Οι αδελφές της Ιεράς Μονής του Καζάν και αγίου Τρύφωνα. Δεύτερη από αριστερά η μοναχή Σεραφείμη.Οι αδελφές της Ιεράς Μονής του Καζάν και αγίου Τρύφωνα. Δεύτερη από αριστερά η μοναχή Σεραφείμη.

Με τη μοναχή Σεραφείμη, τότε 23χρονη δόκιμη Αναστασία, γνωρίστηκα, σε ένα διακόνημα που κάναμε στο γυναικείο ερημητήριο την Ιερά Μονή του Καζάν και αγίου Τρύφωνα πριν από είκοσι χρόνια, το 2002. Μαζί με τη Νάστια ξεχορταριάζαμε τον κήπο της μονής και συζητούσαμε. Η κουβέντα,, ακόμα και η σιωπή μαζί της σου έδινε μεγάλη χαρά. Ήταν ένας αγνός και φωτεινός άνθρωπος. Ακόμα πολύ νέα αλλά και ακούραστη ζηλώτρια που είχε ήδη γευτεί τη γλυκύτητα της προσευχής, η οποία βίωνε, εκ πείρας, αυτό που έλεγε ο προφητάναξ Δαυίδ: «ὡς γλυκέα τ λάρυγγί μου τ λόγιά σου, πρ μέλι τ στόματί μου» (Ψαλμ. 118:103) και το άλλο «γγς Κύριος πσι τος πικαλουμένοις ατόν, πσι τος πικαλουμένοις ατν ν ληθεί» (Ψαλμ. 144:18). Συχνά οι άνθρωποι γνωρίζουν τον Θεό ήδη σε ώριμη ηλικία και μετά από πολλές θλίψεις και δοκιμασίες ή ακόμα και σοβαρές ασθένειες. Η Nάστια δε, που επιδέξια ξεχορτάριαζε τα καρότα δίπλα μου, ανακάλυψε τον Θεό σε σχεδόν, νηπιακή ηλικία δια μέσω των θερμών προσευχών των γιαγιάδων της. Ιδού τα διηγήματά της:

«Την υγειά μας να έχουμε και όλα θα γίνουν!»

Ήρθα στο μοναστήρι το 2001 και εγκαταβιώνω εδώ πάνω από είκοσι χρόνια. Πιστεύω ότι οι συγγενείς μου προσευχόντουσαν για μένα και ιδιαίτερα η γιαγιά Φεοδοσία, στον οικογενειακό μας κύκλο η μπάμπα Φένια.

Γεννήθηκα το 1979, πρόωρα και ήμουν πολύ αδύναμη. Τα δαχτυλάκια μου ήταν σαν μικρές πρόκες. Ο μπαμπάς ρώτησε τη μητέρα του, τη μπάμπα Φένια:

- Θα ζήσει;

Και έλαβε την απάντηση:

- Την υγειά μας να έχουμε και όλα θα γίνουν!

Ως παιδί ζούσα με την μπάμπα Φένια στο ίδιο δωμάτιο το οποίο πλημμύριζε ο Λόγος του Θεού επειδή η γιαγιά διάβαζε το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι καθημερινά και νήστευε σύμφωνα με το τυπικό της Εκκλησίας.

μοναχή Σεραφείμημοναχή Σεραφείμη

Η γιαγιά μου η Φένια

Η γιαγιά γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1907, στην οικογένεια της Παρασκευής και του Φιόντορ Κοποτίλοφ. Η προγιαγιά και ο προπάππους ζούσαν στη Σιβηρία, σε ένα από τα χωριά της επαρχίας Τομπόλσκ (από το 1918 – επαρχία Τιουμέν). Όλη η οικογένεια Κοποτίλοφ ήταν βαθιά θρησκευόμενοι άνθρωποι. Είχαν μεγάλο νοικοκυριό με ζώα και αγροκτήματα. Δούλευαν σκληρά μετά προσευχής και ο Κύριος τους αντάμειβε με όλα τα απαραίτητα.

