άνθρωπος θεός: «Ό Θεός γάρ ένηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», διακηρύσσουν οι Πατέρες. Έν Χριστώ, ό Θεός Αύτοαποακαλύπτεται στον άνθρωπο ώς κανόνας γιά τήν τελειότητα καί τόν προορισμό του: α) του δείχνει κατά προφανή τρόπο ότι ή φύση του είναι θεανθρώπινη, β) του αποκαλύπτει ότι είναι τέλειος άνθρωπος μόνο όταν ενώνεται με το Θεό, καθώς στό πρόσωπο το Χριστού, ή ανθρώπινη φύση γίνεται τέλεια λόγω τής ενωσής Της μέ τή θεία φύση-, καί ότι μόνο μέ τήν ομοίωσή του μέ τό Χριστό μπορεί ό άνθρωπος νά πραγματώσει στην ύπαρξη του τή θεανθρώπινη τελειότητα. Ο άνθρωπος είναι πραγματικά άνθρωπος, μόνο όταν είναι θεός έν Χριστώ.
Ό Χριστός αποκαλείται δεύτερος Αδάμ, όχι γιατί έφερε στον άνθρωπο μιά άλλη φύση καί ένα άλλο προορισμό, σέ σχέση μέ τή φύση καί τόν προορισμό, πού είχαν δοθεί στον πρώτο Αδάμ, άλλα γιατί έρχεται νά πραγματώσει έν Έαυτώ, αυτό που ο Αδάμ είχε χάσει τη δυνατότητα επιτέλεσης εξαιτίας του αμαρτήματος Του. ΟΙ Πατέρες καταφάσκουν ότι ό Αδάμ δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Λόγου, του Λόγου του Θεού· επιβεβαιώνουν ότι τό ίδιο μυστήριο, τής δημιουργίας του άνθρωπου κατ' εικόνα του Λόγου, συνδέεται καί πάλι μέ τό μυστήριο τής υιοθεσίας του ανθρώπου ώς υιού, άπό τό Θεό, στό πρόσωπο του Υιού Του. Αφότου δημιουργήθηκε ό άνθρωπος, ένας καί μόνο ένας φυσιολογικός σκοπός υπήρχε γι' αυτόν: ή ομοίωση μέ τό Χριστό, -τόν κανόνα τής τελείωσης τής φύσης του-, ή οποία μέ τή Σάρκωση του Χριστοϋ αποκαλύφθηκε πλήρως καί σαφώς. Ό άνθρωπος δημιουργήθηκε ώς λογική ύπαρξη, δηλ. έλλογη, άλλα βασικότερα ώς ύπαρξη χριστολογική, όπου λογικός κατά τους Πατέρες σημαίνει σύμμορφος του Λόγου, του Λόγου του Θεού. Οι Πατέρες θά προχωρήσουν περαιτέρω έως ότου επιβεβαιώσουν ότι ό άνθρωπος δημιουργήθηκε όχι μόνο κατ' εικόνα του Λόγου ώς Θεού, άλλα κυρίως κατ' εικόνα του σαρκωθέντος Λόγου, του Θεανθρώπου Χριστού· ό άνθρωπος, διευκρινίζουν, έχει άπό τή δημιουργία του ώς σκοπό, -διαμέσου τής φύσης του-, νά τείνει κατά πάντα τήν ύπαρξη του στην ενεργή ομοίωση μέ τό Χριστό. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει σχετικά: «Διά τόν καινόν άνθρωπον άνθρώπου φύσις συνέστη τό έξ αρχής, καί νους καί επιθυμία προς Εκείνον κατεσκευάσθη· καί λογισμόν έλάβομεν ίνα τόν Χριστον γινώσκωμεν, έπιθυμίαν ίνα προς Εκείνον τρέχωμεν· μνήμην έσχομεν ίνα Εκείνον φέρωμεν· έπεί καί δημιουργουμένοις, αυτός άρχέτυπον ήν. Ού γάρ ό παλαιός του καινού, άλλ' ό νέος Αδάμ του παλαιού παράδειγμα (πρβλ. Ρωμ. 5,14). [...] Ώς ένεκα γε τής φύσεως αυτής άρχέτυπον ό παλαιός Αδάμ ημίν άν είη, τοις πρότερον εκείνον έπισταμένοις· ω δέ πάντα πρίν είναι πρό τών οφθαλμών ό πρεσβύτερος του δευτέρου μίμημα, καί κατά τήν ιδέαν εκείνου καί τήν εικόνα πέπλασται» (ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Εν Χριστώ ζωή, 6, 91-93, PG. 150, 680). Σέ άλλο σημείο ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας αναφέρει ότι ό «άνθρωπος προς τόν Χριστόν ίεται, ού διά τήν θεότητα μόνον, [...] άλλα καί τής φύσεως ένεκα τής ετέρας [Σ.τ.μ.: Δηλαδή τής ανθρώπινης φύσης, τήν όποία προσέλαβε σαρκούμενος ό Θεός Λόγος]». Στό ίδιο πνεύμα κινούμενος ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς διδάσκει ότι «ουκούν καί ή άπ αρχής παραγωγή του άνθρώπου δι' αυτόν, κατ' εικόνα πλασθέντος του Θεού, ίνα δυνηθη ποτέ χωρησαι τό άρχέτυπον καί ό έν τω παραδείσω παρά Θεού νόμος δι' αύτόν» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ομιλία 60, 20 ΕΠΕ, τόμ. 11, σ. 532).
