Το Αλφαβητάρι ελληνικών όρων και εννοιών της Παλαιάς Διαθήκης, έτσι όπως ακριβώς δέχεται τις ερμηνείες αυτές η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα στην πορεία των αιώνων!..
ΛΕΞΙΚΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Κατωτέρω δημοσιεύομεν το Λεξικόν τω Ελληνικών όρων και εννοιών, που βρίσκουμε σε διάφορα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης είτε αμέσως είτε εμμέσως, δεδομένου ότι πολλές λέξεις και διάφοροι όροι παραμένουν οι ίδιοι με αυτά που εννοούμε σήμερον, ενώ ορισμένες έννοιες και όροι δεν έχουν την ίδια σημασίαν με αυτήν που αποδίδομεν εμείς σήμερον :
Άβυσσος= Στο βιβλίο της Γενέσεως σημαίνει τον αχανή χώρο πριν από τη Δημιουργία. Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α + βυσσός, που σημαίνει βυθός. Σημαίνει και πλήθος υδάτων, θάλασσες και ωκεανούς (Γεν. Α’ 2). Στο βιβλίο των ψαλμών σημαίνει τα έγκατα της θαλάσσης .Η λέξη προέρχεται από το α το στερητικό και βυσσός που σημαίνει βυθός (Ψαλμ. ΞΗ’ 15, ΡΣΤ’ 26).
Αγάπη = (προς το Θεό). Εξ. Κ’ 6. Δευτ. Ε’ 10, ΣΤ’ 5, Ι’ 12, ΙΑ’ 1, 13, 22, Λ’ 6. Των παιδιών προς τους γονείς (Σοφ. Σειρ. Γ’ 2, 3, 5). Των γονέων προς τα παιδιά (Σοφ. Σειρ. Λ’ 1).
Άγγελοι = Είναι πνευματικά, άγια όντα. Στην Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζονται ως αγγελιαφόροι του Θεού, που μεταφέρουν κάποιο μήνυμα ή αγγελία στους ανθρώπους (Γεν. ΚΒ’ 11, ΛΒ’ 24, Εξ. Γ’ 2). Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει μερικούς με τα ονόματά τους, όπως η φύλαξη του επίγειου Παράδεισου (Γεν. Γ’ 24), η καταστροφή των Σοδόμων (Γεν. ΙΘ’ 1), η παρηγορία της Άγαρ (Γεν. ΚΑ’ 17), η απαγόρευση της θυσίας του Ισαάκ (Γεν. ΚΒ’ 11, 12), η συνάντηση με τον Ιακώβ (Γεν. ΛΒ’ 1, 2, 24), η προστασία του εβραϊκού λαού (Εξ. ΚΓ’ 20, 21, 22, 23, ΛΒ’ 34, ΛΓ’ 2), η παρεμπόδιση του ταξιδιού του Βαλαάμ (Αρ. ΚΒ’ 22, 31 κ.ε.).
Άγγελος = Κατά την Καινή Διαθήκη Άγγελος είναι ον πνευματικό και λογικό, ανώτερο του ανθρώπου. Στην Αγία Γραφή παρουσιάζονται σαν όντα μεγάλης ισχύος (Ψαλμ. ΡΒ’ 20). Αναφέρονται με τα ονόματα Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ουριήλ και με το όνομα Ραφαήλ (Ιωβ. ΙΒ’ 15).
Αγιαστήριο = Η λέξη σημαίνει τόπο καθιερωμένο για τη λατρεία του Θεού. Το αρχαιότερο αγιαστήριο, τα Άγια των Αγίων, των Ισραηλιτών ήταν το τμήμα της Σκηνής του Μαρτυρίου και αργότερα του ναού, όπου φυλαγόταν η Κιβωτός της Διαθήκης (Εξ. ΚΣΤ’ 33, 34). Λεπτομερής περιγραφή της Σκηνής του Μαρτυρίου υπάρχει στην Έξοδο ΚΕ’ και ΚΣΤ’. Η λέξη προέρχεται από το αγιάζω, άγιος, αγνός, καθαρός, αμόλυντος. Είναι τόπος ιερός ή καθιερωμένος στο Θεό (Ψαλμ. ΙΘ’ 2). Με τον ίδιο όρο αναφέρεται και ο ουρανός σαν τόπος κατοικίας του Θεού και των αγγέλων του (Ψαλμ. ΡΒ’ 19).
• Άγιος = Σημαίνει την εσωτερική αγνότητα και καθαρότητα. Ο Θεός, κατά το απείρως τέλειον της εννοίας, καλείται άγιος (Ησ. Α’ 4, ΣΤ’ 3).
Άγονος = Η στείρωση εθεωρείτο μεγάλο δυστύχημα σε ολόκληρη την Ανατολή ιδίως δε στους Εβραίους διότι από αυτούς επρόκειτο να γεννηθεί ο Μεσσίας (Ησ. ΜΖ’ 9).
Αγριόχοιρος = Χοίρος άγριος, ζώο ισχυρό και επιθετικό. Στην Παλαιστίνη ζούσαν παρά τον Ιορδάνη ποταμό, στον Κάρμηλο και στην παραλία της θάλασσας της Τιβεριάδας. Αυτούς τους αγριόχοιρους μνημονεύει ο ψαλμός (Ψαλμ. ΟΘ’ 14).
Αδάμας = Μέταλλο όμοιο με το χάλυβα, σκληρό, στερεό και ακαταδάμαστο (Ιεζεκ. Γ’ 9). Στον Ιερεμία η λέξη σημαίνει απλώς σκληρό λίθο και όχι πολύτιμο (Ιερεμ. ΙΖ’ 1).
Αετός = Μεγάλο και ισχυρό πτηνό, το οποίο ένεκα της δύναμής του καλείται «βασιλεύς των πτηνών» (Ιώβ ΛΘ’ 27-30).
Αθανασία = Το ότι οι Εβραίοι παραδέχονταν την αθανασία της ψυχής φαίνεται στη Γένεση στους στίχους: «απέθανεν Αβραάμ… και προσετέθη τω λαώ αυτού» (Γεν. ΜΘ’ 29).
Αίμα = (Βλέπε: Ιεζεκ. ΛΓ’ 25).
Αίμα ραντισμού ή καθαρισμού = Ο ραντισμός με αίμα χρησίμευε για εξιλέωση των αμαρτιών των υιών Ισραήλ (Λευϊτ. ΙΣΤ’ 15).
Αιμομιξία = (Ίδε: Γεν. ΙΘ’ 31-36).
Αιχμαλωσία = Καταναγκαστικός εκπατρισμός, μετοικεσία που συνοδεύεται από δουλεία και καταπίεση και που επιβάλλεται ως ποινή και τιμωρία από το Θεό στους Ιουδαίους, όσες φορές αυτοί παρεκτρέπονταν σοβαρά από το θέλημά Του. Αιχμαλωσία στους Ασυρίους (Δ’ Βασιλ. ΙΕ’ 29) και υποδούλωση του βασιλείου του Ισραήλ (Δ’ Βασιλ. ΙΖ’ 6-24). Αιχμαλωσία στους Βαβυλωνίους (Δ’ Βασιλ. ΚΔ’, ΚΕ’).
Αιών = Σημαίνει (α) τον αόριστο χρόνο: «απ’ αιώνος» (Γεν. ΣΤ’ 4) και (β) τον ατελεύτητο χρόνο: «εις τον αιώνα χρόνον» (Εξ. ΙΔ’ 13). Σαν αόριστος χρόνος «προ αιώνων» αναφέρεται στον Ψαλμ. ΝΔ’ 20.
Ακάθαρτος = Αν και η αμαρτία έχει ως αντικείμενο και αρχική της προέλευση την ψυχή του ανθρώπου, όμως δεν παύει να μολύνη και το σώμα, που είναι όργανο της ψυχής. Στο Μωσαϊκό Νόμο γίνεται διαχωρισμός μεταξύ καθαρών και ακάθαρτων, στις τροφές (Λευϊτ. Κεφ. ΙΑ’ ), στην επαφή με νεκρά σώματα ανθρώπων και ζώων (Αρ. ΙΘ’ 11-13, 16) και σε σωματικές καταστάσεις και ασθένειες, όπως η λέπρα (Λευϊτ. ΙΕ’ 16-18. Αρ. Ε’ 2).
Ακάνθας = Βλέπε 4ο τόμο (Ησ. ΛΓ’ 12).
Ακάνθας και τριβόλους = Μικρά φυτά ακανθώδη, που χρησιμεύουν για περίφραγμα αγρών, αμπελιών και κήπων (Εκκλησ. Ζ’ 6). Φυτρώνει συνήθως σε ακαλλιέργητα χωράφια και γι’ αυτό συναντάται στην Αγία Γραφή σαν σύμβολο της ερημιάς (Παροιμ. ΚΔ’ 31).
Ακράτεια = Ίδε: Αρ. ΙΑ’ 33. Δευτ. ΣΤ’ 12, 13, ΚΑ’ 18.
Ακρίς = Είναι το γνωστό έντομο, που προκαλεί καταστροφές στη γεωργία. Στην Αγία Γραφή από το Θεό στέλνονται τα σμήνη των ακρίδων εναντίον άπιστων και ασεβών λαών (Δευτ. ΚΗ’ 38-42, Εξ. Ι’ 4-19). Ο Λευϊτικός νόμος θεωρεί τις ακρίδες ζώα καθαρά (Λευϊτ. ΙΑ’ 22), γι’ αυτό και οι Εβραίοι τις έτρωγαν.
Ακροβυστία = Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για τους ειδωλολάτρες και τους αμετανόητους αμαρτωλούς στην καρδιά Εβραίους, που θεωρούνταν απερίτμητοι (Πράξ. Ζ’ 51, Γεν. ΛΔ’ 14). «Απερίτμητοι χειλέων» ονομάζονται αυτοί που δεν μπορούν να μιλήσουν με ευχέρεια.
Άλας = Ύλη χρησιμεύουσα για την άρτυση των τροφών. Είναι δύο ειδών: το θαλάσσιο και το ορυκτό. Οι γνωστές ιδιότητές του σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής αναφέρονται (Ιώβ ΣΤ’ 6).
Αλείφω = Οι Εβραίοι δεν άλειφαν τα σώματα τους με λάδι (Δευτ. ΚΗ’ 40). Έχριαν τα σώματα των νεκρών προσπαθώντας να τα διατηρήσουν περισσότερο χρονικό διάστημα, αλλά όχι με επιτυχία, όπως οι Αιγύπτιοι (Γεν. Ν’ 2), ή ακόμη έχριαν τους ιερούς λίθους, τις στήλες, το θυσιαστήριο και τη Σκηνή (Γεν. ΚΗ’ 18. Εξ. ΚΘ’ 36, Λ’ 26). Με λάδι εχρίοντο επίσης ορισμένοι προφήτες, ιερείς και βασιλείς (Εξ. ΚΘ’ 7, 29).
Αλόη = Ξύλο ινώδες ή κόμμι πολύτιμο, διαφορετικό της σημερινής αλόης. Γινόταν εξαγωγή από την Ινδία και χρησίμευε για την ταρίχευση των νεκρών.
Αλώπηξ = Γνωστή για την πονηριά της και τις καταστροφές που προκαλεί στα αμπέλια (Άσμα Β’ 15) και που είναι πολύ επιζήμια στους γεωργούς (Ιεζεκ. ΙΓ’ 4). Το ζώο αυτό είναι γνωστό για την πολύ μεγάλη πονηριά του, γι’ αυτό συνήθως αναφέρεται αντί της λέξεως απάτη. Υπάρχουν πολλά είδη. Παραλλαγή του είναι το ονομαζόμενο σήμερα Θως και βρίσκεται στην Παλαιστίνη, στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες περιοχές (Ψαλμ. ΞΒ’ 11).
Αμαρτία = Παράβαση του θείου νόμου (Ωσηέ Δ’ 8).
Αμνός = Οι αμνοί (αρνιά) και οι κριοί αποτελούσαν τη σπουδαιότερη προσφορά για κάθε θυσία στην Παλαιά Διαθήκη (Αρ. ΣΤ’ 14, Λευϊτ. Δ’ 42). Οι θυσίες των Εβραίων ήσαν ορισμένες από το Θεό και απεικόνιζαν όχι μόνο τη θυσία της εξιλέωσης δια του Ιησού Χριστού αλλά και τον αγνό, άμωμο και ταπεινό του χαρακτήρα, εικονιζόμενο με το άκακο αυτό ζώο τον Αμνό (Ησ. ΝΓ’ 7).
Άμπελος = Γίνεται πρώτα γνωστή στην ιστορία του Νώε, που τη φύτεψε αμέσως μετά τον κατακλυσμό (Γεν. Θ’ 20). Ο Μωσαϊκός Νόμος όριζε ότι αυτός που φύτευε αμπέλι δεν επιτρεπόταν να γευθή τον καρπό του πριν από τον πέμπτο χρόνο (Λευϊτ. ΙΘ’ 23-25). Κάθε έβδομο χρόνο ο καρπός δινόταν στους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά (Εξ. ΚΓ’ 11, Λευϊτ. ΚΕ’ 4, 5, 11). Κάθε διαβάτης μπορούσε να φάη σταφύλια από αμπέλι που συναντούσε στο δρόμο του, απαγορευόταν όμως να πάρη μαζί του (Δευτ. ΚΓ’ 24).Τα σταφύλια ωριμάζουν και τρώγονται το καλοκαίρι. Ο τρύγος γίνεται κατά τον Σεπτέμβριον και παράγεται ο οίνος (Ιερεμ. ΣΤ’ 9).
Ανεμοστρόβιλος = Η ελικοειδής κίνηση που παράγεται από τη συνάντηση δύο αντίθετων ανέμων. Παραβάλλεται δε και με την αιφνίδια και ταχύτατη κρίση του Κυρίου προς τους ασεβείς. (Ησ. ΚΑ’ 1, ΞΣΤ’ 15). Είναι καταστρεπτικός διότι παρασύρει και γκρεμίζει ό,τι βρει στην πορεία του. Συχνά, αναφέρεται στην Αγία Γραφή ότι συμβαίνει στην έρημο της Αραβίας (Ιώβ Α’ 19, ΛΖ’ 9, ΛΗ’ 1, Σοφ. Σειρ. ΜΓ’ 14, Ναούμ Α’ 31).
Άνθραξ = Στα Εβραϊκά έχει δύο έννοιες: (α) σημαίνει πολύτιμο λίθο, πράσινου χρώματος (Ιεζεκ. ΚΗ’ 13) και (β) σημαίνει τον ξυλάνθρακα.
Άνθρωπος = Λογικό ον, που συνίσταται από την αρμονική σύνθεση αθάνατης ψυχής και φθαρτού σώματος, το τέλειο δημιούργημα του Θεού. Δημιουργία του ανθρώπου (Γεν. Α’ 26, 27, Β’ 7). Συζυγική ζωή (Γεν. Β’ 24). Δυνατότητες που χορήγησε ο Θεός (Γεν. Α’ 28). Θεϊκή απαγόρευση (Γεν. Β’ 17, Ε’ 1, Θ’ 6, Δευτ. ΚΒ’ 5).
Ανυδρία = Η έλλειψη βροχής. Λέγεται και ανομβρία. Επειδή η βροχή είναι η τροφή της γεωργίας και κάθε είδους καλλιέργειας, κατά την περίοδο της ανυδρίας η γη είναι ανίκανη για κάθε βλάστηση. Λέγεται ότι το φαινόμενο αυτό είναι ποινή από το Θεό προς τους άπιστους, και δεν είναι σπάνιο σε πολλές χώρες καθώς και στην Παλαιστίνη (Ιώβ ΚΔ’ 19, Ιωήλ Α’ 10-20, Αγγ. Α’ 11). Η βροχή δεν είναι η μόνη τροφή της γεωργίας. Στην Παλαιστίνη η ανυδρία δεν είναι καθόλου σπάνια αλλά μάλλον συχνή (Ιερεμ. Ν’ 38).
Ανυπακοή = Η ανυπακοή τιμωρείται (Γεν. Γ’ 16, 17, ΙΘ’ 26. Λευϊτ. Ι’ 1, 2, ΚΣΤ’ 14. Αρ. ΙΣΤ’ 31, Κ’ 24. Δευτ. ΙΑ’ 28, ΙΖ’ 12, ΙΗ’ 19, 20, ΚΗ’ 15).
Απαρίθμησις = Είναι η απογραφή του λαού. Στην Αγία Γραφή αναφέρονται δώδεκα σπουδαίες απαριθμήσεις ή απογραφές των Ισραηλιτών. Η δωδέκατη έγινε μετά την επιστροφή των Εβραίων από τη Βαβυλώνα (Β’ Εσδρ. Β’ 64, Η’ 1-14).
Απαρχή = Έτσι λεγόταν η προσφορά για θυσία προς το Θεό των πρώτων καρπών της παραγωγής, των πρωτολείων. Οι απαρχές επιβάλλονταν στους Ισραηλίτες από το νόμο του Μωϋσή (Λευϊτ. ΚΓ’ 10, 17. Εξ. ΚΓ’ 19. Δευτ. ΚΣΤ’ 1-11).
