Ἄν ἀγαπᾶμε τὸν Χριστὸ καί φυλᾶμε τὶς ἐντολὲς Του, τότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ Σωτήρα μας, διότι Αὐτὸς ὁ ἴδιος μᾶς τὸ ἔχει κάνει γνωστὸ λέγοντας: «Ἐὰν ἀγαπᾶτε μέ, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμᾶς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ’ 15) καί ἀμέσως: «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ μέ, τὸν λόγον μου τηρήσει. Ὁ μὴ ἀγαπῶν μὲ, τοὺς λόγους μου οὐ τηρεῖ» (Ἰω. ιδ’ 23-24). Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀναφέρει στὶς ἐπιστολὲς του: «Καὶ ἀπὸ αὐτὸ θὰ καταλάβουμε ὅτι τὸν γνωρίσαμε, ἂν τηροῦμε τὶς ἐντολὲς του, αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι τὸν γνώρισα καί δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολὲς του, εἶναι ψεύτης, δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια σ’ αὐτόν. Ὅποιος τηρεῖ τὸν λόγο του, ἀληθινὰ τελειοποιεῖται μέσα του ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀπ’ αὐτὸ γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε κοντὰ του. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ λέει ὅτι εἶναι μὲ τὸν Χριστό, ὀφείλει ὅπως περπάτησε ὁ Κύριος, ἔτσι κι ὁ ἴδιος νὰ περπατᾶ» (Α΄ Ιω. β’ 3-6).
Σύμφωνα μὲ αὐτά, ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό ὅταν ταυτίζουμε τὴ θέληση μας, μὲ τὴ θέληση Του, ἔτσι ὥστε ὅταν ἐνεργοῦμε, νὰ ἐνεργεῖ μέσα μας ὄχι τὸ δικὸ μας θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ζοῦμε δηλαδὴ ἐμεῖς, ἀλλὰ μέσα μας ζεῖ ὁ Χριστός, καθὼς λέει ὁ ἴδιος ὁ Άπόστολος Παῦλος: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β’ 20). Καὶ ἀμέσως: «διότι κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του καί κανεὶς δὲν πεθαίνει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του, εἴτε ζοῦμε εἴτε πεθαίνουμε, ἀνήκουμε στὸν Κύριο» (Ρωμ. ιδ’ 7-8). Αὐτὸς ὁ τρόπος νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό, εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς τρόπος καί μόνο ἔτσι μποροῦμε νὰ διαφυλαχθοῦμε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος μᾶς κάνει νὰ διαπρέπουμε σὰν ὄντα λογικὰ καὶ ἠθικὰ ἐλεύθερα. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν τὸ πνεῦμα μας, νὰ ἀκολουθεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἡ καρδιά μας νὰ προσκολληθεῖ σ’ Αὐτόν καί ἡ θέληση μας νὰ ταυτίζεται μὲ τὴ θέληση Του. Ὅταν πράττουμε ἔτσι, τότε γινόμαστε στ’ ἀλήθεια ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ καί βαδίζουμε ἀπρόσκοπτα στὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας, παραμένοντας ἠθικὰ ἐλεύθεροι. Μόνο ἂν πράξουμε ἔτσι, ἀπαρνιόμαστε τοὺς ἑαυτοὺς μας. Διότι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη αὐταπάρνηση, ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ τοῦ θέληματος τῆς σάρκας στὸ θέλημα τοῦ πνεύματος, ἀφοῦ ἀληθινὰ αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ σταύρωση τῆς σάρκας, ἡ ὁποία τότε εἶναι ἀδύνατον νὰ παρασυρθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἐλάχιστη κίνηση τοῦ θελήματος της. