«Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου» 


Ένας σύντομος συμπληρωματικός σχολιασμός



Μετά τόν σχολιασμό τῆς «Εἰσηγήσεως τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν τελικῶν Κειμένων τῆς ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», στό πρῶτο μέρος τῆς παρούσης μελέτης μας, προχωροῦμε στό δεύτερο, στό ὁποῖο θά προσπαθήσουμε νά σχολιάσουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τό «Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου» τό ἀπό 17ης / 30ης Ἰουνίου 2017. Τό κείμενο αὐτό συντάχθηκε, (ὅπως ἐκ τῶν ὑστέρων ἐξακριβώθηκε ἀπό τόν γράφοντα ἀπό ἔγκυρη πηγή), ἀπό τόν Προηγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων ἀρχιμ. Βασίλειο (Γοντικάκη), «κατά παραγγελίαν» τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Εἰσήχθη πρός μελέτη καί ἔγκριση στήν Ἔκτακτη Διπλῆ Ἱερά Σύναξη τῆς 17ης / 30ῆς Ἰουνίου 2017. Οἱ περισσότερες Ἱερές Μονές τό ψήφησαν, ἐνῶ πέντε μόνο, οἱ Ἱερές Μονές Ξηροποτάμου, Γρηγορίου, Καρακάλου, Φιλοθέου καί Κωνσταμονίτου, τό ἀπέρριψαν. Ἔτσι τό «Μήνυμα» δημοσιεύθηκε ὡς ἐπίσημο πλέον κείμενο τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τόν παρά πάνω τίτλο, τό ὁποῖο σέ σύγκριση μέ τό προηγούμενο πού σχολιάσαμε, (τήν Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς), ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἐπισημότητα καί βαρύτητα. Ἀποτελεῖ τρόπον τινά τήν τελευταία λέξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους γύρω ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, (τουλάχιστον μέχρι στιγμῆς). 



Τό «Μήνυμα» ἀπευθύνεται πρός τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, «ἐξ αἰσθήµατος εὐθύνης καί σεβασµοῦ πρός τήν Ἁγίαν ἡµῶν Ἐκκλησίαν καί τό πλήρωµα Αὐτῆς». Ὁ συντάκτης αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά μνημονεύσει στήν εἰσαγωγή τά δύο προηγούμενα ἐπίσημα ἁγιορειτικά κείμενα, γιά τά ὁποῖα ἔγινε λόγος στό πρῶτο μέρος τῆς μελέτης μας, δηλαδή τήν Ἱεροκοινοτική ἐπιστολή πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, (12/25 Μαΐου 2016), καί τήν Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς, (13/26 Νοεμβρίου 2016). Μέ τήν μνημόνευση αὐτή τό Μήνυμα ἐμφανίζεται ὡς συνέχεια «τῶν ἤδη γνωστοποιηθέντων κατά τό τελευταῖον διάστηµα ἐπισήµων κειµένων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόσον τῶν θέσεων αὐτοῦ πρό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅσον καί τῆς ἀποτιµήσεως τῶν τελικῶν κειµένων τῆς Συνόδου». Ὡστόσο ὅμως, ὅπως θά φανεῖ στήν συνέχεια, τό κείμενο αὐτό σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει ὀργανική συνέχεια τῶν δύο προηγουμένων ἁγιορειτικῶν κειμένων. Ἐάν τό Μήνυμα ἀποτελοῦσε ὄντως ὀργανική συνέχεια, θά ἔπρεπε ὁ συντάκτης νά παραθέσει, ἂν μή τί ἄλλο, τουλάχιστον τά πορίσματα καί τίς διαπιστώσεις τῆς Εἰσηγήσεως τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς. Πουθενά ὅμως στό Μήνυμα δέν γίνεται ἡ παραμικρή ἀναφορά, ὁ παραμικρός ὑπαινιγμός στίς διαπιστώσεις τῆς Εἰσηγήσεως. Ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο σέ ἕναν ἁπλό ἀναγνώστη πού δέν ἔχει θεολογικές γνώσεις, ἐμφανίζεται ξεκάρφωτο καί ἄσχετο μέ τά προηγούμενα ἐπίσημα ἁγιορειτικά κείμενα. Μέ ἕνα κείμενο, πού δέν ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες του, νά πληροφορηθεῖ ὑπεύθυνα καί ξεκάθαρα, ποιά εἶναι ἡ φωνή τοῦ Ἁγίου Ὄρους γύρω ἀπό τήν Σ.τ.Κ.. Νά μάθει, ποιά ἀπάντηση ἔχει νά δώσει τό Ἅγιον Ὄρος πάνω σέ ὁρισμένα πολύ ἁπλᾶ καί καυτά ἐρωτήματα: 