Αποστασία = Η κοινή, κλασική σημασία της λέξεως αποστασία αναφέρεται συνήθως σε πράξεις επαναστατικές για αποτίναξη δουλείας και είχαν πολιτικό χαρακτήρα (Γεν. ΙΔ’ 4).
Αποστάσιον = Νόμιμη εκδίωξη της συζύγου από τον σύζυγο μετά από ορισμένη διαδικασία. Το ζήτημα του διαζυγίου εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από τη θέληση του συζύγου, ο οποίος, εάν εύρισκε στη γυναίκα του «άσχημο πράγμα», μπορούσε να της δώση «βιβλίον αποστασίου» (Δευτ. ΚΓ’ 14, ΚΔ’ 1-5).
Αράχνη = Ζώο αρθρωτό, μονόβιο, που διακρίνεται σε πολλά γένη, μερικά μάλιστα θανατηφόρα. Είναι ωοτόκος και βγαίνει από το αβγό σε τέλεια μορφή. Είναι το σύμβολο της ματαιότητας της ελπίδας των ασεβών (Ιώβ Η’ 14).
Αργύριον ή αργύρια = Τεμάχιο αργύρου ή αργυρά νομίσματα. Κατά πρώτον αναφέρονται στις μέρες των Μακκαβαίων και φαίνεται πως πρώτος ο Σίμων παίρνοντας άδεια από τον Αντίοχο, βασιλέα της Συρίας, έκοψε τέτοια νομίσματα (Α’ Μακκαβ. ΙΕ’ 6). Αυτά Δε έφεραν την επιγραφή εβραϊστί «Σίκλος Ισραήλ» και οι Εβδομήκοντα μετέφραζαν τη Σίκλον με τη λέξη δίδραχμο (Νεεμ. Ε’ 15).
Αργύριον περί αμαρτίας = Ήταν τα χρήματα που έστελναν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι βρίσκονταν μακριά από τα Ιεροσόλυμα, για την αγορά των απαραίτητων προσφορών για θυσία στο ναό του Κυρίου. Το περίσσευμα από αυτά το έπαιρναν οι ιερείς (Αρ. ΙΗ’ 9).
Άρκευθος = Είδος θάμνου, που έχει ρίζα πικρή και υποκίτρινα άνθη, φτάνει τους δώδεκα πόδας και παρέχει τη μοναδική σκιά στην έρημο (Ιώβ Λ’ 4).
Άρκτος = Ζώο σπονδυλωτό, μαστοφόρο και αρπακτικό συχνά αναφερόμενο στην Αγία Γραφή. Πολλές φορές προσέβαλε ανθρώπους και ήταν επίφοβη όπως και το λιοντάρι (Παροιμ. ΚΗ’ 15, Ωσηέ ΙΓ’ 8).
Άρμα = Στην Αγία Γραφή αναφέρονται δύο ειδών άρματα: αυτά που χρησιμοποιούν οι βασιλείς και οι στρατηγοί και αυτά που τα χρησιμοποιούσαν για πόλεμο και προσάρμοζαν στα άκρα του άξονα μαχαίρια ή δρεπάνια (Ιησ. του Ναυή ΙΑ’ Η κ.ε.).
Άρτος = Είναι η τροφή γενικά (Γεν. Γ’ 19, ΙΗ’ 5, ΚΗ’ 20. Εξ. Β’ 20). «Άρτος εξ ουρανού» είναι το μάννα (Εξ. ΙΣΤ’ 4). Οι άρτοι προθέσεως ήταν 12 άρτοι, ένας για κάθε φυλή, που τους τοποθετούσαν στη χρυσή τράπεζα της προθέσεως, που ήταν τοποθετημένη στα Άγια, στη βόρεια πλευρά του ναού (Λευϊτ. Β’ 13, ΚΔ’ 5, 9). Αυτούς είχαν το δικαίωμα να τους τρώγουν μόνον οι ιερείς, με μόνη εξαίρεση το Δαυΐδ, που έφαγε άρτους προθέσεως κάποτε από ανάγκη, αυτός και οι συνοδοί του.
Αρχιερεύς = Ο αρχηγός ή η κεφαλή του Ιουδαϊκού ιερατείου (Λευϊτ. ΚΑ’ 10. Εξ. ΚΘ’ 7, 35, Λ’ 22, 23, ΛΘ’ 1-9). Ήταν συγχρόνως και επιτηρητής του ναού. Το αξίωμά του ήταν ισόβιο και διαδοχικό. Πρώτος ο Σολομών παρέβη του κανόνα του ισοβίου του αρχιερέα με την αντικατάσταση του Αβιάθαρ με το Σαδώκ (Γ’ Βασιλ. Α’ 7, 25. Β’ 35. Δ’ Βασιλ. ΙΒ’ 10).
Ασπίς = Αμυντικό όπλο των αρχαίων λαών και των Εβραίων. Μεταφορικά, έτσι καλείται ο Θεός για την ακατανίκητη προστασία που προσφέρει. (Ψαλμ. ΝΖ’ 4, S 13, ΡΛΘ’ 3).
Ασπίς = Δηλητηριώδες φίδι (Γεν. ΜΘ’ 17).
Αστέρες = Με το όνομα αυτό οι Εβραίοι εννοούν τους αστερισμούς, τους πλανήτες, τον Ήλιο, τη Σελήνη κ.λπ. (Ψαλμ. ΡΜΣΤ’ 4).
Αστρολόγοι = Άνθρωποι οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι με τις αστρονομικές παρατηρήσεις μπορούσαν να προλέγουν τα μέλλοντα. Εδίδασκαν ότι οι αστέρες ασκούν μεγάλη επίδραση στις ανθρώπινες πράξεις (Δαν. Β’ 2). Η δεισιδαιμονία αυτή επικρατούσε πολύ στους Ασσυρίους, τους Αιγυπτίους, τους Άραβες και σε όλους τους αστρολάτρες και ήταν στενά συνδεδεμένη με τη λατρεία του Ηλίου, της Σελήνης και των λοιπών αστέρων (Ιερεμ. ΙΘ’ 13, Ιεζεκ. Η’ 16).
Άσφαλτος = Εύφλεκτη ύλη η οποία απαντάται σε υγρή ή στερεή κατάσταση. Η Νεκρά Θάλασσα ήταν πηγή άφθονος σε άσφαλτο. Εχρησιμοποιείτο στις οικοδομές και στα πλοιάρια εκ παπύρου. Ήταν ιδιαίτερα εύφλεκτη (Ησ. ΛΔ’ 9).
Αυλός = Μουσικό όργανο πνευστό όμοιο με το φλάουτο. Εχρησιμοποιείτο σε παρελάσεις, συμπόσια και γάμους (Ησ. Θ’ 23).
Αφορισμός = Ποινή της ιουδαϊκής συναγωγής που επιβαλλόταν σε όσους παρέβαιναν την εντολή του Θεού (Β’ Εσδρ. Ι’ 8).
Αχαριστία = Γεν. ΛΑ’ 1, Μ’ 23. Εξ. Α’ 8.
Άψινθος = Φυτό, βότανο. Στην Παλαιστίνη υπάρχουν πέντε είδη όλα Δε είναι πολύ πικρά στη γεύση γι’ αυτό και μεταφορικώς σημαίνουν κάθε τι το πικρό και καταστρεπτικό, σημαίνει επίσης τον ισχυρό ηγεμόνα ο οποίος κατά την πτώση του γίνεται αιτία πικρών δοκιμασιών για τα πλήθη (Ησ. ΙΔ’ 12, Δαν. Ι’ 20-21).
Βαλανιδιά Πένθους = Στη σκιά αυτής της βαλανιδιάς ετάφη η Δεβόρρα, η τροφός της Ρεβέκκας (Γεν. ΛΕ’ 8).
Βάλσαμο = Υγρό που βγαίνει από το βαλσαμόδενδρο, που αφθονεί στην Ιουδαία και συγκεκριμένα στη Γαλαάδ (γι’ αυτό και ονομαζόταν «βάλσαμον Γαλαάδ»), αλλά που φύτρωνε και στην Ιεριχώ. Χρησιμοποιόταν ως άρωμα αλλά και για θεραπεία διαφόρων ασθενειών (Γεν. ΛΖ’ 25). Εθεωρείτο ισχυρό φάρμακο για τις πληγές και τα τραύματα (Ιερεμ. Η’ 22, ΜΣΤ’ 11).
Βάρβαρος = Η λέξη αυτή στην Αγία Γραφή εννοεί τον καθένα που δεν πιστεύει στον Θεό (Ψαλμ. ΡΙΓ’ 1).
Βασιλείς = Βασιλείς ονομάζονται οι ηγεμόνες, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη σπουδαιότητα της βασιλείας τους. Τέτοιοι ήταν οι άρχοντες των Εδωμιτών, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών (Γεν. ΛΣΤ’ 31. Αρ. ΛΑ’ 8, ΚΓ’ 7). Ακόμη έτσι ονομάζονταν οι άρχοντες πόλεων, όπως ο Μελχισεδέκ (Γεν. ΙΔ’ 18) και οι νικητές πολέμων (Αρ. ΚΓ’ 21) κ.α.
Βασιλεύς = Πρώτος βασιλιάς στο Ισραήλ χρίστηκε από το Σαμουήλ ο Σαούλ. Η βασιλεία στους Εβραίους δεν ήταν απόλυτη αλλά περιοριζόταν από το Μωσαϊκό νόμο. Ο βασιλιάς όριζε ο ίδιος το διάδοχό του, που συνήθως ήταν ο πρωτότοκος γιος του. Ο βασιλιάς εθεωρείτο αντιπρόσωπος του Θεού και το αξίωμά του ήταν ιερό. Έπρεπε να είναι Ισραηλίτης, ταπεινόφρων και δίκαιος (Α’ Βασιλ. Η’ 9. Θ’, Ι’ 1, 25. Β’ Βασιλ. Β’ 4, Γ’ Βασιλ. Α’ 30, Ε’, Η’, ΙΒ’ 2, 3. Δ’ Βασιλ. ΙΑ’ 17. Α’ Παραλ. ΚΗ’ 4. Β’ Παραλ. ΙΑ’ 22).
Βασίλισσα = Έτσι ονομάζονταν τρεις τάξεις γυναικών: (1) οι γυναίκες που βασίλευαν αντί βασιλέων, (2) οι σύζυγοι των βασιλέων (Εσθήρ Α’ 9, Ζ’ 1) και (3) οι μητέρες των βασιλέων. Ο τίτλος αυτός δινόταν στις γυναίκες που βασίλευαν αντί βασιλέων, όπως η βασίλισσα του Σαββά και η Γοθολία, στις νόμιμες συζύγους των βασιλέων και στις μητέρες των βασιλέων (Γ’ Βασιλ. Ι’ 1. ΙΕ’ 13. Δ’ Βασιλ. Ι’ 13, ΙΑ’).
Βασίλισσα του Ουρανού = Η Αστάρτη ή Σελήνη λατρευομένη υπό των ειδωλολατρών Ιουδαίων. Οι Ασσύριοι αφού κυριάρχησαν μετέδωσαν τη λατρεία της Θεάς σε όλη τη Μικρά Ασία. Στους ναούς προσέφεραν μικρές πλάκες οι οποίες έφεραν τυπωμένο το είδωλο της Θεάς (Ιερεμ. ΜΔ’ 17, 18, Ι’ 19, 25).
Βάτραχος = Ζώο τετράποδο, αμφίβιο, μία από τις δέκα πληγές της Αιγύπτου (Εξ. Η’ 1-14).
Βδέλλα = Γνωστό ένυδρο ζώο. Φέρεται σαν έμβλημα φιλαργυρίας και αρπαγής (Παροιμ. Λ’ 15).
Βδέλυγμα = Είναι κάθε αντικείμενο αποστροφής και βδελυγμού εκ μέρους του Θεού, όπως τα είδωλα και η λατρεία προς αυτά (Δευτ. Ζ’ 25, 26, ΙΒ’ 31). Το όνομα αυτό αποδιδόταν στους Εβραίους στην Αίγυπτο, γιατί ήταν ποιμένες και γιατί έτρωγαν και θυσίαζαν ζώα, που οι Αιγύπτιοι τα θεωρούσαν ιερά (Γεν. ΜΓ’ 32, Εξ. Η’ 26, Γεν. ΜΣΤ’ 34).
Βιβλίον = Τα υλικά και τα σχήματα των βιβλίων ήταν διάφορα. Ήταν πίνακες μολύβδινοι ή χάλκινοι, φλοιοί δέντρων, πλίνθοι, λίθοι, ξύλα κ.λπ. (Δευτ. ΚΖ’ 2, 3). Διάφορα ήταν τα υλικά και τα σχήματα των βιβλίων στους αρχαίους. Πίνακες μολύβδινοι ή χάλκινοι, φλοιοί δένδρων, πλίνθοι, πέτρες, ξύλα, και χρησίμευαν για να μεταφέρουν τις ιδέες από γενιά σε γενιά. Ο νόμος του Θεού γράφτηκε πάνω σε δυο πέτρινες πλάκες (Ιώβ ΙΘ’ 23, 34). Γνωστό το βιβλίο της ζωής ή ζώντων (Ψαλμ. ΞΗ’ 29). Είναι μεταφορά του βασικού βιβλίου, όπου οι βασιλείς κρατούσαν κατάλογο με τα ονόματα των αυλικών, των υπαλλήλων, των αξιωματικών του στρατού κ.ά.
Βίβλος = Η λέξη σημαίνει «βιβλίο». Όμως έτσι ονομάζεται κυρίως το βιβλίο των βιβλίων, δηλαδή η Αγία Γραφή, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη (Εξ. ΚΔ’ 7).
Βλασφημία = Λευϊτ. ΙΗ’ 21, ΚΔ’ 16.
Βλέπων = Έτσι ονομάζονταν πολλές φορές οι προφήτες (Ησ. Λ’ 10).
Βορράς = Οι Βαβυλώνιοι και οι Ασσύριοι φέρονται επερχόμενοι εκ βορρά όπως και εκ βορρά προσέβαλαν τους Ιουδαίου για να αποφύγουν την έρημο (Ιερεμ. Α’ 14, ΜΣΤ’ 6, 24).
Βουνό μαρτυρίας = Τόπος της συνθήκης του Ιακώβ με το Λάβαν (Γεν. ΛΑ’ 48).
Βούτυρος = Με τη λέξη αυτή οι Εβραίοι εννοούσαν το γιαούρτι, το οποίο ήταν η πλέον κατάλληλη και δροσερή τροφή για το θερμό κλίμα της Παλαιστίνης (Ιώβ Κ’ 17).
Βραχιόλια = Με αυτά στολίζονταν και οι άνδρες και οι γυναίκες. Τα τοποθετούσαν στον καρπό του χεριού ή και πάνω από τον αγκώνα και στα πόδια, στους αστραγάλους (Αρ. ΛΑ’ 50). Τα βραχιόλια είχαν διάφορες μορφές και η αξία τους δεν ήταν πάντα σταθερή (Γεν. ΚΔ’ 22).
Βροντή = Ο Θεός έδωσε στους Εβραίους το Νόμο Του στο όρος Σινά εν μέσω βροντών και αστραπών (Εξ. ΙΘ’ 16).
Βρούχος = Ένα είδος άπτερης ακρίδας, της οποίας τα πίσω πόδια ήταν πιο μακριά από τα μπροστινά. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο ήταν ζώο καθαρό. Τα άλλα τρία είδη ήταν ο Αττάκης, ο Οφιοφάγος και οι καθαυτό Ακρίδες (Λευϊτ. ΙΑ’ 22).
Γάλα = Στην Αγία Γραφή η λέξη αυτή μεταφορικά σημαίνει την καθαρή, απλή και υγιή αλήθεια. Οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούσαν γάλα από πρόβατα, κατσίκες, αγελάδες και καμήλες (Παροιμ. ΚΖ’ 27). Στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη χρησιμοποιείται και για να εκφράζη την αφθονία (Γεν. ΜΘ’ 12). Συχνά αναφέρεται μαζί με τη λέξη μέλι (Αρ. ΙΣΤ’ 13). Οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν τόσο το γάλα των προβάτων (Δευτ. ΛΒ’ 14) όσο και των καμήλων (Γεν. ΛΒ’ 14) και των αιγών.
Γάμος = Ίδε πολλά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης: Γεν. Α’ 27, 28, Β’ 23, 25, 25, Γ’ 6, 12, 17, Δ’ 1, 17, Θ’ 1, ΚΔ’ 3, ΚΘ’ 21. Εξ. Β’ 1, Κ’ 17. Λευϊτ. ΙΗ’ 6, Κ’ 10. Δευτ. Ε’ 21, Ζ’ 3, ΚΒ’ 22, 23, 29, ΚΔ’ 1 κ.ε.