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἡ σωματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου λυπεῖται. Αὐτὴ τὴν πορεία ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Σωτήρας Χριστὸς καί μέσα σ’ αὐτὴ ὑπάρχουμε ἐλεύθεροι. Κάθε ἄλλη πορεία εἶναι πλάνη. Πλανῶνται αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ὅτι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστό, ἐπειδὴ φέρουν τὸ ὄνομα Του καὶ ἀκοῦνε τὶς ἐντολές, τὶς μαθαίνουν, ἀλλὰ ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ συμμορφώνουν τὸ θέλημα τους στὸ Θεῖο θέλημα, ἀπαρνούμενοι τὴν ἁμαρτία καὶ συντασσόμενοι μὲ τὸ Θεῖο θέλημα. Παράλληλα ἀμελοῦν νὰ στολίσουν τὸν ἑαυτὸ τους μὲ Χριστιανικὲς ἀρετές, παραδομένοι στὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, δουλεύοντας στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ γεμίζουν τὴ ζωὴ τους μὲ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ Χριστιανικὸ στὴ ζωὴ τους, στὸν τρόπο ποὺ ζοῦν, στὰ ἔργα τους, οὔτε στὶς καθημερινὲς τους ἐνασχολήσεις, στὰ χείλη καὶ τὴν καρδιά τους, στὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψη τους, ἀλλὰ εἶναι τὰ πάντα κοσμικά, ξένα καὶ ἀλλότρια πρὸς τὸ Χριστιανικὸ πνεῦμα.
Τὸν Χριστιανὸ τὸν διδάσκει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος λέγοντας: «Σὲ τίποτα δὲν ὠφελοῦν τὰ ὀρθὰ διδάγματα ἂν ἀμελοῦμε στὸν βίο καὶ στὸν τρόπο ζωῆς».
Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (Ρωμ. β’ 13).
Παρομοίως παρακινεῖ καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγοντας: «Εἴθε νὰ γίνετε τηρητὲς τοῦ λόγου καί ὄχι μόνο ἀκροατές, γιατὶ αὐτὸ εἶναι παραλογία καὶ ἐξαπάτηση τοῦ ἑαυτοῦ σας. Διότι ἂν κανεὶς εἶναι ἀκροατὴς μόνο τοῦ λόγου καὶ ὄχι τηρητής, μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ ἀντιλήφθηκε τὸν ἑαυτὸ του, ἁπλῶς κοιτάζοντας τὸν καθρέφτη διότι αὐτὸς εἶδε μὲν καλὰ τὸν ἑαυτὸ του στὸν καθρέφτη καὶ ἔφυγε στὴ συνέχεια, ὅμως ξέχασε ἀμέσως ποιὸς ἦταν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔσκυψε μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ μελέτησε τὸν τέλειο νόμο τοῦ εὐαγγελίου καί παρέμεινε σταθερὰ σ’ αὐτόν, αὐτὸς δὲν ἔγινε μόνο ἀκροατὴς πού λησμονεῖ, ἀλλὰ τηρητὴς τοῦ ἔργου ποὺ διατάζει ὁ νόμος. Αὐτὸς θὰ εἶναι μακάριος, ἐξαιτίας τῆς τήρησης τοῦ Θείου θελήματος. Ἄν κανεὶς ἀπὸ σᾶς πιστεύει ὅτι εἶναι εὐσεβὴς καὶ πιστὸς στὰ καθήκοντα ποὺ ἐπιβάλλει ἡ Θρησκεία, δὲν χαλιναγωγεῖ ὅμως τὴ γλώσσα του, ἀλλὰ ἐξαπατᾶ τὴν καρδιά του μὲ τὴν πλανεμένη αὐτὴ ἀντίληψη, τότε ἡ Θρησκεία του εἶναι ἀνωφελὴς καὶ μάταιη. Θρησκεία καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη μπροστὰ στὸν Θεὸ  καὶ Πατέρα εἶναι αὐτή: νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς μὲ ἀγάπη τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, νὰ τοὺς προσφέρει προστασία καὶ καλωσύνη καὶ συγχρόνως νὰ διατηρεῖ τὸν ἑαυτὸ του καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο» (Ἰακ. α’ 22-27).