Τελικά τί ἦταν ἡ Σ.τ.Κ.; Ἦταν μιά ἀληθινή Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἢ μιά ψευδοσύνοδος; Ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἔλαβε Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. ἀποτελεῖ ὀργανική συνέχεια τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ συνοδικοί ἀρχιερεῖς ἐδογμάτισαν ὀρθοδόξως καί οἱ ἀποφάσεις των εἶναι καρπός θείου φωτισμοῦ καί ἐμπνεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Σέ τελική ἀνάλυση, ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο κινεῖται σέ μιά ἐντελῶς ἄλλη ἀτμόσφαιρα, τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀναστάσεως, στήν ὁποία συρράπτονται στοιχεῖα Ἐκκλησιολογίας, Σωτηριολογίας, Χριστολογίας καί Ἐσχατολογίας. Ὁ συντάκτης μέ πολλή τέχνη καί διπλωματικό τρόπο ἀποφεύγει νά ἀπαντήσει στά παρά πάνω ἁπλᾶ καί καυτά ἐρωτήματα, ἀκριβῶς γιατί, ἂν απαντήσει, εἴτε θά ἐξοργίσει τό Φανάρι, εἴτε θά ἔρθει σέ κραυγαλέα ἀντίθεση μέ πλῆθος μελετῶν καί δημοσιεύσεων, πού ἀποδεικνύουν τετραγωνικά, ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. δέν ἦταν ἀληθινή ὀρθόδοξη Σύνοδος, ὁπότε θά ἐξοργίσει τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν εἰσαγωγή, στή δεύτερη παράγραφο, ὁ συντάκτης ἐκδηλώνει, τί εἶναι ἐκεῖνο πού κατά βάθος τόν ἀπασχολεῖ, καί πού στοχεύει τό Μήνυμα: Ὁ στόχος εἶναι νά κατασταλοῦν οἱ ταραχές καί οἱ ἀντιδράσεις ἔσωθεν καί ἔξωθεν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ὄχι νά σχολιασθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ.. 


Γράφουν οἱ Ἁγιορεῖτες: «Διαρκῶς παρατηρεῖται μιά ὑποβόσκουσα ταραχή προκαλουμένη ἀπό ἀντιδράσεις κατά ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου (Κρήτη, 2016). Προτείνονται ἀποτειχίσεις καί διακοπαί τοῦ μνημοσύνου τῶν οἰκείων ἐπισκόπων. Ἐπειδή εἴμεθα ἀποδέκται αὐτῶν τῶν ἀνησυχιῶν, καί εὑρισκόμενοι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀπευθύνομεν πρός ὅλους τόν χαιρετισμόν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ: Εἰρήνη ὑμῖν. Δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς, ἐφ᾿ ὅσον εὑρίσκεται μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Ἀναστάς Κύριος». 



Κατά τόν συντάκτη, διαπιστώνονται μέν ταραχές καί ἀντιδράσεις, ἀκόμη καί ἀποτειχίσεις καί διακοπαί μνημοσύνων, ἀλλά αὐτές δέν δικαιολογοῦνται, διότι βρισκόμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔχουμε μαζί μας τόν Ἀναστάντα Κύριο. 

Τό ὅτι δέν δικαιολογοῦνται οἱ ἀποτειχίσεις, αὐτό τό ἐπεσήμανε ἤδη ἡ Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή στήν Εἰσήγησή της, ὅπως εἴδαμε στό Α΄ μέρος τῆς μελέτης μας. Μέ πολύ ἔντεχνο τρόπο ἀποφεύγει ὁ συντάκτης νά ἀναφερθεῖ στήν αἰτία τῶν ἀντιδράσεων καί τῶν ἀποτειχίσεων. Ξέρει πολύ καλά, ὅτι ἡ αἰτία εἶναι οἱ κακόδοξες ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ., ἀλλά μέ αὐτές δέν θέλει ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ νά καταπιαστεῖ. Τίς ἀποφεύγει, ὅπως ὁ διάβολος τό λιβάνι. Γι᾿ αὐτό καί καταφεύγει στόν ἀναστάντα Κύριο, ὁ Ὁποῖος καλεῖται νά τόν βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδο. Δέν γνωρίζουν ἄραγε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, πού υἱοθέτησαν αὐτό τό κείμενο, ὅτι τότε μόνον «εὑρισκόμεθα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας» καί ὁ ἀναστάς Κύριος βρίσκεται ὄντως μαζί μας, ὅταν ἐμεῖς κρατοῦμε τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀνόθευτη καί ἀπαραχάρακτη, σύμφωνα μέ τήν διακήρυξή Του ὅτι «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»; (Ἰω. 14, 6). Δέν διάβασαν ποτέ τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ ἁγιορείτου, ὅτι «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί»; Αὐτοί πού ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τῆς ἀληθείας καί αὐτοί πού δέν ἀνήκουν στήν ἀλήθεια, δέν εἶναι οὔτε τῆς Ἐκκλησίας. Δέν γνωρίζουν, ὅτι σέ καμιά περίπτωση δέν βρίσκεται ὁ ἀναστάς Κύριος, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ αἵρεση, ἐκεῖ ὅπου συγκροτοῦνται ψευδοσύνοδοι, ἐκεῖ ὅπου ὑπογράφονται κακόδοξες ἀποφάσεις, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει συμπόρευση μέ τήν αἵρεση, ἢ ἔνοχη σιωπή ἀπέναντι στήν αἵρεση; 