Κατ' αυτό τόν τρόπο αποδεικνύεται ότι ό Χριστός είναι αϊδίως [Σ.τ.μ.: ανέκαθεν, χωρίς αρχή, άπό πάντα] ή αρχή καί τό τέλος (Α' Κορ. 8,6· Αποκ. 22,13) τής ανθρώπινης φύσης καί δι' αυτής του κάθε δημιουργήματος, όπως ειδικά έπιβεβαιώνει ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής, πού γράφει σχετικά μέ τήν ένωση τής θείας φύσης μέ τήν ανθρώπινη στό πρόσωπο του Χριστού: «Τούτο εστι τό μακάριον, δι' δ τά πάντα συνέστησαν, τέλος. Τούτο εστιν ό τής αρχής τών όντων προεπινοούμενος θειος σκοπός [...]. Προς τούτο τό τέλος αφορών τάς τών όντων ό Θεός παρήγαγεν ουσίας. Τούτο κυρίως εστί τό τής προνοίας καί τών προνοουμένων, πέρας· καθ' ό εις τόν Θεόν, ή τών ύπ' αυτού πεποιημένων εστίν άνακεφαλαίωσις. Τούτο εστι τό πάντας περιγράφον τους αιώνας καί τήν ύπεράπειρον καί προϋπάρχουσαν των αιώνων μεγάλην του Θεού βουλήν έκφαινον μυστήριον· ής γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ' ούσίαν του Θεού Λόγος γενόμενος άνθρωπος· καί αυτόν, τόν ένδότατον πυθμένα τής Πατρικής άγαθότητος φανερόν καταστήσας, καί τό τέλος έν Αυτώ δείξας, δι' ό τήν προς τό είναι σαφώς αρχήν έλαβον τά πεποιημένα. Διά γάρ τόν Χριστόν, ήγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οί αιώνες, καί τά έν αυτοίς τοις αιώσιν, έν Χριστώ τήν αρχήν του είναι καί τό τέλος ειλήφασιν» (ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Πρός Θαλάσσιον, 60, PG. 90, 621). Αυτές οι καταφατικές εκφράσεις σέ ό,τι άφορα τόν άνθρωπο καθεαυτόν συναντώνται καί στον πυρήνα τής διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου: ό Πατέρας «έξελέξατο ημάς έν αύτω προ κατά βολής κόσμου είναι ημάς αγίους καί άμωμους κατενώπιον αυτού, έν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά Ιησού Χριστού εις αυτόν» (Έφεσ. 1, 4-5) καί «ους προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τής εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτότοκον έν πολλοίς αδελφοίς» (Ρωμ. 8,29)· μ' αυτό τόν τρόπο ό Χριστός θά μπορεί νά γίνει «τά πάντα έν πάσι» (Κολ. 3,11)
Στό πρόσωπο του Χριστού εκφράζονται λοιπόν καθολοκληρία ή αρχή καί τό τέλος τής ανθρώπινης φύσης, εμφανίνται μέ σαφήνεια ή αυθεντική ύπαρξη καί ό αληθινός προορισμός του ανθρώπου. Ή εικόνα του Θεού, αμαυρωμένη στον άνθρωπο εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, επανεμφανίζεται στό Χριστό, πού είναι άναμάρτητος, μέ πολύ μεγαλύτερη λάμψη καί αίγλη άπ' αυτήν, που είχε στον Αδάμ πρίν τό παράπτωμα του: «καθώς έν Χριστώ» ή εικόνα του Θεού αποκαλύπτεται στην πλήρη τελειότητα της καθολοκληρία πραγματοποιημένη μέ τήν πλήρη επιτέλεση τής ομοίωσης του ανθρώπου πρός τό Θεό πού γίνεται στό πρόσωπο Του μέ τήν ένωση τής θείας φύσης μέ τήν ανθρώπινη. Ή εικόνα καί ή ομοίωση του Θεού στον άνθρωπο φανερώνονται άπό τόν ίδιο τό Δημιουργό, -ό Λόγος του Θεού σαρκώνεται καί ό ΄Ιδιος είναι τέλεια εικόνα του Πατρός. Φανερώνονται όπως Εκείνος τίς ήθελε άπό τήν αρχή, δηλαδή στην παντελή καί οριστική πληρότητα τους. Στον Αδάμ φαινόταν μόνη ή εικόνα του προτύπου· έν Χριστώ τό ίδιο τό πρότυπο έμφανίζεται· στό πρόσωπο τού Χριστού, τό πρότυπο [Σ.τ.μ.: ή θεία φύση] ενώνεται στην εικόνα [Σ.τ.μ.: ή ανθρώπινη φύση] -χωρίς νά συγχέεται μέ αυτήν καί χωρίς νά χωρίζεται πλέον άπό αυτή-, καί μέ τήν ένωση αυτή καθεαυτή ανακαινίζει καί οδηγειτήν εικόνα στην τελειότητα. Ό άγιος Ειρηναίος μέ αφορμή τή λαμπρή φανέρωση τής εικόνας, καί τής ομοίωσης, τής αποκάλυψης δηλαδή του άνθρώπου-Θεού στό Θεάνθρωπο, γράφει: «Τότε δέ τούτο αληθές απεδείχθη, ότε άνθρωπος ο Λόγος του Θεού έγένετο, εαυτόν τω ανθρώπω καί τόν άνθρωπον εαυτώ έξομοιώσας, ίνα διά τής προς τόν Υιόν όμοιώσεως τίμιος ό άνθρωπος γένηται τω Πατρί. Έν τοις γάρ πρόσθεν χρόνοις [Σ.τ.μ.: πρίν τή Σάρκωση του Χριστού] ελέγετο μεν κατ' εικόνα Θεού γεγονέναι τόν άνθρωπον, ούκ έδείκνυτο δέ· έτι γάρ αόρατος ήν ό Λόγος, ού κατ' εικόνα ό άνθρωπος έγεγόνει διά τούτο δέ καί τήν όμοίωσιν ραδίως άπέβαλεν. Όπότε δέ σαρξ έγένετο ό Λόγος του Θεού, τά αμφότερα έπεκύρωσεν καί γάρ καί τήν εικόνα έδειξεν αληθώς, αυτός τούτο γενόμενος όπερ ήν ή εικών αυτού, καί τήν όμοίωσιν βεβαίως άποκατέστησεν, συνεξομοιώσας τόν άνθρωπον τω άοράτω Πατρί διά του βλεπομένου Λόγου» (ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ, Κατά αιρέσεων, 5, 16, 2).