Μόνο δύο ημέρες κατάφερε να πάει σχολείο η μικρή Φένια επειδή είχε ξεσπάσει ο φοβερός Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Όταν έφτασε ο καιρός να πάει σχολείο η μικρή Φένια ξέσπασε ο φοβερός Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ξεκινούσαν τα δύσκολα χρόνια και το παιδί κατάφερε να καθίσει στο θρανίο μόνο για δύο ημέρες. Μετά έπρεπε να δουλέψει και να βοηθήσει την μητέρα της καθώς ήταν το μεγαλύτερο, από τα τρία, παιδί της οικογένειας. Μετέπειτα έμαθε μόνη της λίγο να διαβάζει και να γράφει.

Ο πατέρας της, Φιόντορ Κοποτίλοφ, σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε, όταν η γιαγιά μου ήταν μόλις 11 ετών. Έτσι η προγιαγιά μου έμεινε χήρα με τέσσερα παιδιά στην αγκαλιά της. Οι δύο γιοι και δύο κόρες μεγάλωσαν εργατικοί και βαθιά θρησκευόμενοι άνθρωποι. Ο βιός τους, χωρίς τον πατέρα, δεν κατέρρευσε αλλά άκμασε ακόμα πιο πολύ μέσα από τους κόπους των παιδιών του.

Στη δεκαετία του 1930 η ευημερία της οικογένειας Κοποτίλοφ έφτασε στο τέλος της. Το καθεστώς, που τους θεωρούσε ως εύπορους αγρότες, κατέσχισαν όλη την περιουσία τους.

Αργότερα, η γιαγιά μου θυμόταν ότι στο χωριό τους υπήρχαν μόνο τρία άτομα που είχαν το πάθος της οινοποσίας ενώ οι υπόλοιποι ζούσαν ενάρετα. Μάλιστα, το μεθύσι τους έφτασε σε πλήρη εξαθλίωση έτσι ώστε οι γυναίκες και τα παιδιά τους στράφηκαν στους συγχωριανούς τους για βοήθεια και ελεημοσύνη. Αλλά όταν, τη δεκαετία του 1930, ξεκίνησε η κολεκτιβοποίηση, ακριβώς αυτά τα τρία άτομα, ήταν που πρωτοστατούσαν στην αποκουλακοποίηση όλου του χωριού.

Η Φένια ήταν νεαρή κοπέλα όταν η οικογένεια της έμεινε χωρίς το πατρικό της σπίτι, χωρίς την αγελάδα, που τους έτρεφε και χωρίς καθόλου υπάρχοντα

Η Φένια ήταν νεαρή κοπέλα όταν η οικογένεια της – η ίδια, η μητέρα της, η αδελφή της Γιούλια και δύο αδέλφια - έμεινε χωρίς το πατρικό της σπίτι, χωρίς την αγελάδα, που τους έτρεφε και χωρίς καθόλου υπάρχοντα. Τότε, η Παρασκευή με τα παιδιά της, μετακόμισε στα Ουράλια και εγκαταστάθηκε σε μία εργατική πόλη Λίσνα της περιοχής Περμ.

Η αδελφή της Γιούλια έπιασε δουλειά σε ένα μεταλλουργικό εργοστάσιο, τα αδέλφια υπηρέτησαν στο στρατό και μετά την θητεία τους αναχώρησαν για το μέτωπο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μεγαλύτερος Ιβάν χάθηκε και ο νεότερος Ματβέϊ πέθανε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η προγιαγιά Παρασκευή έζησε τη ζωή της με τη μικρότερη κόρη της Γιούλια, η οποία δεν παντρεύτηκε ποτέ. Το σπίτι τους ήταν γεμάτο με εικόνες. Η προγιαγιά έφτασε την ηλικία των 99 ετών. Κεντούσε χωρίς γυαλιά μέχρι τα βαθιά γεράματα και πέθανε το 1979 όταν εγώ ήμουν ενός μηνών.

Η βάπτισή μου

Η μπάμπα Φένια ήταν η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου.

Οι συγγενείς μας από την πλευρά της μαμάς είχαν επίσης εκτοπιστεί από το σοβιετικό καθεστώς. Ο παππούς την μητέρας μου, ο Γιακίμ Τσερεμίσκιν, εξορίστηκε, με την οικογένειά του, από την περιοχή Κίροβ στο βόρειο μέρος της περιοχής Πέρμ. Μόνο μετά τον θάνατό του επετράπη στην οικογένειά του να επιστρέψει στην γενέτειρά τους.