Σχετικά μέ τήν ἔνοχη αὐτή σιωπή, ὁμιλώντας ὁ Ἀποστόλος Παῦλος πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, γράφει: «καθαρός ἐγώ ἀπό τοῦ αἵματος πάντων· οὐ γάρ ὑπεστειλάμην τοῦ μή ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τήν βουλήν τοῦ Θεοῦ», (Πραξ. 20, 26-27). Ὁ δέ μέγας Βασίλειος, σχολιάζοντας τόν παραπάνω λόγο τοῦ Ἀποστόλου, γράφει: «Ὁ δέ σιωπήσας μόνον, ἔνοχος τοῦ αἵματος τῶν ἁμαρτανόντων εὑρίσκεται». Κατά τόν συντάκτη, «δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς», ὅλα πηγαίνουν καλά, ὄχι μόνο διότι ἔχουμε μαζί μας τόν Ἀναστάντα Κύριο, ἀλλά καί γιά ἕναν ἀκόμη λόγο, τόν ὁποῖο ἐπεσήμανε στήν Εἰσήγησή της ἡ Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή: γιά τόν λόγο, ὅτι ἀφ᾿ ἑνός μέν ἡ Σ.τ.Κ. ἦταν μέν Ὀρθόδοξη, ἀλλά μέ μερικά λαθάκια, ἀτέλειες καί ἀμφισημίες, πού πρέπει νά διορθωθοῦν, καί ἀφ᾿ ἑτέρου, διότι δέν ὑπογράφθηκε «ἑνωτικός ὅρος». Περί αὐτῶν ὅμως ἔχει ἤδη γίνει σχολιασμός στό Α΄ μέρος τῆς μελέτης μας. Παρά κάτω γράφουν: «Ἡ Σύνοδος ἔγινε µετά ἀπό πολυχρόνιον προετοιµασίαν. Πρό τῆς Συνόδου τά προετοιµασθέντα κείµενα ἐκοινοποιήθησαν πρός γνῶσιν τῶν πιστῶν καί µέ τήν δυνατότητα ἐκφράσεως κάποιας γνώµης. Τό Ἅγιον Ὄρος ἐπί σειράν ἐτῶν µετά σαφηνείας διετύπωσε τάς ἀπόψεις του διά τούς γινοµένους διαλόγους µετά τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν. Κατά τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου οἱ ἀρχιερεῖς ἐξέφρασαν τάς προσωπικάς των ἀπόψεις. Κάποιοι ἐξ αὐτῶν διετύπωσαν τάς ἀντιρρήσεις των µέ σεµνόν τρόπον, χωρίς νά διακόπτουν τάς σχέσεις των µέ τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλα εἶναι καταγεγραµµένα». Τό ὅτι προηγήθηκε «πολυχρόνιος προετοιµασία», ἢ ὅτι τά «κείµενα ἀκοινοποιήθησαν πρός γνῶσιν τῶν πιστῶν», αὐτά ὅλα εἶναι γνωστά. Δέν εἶναι ἐδῶ τό πρόβλημα. 



Το πρόβλημα βρίσκεται ἀλλοῦ: στόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο συγκροτήθηκε ἡ Σ.τ.Κ. καί στίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε. Εἶναι γνωστό ἐπίσης, ὅτι «τό Ἅγιον Ὄρος ἐπί σειράν ἐτῶν µετά σαφηνείας διετύπωσε τάς ἀπόψεις του διά τούς γινοµένους διαλόγους µετά τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν». Τό ἐρώτημα εἶναι: Ἔγιναν δεκτές οἱ ἀπόψεις αὐτές τοῦ Ἁγίου Ὄρους σχετικά μέ τούς Διαλόγους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γιατί λοιπόν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες δέν διακηρύσσουν μέ θάρρος καί παρρησία στό λαό, ὅτι οἱ κατά πάντα ὀρθόδοξες προτάσεις τους σχετικά μέ τούς Διαλόγους δέν ἔγιναν δεκτές ἀπό τήν Σ.τ.Κ.; Κάνουν ἐπίσης λόγο γιά τήν δυνατότητα πού δόθηκε στούς πιστούς νά ἐκφράσουν τή γνώμη τους πρό τῆς Σ.τ.Κ. Ὁ λαός, ὁ κλῆρος καί ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ μοναχικοῦ κόσμου πράγματι ἐξέφρασε τίς ἀπόψεις του, καί μάλιστα μέ ἐπίσημο καί πανηγυρικό τρόπο, στήν πολύ σημαντική Ἡμερίδα, πανορθοδόξου ἐμβελείας, πού διοργάνωσαν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καί Πειραιῶς, καθώς καί ἡ «Σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν», στίς 23 Μαρτίου 2016, στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας Πειραιῶς. Τί ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν στήν Ἡμερίδα ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψη της ἡ Σ.τ.Κ.; Τίποτε ἀπολύτως. Ἀναφέρουν ἐπίσης, ὅτι «Κατά τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου οἱ ἀρχιερεῖς ἐξέφρασαν τάς προσωπικάς των ἀπόψεις. Κάποιοι ἐξ αὐτῶν διετύπωσαν τάς ἀντιρρήσεις των µέ σεµνόν τρόπον, χωρίς νά διακόπτουν τάς σχέσεις των µέ τήν Ἐκκλησίαν». Γιατί ὅμως ἀποσιωποῦν τό τί ἐλέχθησαν καί διεπράχθησαν στό παρασκήνιο τῆς Σ.τ.Κ.; Ποιές ἀφόρητες πιέσεις ἀσκήθηκαν σέ ὅσους διαφώνησαν μέ τίς ἀποφάσεις της, γιά τίς ὁποῖες μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, αὐτόπτης μάρτυς τῶν διαδραματισθέντων στήν Σ.τ.Κ.; 