Ἀπ’ αὐτὰ προκύπτει ὅτι ἡ γνώση πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν πράξη δηλαδὴ  χρειάζεται νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸν νόμο καὶ νὰ τὸν ἀκολουθεῖ. Αὐτὸ σημαίνει πιστεύω στὸν Χριστό, αὐτὸ σημαίνει Χριστιανισμός, νόμος ἐλευθερίας. Γνώση χωρὶς ἐνάρετη Χριστιανικὴ πολιτεία, σὲ τίποτα δὲν ὠφελεῖ.
Διότι βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτα κοινὸ μεταξὺ Χριστοῦ καὶ Βελίαρ γι’ αὐτὸ φωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δὲν μπορεῖτε νὰ πίνετε ἀπὸ τὸ ποτήρι τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὸ ποτήρι τῶν δαιμόνων, δὲν μπορεῖτε νὰ μετέχετε καὶ στὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου καὶ στὸ τραπεζι τῶν δαιμόνων, ἢ μήπως  θέλουμε νὰ παρακινήσουμε σὲ ζηλοτυπία τὸν Κύριο; Μήπως είμαστε δυνατώτεροι ἀπ’ Αὐτόν;» (Α’ Κορ, ι’ 21-22).
Καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διδάσκει λέγοντας: «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύει σὲ δύο Κυρίους, ἢ τὸν ἕνα θὰ μισήσει καὶ τὸν ἄλλον θὰ ἀγαπήσει ἢ στὸν ἕνα θὰ στηριχθεῖ καὶ τὸν ἄλλο θὰ περιφρονήσει, δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύει ταυτόχρονα στὸν Θεὸ καὶ στὸν Μαμμωνὰ» (Μτ. στ’ 24).
Γιὰ τὸ παραπάνω θέμα διδάσκει καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος λέγοντας: «...διότι ἀκόμα καὶ ἂν κανεὶς ὀρθὰ πιστέψει στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ δὲν ἔχει σωστὴ ζωή, δὲν θὰ κερδίσει τὴ σωτηρία μὲ μόνη τὴν πίστη. Ἑπομένως καὶ ὅταν λέει αὐτή λοιπὸν εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὸ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ, μὴ νομίζουμε πὼς ἀρκεῖ για τὴ σωτηρία αὐτὸς ὁ λόγος, διότι χρειάζεται καὶ ὁ ἀνάλογος τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ τηρεῖται μὲ ἀκρίβεια. Βέβαια παρακάτω βλέπουμε νὰ λέει: “ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰὼνιον”, ἀλλά στὴ συνέχεια θὰ δοῦμε νὰ λέει ἀκόμα πιὸ δυνατὸ λόγο ἀπ’ αὐτὸν: ‘’διότι ὁ Κύριος ὑφαίνει τὸν λόγο, ὄχι μόνο ἀπὸ ὅσα ἀφοροῦν τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα ἀφοροῦν αὐτοὺς ποὺ ἀντιτάσσονται στὸν Θεὸ καί δὲς μὲ ποιὸ τρόπο: (ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ’ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’ αὐτόν)” (Ιω. γ’ 36). Ἀλλὰ ὅμως οὔτε κι ἐδῶ θὰ ποῦμε, ὅτι ἀρκεῖ ἡ πίστη μόνη γιὰ τὴ σωτηρία. Αὐτό τὸ ἀποδεικνύουν οἱ σκορπισμένες σὲ πολλὰ σημεῖα ἀναφορὲς γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς μέσα στὰ εὐαγγέλια. Γι’ αὐτό δὲν εἶπε ὅτι αὐτὴ εἶναι μόνον ἡ αἰώνια ζωή, οὔτε ὅτι μόνο αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸν Υἱὸ θὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια ἀλλὰ καί ὴ πίστη καὶ ὁ σωστὸς τρόπος ζωῆς, φανερώνεται ὅτι εἶναι ζωτικῆς σημασίας, ἂν λοιπὸν ἐσὺ δὲν ἔχεις σωστὴ πολιτεία, σωστὸ τρόπο βίου, ἀκολουθεῖ ἡ τυραννία τῆς κόλασης. Καὶ δὲν εἶπε "μένει αὐτόν", ἀλλὰ "ἐπ’ αὐτόν", δηλώνοντας μὲ αὐτὸ ὅτι οὐδέποτε θὰ ἀπαλλαγεῖ, γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι τὸ "οὐκ ὄψεται ζωὴν" εἶναι πρόσκαιρος θάνατος, ἀλλὰ νὰ πιστέψεις ὅτι εἶναι διαρκὴς κόλαση. Ὁ λόγος αὐτὸς εἰπώθηκε γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἐγκαθίσταται ἡ κόλαση σ’ αὐτὸν στὸ διηνεκές. Ἔπραξε δὲ αὐτὸ μιλώντας ἔτσι μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ὠθήσει πρὸς τὸν Χριστό».