Γενεά = Οι Εβραίοι, όπως και μερικά από τα ανατολικά έθνη, χρονολογούσαν τις πράξεις και τα γεγονότα με τις γενεές (Γεν. ΙΕ’ 16). Ο αριθμός των ετών, που περιλάμβανε η γενεά, ήταν ακαθόριστος.
Γενεαλογία (Ιησού Χριστού) = Πίνακας της γενεαλογίας κατά σάρκα του Ιησού Χριστού. Οι Ιουδαίοι κρατούσαν ληξιαρχικά βιβλία, όπου έγραφαν όλες τις οικογένειες. Αυτό μαρτυρείται από το βιβλίο του Έσδρα (Β’ Εσδρ. Β’ 1-68).
Γένεσις = Είναι το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ονομάζεται έτσι, γιατί οι Ο’, που το μετέφρασαν από τα εβραϊκά, άρχισαν έτσι: «Βίβλος γενέσεως».
Γερανός = Το μεγαλύτερο μετά τη στρουθοκάμηλο πτηνό στην Παλαιστίνη. Τροφή του είναι τα ψάρια, τα έντομα, οι βάτραχοι κ.ά. Όταν πετούσε έκανε πολύ θόρυβο. Η φωνή του είναι τραχεία και μελαγχολική. Όταν αυτά τα πτηνά επιστρέφουν την άνοιξη περνούν πάνω από την Παλαιστίνη κατά μεγάλα κοπάδια (Ιερεμ. Η’ 7).
Γη της θέας = Είναι ένας από τους λόφους της Ιουδαίας, που μετά ονομάστηκε Μόρια. Εδώ ο Θεός, για να δώση ευκαιρία στον Αβραάμ ώστε να λάμψη και να ενισχυθή η πίστη του, του ζήτησε να θυσιάση το γιο του Ισαάκ (Γεν. ΚΒ’ 3). Πάνω στο λόφο Μόρια έκτισε ο Σολομών το ναό.
Γίγαντες = Άνθρωποι μεγάλων διαστάσεων. Αναφέρονται πολλές φορές μέσα στο βιβλίον της Γενέσεως: «οι δε γίγαντες ήσαν επί της γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ’ εκείνο, ως αν εισεπορεύοντο οι υιοί του Θεού προς τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εγεννώσαν εαυτοίς εκείνοι ήσαν οι γίγαντες οι απ’ αιώνος, οι άνθρωποι οι ονομαστοί» (Γεν ΣΤ΄ 4 κ.α.).
Γλαυξ = Η γνωστή μας κουκουβάγια. Στην Αίγυπτο και στη Συρία υπάρχουν πέντε είδη της (Δευτ. ΙΔ’ 15).
Γλώσσα = «Ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι» (Γεν. ΙΑ’ 1). Αυτή η πληροφορία επιβεβαιώνεται με σαφή τεκμήρια από τις νεώτερες φιλολογικές έρευνες διαφόρων ιστορικών και ερευνητών.
Γναφέων αγρός = Χώρος κοντά στα Ιεροσόλυμα, στον οποίον εργάζονταν οι γναφείς (Δ΄ Βασιλ. ΙΗ΄ 17 ).
Γόητες = Άνθρωποι κοινοί, συνηθισμένοι στους Ινδούς και στους Αιγυπτίους, οι οποίοι έλεγαν ότι γοήτευαν και τα πιο δηλητηριώδη φίδια. Αυτή η πρόληψη υπάρχει ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη της Ανατολής (Ψαλμ. ΝΗ’ ή ΝΖ’ 4, 5), (Ιερεμ. Η’ 17).
Γονείς = Υποχρεώσεις των Γονέων (Γεν. ΙΗ’ 19, ΚΕ’ 5, 6, ΛΔ’ 30. Εξ. Ι’ 2, ΙΒ’ 26, 27, ΙΓ’ 13, 14. Λευϊτ. ΙΘ’ 29. Αρ. Λ’ 6. Δευτ. Δ’ 9, Θ’ 6, 7, 20, ΙΑ’ 19, ΚΑ’ 16, ΛΒ’ 46).
Γράμμα = Η δι’ επιστολών αλληλογραφία παρ’ όλο που ήταν γνωστή δεν ήταν διαδεδομένη στους Εβραίους. Γι’ αυτό και λίγες αναφέρονται στην Π. Διαθήκη. Αποστέλλονταν αυτές ή με φίλους ή με οδοιπόρους (Ιερεμ. ΚΘ’ 1, 3).
Γραμματεύς = Αρχικά ήταν αυτός που ήταν έμπειρος για τις υποθέσεις του ανωτάτου άρχοντα. Γραμματείς ονομάζονταν και αυτοί που ανακοίνωναν στο λαό τις διαταγές του βασιλιά. Ήσαν ανώτεροι υπάλληλοι του κράτους (Κριτ. Ε’ 14. Β’ Βασιλ.Η’ 17. Κ’ 25. Α’ Παραλ. ΚΖ’ 32 κ.α.). Ονομαζόταν κατ’ αρχήν αυτός ο οποίος ήταν πολύ καλός στο να γράφει και εν συνεχεία ο έμπειρος στις υποθέσεις του άρχοντα (Ιερεμ. ΝΒ’ 25).
Γραφίς = Εργαλείο γραφής. Όταν έγραφαν πάνω σε δέρμα, πανί ή πάπυρο, χρησιμοποιούσαν γραφίδα από καλάμι ή τρίχες και μελάνι (Ιώβ ΙΘ’ 24), (Ιερεμ. ΙΖ’ 1, ΛΣΤ’ 23, Ησ. Η’ 1).
Γυναίκα = Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ως αγαπητή και έντιμη σύζυγος του άντρα και όχι ως δούλη (Γεν. Β’ 23, 24, 18, Γ’ 16).
Γυψ = Το όρνεον γύπας (Ιώβ ΙΕ’ 23).
Δάμαλις = Η ευτραφής και παχιά δάμαλις ήταν σύμβολο υπερβάλλουσας αγριότητας (Ιερεμ. ΜΣΤ’ 20, Ν’ 11). Η ξανθή δάμαλις προσφερόταν θυσία για εξιλέωση αμαρτημάτων (Αρ. ΙΘ’ 1-10).
Δάση = (Δρυμώνας). Περιοχή των δασών: είναι μια ονομαστή κοιλάδα στην Πεντάπολη (Γεν. ΙΔ’ 3, 8, 10).
Δασμός = Οι Ισραηλίτες αρχικά έδιναν δασμούς μόνο για θρησκευτικούς λόγου και συγκεκριμένα για προσφορά στο ναό και για συντήρηση των ιερέων και των Λευϊτών (Εξ. ΚΕ’ 1-7, Λ’ 13).
Δασύπους = Μικρό ζώο, που μοιάζει πολύ με κουνέλι και θεωρείται ακάθαρτο από το Μωσαϊκό Νόμο (Λευϊτ. ΙΑ’ 5, Δευτ. ΙΔ’ 7).
Δεκάλογος = Συνοπτική διακήρυξη του Νόμου του Θεού (Δευτ. Ε’ 6 κ.ε.).
Δέκατα = Φορολογικό σύστημα των Ιουδαίων (Γεν. ΙΔ’ 20, ΚΗ’ 22. Λευϊτ. ΚΖ’ 30. Αρ. ΙΗ’ 21, 29. Δευτ. ΙΒ’ 6).
Δένδρον = Λαμβάνεται μεταφορικά και σημαίνει πλούσιους, βασιλείς και ισχυρούς ανθρώπους (Ψαλμ. ΛΣΤ’ 35).Στην Αγ. Γραφή η λέξη σημαίνει μεταφορικά πλούσιους βασιλείς και ισχυρούς ανθρώπους (Ησ. Β’ 13, Δαν. Δ’ 10-26).
Δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού: Γεν. Β’ 9.
Δεξαμενή = Αποθήκη νερού για να το χρησιμοποιούν οι οδοιπόροι και στις πόλεις για δημόσια χρήση σε περίοδο πολιορκίας (Ψαλμ. ΠΓ’ 6).
Δεξιά χειρ = Σημαίνει το ενεργητικό μέρος του σώματος και είναι σύμβολο δυνάμεως και ισχύος (Ψαλμ. Κ’ 8, ΟΣΤ’ 10).
Δευτερονόμιο = Το πέμπτο βιβλίο της Πεντατεύχου, στο οποίο γίνεται ανακεφαλαίωση και διασάφηση των προηγουμένων εντολών του Θεού (Δευτ. Α’ 1-6, ΚΘ’ 1, ΛΑ’ 1, ΛΓ’).
Δημιουργία = (α) πράξη κατά την οποία ο Θεός δίδει υλική ύπαρξη και μορφή σε αντικείμενα τα οποία είναι άϋλα. (β) η ανάπλαση της ήδη υπάρχουσας ύλης. (γ) τα αντικείμενα έτσι αναπλασθέντα και υπάρχοντα. Η θεωρία περί αιωνιότητας της ύλης είναι απορριπτέα διότι αντιστρατεύεται τη διδασκαλία των Αγίων Γραφών. Η δημιουργία είναι αποκλειστικό έργο του Θεού γι’ αυτό και ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα αναφέρονται ως Δημιουργός (Παροιμ. Η’ 22-31). Πράξη με την οποία ο Θεός δίνει ύπαρξη στα όντα εκ του μηδενός (Ψαλμ. ΡΜΗ’ 5).
Διαζύγιο = Δευτ. ΚΔ’ 1 κ.ε. (βλ. και Αποστάσιον).
Διαθήκη = Δια της λέξεως αυτής εννοείται η μεταξύ δύο προσώπων σύμβαση. Όταν όμως το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρα υπερτερεί του άλλου η διαθήκη ισοδυναμεί με υπόσχεση (Ησ. ΝΘ’ 21, Ιερ. ΛΑ’ 33, 34).
Διακονώ = Υπηρετώ. Οι άγγελοι υπηρετούν τον Θεό και τον λαό του (Ψαλμ. ΡΒ’ 21).
Διάψαλμα = Μουσικό σημείο δια του οποίου ορίζετο η εισαγωγή ή έναρξη των φθόγγων των σαλπίγγων των ιερέων κατά την ψαλμωδία των Λευιτών και η συμφωνία των εγχόρδων οργάνων (Αμβακ. Γ’ 3, 9, 13).
Δίδραχμο = Αργυρό νόμισμα αξίας δύο Αττικών δραχμών (Εξ. Λ’ 12-16).
Δικαιοσύνη = Η απονομή της δικαιοσύνης στους Εβραίους ήταν απλούστατη. Κατ’ αρχήν ο πατριάρχης κάθε οικογένειας ήταν και ο δικαστής. Μετέπειτα χρησίμευαν σαν δικαστές οι πρεσβύτεροι. Στην έρημο ο Μωϋσής όρισε δικαστές ανά χίλιες οικογένειες, οι οποίοι ήσαν και άρχοντες της Συναγωγής και των οικογενειών και των φυλών. Ως δικαστήριο χρησιμοποιούνταν οι πύλες της πόλεως (Ιώβ ΚΘ’ 14, Ε’ 13).
Δίκες = Αρχικά οι κατηγορούμενοι δικάζονταν από τους Πατριάρχες. Αργότερα από το Μωϋσή, ο οποίος με συμβουλή του Ιοθόρ διόρισε δικαστές βοηθούς (Εξ. ΙΗ’ 13, 26. Αρ. ΙΑ’ 16, 17). Οι δικαστές έπρεπε να είναι δίκαιοι (Δευτ. ΙΣΤ’ 18, 19). Στην εκδίκαση κακουργημάτων έπρεπε να παρουσιαστούν τουλάχιστον δύο μάρτυρες (Δευτ. ΙΖ’ 6, ΙΘ’ 15), στους οποίους, αν ψεύδονταν, επιβαλλόταν η ίδια ποινή που θα επιβαλλόταν και στον κατηγορούμενο, αν αποδεικνυόταν ένοχος (Δευτ. ΙΘ’ 16-21).
Διπλούν Σπήλαιον = Αγρός και σπήλαιο που τα αγόρασε ο Αβραάμ για να του χρησιμέψουν ως οικογενειακός τάφος. Εκεί έθαψε τη Σάρρα (Γεν. ΚΓ’ 9, ΜΘ’ 30, Ν’ 13).
Δολοφονία = Γεν. Δ’ 8, Θ’ 6, Εξ. Β’ 12, Κ’ 13, ΚΒ’ 2, Λευϊτ. ΚΔ’ 21, Αρ. ΚΕ’ 7, Δευτ. Ε’ 17, ΙΘ’ 4, 11, ΚΖ’ 24.
Δόξα = Έχει πολλές σημασίες στην Αγία Γραφή. Η φράση όμως «η δόξα μου» ισοδυναμεί με «η ψυχή μου».
Δορκάς = Ζώο το οποίο διακρίνεται για την ταχύτητά του και την κομψότητά του. Το ζώο αυτό ήτο γνωστό στην Παλαιστίνη και στις γύρω χώρες. Οι Εβραίοι μπορούσαν να τρώγουν το κρέας του, το οποίο ήταν εκλεκτό. Σύμφωνα με τις Παροιμ. Ε’ 19, η δορκάς ήταν χαριτωμένη και αγαπητή και θαυμαζόταν για το κάλλος της (Άσμα Β’ 9, 17, Η’ 14).
Δούλος = Σκλάβος, υπηρέτης: Γεν. ΙΕ’ 2-4, ΙΖ’ 9-13, 27, ΙΗ’ 19, ΚΔ’ 1-10, ΛΖ’ 27, 28. Εξ. ΚΑ’ 7, Λευϊτ. ΚΕ’ 39-47, ΚΒ’ 3, ΚΑ’ 2, 6, 47-55. Δευτ. Α’ 16, 17, ΙΕ’ 12-18, ΚΖ’ 19, ΚΘ’ 10-13, ΛΑ’ 10-13. Εξ. ΙΒ’ 44, ΚΑ’ 26, 27, 16.
Δράκων = Στο Δευτερονόμιο η λέξη σημαίνει το μεγάλο φίδι ή τον κροκόδειλο (Δευτ. ΛΒ’ 33). Η λέξη αυτή όταν σχετίζεται με τις στρουθοκαμήλους γλαύκους, των ερήμων και των ερειπίων, σημαίνει το τσακάλι (Μιχ. Α’ 8, Ιώβ Λ’ 29).
Δρόμος ή στάδιον = Ένα από τα αγωνίσματα των αρχαίων που ανήκε στο πένταθλο (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄ 5 κ.α.).
Δρόσος = Οι σαν σταγόνες βροχής ατμοί επάνω στη χλόη που πέφτουν κατά τις ψυχρές νύκτες. Στην Αγία Γραφή μεταφορικά σημαίνει την πνευματική ευλογία (Ωσηέ ΙΔ’ 5-7) και ακόμα συμβολίζει τις πρόσκαιρες επιθυμίες, επειδή μόλις πέσει η δρόσος, αμέσως μετά αρχίζει να εξατμίζεται (Ωσηέ ΣΤ’ 4, ΙΓ’ 3).
Δώρα = Κοινή συνήθεια που εκδηλώνει ευγνωμοσύνη, αγάπη, σεβασμό κ.λπ. Έτσι π.χ. η αποδοχή των δικαιωμάτων του βασιλιά επιβεβαιωνόταν με προσφορά δώρων• για να πλησιάσει κανείς άνδρες με υψηλά αξιώματα έπρεπε να προσφέρει δώρα• οι βασιλείς δώριζαν ενδύματα σ’ αυτούς που ήθελαν να τιμήσουν ενώ σ’ αυτούς που τους σέβονταν ή τους φοβούνταν διαμοίραζαν δώρα και χορηγούσαν προνόμια, εκδηλώνοντας έτσι τη χαρά για τη νίκη τους• οι προφήτες, τέλος, δέχονταν ή απέρριπταν τα δώρα ανάλογα με τις περιστάσεις (Κριτ. ΣΤ’ 18. Α’ Βασιλ. Θ’ 7. Ι’ 27. Γ’ Βασιλ. ΙΔ’ 3. Δ’ Βασιλ. Ε’ 15. Η’ 9, ΙΣΤ’ 8, ΙΗ’ 14. Β’ Παραλ. Θ’ 9, 12).
Εβδομάς = Χρονική υποδιαίρεση, που περιλαμβάνει επτά συνεχείς ημέρες (Γεν. ΚΘ’ 27).
Έγγυος ή εγγυητής = Ο προσωπικώς υπεύθυνος υπέρ της ασφαλούς εμφανίσεως κάποιου άλλου ή της εξοφλήσεως χρέους άλλου. Θεωρείται τούτο από την Αγία Γραφή πράξη επικίνδυνη (Παροιμ. ΣΤ’ 1, ΙΑ’ 15, ΙΖ’ 18, Κ’ 16, ΚΒ’ 26).
Εγκαίνια = Θρησκευτική τελετή, με την οποία ένας τόπος καθιερώνεται. Εγκαίνια της Σκηνής του Μαρτυρίου (Αρ. Ζ’). εγκαίνια ιδιωτικών οικιών (Εξ. ΙΓ’ 2). Η εορτή των εγκαινίων γινόταν κάθε χρόνο (Γ’ Βασιλ. Η’).