Οι γονείς μου πήγαν σε ένα σοβιετικό σχολείο, μεγάλωναν ως άθεοι και καθώς μεγάλωσαν δεν πήγαιναν στην εκκλησία. Δεν ήθελαν να με βαπτίσουν αλλά είχα και την μπάμπα Φένια. Όταν έγινα τεσσάρων ετών η γιαγιά ζήτησε από τα παιδιά της να της φέρουν όλα τα εγγόνια της που ήταν αβάπτιστα. Μαζευτήκαμε λοιπόν τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μου και εγώ μαζί τους.

Η γιαγιά κάλεσε έναν παπά, ο οποίος μας βάπτισε όλους στο σπίτι. Το όνομά του Αλέξανδρος Περεντέρνιν. Ήταν ντυμένος με ένα κίτρινο, λαμπερό φελώνιο και, όπως θυμάμαι έλαμπε ολόκληρος.

Μετά την βάπτιση, σχεδόν κάθε Κυριακή, η γιαγιά πήγαινε εμένα και τον αδελφό μου στην εκκλησία για να κοινωνήσουμε. Αν και δεν ήταν θρήσκοι οι γονείς μου, εν τούτης, δεν εμπόδισαν ποτέ στην γιαγιά να μας πηγαίνει στην εκκλησία.

Μοναχή Σεραφείμη (Τσβετόβα)Μοναχή Σεραφείμη (Τσβετόβα)

Πώς έκανα γονυκλισίες τα Χριστούγεννα

Περίπου ένα χρόνο αργότερα, όταν ήμουν πέντε χρονών, μου συνέβη το εξής περιστατικό. Έφτασαν τα Χριστούγεννα και η γιαγιά μας έφερε στο ναό. Φορούσα λευκό φόρεμα. Εμάς τα παιδιά μας έβαλαν μπροστά, πριν τον σολέα. Και κατά την διάρκεια όλης της ακολουθίας εγώ έβαζα μετάνοιες. Η θεία μου είπε:

- Μην κάνεις τόσο συχνά μετάνοιες, Νάστια.

Αλλά αυτή η παρατήρηση δεν με σταμάτησε καθόλου. Εγώ συνέχισα, με ζήλο, να κάνω τις μετάνοιες.

Την ώρα ευλογίας κατά την απόλυση ο ιερέας με επαίνεσε:

- Μπράβο! Προσευχήθηκες καλά!

Έβαλε το πετραχήλι του πάνω μου και διάβασε μια ευχή.

Ο παιδικός μου πειρασμός

Πιστή έγινα χάρη στην γιαγιά μου και στις συμβουλές της. Ποτέ δεν είχα μέσα μου την αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού.

Αλήθεια είναι ότι μία φορά μου συνέβη ένας πειρασμός. Κάπου στην τρίτη δημοτικού, μία συμμαθήτριά μου με κατέκρινε λόγω της πίστης μου στον Θεό και είπε ότι Αυτός δεν υπάρχει.

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι προσευχόμουν ξανά και τότε κατάλαβα πως, απλά, δεν μπορούσα να μην πιστεύω στον Θεό.

Τα λόγια της ενήργησαν πάνω μου σαν δηλητήριο, σύρθηκαν στην παιδική μου ψυχή, κρύφτηκαν εκεί και αποφάσισα ότι, από εκείνη την μέρα, δεν θα προσεύχομαι πια. Και πράγματι το πρωί δεν προσευχήθηκα κατά το συνήθη τρόπο. Αλλά όταν το βράδυ έχασα κάτι, το οποίο μου ήταν πολύ απαραίτητο, αμέσως γονάτισα και άρχισα να ζητώ, ένθερμα, από τον Κύριο να με βοηθήσει να βρω το χαμένο αντικείμενο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι προσευχόμουν ξανά και τότε κατάλαβα πως, απλά, δεν μπορούσα να μην πιστεύω στον Θεό.

Συνεχίζεται...

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top