Κατ' αυτό τόν τρόπο αποκαλύπτεται έν Χριστώ μέ σαφήνεια στον άνθρωπο τό αρχέτυπο τής αληθινής φύσης του, τό πρότυπο, τό οποίο άπό τή δημιουργία του καί έκ φύσεως είναι προορισμένος ό άνθρωπος νά έπιτελέσει. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας παρατηρεί: «Τόν άληθινόν άνθρωπον καί τέλειον, καί τρόπων καί ζωής καί τών άλλων ένεκα παντων, πρώτος καί μόνος έδειξεν ό Σωτήρ». Ή αύξησή Του, ή αυτοπραγμάτωση Του, ή τέλεια ζωή Του σέ συμφωνία μέ τή φύση Του, αποτελούν άπό τότε γιά τόν άνθρωπο ολοφάνερα τό περιεχόμενο τής ομοίωσης του μέ τό Χριστό καί τό νόημα του νά γίνει Θεός έν Αύτώ. Μόνο στην ένωση μέ τό Χριστό ό άνθρωπος βρίσκει τήν πληρότητα τής ύπαρξης του, τήν ακεραιότητα καί τήν ολοκλήρωση τής φύσης του, τό αληθινό νόημα του προορισμού του, -το πρώτο και τό έσχατο-, τήν τελειότητα τής δράσης του καί τής δλης ζωής του. Μόνο έν Χριστώ ό άνθρωπος μπορεί νά είναι ό εαυτός του, μπορεί νά είναι πλήρως άνθρωπος καί νά πραγματώνει τήν αληθινή του φύση σ' δλες της τίς διαστάσεις. Ό άγιος Μάξιμος λέγει ότι ό Υιός «τήν φύσιν προς έαυτήν άποκαθίστησι» καί ό άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός συμπληρώνει ότι διά του Χριστού ανακαινίζεται ή φύση μας στό σύνολο της. 
 Δεδομένου ότι εκ φύσεως ό άνθρωπος είναι χριστολογική καί θεοκεντρική ύπαρξη, -κατά την αρχή, κατά τή δομή της ύπαρξης του καί κατά τόν προορισμό του-, μόνο στρεφόμενος προς τό Θεό γίνεται πραγματικά άνθρωπο. Μόνο μέ τήν πλήρη ενωσή του μέ τό Χριστό, ό άνθρωπος μπορεί νά είναι «όντως άνθρωπος» (σύμφωνα μέ τήν έκφραση του άγιου Γρηγορίου Νύσσης), -εμείς θά λέγαμε φυσιολογικός άνθρωπος-, καί νά βρίσκεται σέ κατάσταση πλήρους υγείας, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «[ή] προς [τόν Χριστόν] άφομοίωσι[ς], ταύτόν [έστιν] ειπείν ύγιεία ψυχής καί τελείωσι[ς]».
Μακριά άπό τό Χριστό, ό άνθρωπος δέν είναι ούτε πραγματικά ούτε πλήρως άνθρωπος αποτελεί μόνο ενα κομμάτι της φύσης του, ανάπηρος καθώς του λείπει ενα τμήμα του εαυτού του, βρίσκεται σέ κατάσταση αλλοτρίωσης, όπως θά δείξουμε στή συνέχεια. Ό άνθρωπος γίνεται όλοκληρωμένος καί τέλειος καί αποδεικνύεται αντίστοιχος μέ τήν αυθεντική του φύση μόνο δταν γίνεται Θεός διά της υιοθεσίας του ώς υιού εν Χριστώ: στό πρόσωπο του Χριστού έχει συντελεστεί ή ένωση της τέλειας ανθρώπινης φύσης μέ τη θεία φύση καί ό όλος άνθρωπος είναι δυνατόν νά γίνει πραγματικότητα μόνο όταν ομοιωθεί προς αυτή. Επαναλαμβάνουμε ότι ό άνθρωπος είναι άνθρωπος διά της θεανθρώπινης φύσης: έάν δέν είναι άνθρωπος -Θεός καθ' ομοίωση του Θεανθρώπου-, δέν εΐναι κάν άνθρωπος· ό άνθρωπος είναι ύπαρξη μή άνθρώπινη, όταν ορίζεται άφεαυτού, ανεξάρτητα άπό τή σχέση του μέ τό Θεό, πού είναι χαραγμένη στην ίδια τή φύση του δέν υπάρχει αμιγής ανθρώπινη φύση: ό άνθρωπος, ή είναι άνθρωπος-θεός ή δέν είναι άνθρωπος.
Συχνά επίσης ή Αγία Γραφή καί ή Ιερά Παράδοση παραβάλλουν τήν κατάσταση του ανθρώπου, πού δέν είναι ακόμη σύμμορφος του Χριστού, πού δέν έχει ακόμη πραγματοποιήσει πλήρως τίς δυνατότητες της φύσης του μέ τήν επιτέλεση της ομοίωσης μέ τό Θεό, μέ τό στάδιο της νηπιότητος. Ή βαθμιαία καί προοδευτική ένωση μέ το Θεό ορίζεται ώς στάδιο τής αύξησης καί ή πραγμάτωση αυτής της ένωσης μέσα στην τελειότητα του παραβάλλεται μέ τό στάδιο της ενηλικίωσης τού ονομάζεται επίσης στάδιο του τετελεσμένου ή του τέλειου ανθρώπου. Κατ' αυτό τόν τρόπο ό απόστολος Παύλος υπενθυμίζει «τήν οίκοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις τήν ενότητα τής πίστεως και τής επιγνώσεως του υιού του Θεού εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι [...] άληθεύοντες έν αγάπη αύξήσωμεν εις αυτόν τά πάντα, ός εστιν ή κεφαλή, ό Χριστός» (Έφεσ. 4,12-15). Καί συμβουλεύει: «Άνδρίζεσθε» (Α' Κορ. 16,13). Χρησιμοποιώντας τήν ίδια εικόνα καί μέ τό ίδιο νόημα, ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος γράφει: «Καθ' έκάστην αυξάνει τήν πνευματικήν ήλικίαν, καταργών μέν τά του νηπιώδους φρονήματος, προκόπτων δέ έπί τήν άνδρικήν τελειότητα. Διότι καί κατά τό μέτρον τής [πνευματικής] ηλικίας άλλοιούται τάς ψυχικάς δυνάμεις καί ενεργείας καί προς τάς πράξεις των έντολών του Θεού ανδρειότερος καί κραταιότερος γίνεται».