Εθνών νήσοι = Κύπρος, Ρόδος και άλλα νησιά της Μεσογείου, από τα οποία ξεκίνησαν οι απόγονοι του Ιωύαν, γιού του Ιάφεθ, οι Ίωνες, και εγκαταστάθηκαν στη Μ. Ασία και στην Ευρώπη (Γεν. Ι’ 5).
Ειδωλολατρεία = Είναι η λατρεία των ειδώλων δηλ. παραστάσεων ή ομοιωμάτων ψεύτικων θεών. Οι Εβραίοι δεν φαίνονταν ότι επινόησαν δική τους ειδωλολατρεία αλλά πάντοτε λάτρευαν ξένους θεούς, στην Αίγυπτο τους θεούς των Αιγυπτίων, στην έρημο τους θεούς των Αιγυπτίων, Χαναναίων και Μωαβιτών κ.λπ. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, η ειδωλολατρεία θεωρούνταν έγκλημα και τιμωρούνταν δια θανάτου (Σοφ. Σολομ. ΙΑ’ 16, ΙΒ’ 4, 24, ΙΓ’ 10, ΙΔ’ 8, 23, ΙΕ’ 4, 11).
Εικών = Είναι η αναπαράσταση φανταστικής μορφής, σε πραγματική. Η λέξη περιλαμβάνει την έννοια του πραγματικού αντικειμένου (Ψαλμ. ΟΒ’ 20).
Ειρήνη = Η χρονική περίοδος μεταξύ δύο πολέμων (Γεν. ΙΕ’ 15, Εξ. 18, 23 κ.α.).
Εισόδημα βασιλικόν = Οι θρησκευτικοί φόροι που πλήρωναν οι Ιουδαίοι για την τήρηση της δημόσιας λατρείας. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και οι πολιτικοί φόροι που στην αρχή ήταν ελαφροί και σε τύπο δώρων ή λαφύρων. Κατά την εποχή όμως της βασιλείας του Σολομώντα, οι Εβραίοι πλήρωναν φόρους όχι μόνο στον βασιλέα αλλά και στους ξένους κυριάρχους (Β’ Εσδρ. Δ’ 13).
Εκπαίδευση = Οι Ιουδαίοι στο θέμα της εκπαιδεύσεως περιορίζονταν στην εκμάθηση του νόμου. Τα παιδιά διδάσκονταν την ανάγνωση, τη γραφή και το νόμο από τους γονείς του, τους διδασκάλου ή τους λευίτες. Ο πολύς λαός ήταν αμαθής και μόνο λίγοι υπήρχαν που γνώριζαν γεωγραφία ή ξένες γλώσσες (Ιησ. Ναυή ΙΗ’ 8, 9. Δ’ Βασιλ. ΙΗ’ 26).
Έλαιον = Το απόσταγμα των καρπών των ελαιών. Ήταν ένα από τα πιο έξοχα προϊόντα της Παλαιστίνης και γινόταν μεγάλη εξαγωγή στην Τύρο και την Αίγυπτο (Ωσηέ ΙΒ’ 1). Η Ιουδαία ήταν γεμάτη ελαιώνες και η ελιά είναι το αρχαιότερο δένδρο που μνημονεύεται στην Αγία Γραφή. Για το πλήθος των ελαιώνων της η Παλαιστίνη ονομαζόταν «Γη ελαιών και μέλιτος» (Αμβακ. Γ’ 17).
Έλατα = Ψηλό και δασύφυλλο δένδρο χρήσιμο στη ναυπήγηση (Ιεζ. ΚΖ’ 5).
Έλαφος = Ζώο τετράποδο, σπονδυλωτό, μηρυκαστικό, κερασφόρο. Είναι η έλαφος καθαρό ζώο και φημίζεται για την κομψότητά της, τη χάρη της και την ελαφρότητά της (Άσμα Β’ 9).
Ελεημοσύνη = Εξ. ΚΓ’ 11. Λευϊτ. ΙΘ’ 10, ΚΓ’ 22, ΚΕ’ 35. Δευτ. ΙΕ’ 7, ΚΔ’ 19.
Έλεος = Η θεία αγαθότητα προς τους αμαρτωλούς και τους παραβάτες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης (Ψαλμ. ΠΔ’ 10).
Ελεφαντίασις = Φλεγμονή και οίδημα διαφόρων μερών του σώματος. Ίσως με αυτή να τιμώρησε ο Θεός τους Αιγυπτίους. Με αυτή απειλεί ο Μωϋσής τους Ισραηλίτες, εάν παραβούν το θέλημα του Θεού (Δευτ. ΚΗ’ 27, 35).
Ενδύματα = Την ενδυμασία των Εβραίων αποτελούσαν ο χιτώνας, το ιμάτιο, η ζώνη και τα σανδάλια. Ο χιτώνας ήταν σαν το σημερινό υποκάμισο, έφτανε μέχρι τα γόνατα και στερεωνόταν με τη ζώνη. Όποιος φορούσε μόνο χιτώνα ονομαζόταν «γυμνός». Τα ιμάτια αποτελούσαν την εξωτερική περιβολή του σώματος. Οι γυναίκες φορούσαν και καλύπτρα (Κριτ. ΙΔ’ 13. Α’ Βασιλ. ΙΘ’ 24. Β’ Βασιλ. Κ’ 8. Δ’ Βασιλ. Δ’ 29).
Ενέχυρο = Πράγμα, πολύτιμο, το οποίο δίδεται από τον δανειζόμενον προς τον δανειστή χάριν ασφαλείας και το οποίο κρατείται μέχρι της επιστροφής των δανεισμένων χρημάτων. Ο Ιουδαϊκός νόμος περιείχε πολλές λεπτομέρειες για την υπεράσπιση των φτωχών και κατά της κατάχρησης του ενεχύρου. Η κατάχρηση τιμωρούνταν αυστηρά (Ιώβ ΚΒ’ 5, ΚΔ’ 3-7).
Ενταφιασμός = Οι Εβραίοι ήσαν πολύ προσεκτικοί με την ταφή των νεκρών. Οι νεκροί –ακόμη και οι εχθροί τους- έπρεπε να ταφούν οπωσδήποτε, αυτός Δε που έβλεπε άταφο νεκρό εθεωρείτο ακάθαρτος και υποβαλλόταν σε καθαρισμό (Β’ Βασιλ. Γ’ 31. ΚΑ’ 14. Β’ Παραλ. ΙΣΤ’ 14). Στο βιβλίο Α’ Βασιλειών ΛΑ’ 12 αναφέρεται ότι οι νεκροί του Σαούλ και των γιων κάηκαν.
Ενύπνιον = Το όνειρον. Για το θέμα αυτό ίδε: Γεν. Κ’ 3-7, ΚΗ’ 12-15, Μ’. Δευτ. ΙΓ’ 1-3.
Ενώτιον = Δακτύλιος από χρυσό ή από άλλο μέταλλο τον οποίο φορούσαν στα αυτιά για στολισμό (Ησ. Γ’ 20, Ιερεμ. ΙΣΤ’ 12).
Εξιλεώσεως ή Εξιλασμού Ημέρα = Επίσημη εορτή που ετελείτο με αυστηρή αργία, νηστεία και θυσίες τη δέκατη μέρα του μήνα Τισρί, περί το τέλος του Σεπτεμβρίου (Λευϊτ. ΚΓ’ 27, ΚΕ’ 9). Τότε θυσιαζόταν ο τράγος για εξιλέωση των αμαρτιών του λαού.
Έξοδος = Είναι το δεύτερο βιβλίο της Πεντατεύχου και περιγράφει την αναχώρηση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο.
Εργασία = Γεν. Γ’ 17. Εξ. Κ’ 9, 21. Δευτ. Ε’ 13.
Έρημος = Η άγονη και ακαλλιέργητη περιοχή μεταξύ Αιγύπτου και Χαναάν, όπου περιπλανήθηκαν οι Ιουδαίοι (Δευτ. Α’ 1, Η’ 2). Η έρημος αυτή ταυτίζεται με τη χερσόνησο του όρους Σινά. Άλλες μικρότερες έρημοι σ’ αυτήν τη μεγάλη είναι η Εθάμ, η Φαράν, η Σουρ και η Σιν.
Ερωδιός = Πτηνό, που ο Μωσαϊκός Νόμος το θεωρεί ακάθαρτο (Λευϊτ. ΙΑ’ 19).
Εσπέρας = Το τέλος της ημέρας. Οι Ιουδαίοι αριθμούσαν δύο εσπέρες σε κάθε ημερονύκτιο, μία μετά την 3η απογευματινή και μία μετά τη δύση του ηλίου. Μεταξύ των δύο αυτών εσπερών, δηλαδή το δειλινό, σφαζόταν ο πασχάλιος αμνός (Εξ. ΙΒ’ 6, ΚΘ’ 33-41. Αρ. Θ’ 3, ΚΗ’ 4).
Ευλογητός ή Ευλογημένος = Όνομα που δίνει η Ραχήλ, πριν πεθάνει, μετά από ένα δύσκολο τοκετό, στο νεογέννητο. Ο Ιακώβ όμως το ονομάζει Βενιαμίν (Γεν. ΛΕ’ 18).
Ευλογία – Ευλογώ = Στην Αγία Γραφή έχει διάφορες σημασίες. Εκφράζει τον έπαινο και τη δοξολογία που απευθύνουν οι άνθρωποι προς τον Θεό (Ψαλμ. ΡΜΣΤ’, ΡΜΖ’, ΡΜΗ’ κ.ά.). Ο Δε Θεός ευλογεί τους ανθρώπους προσφέροντάς τους πνευματικές και υλικές δωρεές (Ψαλμ. ΜΔ’ 2). Το «ποτήριον της ευλογίας», συνηθισμένη φράση των Εβραίων (Ψαλμ. ΡΙΕ’ 13).
Ευνούχος = Ο στερημένος γεννητικών οργάνων. Συνήθως αυτοί ήταν οι αξιωματικοί των βασιλικών γυναικώνων (γυναικωνιτών), και φύλακες της τιμή και της ιματιοθήκης των γυναικών. Ήταν δειλοί, ζηλότυποι, μελαγχολικοί και συνήθως αυτοκτονούσαν (Εσθήρ Α’ 10, 12, 15).
Ευρυχωρία = Πηγάδι που άνοιξε ο Ισαάκ (Γεν. ΚΣΤ’ 22).
Ευσπλαχνία = Γεν. Ζ’ 1.
Ευφράτης = Ποταμός που με τον Τίγρη περικλείουν την πεδιάδα της Μεσοποταμίας (Γεν. Β’ 14).
Έχιδνα = Ζώον σπονδυλωτό, ερπετό και ιοβόλο. Λόγω του πολύ οξέος και δραστικού δηλητηρίου της λαμβάνεται μεταφορικώς ως σύμβολο παντός κακού (Ησ. Λ’ 6).
Ζηλοτυπία = Σημαίνει οργή ή αγανάκτηση (Ψαλμ. ΟΗ’ 5). Στην κυριολεξία σημαίνει τη συζυγική δυσπιστία και καχυποψία (Αρ. Ε’ 14). Χρησιμοποιείται όμως και για να εκδηλώση το αίσθημα του Θεού για την πιστότητα του λαού Του προς Αυτόν (Εξ. Κ’ 5) ή για να φανερώση οργή, αγανάκτηση ή έντονο ενδιαφέρον (Εξ. ΛΔ’ 14. Δευτ. ΣΤ’ 14, 15).
Ζυγός = Ζυγού διάρρηξη• απαλλαγή από τη δουλεία (Ησ. ΜΗ’ 6, Ιερεμ. Β’ 20).
Ζύμη = Ο ένζυμος άρτος απαγορευόταν στους Ιουδαίους κατά τις επτά ημέρες του Πάσχα. Και τούτο, για να θυμούνται τη βιαστική αποχώρησή τους από την Αίγυπτο, όταν διατάχθηκαν να χρησιμοποιήσουν άζυμους άρτους, γιατί δεν είχαν καιρό να φτιάξουν ένζυμους. Γι’ αυτό και η εορτή ονομάζεται «Εορτή των αζύμων» (Εξ. ΙΒ’ 8, 19). Επίσης απαγορευόταν κάθε ένζυμη προσφορά στο ναό (Λευϊτ. Β’ 11).
Ήλεκτρον = Το αναφερόμενο από τον Ιεζεκιήλ ήλεκτρο (Α’ 4, 27, Η’ 2) είναι μέταλλο το οποίο ονομάζεται και ορείχαλκος ή χαλκολίβανος.
Ημέρα = Για τους Εβραίους ημέρα είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές δύσεις του ηλίου (Γεν. Α’ 5. Λευϊτ. ΚΓ’ 32).
Ημέρας δρόμος = Η φράση αυτή δεν σημαίνει μία ορισμένη απόσταση, αλλά το δρόμο που μπορεί κάποιος να διανύση σε μία μέρα, δηλαδή μετά από δέκα περίπου ώρες οδοιπορίας, απόσταση που φτάνει περίπου τα τριάντα μίλια (Γεν. ΛΑ’ 23, Εξ. Γ’ 18).
Θάλασσα = Ονομαζόταν από τους Εβραίους κάθε συλλογή νερών (Ιώβ ΙΔ’ 11). (Ησ. ΙΑ’ 15, ΚΑ’ 1, Ιερ. ΝΑ’ 36, 42).
Θάλασσα χυτή = Μεγάλο χάλκινο σκεύος στην αυλή του ναού, που στηριζόταν σε 12 χάλκινα βόδια. Κατασκευάστηκε την εποχή του Σολομώντος (Γ’ Βασιλ. Ζ’ 10. Δ’ Βασιλ. ΙΣΤ’ 17. ΚΕ’ 13. Β’ Παραλ. 2, 6).
Θάνατος = Ο θάνατος, που είναι ο χωρισμός του πνεύματος και της ψυχής από το σώμα, αναφέρεται για πρώτη φορά στην Αγία Γραφή στη Γένεση: «Η, δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. Β’ 17). Ο θάνατος στέλνεται και ως τιμωρία από το Θεό (Γεν. ΚΑ’ 17, Γ’ 19. Λευϊτ. Ι’ 1, 2. Αρ. ΙΔ’ 29, 32, 35, ΙΣΤ’ 30). Θεωρείται η παντελής παύση της λειτουργίας όλων των ζωικών οργάνων και η αποσύνθεσή τους, ή ο χωρισμός της ύλης από το πνεύμα. Η λέξη αναφέρεται στα ζώα. Κατά τον Σολομώντα, χωριζομένου του σώματος από το πνεύμα, «το μεν χώμα επιστρέφει εις την γη καθώς ήτο, και το πνεύμα επιστρέφει εις τον Θεόν, όστις έδωκεν αυτό» (Εκκλ. ΙΒ’ 7). Στην Αγία Γραφή συναντάται ο φυσικός, ο ηθικός και ο αιώνιος θάνατος (Ιώβ Θ’ 17).
Θαύματα = Γεν. Α’, ΣΤ’ – Η’, ΙΘ’, ΙΗ’, Κ’. Εξ. Γ’ 2-4, Δ’ 3, 4, 6, 7, 9, 30, Ζ’ 10, 20, Η’ 6, 13, 17, 21-31, Θ’ 3-6, 10, 11, 23-33, Ι’ 13-19, 22, ΙΒ’ 29, ΙΔ’ 21, 22, 26-28, ΙΕ’ 25, ΙΣΤ’, ΙΖ’ 6, 11-13. Αρ. Θ’ 15-23, ΙΒ’ 10, ΙΣΤ’ 28-35, 46,-50, ΙΖ’ 8, Κ’ 11, ΚΑ’ 8, 9, ΚΒ’ 28, ΚΕ’ 1-9.
Θείον = Ορυκτό κιτρίνου χρώματος, άοσμο και εύφλεκτο. Καιόμενο παρέχει ιδιάζουσα οσμή πολύ δυσάρεστη. Με αυτή την έννοια αναφέρεται στην Αγία Γραφή η λέξη σαν σύμβολο της αιώνιας και προσωρινής καταδίκης των ασεβών (Ιώβ ΙΗ’ 15).
Θεοί = Σημαίνει τους άρχοντες ή τους δικαστές και όχι την πολυθεΐα (Ψαλμ. ΠΑ’ 6).
Θησαυρός = Τόπος ή οικοδόμημα, που φυλάσσουν τα πολύτιμα αντικείμενα, θησαυροφυλάκιο (Β’ Εσδρ. Ε’ 17).
Θρόνος = Κάθισμα, έδρα, μεταφορικά δε η εξουσία, η βασιλεία. Ο θρόνος του Θεού παριστάνεται αιώνιος και έχει σαν βάση του τη δικαιοσύνη (Ψαλμ. ΜΔ’ 6, S Β’ 2). Θεωρείται στήριγμα, κάθισμα και μεταφορικά εξουσία. Οι ουρανοί καλούνται θρόνος του Θεού, και η γη υποπόδιον των ποδών αυτού. Αυτό μεταφορικώς παριστάνει το μεγαλείο του Υψίστου. Ο θρόνος παριστάνεται αιώνιος ως βάση Δε αυτού η δικαιοσύνη και η κρίση (Ησ. ΞΣΤ’ 1, ΣΤ’ 1-4, Ιεζ. Α’).