Σὲ αὐτοὺς δὲ ποὺ καλοῦνται Χριστιανοί, ἀλλὰ ἐργάζονται πονηρὰ καὶ σατανικὰ ἔργα λὲει: «Κανένα ὄφελος δὲν ἐχετε ποὺ καλεῖτε τοὺς ἑαυτοὺς σας Χριστιανοὺς, ὅπως ἡ κόρη ποὺ εἶναι παρθένος, ὅσο χρόνο φυλάει τὴν παρθενία της εὔλογα καὶ ἄξια καλεῖται παρθένος καὶ ὑπάρχει ἔτσι στ’ ἀλήθεια. Ἄν ὅμως ξελογιαστεῖ ἀπὸ κάποιον διαφθαρεῖ καὶ χάσει τὴν παρθενία, δὲν εἶναι πλέον παρθένος, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ καλεῖται Χριστιανός, ἂν παραβεῖ τὶς συμφωνίες, καταπατήσει ὅτι ἔχει παραγγελθεῖ, ἀθετήσει τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελίου, πράττει τὰ τοῦ κόσμου, δὲν ἔχει κανένα ὄφελος ὅταν καλεῖται Χριστιανὸς» (Χρυσοστόμου, Περὶ ψευδοπροφητῶν).
«Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι γνήσιος Χριστιανός, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, χρειάζεται νὰ ἔχει γνώση τῶν Θείων Γραφῶν, νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος, ἁφιλάργυρος, εἰρηνικός, θεοφιλής,  φιλόπτωχος, δίχως ὀργὴ καὶ μνησικακία ὅσοι τὸν πλησιάζουν νὰ οἰκοδομοῦνται ἀπὸ τὸ παράδειγμὰ του, νὰ μὴν ἀγαπάει  τὴν  κενοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν κολακεία, νὰ εἶναι ἁπλός καί τίποτα νὰ μὴν προτιμάει περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεὸ» (Μ. Βασιλείου, Περὶ ἀρετῆς).
Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Κύριλλος στὶς Κατηχήσεις του λὲει: «Τὸ νὰ μᾶς προσφωνοῦν Χριστιανοὺς κανένα ὄφελος δὲν μᾶς παρέχει, ἂν δὲν ἀκολουθοῦν τὰ ἀνάλογα ἔργα. Διότι ἔχει γραφτεῖ: “εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε ἄν” (Ἰω. η’ 39)». Ἄρα κανένα ὄφελος δὲν παρέχει οὔτε ἡ προσφώνηση οὔτε ἡ γνώση τῶν Γραφῶν, ἂν δὲν ἐπακολουθοῦν ἔργα.

 




ΠΗΓΗ: Αγίου Νεκταρίου, ''ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ''.

 


0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top