Ό άνθρωπος καλείται νά γίνει τέλειος κατ' εικόνα καί καθ' ομοίωση του Χριστού (Κολ. 1,28. Έβρ. 10,14· 12,2· 12,23. Ίακ. 1,4), «έν Χριστώ» καί «διά Χριστόν» («έσεσθε τέλειοι» Ματθ. 5,48) καί νά γίνει έτσι κοινωνός τής θείας ;ωής (Β' Πέτρ. 1,4). «Ους προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τής εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτοτοκον έν πολλοίς άδελφοίς» (Ρωμ. 8,29). Γιά μας, γράφει ό Κλήμης ό Άλεξανδρεύς, [ό Χριστός] «ήμίν εικών [έστιν] ή άκηλίδωτος, τούτο παντί σθένει πειρατέον έξομοιούν τήν ψυχήν». Καί ό άγιος Ειρηναίος αναφέρει ότι «μιμηταί μέν των έργων, ποιηταί δέ των λόγων αύτού γινόμενοι κοινωνίαν εχομεν μετ' αύτού, άπό του τελείου καί πρό πάσης κτίσεως αύξησιν λαμβάνοντες οι νεωστί γεγονότες [Σ.τ.μ.: Έμείς πού μόλις δημιουργηθήκαμε], καί άπό του μόνου καλού καί άγαθού, τήν προς Αυτόν όμοίωσιν». Ό Άγιος Ισαάκ ό Σύρος άπό τήν πλευρά του παρατηρεί ότι «ούτω καί οι πατέρες ημών [...] έποίουν, όταν προς έκείνην τήν τελειότητα καί όμοίωσιν, τήν πλήρη ζωής του Κυρίου Ίησού Χριστού έν έαυτοίς έλάμβανον πάντοτε».
Μέ τήν άσκηση των αρετών ό άνθρωπος αποκτά τήν όμοίωση προς τό Χριστό. 'Εχουμε δεί, ότι άπό τή δημιουργία του ό άνθρωπος είχε στην ίδια τή φύση του όλες τίς αρετές, πρύ συνιστούν τήν εικόνα του Θεού μέσα του· άλλα οι αρετές του δόθηκαν έν σπέρματι καί ήταν ευθύνη του άνθρώπου νά τίς αυξήσει, εως ότου τίς οδηγήσει στην πλήρη ανάπτυξη τους· σ' αυτό άλλωστε συνίσταται ή επιτέλεση τής ομοίωσης. Έν Χριστώ αποκαλύπτονται τό αρχέτυπο, ή ίδια ή αρχή καί τό τέλος τής κάθε αρετής. Οι δεδομένες, στή φύση του άνθρωπου κατά τή δημιουργία του, αρετές καί ανεπτυγμένες μέ τήν ελεύθερη μέθεξη του στή θεουργό χάρη του Θεού, φαίνεται άπό τότε ότι δέν είναι κάτι διαφορετικό άπό τή μετοχή του άνθρωπου στίς αρετές του Χριστού. Αυτό διδάσκει καί ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής: «Ει γάρ ουσία τής έν έκάστω αρετής ό εις υπάρχων Λόγος του Θεού μή άμφιβέβληται -ουσία γάρ πασών των αρετών αυτός έστιν ό Κύριος ημών Ίησους Χριστός, ώς γέγραπται: "ός έγενήθη ήμίν σοφία άπό Θεού, δικαιοσύνη τε καί αγιασμός καί άπολύτρωσις" (Α' Κορ. 1,30), απολύτως ταύτα έπ' αύτού λεγόμενα έχων, ώς αύτοσοφία καί δικαιοσύνη καί άγιότης ων, καί ούχ Ός έφ' ημών πρρσδιορισμένως, οίον ώς σσφός άνθρωπος ή δίκαιος άνθρωπος,- πάς δηλονότι άνθρωπος αρετής καθ' εξιν παγίαν μετέχων άναμφηρίστως Θεού μετέχει τής ουσίας τών αρετών, ώς τήν κατά φύσιν σποράν του άγαθού γνησίως κατά προαίρεσιν γεωργήσας καί ταυτόν δείξας τή αρχή τό τέλος καί τήν αρχήν τω τέλει, μάλλον δέ ταυτόν αρχήν ούσαν καί τέλρς, ώς άνόθευτος Θεού τυγχάνων συνήγορος- είπερ παντός πράγματος αρχή καί τέλος ό έπ' αύτώ σκοπός ύπάρχειν πεπίστευται, τήν μέν ώς εκείθεν είληφώς προς τω είναι καί τό κατά μέθεξιν φύσει αγαθόν, τό δέ ώς κατ' αυτήν γνώμη τε καί προαιρέσει τόν έπαινετόν καί προς αυτήν άπλανώς άγοντα έξανύσας δρόμον διά σπουδής, καθ' δν γίνεται Θεός, εκ τοϋ Θεου τό Θεός είναι λαμβάνων, ώς τω κατ' εικόνα φύσει καλώ καί προαιρέσει τήν δι' αρετών προσθείς έξομοίωσιν, διά τής έμφύτου προς τήν ιδίαν αρχήν αναβάσεως τε καί οικειότητος. Καί πληρούται λοιπόν καί έπ' αύτώ τό άποστολικόν ρητόν τό φάσκον: "έν αύτώ γάρ ζώμεν καί κινούμεθα καί έσμέν"» (Πράξ. 17,28) (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί αποριών, 7, ΡG 91,1081-1084).