Θυμίαμα = Ξηρό αρωματικό κόμμι, που βγαίνει από δέντρο που φύεται στην Αραβία και στην Ινδική. Αναμεμειγμένο με άλλα πολύτιμα αρώματα αποτελούσε το ιερό θυμίαμα, που το χρησιμοποιούσαν μόνο για τελετουργικούς σκοπούς (Εξ. Λ’ 34-38. Λευϊτ. ΙΣΤ’ 13), (Ψαλμ. ΡΜ’ 2 και Ψαλμ. ΞΕ’ 15).
Θυμιατήριο = Χάλκινο σκεύος που, όσο διαρκούσε η λατρεία, μεταφερόταν μ’ αυτό φωτιά από το θυσιαστήριο μαζί με θυμίαμα (Γ’ Βασιλ. Ζ’ 48-50).
Θυμιατήριο = Χάλκινο συγκρότημα, στο οποίο προσφέρονταν θυσίες και μάλιστα των ολοκαυτωμάτων (Εξ. Λ’ 1, 7-10. Λευϊτ. Ι’ 1. Αρ. ΙΣΤ’ 39).
Θυρεός = Είδος μεγάλης ασπίδας από σκληρό δέρμα ή πολλά στρώματα λινού υφάσματος ή ελάσματα ορειχάλκου (Νεεμ. Δ’ 10).
Θυρεύς = Αρχαίο αμυντικής πανοπλίας ένδυμα, σαν χιτώνας, κατερχόμενο από το λαιμό μέχρι το μέσον του σώματος, κατασκευαζόμενο από σκληρό δέρμα ή από πολλά στρώματα λινού υφάσματος (Ιώβ ΜΑ’ 26).
Θυρωρός = Θυρωροί ονομάζονταν οι φύλακες των θυρών των οικιών αλλά και των πυλών των πόλεων (Β’ Βασιλ. ΙΗ’ 26. Δ’ Βασιλ. Ζ’ 10. Α’ Παραλ. ΚΓ’ 5. ΚΣΤ’ 1-19. Β’ Παραλ. Η’ 14, ΚΓ’ 4-19. ΛΑ’ 14).
Θυσιαστήριο = Τόπος ή οικοδομή αφιερωμένη εις τον Θεό και είναι προορισμένη μόνο για θυσία (Γεν. ΚΗ’ 18, ΙΒ’ 7. Εξ. ΙΖ’ 15,16, Κ’ 24, 25, ΚΖ’ 2, Λ’ 1-6, Λ’ 8. Λευϊτ. ΙΣΤ’ 18).
Θυσίες = Ήταν προσφορές επάνω στο θυσιαστήριο από τον αρμόδιο ιερέα. Η λέξη «θυσία» σημαίνει κυρίως την προσφορά σφαγμένου ζώου, ενώ η λέξη «αφιέρωμα» σημαίνει το απλό δώρο (Λευϊτ. Α’ 1, 9, Β’ 1, Γ’ 1, Δ’ 1, Ε’ 1, ΣΤ’ 8. Αρ. ΚΑ’ 8, 9, ΚΗ’ 3, 9, 10, 11, 16, ΚΘ’ 1).
Θώων δέρματα = Το χρώμα το δερμάτων αυτών ήτο πορφυρόν όπως το της πορφυράς Ίριδος ή αλλιώς ονομαζομένης Υακίνθου. Επειδή Δε οι Θώες ήσαν σπάνιοι στην Αραβία γι’ αυτό ισχυρίζονταν ορισμένοι ότι τα ωραία αυτά δέρματα ήταν από φώκιες ή δελφίνια ή από άλλα ζώα της Ερυθράς θάλασσας. Αυτά οι Εβραίοι τα επρομηθεύοντο από την Αίγυπτο και χρησίμευαν για την κάλυψη της Σκηνής του Μαρτυρίου εις την Έρημο.
Ιερεύς = Ο αφιερωμένος, ο ορισμένος για την τέλεση της δημόσιας λατρείας προς το Θεό, ο θύτης (Εξ. ΚΔ’ 5. Αρ. ΙΣΤ’ 40). Έργα των ιερέων ήταν οι θυσίες, η διατήρηση της πυράς του θυσιαστηρίου και του φωτός της χρυσής επτάφωτης λυχνίας, η ζύμωση των αζύμων άρτων, και η προετοιμασία του θυμιάματος κ.λπ. (Εξ. ΚΗ’ 29. Λευϊτ. Η’). Πριν την ανέγερση του ναού το έργο των ιερέων επιτρεπόταν και στους προφήτες. Αρχικά ο αριθμός των ιερέων ήταν μικρός, αλλά αργότερα, όταν επιτράπηκε σ’ αυτούς ο γάμος, αυξήθηκαν πολύ (Ιησ. Ναυή Γ’ 6. ΣΤ’ 4. ΚΑ’ 9, 10. Α’ Βασιλ. Ζ’ 9. Θ’ 13. ΙΣΤ’ 5. ΚΒ’ 18. Γ’ Βασιλ. ΙΗ’ 31-33. Α’ Παραλ. ΙΒ’ 27).
Ιλαστήριον = Είναι το χρυσό κάλυμμα της Κιβωτού της Διαθήκης, που το πλησίαζε μόνο ο αρχιερέας την ημέρα του Εξιλασμού και το ράντιζε με το αίμα του θυσιαζόμενου τράγου κατά την επίσημη αυτή εορτή (Εξ. ΚΕ’ 17-22. Λευϊτ. ΙΣΤ’ 14).
Ίππος = Ζώο χρησιμότατο για τις μεταφορές, τις γεωργικές εργασίες και τον πόλεμο. Αρχικά απαγορευόταν στους Ιουδαίους να τρέφουν ίππους. Πολλές φορές οι ίπποι είναι σύμβολα αγγελικών και επίγειων δυνάμεων υπό το κράτος του Θεού (Ιησ. Ναυή ΙΑ’ 6. Β’ Βασιλ. Η’ 4. Δ’ Βασιλ. Β’ 11. ΣΤ’ 15, 17. ΚΓ’ 11. Β’ Παραλ. Α’ 14-17. Θ’ 25).
Ιτέα = Φυτό, δένδρο, ανήκει στην ίδια τάξη με τη λεύκα. Φυτρώνει στις υγρές πεδιάδες και στις όχθες των ποταμών και ρυακιών (Ψαλμ. ΡΛΣΤ’ 2).
Καθαρός = (βλέπε και Ακάθαρτος). Η διαίρεση των ζώων σε καθαρά και ακάθαρτα αναφέρεται και πριν από τον Κατακλυσμό (Γεν. Ζ’ 2). Καθαρά θεωρούνταν όλα τα δίχηλα και μηρυκαστικά ζώα, ακάθαρτα Δε τα υπόλοιπα.
Κάλαμος = Φυτό που φυτρώνει κοντά στα ποτάμια, στα έλη και γενικά σε υγρά μέρη. Χρησιμεύει για την κατασκευή ράβδων, γραφίδων, μέτρων μήκους κ.ά. μεταφορικά σημαίνει το ασθενές ή το εύθραυστον (Ιεζ. Μ’ 5, ΚΘ’ 6, Ησ. ΛΣΤ’ 6, ΜΒ’ 3).
Κάλαμος = Φυτό το οποίο φυτρώνει κοντά στα ποτάμια και γενικά σε υγρούς τόπους και διακρίνεται στην κάλαμο, τη δόνακα και τη σύριγγα (Ιώβ Μ’ 21).
Καλύπτρα = Λεπτότατο ύφασμα με το οποίο οι γυναίκες κάλυπταν το πρόσωπό τους (Άσμα Ε’ 7).
Καλωσύνη = (θεϊκή). Γεν. ΙΗ’ 26, 30. Εξ. Θ’ 26, Κ’ 6, ΛΔ’ 6. Δευτ. Δ’ 29, Ε’ 10, Ζ’ 9, Ι’ 18, ΛΒ’ 10.
Κάμηλος = Στην Αγία Γραφή ο μεγάλος αριθμός καμήλων σημαίνει μεγάλο πλούτο. Η βασίλισσα του Σαβά προσέφερε ως δώρα στο Σολομώντα καμήλους. Αναφέρεται ότι τις χρησιμοποιούσαν και στους πολέμους (Α’ Βασιλ. Λ’ 17. Γ’ Βασιλ. Ι’ 2. Δ’ Βασιλ. Η’ 9. Α’ Παραλ. Ε’ 21).
Κάμινος = Χωνευτήριο για την Παρασκευή ασβέστου (Γεν. ΙΘ’ 28) ή κλίβανος για την Παρασκευή πλίνθων (Εξ. Θ’ 8, 10, ΙΘ’ 18). Μεταφορικά εκφράζει κατάσταση δοκιμασιών (Δευτ. Δ’ 20). Εστία διαφόρων ειδών και ειδικής κατασκευής επί της οποίας καμινεύονται διάφορα μέταλλα. Η κάμινος εις την οποίαν ερρίφθησαν οι Τρεις Παίδες ήτο πολύ μεγάλη (Δαν. Γ’). Η τιμωρία για την οποία μιλάει ο Ιερεμίας (ΚΘ’ 22) εφαρμόζεται ακόμα και τώρα στην Ανατολή. Πολλές φορές τίθεται και σαν έκφραση εκπλήξεως (Ησ. ΜΗ’ 10).
Κάμπη = Σκουλήκι, σε πολλά είδη, με σπουδαιότερο αυτό που καταστρέφει τα φυτά (Ιωαήλ Α’ 4, Β’ 25, Αμώς Θ’ 9).
Κατακλυσμός = Τιμωρία της αμαρτωλής ανθρωπότητας από μέρους του Θεού για την εκφυλιστική διαφθορά που επικρατούσε τότε (Γεν. Ζ’ 20, Η’ 1 κ.ε.).
Κατάρα = Η επίκληση για την επέλευση κακού, αναθεματισμός: «Ιδού εγώ δίδωμι ενώπιον υμών σήμερον την ευλογίαν και την κατάραν» (Δευτ. ΙΑ΄ 26 κ.α.).
Κέγχρος = Φυτόν σιτηρόν• υπάρχουν διάφορα είδη. Καλλιεργείται στην Ελλάδα, Ιταλία, Συρία, Αίγυπτο και Ινδίες. Ως φυτόν όταν κόπτεται χρησιμεύει για τροφή στα χορτοφάγα ζώα, ως σιτηρόν για ψωμί των ανθρώπων. Είναι δε θρεπτικότατον (Ιεζ. Δ’ 9).
Κέδρος = Κωνοφόρο δένδρο, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική (Ψαλμ. S Α’ 12).
Κεραμεύς = Αυτός ο οποίος κατασκευάζει κεράμους ή πήλινα αγγεία. Η αγγειοπλαστική ήταν σπουδαία τέχνη στους Εβραίους (Ησ. ΜΑ’ 25).
Κέρας = Χρησιμοποιείται ως αμυντικό όπλο αλλά και ως κόσμημα. Πολλές φορές η λέξη είναι σύμβολο τιμής και εξουσίας (Α’ Βασιλ. Β’ 1, 10, ΙΣΤ’ 1. Γ’ Βασιλ. Α’ 39).
Κήπος = Μικρός χώρος γης περιφραγμένος, κατάφυτος και καλλιεργημένος (Ησ. Α’ 8).
Κήρυγμα = Το να λες κάτι καλοφτιαγμένο με σκοπό να πείσεις (Νεεμ. Η’).
Κιβωτός = Πλοίο που κατασκεύασε ο Νώε με προτροπή του Θεού, για να σώση από τον κατακλυσμό τον εαυτό του, την οικογένειά του, επτά ζευγάρια από τα καθαρά ζώα και ένα ζευγάρι από τα ακάθαρτα (Γεν. ΣΤ’ 14. Αρ. Η’ 4).
Κιβωτός του Μαρτυρίου = Μικρό φορητό σκεύος, στο οποίο οι Εβραίοι φύλαγαν τις πλάκες με τις δέκα εντολές (Εξ. ΚΕ’ 1).
Κιθάρα = Έγχορδο μουσικό όργανο, που επινοήθηκε από τον Ιουβάλ (Γένεσ. Δ’ 21, Ψαλμ. Π’ 2). Όμοιο με την κιθάρα όργανο ήταν το καλούμενο στην Π. Διαθήκη Ψαλτήριο (Ψαλμ. ΝΣΤ’ 8, ΖΑ’ 3, ΡΖ’ 2). Αυτό είχε επτά μέχρι δώδεκα χορδές (Ψαλμ. ΛΓ’ 2, ΡΜΔ’ 9). Το αρχαιότατο αυτό μουσικό όργανο ήταν παρεμφερές με τη λύρα. Διάσημος κιθαριστής ήταν ο Δαυίδ (Α’ Βασιλ. ΙΣΤ’ 16, 23. ΙΗ’ 10. Α’ Παραλ. ΙΣΤ’ 5. ΚΕ’ 1, 3).
Κιννάμωμον = Είδος δάφνης της οποίας το έλαιον ήτο αναπόσπαστο στοιχείο του ιερού των Εβραίων, δια του οποίου εχρίοντο η Σκηνή του Μαρτυρίου και τα σκεύη της (Άσμα Δ’ 14).
Κλάδος = Τα δένδρα μεταφορικά σημαίνουν τους ισχυρούς και τους βασιλείς. Οι κλάδοι τους απογόνους των. Γι’ αυτό και ο Κύριος ως απόγονος του Δαυίδ ονομάζεται «ράβδος εκ του κορμού του Ιεσσαί», «κλάδος», «κλάδος εκ των ριζών του Ιεσσαί» (Ζαχ. Γ’ 8, ΣΤ’ 12).
Κληρονομιά = Την πατρική περιουσία μοιράζονταν μεταξύ τους οι γιοι που προέρχονταν από τις νόμιμες συζύγους (Γεν. ΚΔ’ 36, ΚΕ’ 5). Ο πρωτότοκος έπαιρνε μεγαλύτερη μερίδα και αναλάμβανε την υποχρέωση να συντηρή τα θηλυκά μέλη της οικογένειας. Στους γιους των παλλακών δίδονταν δώρα (Γεν. ΚΕ’ 6).
Κλήρος = (ψήφος). Μικρό τεμάχιο ξύλου ή πέτρας που χρησιμοποιούταν σαν λαχνός, η λεγομένη ψήφος. Οι Εβραίοι προσπαθούσαν με τον λαχνό μερικές φορές να γνωρίσουν τις βουλές του Θεού. Ακόμη σημαίνει τεμάχιο γης.
Κλοπή = Το κλέψιμο: «ότι κλοπή εκλάπην εκ γης Εβραίων και ώδε ουκ εποίησα ουδέν» ( Γεν. Μ΄ 15 κ.α.)
Κοιλάς = Κοίλωμα μεταξύ δύο βουνών. Η μεταφορική έννοια της λέξης είναι δεινή κατάσταση ή δοκιμασία της ψυχής σε μεγάλο κίνδυνο ή θάνατο (Ψαλμ. ΚΒ’ 4).
Κολώνα – Στήλη = Την ημέρα φαινόταν σαν νεφέλη και τη νύχτα σαν στύλος πυρός. Την έστειλε ο Θεός, για να δείχνει το δρόμο στους Εβραίους (Εξ. ΙΓ’ 21, 22, ΛΓ’ 9, 10).
Κοράλλι (ή Κοράλλιο) = Αναπτύσσεται εντός των θαλασσίων υδάτων, πολλές φορές μάλιστα στον Ειρηνικό Ωκεανό αποτελούν νήσους. Η συνηθέστερη χρήση τους ήταν επίδειξη πλούτου σε στολισμούς και κοσμήματα. Ο Ιώβ αναφέρει τα κοράλλια μαζί με τα μαργαριτάρια (Ιώβ ΚΗ’ 18). Τα κοράλλια επεξεργαζόμενα κυρίως τα ερυθρά, χρησίμευαν για την κατασκευή κοσμημάτων (Ιεζεκ. ΚΖ’ 16).
Κόραξ = Το γνωστό μας κοράκι, το πτηνό που έγινε ονομαστό από το θαύμα της μεταφοράς της κατάλληλης τροφής προς τον προφήτη Ηλία (Γ’ Βασιλ. ΙΖ’ 6).
Κορυφή Λελαξευμένου = Είναι το οροπέδιο της Φασγά, απ’ όπου ο Βαλάκ έδειξε στο Βαλαάμ το στρατόπεδο των Ισραηλιτών (Αρ. ΚΓ’ 14).
Κρίνο = Φυτό καλλωπιστικό. Εις το Άσμα Ασμάτων αναφέρεται σαν σύμβολο ωραιότητος (Άσμα Β’ 1, 2).