Γιατί ἀποσιωποῦν, ποιές παράνομες μεθοδεύσεις ἐπιχειρήθηκαν, πού θυμίζουν τίς μεθοδεύσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας; Δέν γνωρίζουν ἄραγε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅτι κατά τήν διεξαγωγή τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» σημειώθηκαν κατά παράβαση τοῦ Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς ἀντικανονικές ἐνέργειες καί πράξεις; Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τήν εἰκοσιπενταμελῆ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας οἱ δεκαεπτά ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό πιό προβληματικό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἐπειδή ὅμως τό ἐψήφισε ὁ προκαθήμενος, θεωρήθηκε ψηφισμένο ἀπό ὅλους, μολονότι ἡ πλειοψηφία τό ἀπέρριψε. Ἐπίσης στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου τέσσαρες ἐπίσκοποι δέν ὑπέγραψαν τό ἴδιο κείμενο. Καί γιά νά μή φαίνεται τό κενό στόν χῶρο τῶν ὑπογραφῶν, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, χωρίς ἐξουσιοδότηση, τούς ὑποκατέστησε καί ὑπέγραψε «ἀντ᾿ αὐτῶν». Ἐπίσης, τί ἔχουν νά μᾶς ποῦν γιά τόν τρόπο συγκροτήσεως καί λειτουργίας τῆς ἐν λόγῳ «Συνόδου»; Ἦταν σύμφωνος, ἢ ξένος πρός τήν Συνοδική καί Κανονική μας Παράδοση; Ὅπως ἀποδείχθηκε στήν παρά πάνω μνημονευθεῖσα Ἡμερίδα, ἀπό τήν μελέτη τοῦ Κανονισμοῦ Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας, πού ὑπογράφηκε κατά τήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016, προκύπτει ὅτι ὁ τρόπος συγκροτήσεως καί λειτουργίας τῆς Σ.τ.Κ. ἦταν ξένος πρός τήν Συνοδική καί Κανονική μας Παράδοση, ἐπειδή: α) Ἀπό τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας ἀπουσίαζαν οἱ περισσότεροι, ἀφοῦ κατά μοναδική πρωτοτυπία στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί προφανῆ ἀντικανονικότητα ἔγινε ἐπιλογή, μικροῦ ποσοστοῦ ἐπισκόπων μέ περιφρόνηση ὅμως τῆς ἰσότητος ὅλων τῶν ἱεραρχῶν καί β) Δέν διαφυλάχθηκε ἡ ἑνότης καί ἡ ἰσότης οὔτε καί αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων πού ἔλαβαν μέρος στήν Σ.τ.Κ., ἀφοῦ τούς ἀφαιρέθηκε ἡ δυνατότης νά ψηφίζουν. 



