Στα χρόνια του Ιησού, η Παλαιστίνη, που τελούσε υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων, από άποψη πληθυσμού, χαρακτηρίζεται από πολλούς σύγχρονους ερευνητές ως ένα θρησκευτικό και κοινωνικό μωσαϊκό[1]. Εκτός από  την Ιουδαία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν   αμιγώς  ιουδαϊκός, όλη η υπόλοιπη χώρα είχε  μικτό  πληθυσμό,  που αποτελούνταν από Ιουδαίους,  Σύριους και Έλληνες[2]. Ό πληθυσμός αυτός δέχθηκε ποικίλες  πολιτιστικές επιρροές από διάφορες κατευθύνσεις. Στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιαστεί η οικονομική και  πολιτική κατάσταση του πληθυσμού, την εποχή της Καινής Διαθήκης[3].

Στις περιοχές της Ιουδαίας Γαλιλαίας και Περαίας, οι κοινωνικές τάξεις ως επί το πλείστον, δεν  ήταν κληρονομικές, με την έννοια που δίνουμε σήμερα στον όρο. Όλες οι τάξεις που θα παρουσιαστούν  παρακάτω, υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη. Οι θεολόγοι ερευνητές τις κατανέμουν στα εξής κοινωνικά  στρώματα: Οι πλούσιοι  Σαδδουκαίοι, που αντλούσαν τη δύναμή τους από την αριστοκρατία του  ιερατείου,  από  τη  γη  και  από  τους  πολιτικούς  άρχοντες με τους οποίους συνδέονταν[4]. Η διοίκηση του τόπου τούς ανήκε  αποκλειστικά. Οι αριστοκράτες Σαδδουκαίοι γνώριζαν καλά ότι προφυλάσσοντας την έννομη τάξη στη χώρα για λογαριασμό των Ρωμαίων, προστατεύουν  τα  δικά τους συμφέροντα. Αναφορικά με τη φορολογία, φαίνεται ότι δεν ήταν μεγαλύτερη από εκείνη  των φτωχών. Μια άλλη τάξη, εξίσου πλούσια, ήταν αυτή των εμπόρων και των τραπεζιτών[5]. Τα  επαγγέλματα αυτά φαίνεται ότι ήταν αρκετά προσοδοφόρα, αφού οι εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων επέφεραν  τεράστια  κέρδη  στους  ανθρώπους  που  τις έκαναν.  Στα  μεσαία  στρώματα ανήκαν  πολλές κοινωνικές τάξεις, όπως οι μικροβιοτέχνες, οι  ξυλουργοί της Ναζαρέτ, οι υφαντές της Σεπφόρης  στην  Γαλιλαία  και  οι κάθε είδους  καταστηματάρχες.  Στη μικρομεσαία  τάξη ανήκαν και οι μεσαίοι ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι διέθεταν  κάποια στρέμματα, ικανά, ώστε να  θεωρούνται  ιδιοκτήτες και όχι κολλήγοι σε ξένη γη, αλλά λίγα για  να θεωρούνται μεγαλογαικτήμονες όπως ήταν οι Σαδδουκαίοι. Μια άλλη ευρύτερη τάξη, αρκετά μεγάλη σε αριθμό, ήταν οι ελεύθεροι πολίτες Ιουδαίοι, που δεν ήταν  ιδιοκτήτες καταστήματος ή γης. Τέλος οι δούλοι, οι οποίοι αποτελούσαν το μισό του πληθυσμού της  ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο αριθμός τους ήταν αρκετά μεγάλος εξαιτίας των  αναγκών  που  υπήρχαν για   εργατικά  χέρια  στα  μεγάλα  ρωμαϊκά  έργα.  Ανάμεσά τους υπήρχαν και Ιουδαίοι δούλοι, οι οποίοι  όμως δεν ήταν πολλοί. Ο Νόμος είχε προβλέψει και γι’ αυτούς. Σε μια από τις διατάξεις του όριζε ότι  οι Ιουδαίοι μπορούσαν να διατηρήσουν ένα δούλο μέχρι έξι χρόνια. Στον έβδομο, ήταν υποχρεωμένοι να  του χαρίσουν την ελευθερία του. Όπως φαίνεται, η θέση ενός δούλου στην ιουδαϊκή κοινωνία ήταν  ασύγκριτα καλύτερη από άλλες περιοχές.