Κύκνος = Αναφέρεται δύο φορές στην Αγία Γραφή και θεωρείται ακάθαρτο από το Μωσαϊκό Νόμο (Λευϊτ. ΙΑ’ 18. Δευτ. 10, 16).
Κύμβαλον = Ζεύγος πληκτού μουσικού οργάνου (Ψαλμ. ΡΝ’ 5 κ.α.).
Κύμινο = Φυτό εις το οποίο υπάρχει πτητικό αρωματικό έλαιον το οποίον είναι θερμαντικό και ερεθιστικό.
Κύων = Ζώο κατοικίδιο, νοημονέστατο. Οι αδέσποτοι κύνες όταν δεν είχαν τροφή έτρωγαν πτώματα ζώων και ανθρώπων.
Λάκκος = Ο τάφος (Ψαλμ. ΚΖ’ 1, ΚΘ’ 3-9). Μεγάλη δεξαμενή, ανοιχθείσα προς συνάθροιση του νερού των βροχών (Ιερεμ. ΛΗ’ 6).
Λάφυρα = Ο Δαυίδ θέσπισε νόμο σύμφωνα με τον οποίο τα λάφυρα χωρίζονται σε ίσες μερίδες και δίνονται στους στρατιώτες του στρατοπέδου μετά τη μάχη (Α’ Βασιλ. Λ’ 22-31. Α’ Παραλ. ΚΣΤ’ 27).
Λεβιάθαν = Ζώο, σπονδυλωτό, ερπετό, σαύρα (Ιώβ ΜΑ’). Όπως και η λέξη Βεεμώθ, σημαίνει τον ιπποπόταμο του Νείλου (Ιώβ Μ’ 15) έτσι και η Λεβιάθαν σημαίνει τον αμφίβιο και επικίνδυνο κροκόδειλο του Νείλου.
Λεοπάρδαλη = Ζώο σπονδυλωτό, αρπακτικό. Έχει το σώμα του διακοσμημένο με κηλίδες, μικρά μάτια, στρογγυλά αυτά, πλατιά σαγόνια και οξέα δόντια. Είναι επικίνδυνο ζώο (Ωσηέ ΙΓ’ 7, Αμβακ. Α’ 8).
Λέπρα = Εξ. Δ’ 6. Λευϊτ. ΙΓ’ 1, ΙΔ’ 1. Αρ. ΙΒ’ 10, 13.
Ληνός = Δοχείο κοίλο, όμοιο με πιθάρι για υγρά κυρίως προϊόντα και πατητήρι σταφυλιών (Νεεμ. ΙΓ’ 15). Ήταν κτιστός, ή από ξύλα κατασκευασμένος, έχων στο κάτω μέρος τρύπες για την απόσταξη του μούστου (Ησ. ΞΓ’ 2).
Λιθίνη καρδία = Μεταφορικώς η φράση σημαίνει τη σκληρότητα (Ιεζ. ΙΑ’ 19).
Λιθοβολισμός = Οι Εβραίοι επιβάλλουν την ποινή του λιθοβολισμού στους ειδωλολάτρες, στους εγκληματίες, στους βλάσφημους, σ’ αυτού που βεβηλώνουν την αγιότητα του Σαββάτου, σ’ αυτούς που καταπατούν τους συγγενικούς δεσμούς και μερικές φορές στα ασεβή απέναντι των γονέων τους τέκνα (Λευϊτ. Κ’).
Λιμός = Μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων (Αμώς Η’ 11).
Λίνος = Φυτό καλλιεργούμενο εις πολλά μέρη. Χρησιμεύει εις την βιομηχανίαν. Αναμεμιγμένο με μετάξι αποτελεί σπουδαιότατο και πολύτιμο ύφασμα.
Λόγος = Περί «λόγου αιωνιότητος» ψάλλει ο ψαλμωδός (Ψαλμ. ΠΘ’ 2).
Λοιμός = Στην Παλαιά Διαθήκη ο όρος αυτός δεν έχει την έννοιαν της θανατηφόρου επιδημίας ή ασθενείας, αλλά ενός κακού : «και ούτος υιός λοιμός, και ουκ έστι λαλήσαι προς αυτόν» (Α΄ Βασι. ΚΕ΄ 17 κ.α).
Λύκος = Ζώον άγριο και ατίθασο το οποίο αποτελεί μάστιγα των ποιμνίων. Το χειμώνα πιεζόμενος από την πείνα κατεβαίνει στα πεδινά και κατασπαράσσει τα μικρά ζώα και πολλές φορές επιτίθεται και εναντίον των ανθρώπων (Ιερεμ. Ε’ 6, Ιεζεκ. ΚΒ’ 27).
Λύρα = Μουσικό, έγχορδο όργανο, όμοιο με το ψαλτήρι (Αμώς ΣΤ’ 5).
Λυχνία = Τεχνητό φωτιστικό μέσο από άργιλο γης ή διάφορα μέταλλα. Ήταν ένα κοίλο αγγείο που περιείχε λάδι ή άλλη λιπαρή ή καύσιμη ύλη και ένα φιτίλι του οποίου το άκρο άναβαν και αυτό έδινε λάμψη (Ιώβ ΙΗ’ 5, 6, Παροιμ. ΙΓ’ 9, Κ’ 20).
Λυχνία χρυσή = Ήταν τοποθετημένη στα Άγια της Σκηνής του Μαρτυρίου, στο αριστερό μέρος• ήταν κατασκευασμένη από καθαρό χρυσάφι (Εξ. ΚΕ’ 37, Λ’ 7, 8).
Λυχνία χρυσή = Μαγεία = Όλοι όσοι ασχολούνται με τη μαγεία, νεκρομάντεις, πνευματιστές, αστρολόγοι, εξορκιστές, ονειροκρίτες κ.λπ. δεν ήταν αρεστοί στο Θεό και, αν κάποιος Εβραίος πίστευε και ακολουθούσε αυτά που έλεγαν, καταδικαζόταν σε θάνατο (Λευϊτ. Θ’ 31, Κ’ 6).
Μάγια = (Για το θέμα αυτό βλέπε: Σοφ. Σολομ. ΙΖ’ 7).
Μάγος = Προσωνυμία των ιερέων και σοφών της Μηδίας και της Περσίας. Ισχυρίζονταν ότι προέβλεπαν τα μέλλοντα (Ψαλμ. ΟΑ’ 10, 11).
Μάννα = Είδος τροφής που την έστειλε ο Θεός στους Εβραίους από τον ουρανό για τη συντήρησή τους κατά την περιπλάνησή τους στην Έρημο της Αραβίας (Εξ. ΙΣΤ’ 16, 19, 26, 32, 33).Ονομάζεται και «άρτος αγγέλων» ή «σίτος ουρανού» (Ψαλμ. ΟΖ’ 24-25).
Ματαιότης = Η μωρία ή αλαζονεία (Ψαλμ. ΡΜΔ’ 4). Ψεύδος, κακία (Ψαλμ. Δ’ 2, ΚΓ’ 4, ΡΙΗ’ 37). Σημαίνει, επίσης, ανοησία, αυταπάτη, ειδωλολατρεία, ασέβεια ή έλλειψη σεβασμού (Ιερεμ. Β’ 5).
Μηλέα = Δένδρο που ο καρπός του λέγεται μήλο (Άσμα Β’ 3-5, Ζ’ 8, Η’ 5, Ιωήλ Α’ 12). Επειδή τα μήλα δεν καλλιεργούνταν στην Παλαιστίνη γι’ αυτό όταν αναφέρει ο Σολομών τον όρο μήλο εννοεί άλλα ντόπια οπωροφόρα όπως τα κίτρα, τα κυδώνια, τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα που νοούνται και σαν «μήλα χρυσά σε ποικίλματα αργυρά» (Παροιμ. ΚΕ’ 11).
Μίλτος = Κόκκινη βαφή χρήσιμη για τη διακόσμηση των σπιτιών και το χρωματισμό των εικόνων (Ιερεμ. ΚΒ’ 14).
Μισθός = Καλείται η συμφωνημένη αμοιβή για ορισμένο χρόνο εργασίας. Είναι Δε η αμοιβή αυτή ή χρηματική ή πραγματική. Στην Παλαιά Διαθήκη ο μισθός αναφέρεται ότι δινόταν πάντοτε σε είδος (Ιερεμ. ΚΒ’ 13).
Μισώ = Η απέχθεια και η αποστροφή που νιώθει κάποιος (Ψαλμ. Ε’ 5).
Μοιχεία = Κατά το Μωσαϊκό Νόμο διέπρατταν βαρύτατη αμαρτία όλοι όσοι εμοίχευαν και τιμωρία τους ήταν ο θάνατος (Λευϊτ. Κ’ 10, ΚΑ’ 9).
Μόλυβδος = Ανόργανη ορυκτή ουσία με βάρος μεγαλύτερο του νερού• είναι γνωστός πριν από τον υδράργυρο (Ιώβ ΙΘ’ 24 κ.α.).
Μονόκερως = Ζώο με ένα μόνο κέρατο που προξενεί καταστροφές (Ψαλμ. ΚΑ’ 22).
Μουσικά όργανα = Στην Αγία Γραφή αναφέρονται πάρα πολλά όργανα διαφορετικά μεταξύ τους: Διακρίνονται: (α) έγχορδα μουσικά όργανα: 1. Ψαντίρ ή ψαλτήριον: μουσικό όργανο όμοιο με το δέλτα το κεφαλαίο και συναντάται κυρίως στους Βαβυλώνιους (Δαν. Γ’ 5, 10, 15). (β) πνευστά μουσικά όργανα: 1. Το Σουμπών μουσικό όργανο πνευστό αποτελούμενο από δύο σύριγγας, οι οποίες διέρχονται δια δερμάτινου σάκκου (Δαν. Γ’ 10), 2. Το Μασρωκιθά: πνευστό όργανο αποτελούμενο από πολλούς ανισόπαχους και ανισομήκεις αυλούς παραλλήλως προσαρμοσμένους: τέτοιο όργανο χρησιμοποιούν και τώρα ακόμα οι ποιμένες της Ανατολής. 3. Χαλίλ και Νεχιλά: πνευστόν φέρων κατά το μήκος του οπές. Κατασκευάζεται από καλάμι ή ξύλο, ή οστούν ή άλλα υλικά. Το κάθε είδος του διεκρίνετο από τον αριθμό των οπών του (Ησ. Ε’ 12, Λ’ 29). 4. Σωφάρ: πνευστό, άλλοτε μεν ευθύ άλλοτε δε αμφίκυρτον• εχρησιμοποιείτο στους πολέμους (Ιερεμ. Δ’ 5, ΣΤ’ 1). (γ) κρουστά μουσικά όργανα: 1. Το Τωφ, τύμπανον αποτελούμενον από ξύλινο ή μετάλλινο κρίκο περιβεβλημένο με δέρμα. Αυτό χρησιμοποιούσαν κυρίως οι γυναίκες στο χορό (Ησ. Ε’ 12).
Μυΐα = Έντομο δίπτερο. Η Αίγυπτος ήτο γεμάτη από όλα τα έντομα. Οι Φιλισταίοι και οι Χαναναίοι ελάτρευαν θεό μυιοφόρον. Ο Ησαΐας αποκαλεί για το πλήθος τους τούς στρατούς των Αιγυπτίων μυίας και μελίσσας (Ησ. Ζ’ 18).
Μυκτήρ = Κοινώς ρουθούνι. Τα παράγωγα της λέξεως έχουν την έννοια του χλευάζω. Οι γυναίκες κοσμούσαν αυτόν με δακτύλιους (Ιεζ. ΙΣΤ’ 12, ΛΑ’ 4).
Μύρμηξ = Ζώο με νόηση, με αρχιτεκτονικές ικανότητες και οικονομικός (Παροιμ. ΣΤ’ 6, Λ’ 25). Ο Σολομών τον αποκαλεί «σοφώτατον», ο Δε Κικέρων λέει ότι είναι ζώο με λογικό, νου και μνήμη.
Μύρο = Παρασκεύασμα ελαίου. Για τους πλουσίους ήταν μείγμα πολλών αρωματικών ουσιών και αντικείμενο πολυτελείας (Αμώς ΣΤ’ 6).
Μυρσίνη = Φυτό αειθαλές, ευώδες και ρυτινοφόρο. Ο καρπός χρησιμεύει και για φάρμακο (Νεεμ. Η’ 15).
Μωρός = Ο ηλίθιος και ο άφρονας. Στην Αγία Γραφή σημαίνει τον κακό και ασεβή (Ψαλμ. ΙΓ’ 1).
Ναός Ζοροβάβελ = Είναι ο ναός που έκτισαν οι Ιουδαίοι μετά από πενήντα δύο χρόνια αφότου καταστράφηκε ο πρώτος, με αρχηγό τον Ζοροβάβελ. Το κτίσιμο άρχισε το 536 π.Χ. και τελείωσε το 515 (Β’ Εσδρ. Α’ 1-4, Β’ 1, Γ’ 8-10, κ.α.).
Νάρδος = Από το αρωματικό αυτό φυτό κατασκευαζόταν πολύτιμο μύρο. Το μύρο αυτό ετιμάτο πολύ από τους αρχαίους. Το φύλασσαν μέσα σε αλαβάστρινα δοχεία ερμητικώς κλεισμένα τα οποία έσπαζαν όταν ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν (Άσμα Α’ 12, Δ’ 13, 14).
Νεφέλης Στήλη = Έτσι ονομάζεται η υπερφυσική προστασία και αισθητοποίηση της παρουσίας του Θεού σαν νεφέλη, που πορευόταν λίγο πιο μπροστά από τους Ισραηλίτες, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο (Εξ. ΙΔ’ 24, ΙΣΤ’ 10. Αρ. Θ’ 15-23).
Νηστεία = Είναι η αποχή από το φαγητό. Σε όλα τα έθνη και σε όλες τις εποχές είχαμε νηστεία σε χρόνους θλίψης και ταλαιπωρίας (Ιωνάς Γ’ 5).
Νιπτήρ = Ιερό σκεύος, που το τοποθετούσαν ανάμεσα στην πύλη της Σκηνής του Μαρτυρίου και στο θυσιαστήριο. Ήταν χάλκινη λεκάνη γεμάτη νερό για θρησκευτικό καθαρισμό (Εξ. Λ’ 18-21, ΛΗ’ 8, Μ’ 7, 30, 32).
Νίτρο = Το υπό της Αγίας Γραφής αναφερόμενο νίτρο είναι το «ανθρακικό νάτριο» ή σόδα φυσική και τεχνητή• χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από ορισμένους λαούς για τον καθαρισμό των ενδυμάτων. Οι Εβραίοι, όπως ακόμα και σήμερα οι Σιναίοι, τη χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τον καθαρισμό των ενδυμάτων αλλά και των χεριών και των ποδιών (Παροιμ. ΚΕ’ 20).
Νόμος = Νόμος της ανταποδώσεως (Γεν. Θ’ 6. Εξ. ΚΑ’ 24, 25), της εορτής του Πάσχα (Εξ. ΙΒ’ 43), των αρχηγών (Εξ. Κ’ 1. Δευτ. Ε’ 1), της ατομικής ελευθερίας (Εξ. ΚΑ’ 1), των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (Εξ. ΚΒ’ 1), της θεσπίσεως των Αγίων και των Αγίων των Αγίων της Σκηνής του Μαρτυρίου (Εξ. Λ’ 11).
Ξύλον = Ξύλινο είδωλο, άγαλμα (Ιερεμ. Β’ 27).
Ξυρίζω = Οι Εβραίοι όπως και όλα τα έθνη της Ανατολής, έφεραν μακριά μαλλιά και γένια. Αλλά κατά τις ημέρες της θλίψεως και της μετανοίας ξύριζαν και τα γένια και τα μαλλιά για να δείξουν με αυτό τον τρόπο την εσωτερική τους λύπη και ταραχή (Ιώβ Α’ 20).
Οικία, οίκος = Το κτίριο, η οικοδομή, η κατοικία, το γένος, η καταγωγή, η συγγένεια (Ψαλμ. ΠΓ’ 3, ΡΚΖ’ 3, ΡΓ’ 3, Εσθήρ Α’ 6, Νεεμ. Η’ 16, Ψαλμ. ΡΚΗ’ 6, 7).
Οίνος = Η πρώτη εις την Αγία Γραφή αναφορά του οίνου σχετίζεται με ντροπή και δυστυχίες και εξακολουθεί να υπάρχει και τώρα ως αιτία πολλών κακών, γι’ αυτό και ονομάζεται «όφις» και «βασιλίσκος» (Παροιμ. ΚΓ’ 31, 32) και «χλευαστής» (Παροιμ. Κ’ 1) η Δε μέθη «ουαί» και πηγή πολλών κακών όπου και αναφέρεται σαν ο χαρακτήρας των ασεβών (Ιωήλ Γ’ 3, Αμώς ΣΤ’ 6) και ο προσφέρων σε άλλον ποτό είναι επικατάρατος (Αμβ. Β’ 15). Ο οίνος ήταν φυσικό προϊόν της Παλαιστίνης και εύχρηστος στους Ιουδαίους. Ο οίνος μαζί με τον σίτο και το έλαιον εικόνιζε τα φυσικά αγαθά (Ωσηέ Β’ 8, Ιωήλ Β’ 19).