o Υιός του Θεού, στή δημιουργία καί τή θέωση του ανθρώπου, διαδραματίζει ένα ρόλο ειδικό καί κεντρικό. Τό σχέδιο του Θεού γιά τόν άνθρωπο αποκαλύπτεται καί πραγματοποιείται στον κόσμο ώς το «Μυστήριο τρυ Χριστού» (Έφεσ. 3,4. Κσλ. 1,27· 2,2· 4,3. Α' Τιμ. 3,16). Αλλά στό Μυστήριο του Χριστού αποκαλύπτεται καί πραγματοποιείται τό Μυστήριο τής Τριαδικής Οικονομίας. Ή δημιουργία του άνθρωπου καί ή θέωσή Του φαίνεται ότι είναι τό κοινό έργο τής Αγίας καί Ζωοποιού Τριάδος, τό έργο του εύδοκούντος θελήματος του Πατρός (Έφεσ. 1,5.9. Ματθ. 11,26. Αποκ. 4,11), τό όποιο πραγματώνει ύποστατικώς καί αύτουργικώς ό Υιός (Έβρ. 10,7· Ίωάν. 1,3. 4. 34· 5,30) καί στό οποίο συνεργεί τό Άγιο Πνεύμα, πού ζωοποιεί, αγιοποιεί καί οδηγεί στήν τελειότητα (Γέν. 1,2. Λουκ. 1,35. Πράξ. 2,4-38. Β' Κορ. 13,13. Έφεσ. 1,3-14. Τίτ. 3,4-6. Α' Κορ. 6,11· 12,3-13. Β' Κορ. 3,6). Κάθε θείο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος λοιπόν συνεισφέρει στην πραγματοποίηση τής θείας Οικονομίας μέ συγκεκριμένο τρόπο. Τό έργο δμως κάθε προσώπου συνδέεται σταθερά μέ τό έργο τών δύο άλλων προσώπων στην πραγματοποίηση του κοινού θελήματος, ένω τό κάθε πρόσωπο συμμετέχει καί συνεργεί κατά τήν υπόσταση του. Οι Πατέρες φρονούν δτι ή δημιουργία του άνθρωπου, (όπως καί αυτή του κόσμου), έχουν ώς πηγή τή μεγάλη προαιώνια Βουλή τής Αγίας καί Όμοουσίου Τριάδος. Οι Πατέρες και ή όλη Παράδοση τής Εκκλησίας βλέπουν στον πληθυντικό αριθμό τής διατύπωσης «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμρίωσιν» (Γέν. 1,26) μιά έκφραση του τριαδικού χαρακτήρα τής δημιουργίας του άνθρώπου. Ή Μεγάλη Τριαδική Βουλή θέλησε ό άνθρωπος νά γίνει μέτοχος καί κοινωνός τής αιώνιας καί μακάριας ζωής τής θείας Τριάδος.
 Οι Πατέρες επιβεβαιώνουν επίσης ότι ό άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Υιού του Θεού-, γιατί όπως λέγει ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «ει δέ χρή τι καί ουκ άπιθάνως ειπείν, άναγκαίον ην ημάς μέλλοντας υιούς όνομάζεσθαι Θεού, κατ' εικόνα του Υιού γενέσθαι μάλλον, ίν' ήμίν έμπρέπη καί ό της υιότητος χαρακτήρ». Ό κατ' εικόνα του Υιού του Θεού δημιουργηθείς άνθρωπος είναι στην πραγματικότητα πλασμένος κατ' εικόνα της Αγίας Τριάδος. Συναφώς, γράφει ό άγιος Κύριλλος, ότι «Ούκούν κάν ει γέγονε κατ' εικόνα του Υιού ό άνθρωπος, καί ούτως εστί κατ' εικόνα Θεού· όλης γάρ αύτώ της ομοουσίου Τριάδος οι χαρακτήρες έλλάμπουσιν, άτε δη καί μιας ούσης της κατά φύσιν θεότητος της έν Πατρί καί Υιώ καί Άγίω Πνεύματι». Ό Χριστός «έστιν εικών του Θεού του αοράτου» (Κολοσ. 1,15), τό «άπαύγασμα της δόξης καί χαρακτήρ της υποστάσεως» (Έβρ. 1,3) του Πατρός. Ό Υιός, μέ τη σάρκωση Του οδηγεί στη γνώση του Πατρός (Ματθ. 11,27· Ίωάν. 8,19· 14, 6-7. 9). Ή τέλεια εικόνα του Πατρός εΐναι έν Χριστώ καί προς αυτή ό άνθρωπος προσκαλείται νά γίνει σύμμορφος: «έσεσθε ύμείς τέλειοι, ώσπερ ό πατήρ υμών ό έν τοις ούρανοίς τέλειος έστιν» (Ματθ. 5,48) καί «γίνεσθε οίκτίρμονες, καθώς καί ό πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. 6,36). Κάθε δωρεά, πού λαμβάνει ό άνθρωπος, κάθε τελειότητα, κάθε αρετή μέ τήν οποία κοινωνεί του Χριστού έχει τήν πηγή της στον Πατέρα: «πάσα δόσις αγαθή καί πάν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον άπό του πατρός τών φώτων» ('Ιακ. 1,17). Ετσι εν Αύτώ, ό Χριστός μας ενώνει μέ τόν Πατέρα. Ό Χριστός μας ενώνει καί μέ τό Άγιο Πνεύμα, γιατί θέλει νά μας εισάγει στους κόλπους της τριαδικής ζωής καλώντας νά είμαστε «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β' Πέτρ. 1,4). ΟΙ δέ αρετές, (πού όνομάζονται καί τελειότητες, ενέργειες, χάριτες), διά τών οποίων πραγματοποιείται ή κοινωνία είναι ή δόξα, τό φώς, ή χάρη, οι ενέργειες, οι τελειότητες, τά κοινά ιδιώματα όλων τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος (πρβλ. Β' Κορ. 13,13). Νά λοιπόν γιατί οι Πατέρες μπορούν νά αναφέρουν τά ιδιώματα καί στα τρία Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος: τά αποδίδουν στον Πατέρα, ώς πηγή τους· στον Υιό, ως τό Πρόσωπο, πού τις εκφράζει υποστατικά καί καθιστά κοινωνούς τών αρετών τους ανθρώπους, πού πιστεύουν σ' Αυτόν· στό Άγιο Πνεύμα, ώς τό Πρόσωπο, πού είναι Φορέας καί Δωρητής τών αρετών. 