Κάπως έτσι ήταν η οικονομική ζωή  της  χώρας,  εκτός από τις  δύο πρώτες τάξεις και τις τάξεις του  ιερατείου που ζούσαν σε ευημερία, όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός με πολύ δύσκολο τρόπο ανταποκρινόταν  στις καθημερινές βιοποριστικές ανάγκες. Ο αγροτικός  πληθυσμός, αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες  εξαιτίας της φυσιογνωμίας του εδάφους. Τα  υπόλοιπα  μεσαία  στρώματα  αναγκάζονταν να συντηρηθούν  με τα πενιχρά εισοδήματα των τεχνιτών και των επαγγελματιών, όπως των υφαντουργών, των κεραμοπλαστών, των υαλουργών, των σιδηρουργών, των ραφτάδων, των οικοδόμων και άλλων.

Η Παλαιστίνη είναι μια φτωχή χώρα, χωρίς ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών[6]. Μπορούσε  να  εξάγει  μόνο γάλα, τυρί, μέλι, βάλσαμο (Ιεριχώ), πίσσα (από την Ν. Θάλασσα), ψάρια  (από  την  λίμνη   της  Γαλιλαίας), περιστέρια και γυαλί (που φτιάχνονταν από τα υλικά που κατέβαζε ο ποταμός Belus).  Ενώ ήταν  απαραίτητο  να εισάγει βασικά προϊόντα όπως ο χαλκός (από τα ορυχεία της Κύπρου, τα  οποία ο Οκταβιανός Αύγουστος είχε παραχωρήσει στον Ηρώδη) και το ξύλο (από το Λίβανο). Ειδικότερα τα Ιεροσόλυμα εισήγαγαν σχεδόν τα  πάντα. Ένα άλλο πολύ σημαντικό πρόβλημα που καλούνταν να επιλύσουν οι αγρότες ήταν η  έλλειψη   νερού.  Την  περίοδο της βασιλείας του Ηρώδη οι στρατιωτικές μονάδες δεν απαρτίζονταν από Ιουδαίους αλλά από μισθοφόρους. Χαρακτηριστικό της εποχής των Ηρώδων είναι  ότι  η  τάξη των τεχνιτών  αναπτύχθηκε ραγδαία σε σχέση με τους γεωργούς, εξαιτίας της οικοδομικής τους  πολιτικής.  Από την  άλλη, χαρακτηριστικό στοιχείο της αγροτικής τάξης ήταν ότι δεν είχαν καμία ανάμειξη στις πολιτικές  και οικονομικές αποφάσεις. Κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει, υπήρχαν και κάποιες φυσικές  δυσκολίες που δυσχεραίνουν  την  οικονομική  και  κοινωνική  κατάσταση των ασθενέστερων τάξεων.  Προβλήματα, όπως οι λιμοί και οι ξηρασίες μεγάλωναν το «οικονομικό χάσμα» μεταξύ των αρχουσών  τάξεων και του αγροτικού πληθυσμού της χώρας. Δεν ήταν λίγοι οι αγρότες που έχασαν τις αγροτικές  τους καλλιέργειες με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ιδιότυπη τάξη Ιουδαίων κολίγων και εργατών, που δούλευαν  με αμοιβή την συμμετοχή στο θερισμό και άλλοι με ενοίκιο. Μάλιστα παρατηρήθηκε το  φαινόμενο, να νοικιάζουν τον εαυτό τους για ορισμένες περιόδους και για συγκεκριμένες εργασίες. Η τάξη αυτή που δημιουργήθηκε ονομάστηκε από τους ερευνητές «ευρεία προλεταριακή τάξη»[7]. Όσοι είχαν τη δυνατότητα,   ασχολήθηκαν   με  τις   τέχνες   και   με   το  εσωτερικό εμπόριο. Η κατάσταση αυτή δείχνει  το  χάσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε αγρότες και αστούς, ένα χάσμα που μεγάλωσε μετά το θάνατο του Ηρώδη. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε μια ραγδαία  αύξηση της οικονομικής μετανάστευσης των Ιουδαίων  σε  περιοχές όπως η Αλεξάνδρεια, η  Ρώμη, η Κύπρος, η Κυρήνη, η Παρθία και γενικά οπουδήποτε μπορούσαν να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον  για τους ίδιους και για τα παιδιά τους. Οι μετακινήσεις αυτές παρατηρούνται ήδη από την εποχή των Πτολεμαίων αυτοκρατόρων, συνεχίστηκαν την περίοδο των Ασμοναίων και κορυφώθηκαν στα έτη της δυναστείας των Ηρωδιανών. Το άσχημο  οικονομικό  κλίμα, την περίοδο της δυναστείας των Ηρωδιανών, φαίνεται και από τη μεγάλη χρονική καθυστέρηση της  αποπεράτωσης του Ναού του Ηρώδη. Μάλιστα, όταν  τελικά τελείωσε το μεγάλο  οικοδομικό  αυτό  έργο, παρατηρήθηκε  κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας.