Ολοκαύτωμα = Θυσία ζώου, που προσφέρεται από τον ιερέα, κατά την οποία το σφαγμένο ζώο τοποθετείται στο θυσιαστήριο και καίγεται εντελώς (Λευϊτ. Α’ 3, ΣΤ’ 23. Εξ. ΚΘ’ 42, 15. Αρ. ΚΗ’ 9, 10. Λευϊτ. ΙΔ’ 10, 13, ΙΕ’ 30, ΙΖ’ 8, ΚΒ’ 18, 25).
Όνος = Ωφελιμότατο ζώο εις τον άνθρωπο για τις παντός είδους υπηρεσίες που προσφέρει. Θεωρούνταν τόσο πολύτιμος από τους Εβραίου ώστε η αφαίρεσή του από ορφανά θεωρούνταν μεγίστη ωμότης (Ιώβ ΚΔ’ 5).
Όνυξ = Πολύτιμος λίθος, ο ενδέκατος από αυτούς που κοσμούσαν το λογείον του Αρχιερέα (Εξ. ΚΗ’ 20).
Όπλα = Τα βέλη ήταν αγγιστροειδή στην άκρη ώστε να σφηνώνονται στις σάρκες (Ψαλμ. ΛΖ’ 1, 2). Με αυτά εκτόξευαν και φωτιά κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις (Ψαλμ. S Α’ ή S ΣΤ’).
Όπλα ατομικά αμυντικά = Τέτοιο όπλο είναι η ασπίδα. Όπλο αρχαιότατο σφαιροειδές ξύλινο ή χάλκινο ή αργυρό ή χρυσό για να προστατεύει το κεφάλι και άλλα μέρη του σώματος (Ψαλμ. Ε’ 12, ΙΗ’ ή ΙΖ’ 2, ΜΖ’ 9).
Όραμα = Σημαίνει κάθε τι που είδε και βλέπει κάποιος. Στην Αγία Γραφή οι λέξεις όραση και όραμα μαζί σημαίνουν την αποκάλυψη τη Θείας Βούλησης είτε την ημέρα είτε τη νύκτα (Δαν. Ζ’ 1).
Όργανο = Όργανο μουσικό, πνευστό από επτά ή εννιά άνισους αυλούς ενωμένους μεταξύ τους (Ψαλμ. ΡΝ’ 4).
Όρτυγες = Πτηνά με τα οποία ετράφησαν οι Ισραηλίτες στην Έρημο (Εξ. ΙΣΤ’ 13. Αρ. ΙΑ’ 31), (Σοφ. Σολομ. ΙΘ’ κ.α.).
Όστρακο = Κομμάτι από κεραμίδι ή κάποιο πήλινο αγγείο (Ησ. Λ’ 14) είναι δε ο αληθινός τύπος της σαθρότητας και της μηδαμινότητας των έργων του ανθρώπου.
Όφις = Στην Αγία Γραφή παρίσταται στην αρχή ως το φρονιμώτατον «πάντων των θηρίων των επί της γης» (Γεν. Γ΄ 1), αλλά στη συνέχεια απέδειξε ότι είναι, ως τύπος, πρώτο της κακίας, δεύτερο της απάτης και τρίτο της ωμότητος (Παροιμ. ΚΓ’ 32, Εκκλ. Ι’ 11).
Παιδιά = Υποχρεώσεις των γονέων απέναντι στα παιδιά (Δευτ. ΚΑ’ 15-19).
Παλλακή = Σύμφωνα με τους Εβραϊκούς νόμους η παλλακή ήταν δευτερεύουσα σύζυγος και διέφερε από τη νόμιμη μόνο κατά την τελετή του γάμου και κατά το ότι ο σύζυγος μπορούσε να τη διώξει όποτε ήθελε. Κατά τα άλλα όμως, είχε τα ίδια δικαιώματα με τη νόμιμη (Κριτ. ΙΘ’ 2. Β’ Βασιλ. Γ’ 7. Α’ Παραλ. Α’ 32).
Παρεμβολαί = Περιοχή που ονομάστηκε έτσι από τον Ιακώβ, όταν είδε παρεμβολή αγγέλων του Θεού, καθώς επέστρεφε από τη Χαρράν της Μεσοποταμίας (Γεν. ΛΒ’ 2).
Πειρασμός = Σημαίνει τον Διάβολο ως ενοχλούντα και ακατάπαυστα προτρέποντα τον άνθρωπο να αμαρτάνει (Ιώβ Α’, Β’).
Πειρασμός και Λοιδώρησις = Όνομα που έδωσε ο Μωϋσής στην τοποθεσία όπου βρισκόταν η πέτρα Χωρήβ, την οποία χτύπησε και βγήκε νερό (Εξ. ΙΖ’ 1-7. Δευτ. ΣΤ’ 9, 16, 22).
Πελαργός = Πτηνό που σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο, είναι ακάθαρτο (Λευϊτ. ΙΑ’ 19. Δευτ. ΙΔ’ 8).
Πελεκάν = Πτηνό ευμεγέθες (ΡΓ’ 17), ο γνωστός μας πελεκάνος. Το σώμα του ξεπερνάει κατά πολύ το μέγεθος της χήνας της οποίας έχει τη μορφή, η δε φωνή του είναι τραχιά (Ψαλμ. ΡΑ’ 5, 6). Έχει θύλακο κάτω από το μακρύ ράμφος του, στον οποίο βάζει ψάρια για τους νεοσσούς του.
Πένθος Αιγύπτου = Έτσι ονομαζόταν από τους Χαναναίους το αλώνι του Ατάδ, στο οποίο ο Ιωσήφ, οι αδελφοί του, τα παιδιά τους και πλήθος Αιγυπτίων έκλαψαν και έθαψαν τον Ιακώβ (Γεν. Ν’ 11).
Περιδέραιο = Κόσμημα που φοριέται γύρω από τον λαιμό, δείγμα πλούτου, το οποίο ήταν από πολύτιμους και άλλους λίθους που το τοποθετούσαν στο λαιμό και το φορούσαν και οι άντρες και οι γυναίκες. (Παροιμ. Α’ 9). Οι Μαδιανίτες κοσμούσαν μ’ αυτό τις καμήλες τους (Κριτ. Η’ 21, 26). Είναι το «περί την δέρην» κόσμημα, ήτοι το κόσμημα που τυλίγεται γύρω από το λαιμό του ανθρώπου. Πολλές φορές αποτελείται από δέρμα ή αλυσίδα στα οποία είναι προσαρτημένα διαμάντια, πολύτιμοι λίθοι, κοράλια και άλλα παρόμοια (Ησ. Γ’ 18, 19). Δεν είναι μόνον σύμβολο πλούτου και κυριαρχίας (Ιεζεκ. ΙΣΤ’ 11), αλλά και επισημότητας (Δανιήλ Ε’ 7).
Περισκελίς = Κατ’ αρχάς σημαίνει το ένδυμα των σκελών, δηλαδή των ποδών, ακόμη σημαίνει το δέσιμο γύρω από την κνήμη και τρίτον ήταν κόσμημα που ήταν φτιαγμένο από κρίκους που έφεραν πολύτιμα μέταλλα. Οι γυναίκες το έφεραν προς επίδειξη και πρόσθεταν διάφορες αλυσίδες και κουδούνια για να ρυθμίζουν τα βήματά τους (Ησ. Γ’ 16, 20).
Περιστέρι = Πτηνό, που εθεωρείτο καθαρό από το Μωσαϊκό Νόμο και ήταν καθορισμένο για θυσία από τους φτωχούς (Γεν. ΙΕ’ 9. Λευϊτ. Ε’ 7, ΙΒ’ 6-8).
Περιστήθιον ή Λογείον = Ήταν μέρος της επίσημης στολής του Αρχιερέα των Ιουδαίων (Εξ. ΚΗ’ 15, 28).
Περιτομή = Η αποκοπή του έξω άκρου του περικαλύμματος του ανδρικού μορίου. Πρώτος περιτμηθείς ήταν ο Αβραάμ (Γεν. ΙΖ’ 3-14. Εξ. Δ’ 25, ΙΒ’ 44. Λευϊτ. ΙΒ’ 3). Εργαλεία για την περιτομή ήταν το μαχαίρι, το ξυράφι και λειασμένη πέτρα (Ιησ. Ναυή Ε’ 3).
Περόνη ή Αγκύλη = Μικρή χάλκινη ή χρυσή βελόνη, με την οποία συνάπτονταν και στερεώνονταν τα διάφορα μέρη των παραπετασμάτων της Σκηνής (Εξ. ΚΣΤ’ 6, 11).
Πηγή = Είναι το μέρος από όπου εξέρχεται νερό στην επιφάνεια της γης. Μεταφορικώς όμως η λέξη σημαίνει την αρχή, την αφορμή, την αιτία, την βάση. Αναφέρεται συχνά στα βιβλία της Αγίας Γραφής, ο Δε Θεός αποκαλείται «πηγή ζώντων υδάτων» (Ιερεμ. Β’ 13). Στους Ψαλμούς (ΛΕ’ 7-9) αλληγορείται η πηγή παραμυθίας και ουράνιας ευδαιμονίας.
Πληγές της Αιγύπτου = Τιμωρίες που έστειλε ο Θεός στους Αιγυπτίους, επειδή δεν άφηναν τους Εβραίους να φύγουν από την Αίγυπτο. Ήταν δέκα, οι εξής: Μετατροπή του νερού του Νείλου σε αίμα (Εξ. Δ’ 20, 21), σμήνη βατράχων (Εξ. Η’ 7), σμήνη σκνιπών (Εξ. Η’ 12), σμήνη από σκυλόμυιγες (Εξ. Η’ 20, 24), θάνατος όλων των ζώων (Εξ. Θ’ 3, 6), προσβολή των ανθρώπων από εξανθηματική ασθένεια (Εξ. Θ’ 8-21), χαλάζι (Εξ. Θ’ 23, 24, 25), επιδρομή ακρίδων (Εξ. Ι’ 13, 14, 15), σκοτάδι (Εξ. Ι’ 21, 22, 23) και θάνατος των πρωτοτόκων (Εξ. ΙΑ’ 4, 5, 6, ΙΒ’ 29).
Πνεύμα = Στην Αγία Γραφή συναντάται με διάφορες έννοιες. Σημαίνει τη ροπή, την κλίση, τη φορά και τη διάθεση της καρδιάς. Γι’ αυτό λέμε πνεύμα πονηρίας, πνεύμα προσοχής, πνεύμα αδυναμίας κ.λπ. (Ωσηέ Δ’ 12, Ζαχ. ΙΒ’ 10, Αγγ. ΙΓ’ 11).
Ποινή = Τιμωρία που επιβάλλεται από τους δικαστές στα δικαστήρια. Η βαρύτερη τιμωρία ήταν η θανατική καταδίκη, ενώ ελαφρότερες η ανταπόδοση της αδικίας και οι μαστιγώσεις (Β’ Βασιλ. ΙΒ’ 31. ΙΔ’ 24. ΚΑ’ 6-9. Γ’ Βασιλ. Β’ 26, 36, 37. ΙΘ’ 1. Β’ Παραλ. ΚΑ’ 4).
Πόλη του Δαυίδ = Έτσι ονομαζόταν το νότιο τμήμα των Ιεροσολύμων, όπου βρισκόταν το όρος Σιών. Εκεί ο Δαυίδ έκτισε ανάκτορα (Α’ Παραλ. ΙΑ’ 5).
Πορνεία = Είναι η αθέμιτος επικοινωνία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή για να παραστήσει την ακολασία και την αμαρτία των αγάμων καθώς και την ειδωλολατρεία και κάθε απιστία προς τον Θεόν (Ιεζεκ. ΙΣΤ’, Ιερεμ. Β’ 20, Γ’ 8, 9).
Πόρνη = Καλείται η γυναίκα η ένοχη πορνείας. Εις τους Ιουδαίους οι πόρνες ήσαν συνήθως αλλοδαπές και πιστές στα είδωλα (Ωσηέ Δ’ 14). Εις το βιβλίο των Παροιμιών ονομάζονται «λάκκος βαθύς» και «στενόν φρέαρ» (ΚΓ’ 27). Μεταφορικώς στην Αγία Γραφή πόρνη ονομάζεται κάθε έθνος και πόλη που εγκαταλείπει την αληθινή γνώση και λατρεία του αληθινού Θεού (Ναούμ Γ’ 4).
Ποτήριον = Το κύπελο, χρυσό ή αργυρό ή χάλκινο και σημαίνει μεταφορικά τις ευλογίες ή τις κατάρες ή τις αποφάσεις της Θείας Πρόνοιας (Ψαλμ. ΚΒ’ 5, ΟΔ’ 8, ΡΙΕ’ 13).
Πρεσβύτεροι = Γέροντες, σεβάσμιοι, με δύναμη πατρική εσωτερικά στην κάθε φυλή, εξωτερικά Δε πατέρες του λαού που μπορούσαν να εκφέρουν γνώμη γι’ αυτόν (Ιησ. Ναυή Κ’ 4. Κριτ. Η’ 14).
Προβατική πόλη = Είναι η πύλη των Ιεροσολύμων (Νεεμ. Γ’ 1, 32, ΙΒ’ 39) από την οποία εισάγονταν τα προς θυσία πρόβατα.
Πρόβατο = Τα ποίμνια ήταν για τους Εβραίους η σπουδαιότερη περιουσία τους και το έργο του ποιμένος ήταν από τα επισημότερα (Α’ Βασιλ. ΙΣΤ’ 11, ΚΕ’ 7. Β’ Βασιλ. ΙΓ’ 23. Β’ Παραλ. ΙΗ’ 16).
Προσευχή = Η δέηση προς το Θεό, η ικεσία, η παράκληση• η επικοινωνία του ανθρώπινου πνεύματος με το Θεό. Κοινός τόπος προσευχής ήταν ο ναός που κάθε μέρα, γιορτή ή εργάσιμη, ήταν ανοικτός για λατρεία και προσευχή. Άλλωστε καμία τελετή δεν γινόταν χωρίς την κατάλληλη προσευχή (Γ’ Βασιλ. Η’ 22. Α’ Παραλ. ΚΓ’ 30). Όλοι οι Άγιοι αγαπούσαν την προσευχή και προσεύχονταν πολλές φορές την ημέρα (Ψαλμ. ΝΔ’ 17). Οι προσευχές ήταν δημόσιες ή ιδιωτικές ή γίνονταν ακόμη και την ώρα της εργασίας (Νεεμ. Β’ 4). Είναι δε κάτι που επιβάλλεται από τον Θεό προς τους ανθρώπους (Ψαλμ. ΛΓ’ 6).
Προσφορά = Διαφέρει από τη θυσία, γιατί είναι αναίμακτη• είναι δώρο η αφιέρωση (Λευϊτ. Β’ 11, 12. Αρ. ΙΕ’ 4, 5. Λευϊτ. Ε’ 10-13).
Προφήτες = Άνθρωποι εκλεγμένοι από το Θεό και εμπνευσμένοι απ’ αυτόν να διδάσκουν την αρετή και να προλέγουν τα μέλλοντα (Α’ Βασιλ. Ι’ 5. ΙΘ’ 20. Δ’ Βασιλ. Β’ 3, 5. Δ’ 38. ΙΖ’ 13. ΚΒ’ 14).
Πρωτοτόκια = Προνόμια που ανήκαν στα πρωτότοκα παιδιά (Γεν. ΜΘ’ 3, ΚΑ’ 7. Αρ. Γ’ 12, 13. Δευτ. ΚΑ’ 17 κ.ε.).
Πρωτότοκος = Το πρώτο παιδί στο οποίο ανήκουν τα πρωτοτόκια, δηλαδη τα ιδιαίτερα προνόμια του πρωτοτόκου (Α’ Παραλ. Ε’ 1. Β’ Παραλ. ΚΑ’ 3).
Πτηνό = Στην Αγία Γραφή τα πτηνά αναφέρονται σαν αντικείμενα τροφής. Επιτρέπονταν ως τροφή και τα αυγά τους (Ιώβ ΣΤ’ 6). Θήρευαν αυτά οι Εβραίοι με παγίδες (Παροιμ. Ζ’ 23, Αμώς Γ’ 5).
Πτύον ή πτυάριον = Εργαλείο για το καθάρισμα των σιτηρών από τα άχυρα. Είναι ξύλινο, κοίλο και φέρει λαβή. Μ’ αυτό ο λιχνιστής τινάσσει στον αέρα τα σιτηρά και αποχωρίζονται από τα άχυρα που παρασύρονται από τον αέρα τα Δε σιτηρά παραμένουν. Η χρησιμοποίηση της λέξεως στην Αγία Γραφή είναι μεταφορική. Λιχνιστής είναι ο Χριστός, σιτηρά δηλ. καρπός οι δίκαιοι, άχυρα οι κακοί και καθαριστής άνεμος η θεία δικαιοσύνη (Ιερεμ. ΙΕ’ 7).