Οι Πατέρες κάποτε αποκαλούν τίς αρετές φώς ή δόξα του Πατρός, άλλοτε χάρη, φώς ή δόξα του Υιού καί άλλοτε χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τό Άγιο Πνεύμα, ώς Φορέας καί Δωρητής των χαρίτων, των αρετών ή των άκτιστων ενεργειών παίρνει μερικές φορές τό όνομα τών αρετών καί έτσι καλείται: Πνεύμα Χάριτος, Πνεύμα Σοφίας, Πνεύμα Δυνάμεως, Πνεύμα Δόξας, Πνεύμα Γνώσεως, Πνεύμα Φόβου Θεού, Πνεύμα Αληθείας (Ήσ. 42,1-4· 61,1. Ματθ. 12,18. Ίωάν. 14,17· 15,26. Έφεσ. 1,17. Έβρ. 2,4. Γαλ. 5,22· Β' Τιμ. 1.7. Α' Πέτρ. 4,14 κ.λπ.). Ό Προφήτης Ησαΐας καί ή Αποκάλυψη μιλούν γιά τό Άγιο Πνεύμα σέ πληθυντικό αριθμό: «τά επτά πνεύματα του Θεού» (Ήσ. 11, 1-3· Άποκ. 1,4· 3,1 4,5· 5,6), τρόπος πού κατά τους Πατέρες σημαίνει τίς ενέργειες ή τίς χάριτες του Αγίου Πνεύματος. Μπορούμε ισοδύναμα νά μιλήσουμε γιά τό Άγιο Πνεύμα, όπως ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος πού αναφέρει ότι ό άνθρωπος πλάσθηκε «κατά τήν "εικόνα" τοϋ Πνεύματος». Ή κατάφαση αυτή συνάπτεται μέ τή διδασκαλία του αγίου Ειρηναίου" καί τών πρώτων Πατέρων, πού βλέπουν τό Άγιο Πνεύμα στην πνοή ζωής, που εμφυσήθηκε στον άνθρωπο κατά τή δημιουργία του (Γέν. 2,7). 
Ή απόδοση τών ιδίων αρετών στον κατά Χριστό άνθρωπο καί στον έν Αγίω Πνεύματι άνθρωπο φανερώνει οτι οι αρετές είναι κοινές ενέργειες τών τριών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος άλλα καί επιπλέον ότι στή δημιουργία καί τή θέωση του άνθρωπου, ό Υιός καί τό Πνεύμα συνεργάζονται στενά στά πλαίσια τής πραγματοποίησης του θελήματος του Πατρός, πού είναι ταυτόχρονα καί θέλημα τους. Ό άγιος Ειρηναίος ονομάζει τόν Υιό καί τό Άγιο Πνεύμα «χείρ[ας] του Πατρός». Κατ' αυτό τόν τρόπο ό άνθρωπος καί όλα τά όντα δημιουργήθηκαν διά του Υιού (Ίωάν. 1,3) έν Αγίω Πνεύματι. Γράφει ό Μέγας Αθανάσιος ότι «ό γάρ Πατήρ διά του Λόγου έν τω Πνεύματι κτίζει τά πάντα, έπεί ένθα ό Λογος, έκεί καί τό Πνεύμα· καί τά διά του Λόγου κτιζόμενα έχει έκ του Πνεύματος παρά του Λόγου τήν του είναι ίσχύν». «Βουλήμάτι μέν του Πατρός» τά κτίσματα [Σ.τ.μ.: Τό σχετικό κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου αναφέρεται ειδικότερα στά λειτουργικά πνεύματα, δηλαδή στον αγγελικό κόσμο] «ύπάρχειν, ενεργεία δέ του Υιού εις τό είναι παράγεσθαι, παρουσία δέ του Πνεύματος τελειούσθαι». Κάθε αρετή στον άνθρωπο έχει τήν αναφορά της στον Υιό άλλα ζωοποιείται, αγιάζεται καί τελειούται άπό τό Άγιο Πνεύμα στό όνομα του Πατρός. Ή εικόνα καί ή ομοίωση του Θεού στον άνθρωπο, συνεπώς, είναι θέλημα του Πατρός, πραγματοποιείται διά του Υιού, ολοκληρώνεται έν Αγίω Πνεύματι καί οδηγείται στην τελείωση άπό Αυτό [Σ.τ.μ.: τό Άγιο Πνεύμα]. Τό επιτελούμενο μέ τή Σάρκωση του Χριστού έργο γίνεται τή συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Ό Χριστός επιτρέπει στον άνθρωπο, πού στρέφεται προς Αυτόν νά λάβει τό Άγιο Πνεύμα καί τό Πνεύμα ενώνει τόν άνθρωπο μέ τό Χριστό καί δι' Αύτού μέ τόν Πατέρα. Τό Άγιο Πνεύμα μεταδίδει τό πληρωμα τής θεότητας σέ κάθε μέλος του σώματος του Χριστού. Διά του Πνεύματος ό άνθρωπος πραγματώνει έν Χριστώ την προς τόν Θεό ομοίωση, καθώς διά του Πνεύματος κοινωνεί μέ τους άλλους ανθρώπους καί τελοποιεί κάθε δώρημα Κορ. 12,11) καί κάθε αρετή. Ό Μέγας Βασίλειος ονομάζει τό Άγιο Πνεύμα «πηγή άγιασμού». Τό Άγιο Πνεύμα δείχνει στον πιστό «τήν εικόνα του αοράτου» καί «έν τω μακαρίω τής εικόνος θεάματι τό άρρητον όψει του αρχετύπου κάλλους». «Διά τούτου τών προκοπτόντων τελείωσις». Αυτό θεώνει τόν άνθρωπο, τόν καθιστά σύμμορφο του Χριστού καί ό έν Χριστώ άνθρωπος είναι σύμμορφος του Πατρός. Πνεύμα «τελειούν», τό ονομάζει ό Άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός. 