 

 



[1] Βλ. Σ. Αγουρίδης, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Ελλάδα, Ρώμη, Ιουδαία: Ιστορικό και πνευματικό υπόβαθρο για τη μελέτη της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1985. Κ. Ζάρρας, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, Αθήνα 2005, Χρ. Οικονόμου, Το πρόβλημα του τίτλου, Πράξεις των Αποστόλων. Μια νέα θεολογική θεώρηση, Θεσσαλονίκη 1995, R. Horsley, Scribes, Visionaries, and the Politics of Second Temple Judeaa, Westminster John Knox Press, Louisville, Ky. [u.a.], 2007.

[2] 111. Βλ. L. Feldman, Losephus, The Bible, and History, Detroit, Wayne State University Press 1989, Α. Κραλίδης. Οι Σαδδουκαίοι, Ιστορική και θρησκειολογική μελέτη, Θεσσαλονίκη 2007.

[3] 112. Βλ. G. Theissen, Καίρια χαρακτηριστικά της Κίνησης του Ιησού: Κοινωνιολογική Θεώρηση, (μτφ. Δ. Χαρισοπούλου- Θ. Σωτηρίου), Αθήνα 1997, σελ. σελ. 53- 145, Β. Metzer, The New Testament, its background, growth, and content, New York 1965, Χρ. Οικονόμου, Ο Βαρνάβας και Ο Μάρκος εδραιώνουν την Εκκλησία της Κύπρου, Λευκωσία 1995.

[4] 113. Βλ. Α. Κραλίδης. Οι Σαδδουκαίοι, Ιστορική και θρησκειολογική μελέτη Θεσσαλονίκη 2007.

[5] 114. G. Moore, Judaism in the First Centuries of the Christian Era. The Age of the Tannaim, Harvard, University Press 1946, σɛλ. 162- 180.

[6] M. Goguel, The birth of Christianity, London 1953, R. Horsley, Galilee; history, politics, people, Trinity Press Internat., Valley Forge, Pa., 1995, R. Horsley, Jesus and the spiral of violence; popular Jewish resistance in Roman Palestine, Fortress Press, Minneapolis 1993, K. Hanson, «The Galilean Fishing Economy and the Jesus Tradition», BTB 27 (1997), σελ. 99-111.

[7] Βλ. Σ. Αγουρίδης, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Ελλάδα, Ρώμη, Ιουδαία: Ιστορικό και πνευματικό υπόβαθρο για τη μελέτη της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1985, S. Freyne, Galilee, Jesus and the Gospels; literary approaches and historical investigations, Fortress Press, Philadelphia 1988.

 







ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ














0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top