Τους τελευταίους αιώνες και ιδιαίτερα από τον 18ο αιώνα και μετά,  βοηθούσης και της μαρξιστικής – σοσιαλιστικής ιδεολογίας, σχηματίστηκε η εσφαλμένη εντύπωση, πως ο χριστιανισμός ήταν ένα κίνημα των απόκληρων και περιφρονημένων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην περιοχή της Παλαιστίνης, των αποκαλούμενων αμ χαάρετς (εβραϊκά)…

Ταυτόχρονα με την παραπάνω εσφαλμένη εντύπωση, δημιουργήθηκε και μια άλλη· πως ο χριστιανισμός είναι ένα κοινωνικό σύστημα, που στοχεύει στη βελτίωση και καλυτέρευση της κοινωνίας. Όμως η προσεκτική και ενδελεχής προσέγγιση και μελέτη των κειμένων της Καινής Διαθήκης οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Τα κείμενα λοιπόν αυτά γράφουν, πως ο Ιησούς εγκαινιάζοντας τη δημόσια δράση του στα χωριά της Γαλιλαίας άρχισε τη διδασκαλία του κηρύττοντας το χαρμόσυνο μήνυμα για τον ερχομό της βασιλείας του Θεού: «έλεγε ότι ο χρόνος έχει συμπληρωθεί και πλησίασε η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε στο ευαγγέλιο» Μάρκος 1:14 – 15.

Στα λόγια αυτά του Ιησού φαίνεται ξεκάθαρα, πως κέντρο της διδασκαλίας του είναι η Βασιλεία του Θεού, και όχι η «καλυτέρευση» του κόσμου που βιώνομαι. Σε αντίθεση με τις ιουδαϊκές αντιλήψεις της εποχής του, η Βασιλεία του Θεού δεν ήταν μια πραγματικότητα που αναμενόταν να έρθει στο τέλος της ιστορίας αποκλειστικά, ούτε ένα καθαρά εγκόσμιο γεγονός με πολιτικό και εθνικό χαρακτήρα.

Ο Ιησούς μιλά γι’ αυτήν με έμμεσο τρόπο μέσα από τις παραβολές του. Τονίζει σ’ αυτές πως η Βασιλεία αυτή είναι μια ανεκτίμητη πραγματικότητα, ένας νέος τρόπος ζωής για τους ανθρώπους, που ξεκίνησε ήδη στο πρόσωπο του Ιησού: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με θησαυρό, ο οποίος είναι κρυμμένος σε χωράφι και τον οποίον κάποιος άνθρωπος, όταν τον βρήκε, τον έκρυψε και από τη χαρά του πηγαίνει και πωλεί όσα έχει και αγοράζει το χωράφι εκείνο. Πάλι η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με έμπορο, ο οποίος ζητεί καλά μαργαριτάρια. Όταν δε βρει ένα πολύτιμο μαργαριτάρι, πηγαίνει και πωλεί όσα έχει και το αγοράζει» Ματθαίος 13:44 – 46.

Η βασιλεία του Θεού σημαίνει ακόμη, το τέλος της εξουσίας του κακού και την απελευθέρωση των ανθρώπων από την κυριαρχία του: «Αλλά εάν εγώ διά του Πνεύματος του Θεού διώχνω τα δαιμόνια, τότε έφθασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού» Ματθαίος 12:28.

Επιπλέον η Βασιλεία αυτή, δεν θα έρχονταν με τρόπο εντυπωσιακό και φαντασμαγορικό, όπως ήταν συνηθισμένοι οι άνθρωποι για τέτοια γεγονότα, αλλά αθόρυβα και ήσυχα, αφού βρίσκεται ήδη ανάμεσα στους ανθρώπους: «Η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με τρόπο φανερό σε όλους. Δεν θα πούνε “να, εδώ είναι” ή “εκεί”, γιατί η Βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας» Λουκάς 17:20 – 21.

Αυτή όμως η παρούσα ήδη πραγματικότητα αναμένεται ταυτόχρονα στην εντέλειά της στο μέλλον, στο τέλος της ιστορίας, στα έσχατα. Είναι, συνεπώς, η Βασιλεία του Θεού μια εγκόσμια και υπερκόσμια ταυτόχρονα πραγματικότητα, που ξεκινά ακριβώς όπως ένας σπόρος σιναπιού που σπέρνει κανείς και γίνεται ένα μεγάλο δέντρο ή όπως μια μικρή ποσότητα ζύμης που ζυμώνει όλο το αλεύρι: «“Μοιάζει με ένα σπόρο σιναπιού, τον οποίο πήρε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε εις το περιβόλι του και μεγάλωσε και έγινε δέντρο μεγάλο και τα πουλιά έκαναν φωλιές στα κλαδιά του”. Πάλι είπε, “Με τι να παρομοιάσω την βασιλεία του Θεού; Μοιάζει με προζύμι που το πήρε μια γυναίκα και το ανάμιξε με τρία σάτα (=μέτρο σιτηρών) αλεύρι μέχρις ότου ζυμώθηκε ολόκληρο”» Λουκάς 13:19 – 21.