Συνεπώς, μόνο έν Αγίω Πνεύματι ό άνθρωπος μπορεί νά πραγματοποιήσει τό Αρχέτυπο τής φύσης του δηλαδή νά ομοιάσει στο Χριστό. Γιά νά κατοικεί ό Χριστός μέσα του, πρέπει καί τό Άγιο Πνεύμα νά κατοικεί μέσα του, δηλαδή νά γίνει ό άνθρωπος πνευματοφόρος. Ή απόκτηση τής όμοίωσης μέ τό Χριστό καί ή απόκτηση του Αγίου Πνεύματος βρίκονται σέ αντιστοιχία καί σέ σχέση αμοιβαίας προϋπόθεσης [Σ.τ.μ.: ή μία αποτελεί προϋπόθεση γιά τήν άλλη καί αντίστροφα]. Ό χριστιανός ζώντας έν Χριστώ λαμβάνει τό Άγιο Πνεύμα, πού πέμπεται άπό τόν Πατέρα έν τώ ονόματι του Υιού (Ίωάν. 14,26). Ζώντας έν Αγίω Πνεύματι ενώνεται μέ τό Χριστό διά τής μετοχής του στίς αρετές του Χριστού, τίς δωρεές του Αγίου Πνεύματος. 
Γιά νά φθάσει ό άνθρωπος στην τελείωση τής ύπαρξης του έν Χριστώ, γιά νά πραγματώνει καθολοκληρία τή φύση του, τής οποίας κανόνας, αρχή καί τέλος είναι ό Χριστός καί γιά νά βρίσκει έτσι τή σωτηρία, τήν αληθινή ζωή καί τήν πλήρη υγεία του, οφείλει νά ζει σύμφωνα μέ τό Άγιο Πνεύμα, νά ζει αγιοπνευματικά. 
 O άνθρωπος δημιουργήθηκε πνεύμα ψυχή και σώμα ώστε νά λαμβάνει τό Άγιο Πνεύμα καί νά είναι καθολοκληρία πνευματοφόρος, ζώντας καθόλη τήν ύπαρξή του έν Πνεύματι. Μόνο με την πραγμάτωση αυτού του έργου εκπληρώνει τον προορισμό του καί ζει σύμφωνα με την αληθινή φύση του. 
Σύμφωνα μέ τους Πατέρες, ό άνθρωπος γενικά είναι υγιής, όταν σέ κάθε στιγμή βρίσκεται σέ κατάσταση, πού αντιστοιχεί στην ανάπτυξη όλης της ύπαρξης του ή ίσοδύναμα στό πλήρωμα της αληθινής φύσης του. Επομένως ή αυθεντική φύση του καί ή πραγματική ζωή είναι ή επιτέλεση της τελειότητας της ύπαρξης του κατά τό θέλημα τού Θεού, μέ τό νά γίνει ό άνθρωπος σύμμορφος τού Χριστού έν Αγίω Πνεύματι. Ή φυσική καί ή φυσιολογική ζωή τού άνθρωπου είναι ή έν Χριστώ ζωή, γι' αυτό καί ό Τερτυλιανός ομιλεί γιά τήν ψυχή, πού είναι άπό τή φύση της χριστιανική. Ό άνθρωπος πλάσθηκε «έκ φύσεως» μέ τάση προς τό Θεό. Γράφει ό άγιος Νικήτας Στηθάτος ότι ή ψυχή «[έφεσιν] έχει μάλλον ιδίαν έπί τά θεία φυσικώς κινουμένην», «της εφέσεως ιδίας ούσης αυτής έπί πράγμασιν άθανάτοις». Μέ τό ίδιο νόημα ό Μέγας Αντώνιος γράφει ότι ή αναζήτηση καί διακονία τού Θεού αποτελούν πάντοτε γιά τόν άνθρωπο μιά φυσική άναζήτηση. Ή ψυχή οδηγείται έκ φύσεως νά γνωρίσει καί ν' αναγνωρίσει τό Θεό· αυτή είναι ή φυσιολογική κατάστασή της καί ή απόδειξη της υγείας της, όπως επιβεβαιώνει ό Τερτυλιανός μέ τήν παρατήρηση ότι ή ψυχή [...] όταν επιστρέφει στον εαυτό της σάν νά βγαίνει άπό κατάσταση μέθης ή ύπνου, ή άπό κάποια ασθένεια, καί βρίσκεται στή φυσιολογική κατάσταση υγείας της, ονομάζει τό Θεό μ' αύτό τό μοναδικό όνομα καθώς τούτο είναι τό όνομα τού αληθινού Θεού.
Ή μετοχή στή μακάρια ζωή της Αγίας Τριάδος είναι ό φυσιολογικός σκοπός της φύσης καί της ζωής των ανθρώπων. Ό Μέγας Αντώνιος γράφει σχετικά ότι ή αγάπη πού έχω γιά σας, μέ κάνει νά καθικετεύω τό Θεό νά σας προτρέπει στή θεωρία τού αοράτου ώς κληρονομιάς σας, τό όποιο βεβαίως, παιδιά μου δέν υπερβαίνει τή φύση μας άλλα τή δοξάζει καί τήν τιμά φυσιολογικά (Επιστολή, 5, 4). Ή φυσιολογική κατάσταση γιά τόν άνθρωπο είναι ή πλήρης ένωση του μέ τό Θεό: ό Αδάμ δημιουργήθηκε επιτελώντας τούτη τήν ένωση καί ό Χριστός έρχεται νά υπενθυμίσει στον πλανημένο άνθρωπο ότι άν θέλει νά ξαναβρεί τήν αληθινή του φύση, ή μεγαλύτερη εντολή είναι: «αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου έξ όλης της καρδίας σου καί έξ όλης της ψυχής σου καί έξ όλης της διανοίας σου και έξ όλης της ισχύος σου» (Μάρκ. 12,30· Ματθ. 22,37· πρβλ. Δευτ. 6,5). Φαίνεται συνεπώς ότι ό άνθρωπος κάνει φυσιολογική χρήση των δυνάμεων του, σύμφωνη προς τή φύση τους, όταν στρέφει τό σύνολο των δυνάμεών του προς τό Θεό ώστε δι' αυτών νά ενωθεί μαζί Του. 
Τό 'ίδιο στοιχείο συνιστά τις αρετές μέσα στον άνθρωπο. 