παυσε γιά πρώτη φορά στήν συνοδική ἱστορία καί στήν Κανονική μας Παράδοση νά ἰσχύει ἡ ἰσότιμη καί ἰσόκυρη συμμετοχή ὅλων τῶν ἐπισκόπων. Υἱοθετήθηκε τό σχῆμα μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία. 7 Πέραν αὐτῶν ἡ Σ.τ.Κ. συγκλήθηκε κατά παράβαση καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ ὡς ἄνω μνημονευθέντος «Κανονισμοῦ». Ὁ ἐν λόγῳ «Κανονισμός» μεταξύ ἄλλων προέβλεπε, ὅτι ἡ Σύνοδος: «συγκαλεῖται ὑπό τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συμφρονούντων καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασῶν τῶν ὑπὸ πάντων ἀνεγνωρισμένων κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (ἄρθ.1). Ὡστόσο τέσσαρες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, δέν συμμετεῖχαν, διότι ζήτησαν τήν ἀναβολή τῆς Σ.τ.Κ. μέ σκοπό τήν ἐκ νέου μελέτη τῶν προσυνοδικῶν κειμένων. Ἑπομένως δέν πληροῦται ὁ ὅρος τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ Κανονισμοῦ. Ἐπί πλέον, ἀποσιωποῦν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες τό γεγονός, ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. δέν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν ἁγίων ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνον ἐξ᾿ αἰτίας τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν ἐπισκόπων καί τοῦ καινοφανοῦς τρόπου τῆς λήψεως τῶν ἀποφάσεων, ἀλλά καί διότι: α) Καμία αἵρεση δέν ἐπεσήμανε, οὔτε κατεδίκασε, (ἡ λέξη αἵρεση εἶναι ἄγνωστη στά κείμενά της), ἀντίθετα μάλιστα κατοχύρωσε καί νομιμοποίησε συνοδικά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. β) Ναί μέν ἀναγνώρισε τίς ἐπί Μεγάλου Φωτίου (789) καί ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (1341-1351) Συνόδους, ὡς καθολικοῦ κύρους Συνόδους, ὡστόσο ὅμως παρέλειψε νά ἀνανεώσει τήν ἐπικύρωση τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων τῶν ἑπτά πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως αὐτό πάντοτε γινόταν στήν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἂν μελετήσουμε τά πρακτικά τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θά δοῦμε ὅτι κάθε ἑπόμενη Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπεκύρωνε ὅλες τίς δογματικές ἀποφάσεις ὅλων τῶν προηγουμένων, ὥστε νά φαίνεται ὅτι εἶναι συνέχεια αὐτῶν καί ὅλες μαζί νά ἀποτελοῦν ἡ μία συνέχεια τῆς ἄλλης, ὅπως οἱ κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας. 



γ) λες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι διακηρύσσουν ὅτι ἀκολουθοῦν τό σταθερό ὀρθόδοξο ἀξίωμα «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», ὅτι δέν καινοτομοῦν, δέν προσθέτουν, οὔτε ἀφαιροῦν κάτι ἀπό ὅσα καθόρισαν οἱ προηγούμενοι Ἅγιοι Πατέρες. Ἡ Σ.τ.Κ. τά ἄλλαξε ὅλα στόν τρόπο συγκλήσεως καί λειτουργίας της. Διέσπασε τήν ἑνότητά της μέ τίς προηγούμενες Συνόδους. Εἶναι ὁλοφάνερα ἄλλου εἴδους σύνοδος, «διαφορετικό εἴδος συνόδου», ὅπως μέ εἰλικρίνεια καί καύχηση παραδέχθηκε μέσα στήν «Σύνοδο» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος. 8 δ) Κατεπάτησε καί ἀκύρωσε στήν πράξη θεοπνεύστους Ἱερούς Κανόνες διαχρονικοῦ κύρους, ὅπως αὐτούς πού ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές καί τούς μεικτούς γάμους καί τόν 37ο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει οἰκουμενική ἐπικύρωση ἀπό τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς καί τόν Β΄ τῆς ΣΤ΄. ε) Προσκάλεσε ἐκπροσώπους τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων τῶν Παπικῶν, Προτεσταντῶν, καί Μονοφυσιτῶν ὡς τιμώμενα πρόσωπα, κάτι πού εἶναι μιά πρωτοφανῆς καινοτομία, ξένη πρός τήν Συνοδική μας Παράδοση. Ποτέ στήν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων δέν ὑπῆρξε τό φαινόμενο νά προσκαλοῦνται αἱρετικοί ὡς τιμώμενα πρόσωπα, ἀλλά πάντοτε ὡς ὑπόδικοι καί ὡς ἀπολογούμενοι, ὡς ἔνοχοι αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Ἀποσιωποῦν ἐπίσης οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες τό γεγονός ὅτι ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἐνῶ ὑποτίθεται ὅτι συγκροτήθηκε γιά νά διατρανώσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τελικά ἔφερε τό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Προκάλεσε διαιρέσεις καί σχίσματα στό σῶμα της. Δίχασε τόν Ὀρθόδοξο κόσμο μέ τά ἀντορθόδοξα δόγματα, τά ὁποῖα ἐθέσπισε καί συνοδικῶς ἐπεκύρωσε. Δίχασε τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σέ ἐκεῖνες πού τήν ἀποδέχονται καί σέ ἐκεῖνες πού τήν ἀπορρίπτουν. Δίχασε τούς ἱεράρχες τῶν δέκα ἐκκλησιῶν, πού συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο», σέ ἐκείνους πού τήν ἀποδέχονται καί σέ ἐκείνους πού τήν ἀπορρίπτουν. Δίχασε τό Ἅγιον Ὄρος καί πολλά Μοναστήρια ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ἄλλες Ὀρθόδοξες χώρες. Δίχασε τέλος τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ. 