Το ιδανικό της Βασιλείας του Θεού ταυτίζεται με την πραγματικότητα που ανέκαθεν επεδίωκε ο άνθρωπος· έναν κόσμο αγάπης, ειρήνης, χαράς και ευτυχίας, απ’ όπου θα απουσιάζει το κακό, η δυστυχία και ο θάνατος. Η στράτευση σ’ αυτό το ιδανικό απαιτεί αλλαγή του ανθρώπου και της κοινωνίας, την ενεργό δηλαδή συμμετοχή του ανθρώπου στην πραγματικότητα που εγκαινίασε και θα ολοκληρώσει ο Χριστός. Σε προσωπικό επίπεδο σημαίνει την αλλαγή του τρόπου ζωής του ανθρώπου, τη μετάνοια: «Σας βεβαιώνω πως αν δεν αλλάξετε κι αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία του Θεού» Ματθαίος 18:3.

Απαιτεί δηλαδή την απλότητα, την καθαρότητα και την εμπιστοσύνη ενός μικρού παιδιού. Η τελευταία, ειδικότερα, η εμπιστοσύνη – πίστη στον Θεό είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη στράτευση στο έργο της πραγμάτωσης της Βασιλείας του Θεού. Αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική μετάνοια και τον καθιστά ικανό να επιτελέσει ακατόρθωτα έργα: «Σας βεβαιώνω, εάν έχετε πίστη σαν τον σπόρο του σιναπιού θα πείτε σ’ αυτό το βουνό “Μετατοπίσου απ’ εδώ εκεί”, και θα μετακινηθεί και τίποτε δεν θα σας είναι αδύνατο» Ματθαίος 17:20.

Γι’ αυτό και η πίστη δεν είναι ποτέ θεωρητική, αλλά παράγει και αντίστοιχους καρπούς, που συγκεφαλαιώνονται στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον. Ο άνθρωπος, στην ουσία, καλείται μέσω της πίστης του να γίνει συνεργάτης του Θεού στην πραγμάτωση του απελευθερωτικού οράματος της Βασιλείας του Θεού. Το όραμα, όμως, αυτό δεν έχει μόνο προσωπική αναφορά, αλλά και κοινωνική. Σημαίνει, δηλαδή, ότι εκτός από τον προσωπικό αγώνα για πίστη και μετάνοια, απαιτεί και αγώνα για την αλλαγή των παλαιών αντίθεων δομών της κοινωνίας: «Κανείς δεν βάζει μπάλωμα από καινούργιο ύφασμα επάνω σε παλιό ρούχο, γιατί αλλιώς και το καινούργιο ύφασμα θα σκιστεί και το μπάλωμα από το καινούργιο ύφασμα δεν θα ταιριάσει στο παλιό. Ούτε βάζει κανείς καινούργιο κρασί σε παλιά ασκιά, γιατί αλλιώς το καινούργιο κρασί θα σκίσει τα ασκιά και αυτό θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν, αλλά πρέπει το καινούργιο κρασί να το βάλουμε σε καινούργια ασκιά και τότε διατηρούνται και τα δύο» Λουκάς 5:36 – 38.

Ενώ, συνεπώς, κέντρο της διδασκαλίας του Ιησού, δεν είναι κάποιο αίτημα για μια καλύτερη κοινωνία και έτσι δεν προβάλλεται κάποιο σύστημα κοινωνικής διδασκαλίας, το όραμα της Βασιλείας του Θεού έχει σαφέστατες κοινωνικές συνέπειες. Ο Ιησούς μιλά για έναν νέο κόσμο αγάπης, δικαιοσύνης, ειρήνης και ενότητας των πάντων. Αυτός ο νέος κόσμος έχει ήδη αρχίσει, δεν έχει όμως ακόμη ολοκληρωθεί. Αυτή η «δυϊστική» τοποθέτηση δεν οδηγεί σε άρνηση του κόσμου, αλλά σε κατάφαση και ταυτόχρονη υπέρβασή του· αυτό έχει ως συνέπεια, η επισήμανση αυτή, να προφυλάσσει από την ψευδαίσθηση πως η Βασιλεία του Θεού μπορεί να ταυτιστεί με οποιαδήποτε εγκόσμια κοινωνία ή οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό σύστημα.



Βιβλιογραφία

1. Δημήτρης Πασσάκος, «Το κοινωνικο – οικονομικό πλαίσιο των χριστιανικών κοινοτήτων και η κοινωνική διδασκαλία της πρώτης Εκκλησίας», από το συλλογικό τόμο «Η Ιστορία της Ορθοδοξίας, Οι απαρχές του Χριστιανισμού, Τόμος Ι», Εκδόσεις Road

2. Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος 1977, Δ΄ Έκδοση


Συνεχίζεται





ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ










0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top