Ό Μέγας Βασίλειος γράφει: «Πασών των δοθεισών ημίν εντολών παρά Θεού, τούτων καί τάς δυνάμεις παρ' αυτού προειλήφαμεν [...]. Καί διά τούτων τών δυνάμεων, ορθώς μέν καί προσηκόντως ενεργούντες, τόν κατ' άρετήν εύσεβώς συμπληρούμεν βίον. Καί έστιν ούτος [...] της παρά Θεού επιζητουμένης αρετής [όρος], ή έξ αγαθού τού συνειδότος κατ' έντολήν τού Κυρίου χρήσις αυτών». Μέ άλλα λόγια τό νά διάγει ό άνθρωπος ενάρετη ζωή σημαίνει νά ζει σέ συμφωνία μέ τήν ίδια του τή φύση, δηλαδή νά χρησιμοποιεί όλες του τις δυνάμεις γιά τό σκοπό, πού δημιουργήθηκαν: νά προσανατολίζονται προς τό Θεό καί νά επιτελούν τό καθ Ομοίωση. Οι Πατέρες σταθερά καταφάσκουν τήν ταυτότητα μεταξύ της κατά φύση ζωής καί της ενάρετης ζωής. Ώς κατά φύση ζωή ορίζουν τήν αρχέγονη, προπτωτική κατάσταση τού Αδάμ καί τή ζωή τού άνακαινισθέντος έν Χριστώ άνθρωπου. Ό Ευάγριος γράφει ότι καί άν είναι πολλές οι αρετές, πού εργαζόμαστέ, τις καλλιεργούμε σέ συμφωνία μέ τή φύση. Καί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός σημειώνει: «Μένοντες ούν έν τω κατά φύσιν έν τή αρετή έσμεν». Ό Άγιος Ισαάκ ό Σύρος ρητα επισημαίνει οτι «ή αρετή φυσικώς εστίν έν τη ψυχή». «Έκ τούτων» (δηλαδή των αρετών), «άξιούταί τις άναλαβέσθαι εαυτόν καί επανελθείν εις τό κατά φύσιν διά τής καθάρσεως τών άγιων εντολών τού Θεού», αναφέρει παρόμοια καί ό άγιος Δωρόθεος Γάζης. Καί ό Ιωάννης ό Ερημίτης λέγει ότι όταν ό άνθρωπος διά τών αρετών στρέφεται προς τήν ψυχή του παραμένει στήν τάξη τής όλης φύσης του.
Παρόμοια, οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι ή κατάσταση τής αρετής αντιστοιχεί μέ τήν αληθινή υγεία γιά τόν άνθρωπο. Ή αρετή είναι ή φυσική υγεία τής ψυχής γράφουν ό άγιος Δωρόθεος Γάζης όπως καί ό Μέγας Βασίλειος καί ό Ευάγριος'. Ό Μάξιμος ό Όμολογητής παρατηρεί: «ώσπερ ύγίεια [...] προς τό σώμα θεωρείται τού ζώου, ούτως αρετή [...] προς τήν ψυχήν». Ό άγιος Ισαάκ ό Σύρος σημειώνει ότι «ή αρετή υγεία εστί τής ψυχής φυσικώς» . Θα μπορούσαμε να πούμε δτι ή αρετή έχει μεγαλύτερη σημασία γιά τήν ψυχή άπ ότι ή υγεία γιά τό σώμα, καθώς ό Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «[αί άρεταί] οίκειότεραί είσι τή ψυχή μάλλον, ή τω σώματι ή υγεία».
Μόνο μέ τήν άσκηση τών αρετών καί μάλιστα τής κορωνίδας τών αρετών, δηλαδή τής αγάπης, ό άνθρωπος καθίσταται ικανός γιά τήν πνευματική γνώση καί θεωρία. Σ' αυτή τήν κατάσταση, ό νους καί όλες οι άλλες δυνάμεις τού άνθρώπου ασκούνται καί λειτουργούν σύμφωνα προς τό σκοπό τής φύσης του. Ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος υπενθυμίζει σχετικά, ότι ό άνθρωπος «επόπτης έκτίσθη τής όρωμένης κτίσεως καί μύστης τής νοουμένης». Ό Κλήμης ό Αλεξανδρείας, πού χαρακτηρίζει τόν άνθρωπο «"φυτόν ούράνιον" ώς αληθώς» καί συμπληρώνει ότι «έπί τήν ουρανού [έ]γέν[ετο θέαν». Σ' αυτή μόνο τήν ενέργεια του, πού τού αρμόζει πλήρως, ό νους τού άνθρωπου καί δι' αυτού όλη ή ψυχή του βρίσκουν τό πλήρωμα τής υγείας τους. «"Ωσπερ ύγίεια [...] προς τό σώμα θεωρείται τού ζώου [...], ούτω [...] καί γνώσις [...] προς τόν νούν» σημειώνει ό άγιος Μάξιμος. Στό ίδιο πνεύμα ό Εύάγριος, πού θεωρεί τήν πνευματική γνώση ως «[τήν] τής ψυχής ύγίειαν» γράφει: «"Οταν ή λογική φύσις τήν αυτής θεωρίαν δέξηται, τότε καί ή τού νοός δύναμις τέλείος έσται». Όμοια, ό Θαλάσσιος σημειώνει ότι «υγεία ψυχής [...] γνώσις [έστιν]».
Αυτή ή θεωρία στον πρώτο βαθμό είναι ή θεωρία τών πνευματικών λόγων τών όντων, τήν οποία οι Πατέρες ονομάζουν φυσική θεωρία. Άν καί δίνει στον άνθρωπο μιά πραγματική γνώση τών όντων καί επιπλέον τόν υψώνει μέχρι τόν Ποιητή καί Δημιουργό τους, δέν παύει νά παραμένει μιά έμμεση γνώση τού Θεού. 
Ή γνώση / θεωρία τού Θεού καθεαυτή είναι δωρεά τού Θεού καί συντελείται έν Πνεύματι. Μ' αυτή ό άνθρωπος φθάνει στόν υψηλότερο βαθμό τελειότητας, στον όποιο καλείται διά τής φύσεως του. Μέ τή γνώση αύτή ή μάλλον μέ τή «θέα» τού Θεού ό άνθρωπος πληρούται μέ τό φώς τής άκτιστης χάρης καί θεώνεται πλήρως. 


(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ''Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ'' σελ. 22-57)

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top