Παρά κάτω γράφουν: «Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε παραµένει “στύλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας”. Ἡ Ἐκκλησία κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστοµον “χειµάζεται, ἀλλ᾿ οὐ καταποντίζεται· κλυδωνίζεται, ἀλλ᾿ οὐ γίνεται ὑποβρύχιος· δέχεται βέλη, ἀλλ᾿ οὐ δέχεται τραύµατα”· εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ζῶντες ἐν Χριστῷ µᾶς παραπέµπουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί µᾶς ἀναπαύουν. Τό Πνεῦµα τό Ἅγιον ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσµόν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ. Παραµένοντες εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί αἰσθανόµενοι ἐλλιπεῖς καί ἀσθενεῖς δεχόµεθα τήν θεραπείαν καί τήν ὑγείαν». Ὅλα τά παρά πάνω πολύ καλά καί πολύ σωστά. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Ποῦ ὀφείλεται στήν παροῦσα χρονική συγκυρία ὁ «κλυδωνισμός» τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διασπάσεις, οἱ ἀποτειχίσεις, ὅλη αὐτή ἡ κρίση στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας; Ἀπό ποῦ προέρχονται τώρα τά «βέλη», πού δέχεται ἡ Ἐκκλησία; Ἀπό ποῦ ἀλλοῦ παρά ἀπό τήν Σ.τ.Κ.; Καί στό σημεῖο αὐτό οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες δέν τολμοῦν νά μποῦν στήν οὐσία τοῦ προβλήματος. Ἀναφέρουν, ὅτι «ὅλοι οἱ Ἅγιοι ζῶντες ἐν Χριστῷ µᾶς παραπέµπουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί µᾶς ἀναπαύουν». Οἱ ἅγιοι ὄντως «μᾶς παραπέµπουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν». Μᾶς παραπέμπουν ὅμως καί στούς ἀγῶνες των τούς ἀντιαιρετικούς, στούς ὁποίους δέν φαίνονται πρόθυμοι νά μᾶς παραπέμψουν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, διότι οἱ ἀγῶνες των εἶναι γι᾿ αὐτούς ἕνας ἔλεγχος δρυμύτατος. Οἱ ἅγιοι, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐγνώριζαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στύλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας», μεγάλους ἀγῶνες ἔκαναν καί σέ πολλές θυσίες ὑποβλήθηκαν, γιά νά διαφυλάξουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπό τίς πλάνες τῶν αἱρέσεων. Οἱ σημερινοί ἁγιορεῖτες Καθηγούμενοι σέ πόσες θυσίες ὑποβλήθηκαν, πόσες καθαιρέσεις καί πόσους διωγμούς ὑπέμειναν, γιά νά διαφυλάξουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Γιά νά καταγγείλουν τίς κακόδοξες ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ.; 



Παρά κάτω γράφουν: «Τό Πνεῦµα τό Ἅγιον ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσµόν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ. Παραµένοντες εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί αἰσθανόµενοι ἐλλιπεῖς καί ἀσθενεῖς δεχόµεθα τήν θεραπείαν καί τήν ὑγείαν. Ἐάν ὡς ἄνθρωποι παρεκκλίνωµεν, ἡ χάρις τοῦ Πνεύµατος µᾶς ἐπαναφέρει εἰς τόν ὀρθόν δρόµον. Δι᾿ αὐτό κάθε φόβος εἶναι περιττός, ὡς φανέρωσις ὀλιγοπιστίας, ἐφ᾿ ὅσον εὑρισκώµεθα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Στήν παράγραφο αὐτή γίνεται λόγος γιά «ἀσθενῆ», γιά «ἐλλείποντα» καί γιά «παρεκκλίσεις ἀπό τόν ὀρθόν δρόμον». Ἐδῶ ὁ συντάκτης ἀναφέρεται μέ πολύ συγκεκαλυμμένο τρόπο, στίς κακόδοξες δογματικές ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ., τίς ὁποῖες ἤδη ἡ Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή στήν Εἰσήγησή της χαρακτήρησε ὡς «ἀσάφειες», «ἀμφισημίες», «ἀτέλειες» καί «ἐλλείψεις», ἐνῶ ἐδῶ ὁ συντάκτης τίς χαρακτηρίζει ὡς «ἀσθενῆ», «ἐλλείποντα» καί «παρεκκλίσεις ἀπό τόν ὀρθόν δρόμον». Οἱ ἁγιορεῖτες πιστεύουν ὅτι ὅλα τά «ἀσθενῆ» καί τά «ἐλλείποντα» θά θεραπευθοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ «παρεκκλίσεις» θά βροῦν τό σωστό δρόμο τους μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μ᾿ ἄλλα λόγια πιστεύουν ὅτι οἱ δογματικές πλάνες τῆς Σ.τ.Κ. θά θεραπευτοῦν ἀπό μόνες τους, ὡς διά μαγείας, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρίς ἀντιαιρετικούς ἀγῶνες, χωρίς κόπους καί θυσίες. Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μας διδάσκει, ὅτι καμία αἵρεση δέν κατανικήθηκε ὡς διά μαγείας, ἢ μόνον μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρίς τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος, χωρίς ἀγῶνες καί θυσίες. Παρά κάτω γράφουν: «Ἄλλωστε καί οἱ τέσσαρες Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς διά τῆς ἱστορικῆς των ἐγκυκλίου (1848) µᾶς καθησυχάζουν ὁµολογοῦντες ὅτι “παρ᾿ ὑµῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶµα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευµα αὐτοῦ αἰωνίως ἀµετάβλητον καί ὁµοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ”… Ἔχοµεν ἐµπιστοσύνην εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ὄχι εἰς ἀτοµικάς καί ἑώλους δοξασίας, αἱ ὁποῖαι ὁδηγοῦν ἐκτός Ἐκκλησίας καί δηµιουργοῦν τάς κολάσεις τῶν αἱρέσεων». 