Πύγαργος = Ίσως η μελανόλευκη δορκάς. Κατατάσσεται μεταξύ των καθαρών ζώων, που επιτρέπονται ως τροφή από το Μωσαϊκό Νόμο (Δευτ. ΙΔ’ 5).
Πύργος = Ψηλό και ισχυρό οικοδόμημα. Ο Θεό είναι ο «Πύργος» και το «καταφύγιο» γι’ αυτούς που τον αγαπούν (Ψαλμ. ΙΖ’ 2, Ξ’ 3).
Σάκκος = Τρίχινο ένδυμα το οποίο φορούσαν οι Εβραίοι στη λύπη και τη μετάνοια, και οι προφήτες κατ’ εντολή του Θεού (Ιώβ ΙΣΤ’ 15, Ζαχ. ΙΓ’ 4).
Σάπφειρος = Πολύτιμος λίθος, κρύσταλλος. Ο αναφερόμενος στην Αγία Γραφή ήταν κυανούς και ένας από τους δώδεκα πολυτίμους λίθου που φορούσαν οι αρχιερείς στο στήθος (Ιεζεκ. Α’ 26).
Σαρξ = Στην Αγία Γραφή σημαίνει όλο το σώμα πλην των οστών (Ιώβ ΛΓ’ 25), το ανθρώπινο γένος, όλη τη ζωή επί της γης, την έδρα των παθών και των ορέξεων (Παροιμ. Ε’ 11).
Σεισμός = Σημαίνει τη δύναμη και την οργή του Θεού (Ψαλμ. ΙΖ’ 7, ΜΕ’ 2, ΡΓ’ 32).
Σκηνή = Είναι οι ουρανοί, η «Θεού σκηνή» Δε είναι η κατοικία του Θεού (Ψαλμ. ΙΕ’ ή ΙΔ’ 1), ο ναός της Ιερουσαλήμ.
Σκηνή του Μαρτυρίου = Ήταν ο φορητός ναός των Εβραίων, σκηνή που με εντολή και οδηγίες του Θεού κατασκευάστηκε στην έρημο και στην οποία Σκηνή φυλάγονταν, εκτός από τα άλλα, και η Κιβωτός με τις πλάκες των δέκα εντολών (Εξ. ΚΕ’, ΚΘ’ 44, ΚΣΤ’ 15-30, ΛΣΤ’ 20-30).
Σκηνοπηγία = Γιορτή των Εβραίων, για να θυμούνται τη διαμονή τους σε σκηνές στην Έρημο (Λευϊτ. ΙΣΤ’ 16).
Σκήπτρον = Ράβδος, μάλλον χρυσή, που όταν ο βασιλέας την κατεύθυνε προς κάποιον σήμαινε εύνοια του βασιλέα προς αυτόν (Εσθήρ Ε’ 2).
Σκιά = Μεταφορικά σημαίνει την αντίληψη, την προστασία (Ησ. ΜΘ’ 2, Δαν. Δ’ 12).
Σκότος = Η απουσία φωτός μεταφορικά σημαίνει την αθλιότητα και την απελπισία (Ιώβ ΙΗ’ 6).
Σμύρνα = Φυτό ποώδες ή δένδρο ύψους εννιά ή δέκα ποδών. Η ρυτίνη ή το λάδι που ήταν στοιχείο του «αγίου αρώματος» ή αρώματος για καλλωπισμό (Εσθήρ Β’ 12, Ψαλμ. ΜΕ’ ή ΜΔ’ 8).
Στέφανος = Κατ’ αρχήν ήταν λινή ή μεταξωτή κορδέλα γύρω από το κεφάλι και αργότερα έβαζαν άνθη για στολισμό και ένδειξη χαράς. Στεφάνους έφεραν οι νεόνυμφοι (Άσμα Γ’ 11). Μεταφορικά η λέξη σημαίνει την αρετή (Παροιμ. ΙΒ’ 4).
Στρουθοκάμηλος = Πτηνό με μακρύ λαιμό και μακριά πόδια. Είναι πολύ δυνατή και μπορεί να μεταφέρει και άνθρωπο. Ζει σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής και τρέφεται με χόρτα, σκουλήκια και ερπετά. Γεννά αυγά και είναι το πιο άστοργο πτηνό (Ιώβ Λ’ 29, ΛΘ’ 13, 18, Μιχ. Α’ 8).
Σύζυγος (η) = Το έτερον ήμισυ του ανδρός (Γεν. Β’ 24, Γ’ 16. Αρ. Λ’ 7 κ.α.).
Σύζυγος (ο) = Το έτερον ήμισυ της γυναικός (Γεν. Γ’ 16. Αρ. Ε’ 12, 18, Λ’ 7, 13. Δευτ. ΚΒ’ 13, ΚΔ’ 1 κ.α.)
Συμμαχία = Αγώνας κοινός : «και έλαβεν εξ αυτών εις συμμαχίαν άνδρας επιλέκτους» (Ιουδ. Γ΄ 6 κ.α.).
Συναγωγή = Η συνάθροιση καθώς και ο τόπος συναθροίσεως. Οι συναγωγές χρησίμευαν και σαν εκπαιδευτήρια ή και δικαστήρια (Νεεμ. Η’ 1-8).
Σύριγξ = Μουσικό όργανο, πνευστό και μικρό. Αποτελείται από δύο καλάμια και χρησιμοποιείται ακόμη και τώρα σε χώρες της Ανατολής (Δαν. Γ’ 5).
Ταπείνωση = Αφηρημένη έννοια του ταπεινού και σημαίνει την ηθική κατάπτωση, τον εξευτελισμό, τη μηδαμινότητα. Ακόμα σημαίνει τη μετριοφροσύνη, τη μετριότητα. Είναι Δε μία από τις χριστιανικές αρετές (Παροιμ. ΙΕ’ 33, ΙΣΤ’ 19).
Ταχυδρόμος = Ο αγγελιαφόρος, αυτός που μεταφέρει τις διαταγές του βασιλέως στους στρατηγούς και άρχοντες (Εσθήρ Γ’ 13, 15, Η’ 14).
Τροφός = Είναι αυτός που παρέχει τροφή επομένως και αυτή που θηλάζει το βρέφος αντί της μητέρας του και κατ’ επέκταση αυτός που αναλαμβάνει την ανατροφή και την αγωγή των παιδιών (Ησ. ΜΘ’ 23).
Τρυγών = Πτηνό, που ήταν καθαρό σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο και δεκτό από το Θεό ως θυσία από μέρους των πτωχών (Λευϊτ. Α’ 14, Ε’ 7, ΙΒ’ 6-8, ΙΔ’ 22. Αρ. ΣΤ’ 10). Είναι από τα πτηνά τα οποία επισκέπτονται την Παλαιστίνην κατά το καλοκαίρι (Άσμα Β’ 12). Αποδημεί στην Παλαιστίνη τις θερμές εποχές και φεύγει τον χειμώνα (Ιεζεκ. Ζ’ 16, Ιερεμ. Η’ 7).
Τύμπανον = Όργανο με το οποίο ή επί του οποίου έκοβαν κεφάλια για τιμωρία.
Υάκινθος = Πολύτιμος λίθος, σκληρός, παραπλήσιος του διαμαντιού. Έχει χρώμα κοκκινο-κιτρινό-ξανθο, που το χάνει όταν θερμανθεί (Ιεζεκ. ΙΣΤ’ 10).
Ύδωρ Αντιλογίας = Πηγή ύδατος, που ανέβλυσε στην έρημο Σιν κοντά στην Κάδης (Αρ. Κ’ 13, 14).
Υιοθεσία = Κόρη του Φαραώ υιοθέτησε το Μωϋσή. Είναι η πρώτη ατομική υιοθεσία, που αναγνωριζόταν από το Νόμο. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο, αυτός που υιοθετούσε έπρεπε να δώση στο θετό παιδί όλα τα προνόμια που έχει και το φυσικό παιδί σε θέματα κληρονομικά (Εξ. Β’ 10).
Υπακοή = Γεν. ΙΒ’ 4, ΙΖ’ 13, ΚΒ’ 1, ΚΣΤ’ 5. Εξ. ΙΕ’ 26, Κ’ 6. Δευτ. ΙΑ’ 1, ΙΖ’ 16, ΚΔ’ 8, ΚΖ’ 10, ΚΗ’ 1, 13.
Υπεροψία = Η ιδιότητα του υπερόπτη, έπαρση, οίηση, αλαζονεία (Γεν. Γ’ 5, 6, ΙΑ’ 4. Εξ. Ε’ 2 κ.α.).
Ύσσωπος = Φυτό αρωματικό, που το χρησιμοποιούσαν για ραντισμό σε ορισμένες ισραηλιτικές εορτές (Εξ. ΙΒ’ 22. Λευϊτ. ΙΔ’ 4-6).
Υφαίνω = Το έργο ή η τέχνη η υφαντική. Στην Αγία Γραφή αναφέρονται σαν μέρη του υφαντηρίου ο πάσσαλος, το αντί, η κερκίς (Ιώβ ΛΑ’ 19) και η ηλακάτη (Παροιμ. ΛΑ’ 19).
Υψηλοί τόποι = Έτσι ονομάζονταν τα θυσιαστήρια των Χαναναίων και άλλων ειδωλολατρών, που ήσαν κτισμένα σε λόφους, βουνά ή τεχνητά υψώματα (Α’ Βασιλ. Θ’ 12. Γ’ Βασιλ. Γ’ 4, ΙΓ’ 32, ΙΒ’ 32. Δ’ Βασιλ. ΙΖ’ 10, 29, 32).
Φαλάκρωμα = Έτσι ονομάζεται το φαινόμενο της έλλειψης τριχών από το κεφάλι. Είναι Δε δείγμα μεγάλης θλίψεως ή δυστυχήματος (Ησ. Γ’ 24, Ιεζεκ. Ζ’ 18, ΜΔ’ 20).
Φαρέτρα = Η μεταφορική έννοια της λέξεως είναι σφαγή και ερήμωση (Ησ. ΜΘ’ 2, Ιερεμ. Ε’ 15, Θρην. Γ’ 13).
Φιλαργυρία = Η υπερβολική αγάπη για το χρήμα, τσιγκουνιά (Εξ. ΙΗ’ 21 κ.α.)
Φόβος Θεού = Ο μέγας σεβασμός και τι ιερόν δέος απέναντι του Κυρίου: Γεν. ΚΒ’ 12. Εξ. Α’ 17, Κ’ 30. Δευτ. ΣΤ’ 2, 24.
Φρέαρ του Όρκου = Πόλη στο άκρο της Παλαιστίνης. Ονομάστηκε έτσι, γιατί εδώ ο Αβραάμ και ο Αβιμέλεχ έκλεισαν συμμαχία (Γεν. ΚΑ’ 14, 31, 32).
Φύλαξ = Είναι αυτός που φυλάει κάτι. Στην Περσία οι φύλακες ήταν υπεύθυνοι για κάθε κλοπή ή ληστεία αυτών που φύλαγαν, γι’ αυτό έπρεπε να είναι πάντα άγρυπνοι (Ιεζεκ. ΛΓ’ 2-6). Είχαν επίσης καθήκον με τη δυνατή τους φωνή να σημαίνουν τις ώρες κατά τη νύκτα (Ησ. ΚΑ’ 8, ΞΒ’ 6). Ακόμη κατά την περίοδο πολέμου ήταν δικό τους έργο να κατασκοπεύουν τις κινήσεις των εχθρών από τους πύργους (Ιερεμ. ΣΤ’ 17).
Χαλκός = Μεταφορικά η λέξη σημαίνει δύναμη και ισχύ (Ζαχ. ΣΤ’ 1).
Χειμών = Μία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Επίσης η λέξη σημαίνει και την ταραχή της ατμόσφαιρας με βροχή και μεταφορικά σημαίνει παθήματα, ατυχίες, συμφορές (Άσμα Β’ 11).
Χειρ = Η έννοιά της στην Αγία Γραφή είναι μεταφορική και σημαίνει τη δύναμη, την ισχύ (Ψαλμ. ΙΕ’ 8, 9).
Χελιδών = Αποδημητικό πτηνό, που μεταβαίνει στα εύκρατα κλίματα την άνοιξη, στα ψυχρά το καλοκαίρι και στα θερμά τον χειμώνα. Κτίζει τη φωλιά του στα σπίτια, όπου και τεκνοποιεί, είναι Δε σχεδόν κατοικίδια ζώα (Ησ. ΛΗ’ 14, Ιερεμ. Η’ 7).
Χήρα = Εξ. ΚΒ’ 22. Δευτ. ΙΣΤ’ 14, ΚΔ’ 17, 19, ΚΣΤ’ 12, ΚΖ’ 19.
Χολή = Υγρό πικρό, ωχρό και πράσινο που υπάρχει στα ζώα και συλλέγεται από το αίμα και άλλα υγρά. Στην Αγία Γραφή η λέξη σημαίνει δηλητήριο (Ιώβ Κ’ 14), πικρά βότανα και μερικές φορές την πίκρα που νιώθουμε από κάποια αμαρτία (Ιώβ Κ’ 13, Αμώς ΣΤ’ 12).
Χοροί = Εξ. ΛΒ’ 19.
Χόρτος = Η λέξη αναφέρεται στην Αγία Γραφή με την έννοια της τρυφερή βλάστησης κάθε πόας, την αποκαλούμενη χλόη που αποτελεί τροφή των ζώων προς διάκριση από αυτή των ανθρώπων. Ακόμη αναφέρεται σαν παράδειγμα αδυναμίας της ανθρωπότητας (Ησ. ΝΑ’ 12, Μ’ 6-8). Η τροφή των ζώων (Ψαλμ. ΡΓ’ 14). Επίσης φέρεται και σαν παράδειγμα προσωρινότητας του ανθρώπου (Ψαλμ. ΛΘ’ 5, 6, SA’ 7, 8, ΡΒ’ 15, 16).
Χους = Το χώμα, το οποίο άλλες φορές συμβολίζει την ανθρωπίνην δημιουργίαν (« και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης», Γεν. Β΄ 7) και άλλες φορές λαμβάνει διαφορετικούς συμβολισμούς ή διαστάσεις («και χους εκ του ουρανού καταβήσεται επί σε, έως αν εκτρίψη σε και έως απολέσει σε εν τάχει», Δευτ. ΚΗ΄ 24).
Χρώματα = Αναφέρονται το πορφυρούν, πολύτιμο και βασιλικό (Εσθήρ Η’ 15) και το κυανούν κ.α. (Εσθήρ Α’ 6). Εκτός από τα φυσικά χρώματα οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι επινόησαν και τα τεχνητά χρώματα. Αυτά ήταν το πορφυρούν, το κυανούν, το κόκκινο και η μίλτος. Η μίλτος χρησίμευε για τον χρωματισμό των τοίχων και των δοκών του σπιτιού, καθώς και για τα είδωλα (Ιερεμ. ΚΒ’ 14, Ιεζεκ. ΚΓ’ 14).
Ψαλμοί = Είναι η συλλογή των εβραϊκών ύμνων, η οποία ονομάζεται και ψαλτήριο, και χωρίζεται σε τέσσερα βιβλία. Οι Ψαλμοί έχουν συντεθεί από τους Δαυίδ, Ασσάρ, τους γιους Κορέ, τον Μωϋσή κ.ά.
Ψεύδος = Το ψέμα: Γεν. Γ’ 4, ΛΖ’ 20, ΛΘ’ 17, 18. Λευϊτ. ΙΘ’ 11 κ.α.
Ψήφος = Στην Παλαιά Διαθήκη η ψήφος είναι το ελάχιστον κομμάτι της ύλης, το ψηφίδιον (ψηφιδωτό), αν θυμηθούμε για παράδειγμα το χωρίον: «ως σταγών ύδατος από θαλάσσης και ψήφος άμμου, ούτως ολίγα έτη εν ημέρα αιώνος» (Σοφ. Σειρ. ΙΗ΄ 10). Την έννοιαν που αποδίδομεν εμείς σήμερον εις την ψήφον (κλήρος=εκλογή), την βλέπουμε σε διάφορα βιβλία της Π. Διαθήκης (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄ 20, Δ΄ Μακκ. ΙΕ, 26).
Ψυχή = Η αθανασία της ψυχής είναι διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Ήταν γνωστή και πριν από τον Κατακλυσμό (Γεν. Ε’ 24). Οι αρχαίοι πατριάρχες ζούσαν και πέθαιναν γνωρίζοντας την αλήθεια αυτή (Γεν. ΜΘ’ 33. Αρ. ΚΓ’ 10). Σημαίνει τη ζωή, η οποία είναι κοινή στα λογικά και άλογα όντα (Ιώβ ΙΒ’ 10).

ΠΗΓΗ ''sakketosaggelos.gr.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top