Οἱ τέσσαρες Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ὄχι μόνον δέν «μᾶς καθησυχάζουν», ἀλλά ἀντίθετα μάλιστα, μᾶς διεγείρουν σέ ἐπαγρύπνηση καί ἀγωνιστικότητα. Διότι ὑπομιμνήσκουν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, τό χρέος του νά ἀγωνιστεῖ γιά νά διαφυλάξει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν πίστη, ἀκέραιη καί ἀπαραχάρακτη ἀπό κάθε αἵρεση. Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή ἔχει μιά ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα σήμερα, πού ἡ πλάνη ἔλαβε συνοδική κατοχύρωση στήν Σ.τ.Κ.. Γίνεται ἐπίσης λόγος γιά «ἑώλους δοξασίας, αἱ ὁποῖαι ὁδηγοῦν ἐκτός Ἐκκλησίας». Ποιές ὅμως εἶναι αὐτές καί ποιοί τίς ἐκφράζουν; Δέν θά ἔπρεπε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες νά μιλήσουν σταράτα καί συγκεκριμένα, γιά νά μᾶς προφυλάξουν, ὥστε νά μήν παρασυρθοῦμε καί καταλήξουμε τελικά ἐκτός Ἐκκλησίας καί χάσουμε τήν σωτηρία μας; Παρά κάτω γράφουν: «Ζῶντες ἐν Ἁγίῳ Ὄρει πολιτευόµεθα “κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα”… Παραµένοµεν εὐγνώµονες καί ἄγρυπνοι κρατοῦντες τάς παραδόσεις». Ρωτᾶμε τούς ἁγιορεῖτες Πατέρες: Ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἑτεροδόξων ὡς Ἐκκλησιῶν, πού συνοδικά καί ἐπίσημα νομοθετήθηκε στήν Σ.τ.Κ., εἶναι σύμφωνη μέ τάς «τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα»; Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε., πού καί αὐτή συνοδικά νομοθετήθηκε στή Σ.τ.Κ., (διά τῆς ὁποίας μάλιστα συμμετοχῆς ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πλῆθος κακόδοξα προτεσταντικά κείμενα), εἶναι σύμφωνη μέ τάς «τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα»; Ἀφοῦ λοιπόν δέν εἶναι σύμφωνη, γιατί σεβαστοί Πατέρες σιωπήσατε καί δέν ἐκφράσατε μέ θάρρος καί παρρησία τήν διαφωνία σας στό Μήνυμά σας πρός τόν λαό; Γιατί δέν καυτηριάσατε καί δέν ἀνατρέψατε τίς κακοδοξίες, πού νομοθετήθηκαν στή Σ.τ.Κ.; Καί πῶς μπορεῖτε νά καυχάσθε, ὅτι πολιτεύεσθε «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα», καί ὅτι παραµένετε «ἄγρυπνοι κρατοῦντες τάς παραδόσεις», καθ᾿ ὃν χρόνον δέν πράξατε τό καθῆκον σας; Δέν γνωρίζετε, ὅτι ἡ μή στυλίτευση καί ἡ σιωπή ἀπέναντι στήν πλάνη, ὁδηγεή τελικά στή συμπόρευση μέ τήν πλάνη; Συμπεράσματα. Κλείνοντας τόν θεολογικό σχολιασμό μας, θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε, μεταξύ ἄλλων στά ἑξῆς συμπεράσματα. Ἡ «Εἰσήγηση» ἔχει χωρίς ἀμφιβολία κάποιες θετικές ἐπισημάνσεις. Ὡστόσο, πέρα ἀπό τά κενά πού παρουσιάζει, δυστυχῶς ἀδυνατεῖ νά ἀναγνωρίσει καί νά διακηρύξει τό φοβερό ὀλίσθημα τῆς Σ.τ.Κ., τήν ἔκπτωσή της δηλαδή σέ μιά οἰκουμενιστική- αἱρετική ψευδοσύνοδο. Τό κείμενο εἶναι ἔτσι διατυπωμένο, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά βγάζει ἀβίαστα τό συμπέρασμα, ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. εἶναι μέν μιά Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀλλά μέ λάθη, ἀμφισημίες καί ἀσάφειες, πού πρέπει νά διορθωθοῦν. Στά ἴδια συμπεράσματα θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε καί εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τό «Μήνυμα», τό ὁποῖο κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό τήν Εἰσήγηση. 



Στήν «Εἰσήγηση» τουλάχιστον ἐκφράζονται κάποιες ἐπιφυλάξεις καί προτείνονται κάποιες διορθώσεις, ἐνῶ στό «Μήνυμα» καμία διόρθωση δέν προτείνεται. Καί τά δύο κείμενα παραθεωροῦν τό γεγονός, ὅτι κάθε δογματικό λάθος ἀποτελεῖ κατ᾿ οὐσίαν πλάνη καί αἵρεση καί ὅτι Ὀρθόδοξη Σύνοδος μέ δογματικά λάθη, ἁπλούστατα δέν εἶναι κἂν Ὀρθόδοξη Σύνοδος. Ὅπως πολύ εὔστοχα ἐπισημαίνει σέ βαρυσήμαντο λόγο του ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «Οὐδέποτε διά μεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθη. Μέσον ἀληθείας καί ψεύδους οὐδέν ἐστιν. Ἀλλ᾿ ὥσπερ τόν τοῦ φωτός ἔξω γενόμενον, ἐν τῷ σκότει εἶναι ἀνάγκη, οὕτω τόν τῆς ἀληθείας μικρόν παρεκκλίναντα, τῷ ψεύδει λοιπόν ὑποκεῖσθαι φαίημεν ἂν ἀληθῶς». Καί τά δύο κείμενα προσπαθοῦν νά δικαιολογήσουν τά ἀδικαιολόγητα. Καί τά δύο κείμενα δέν ἔχουν καμία σχέση, οὔτε κἂν συγκρίνονται, μέ παλαιότερα ἁγιορειτικά κείμενα, στά ὁποῖα οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, μέ ρωμαλέο καί ἀγωνιστικό φρόνημα, μέ ὁμολογιακό θάρρος καί παρρησία, ὕψωναν τό ἀνάστημά τους καί τολμοῦσαν νά ἐλέγξουν κάθε παρέκκλιση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀπό ὅ,που καί ἂν αὐτή προέρχονταν, ἀκόμη καί ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Καί τά δύο κείμενα παραθεωροῦν τό γεγονός, ὅτι οἱ κακοδοξίες τῆς Σ.τ.Κ. κατοχυρώθηκαν καί ἔλαβαν ἐπίσημο συνοδικό κῦρος καί ὅτι οἱ ὑπογράψαντες ἀπαιτοῦν τήν πλήρη ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών της. Ματαίως λοιπόν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες «προσβλέπουν μετ᾿ ἐλπίδος εἰς τήν περαιτέρω θεολογικήν ἐπεξεργασίαν καί πλέον αὐθεντικήν διατύπωσιν τῶν συνοδικῶν κειμένων». Ματαίως ἐλπίζουν ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά διορθώσει τά «ἐλλείποντα» καί τά«ἀσθενῆ» τῆς Σ.τ.Κ. καί θά ἐπαναφέρει μέ ἕνα αὐτόματο τρόπο, χωρίς τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος, τήν Σ.τ.Κ. στόν ὀρθό της δρόμο. Οἱ διορθώσεις τῶν συνοδικῶν κειμένων δέν πρόκειται νά γίνουν ὡς διά μαγείας, ἀπό οἰκουμενιστές ἀρχιερεῖς, οὔτε μέ εὐχολόγια καό ἀνόητες ἐλπίδες. Οἱ διορθώσεις μποροῦν νά γίνουν μόνο μέ μιά νέα ἀληθινά Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Ἀλλά, γιά νά πραγματοποιηθεῖ μιά τέτοια Σύνοδος ἀπαιτεῖται πολύς ἀγώνας καί πολλές θυσίες. Τό λυπηρό εἶναι δυστυχῶς ὅτι σέ τέτοιου εἴδους θυσίες καί ἀγῶνες δέν φαίνονται πρόθυμοι νά μποῦν οἱ κατά τά ἄλλα σεβαστοί ἅγιοι Καθηγούμενοι. Φαίνεται ὅτι τό ἡγουμενικό τους ἀξίωμα «μετράει» περισσότερο ἀπό τήν πίστη…



Εκ της επίσημης ιστοσελίδας της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής της 
Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Ολόκληρο το κείμενο μαζί με τις παραπομπές ΕΔΩ. 
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top