Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καὶ ἡ Αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ

Ἀπόδοση τοῦ πρωτοτύπου
Ἐπισήμου Κειμένου
στὴν ἁπλοελληνικὴ




         Α’. Βασικὲς Ἐκκλησιολογικὲς Ἀρχὲς
         Β’. Οἰκουμενισμός: Συγκρητιστικὴ Παναίρεση
         Γ’. Σεργιανισμός: Ἀλλοίωση τῆς Κανονικότητας
         Δ’. Ἡ λεγομένη ἐπίσημη Ὀρθοδοξία
         Ε’. Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
         Ϛ’. Ἡ Ἐπιστροφὴ στὴν Γνησία Ὀρθοδοξία
         Ζ’. Πρὸς σύγκληση Μεγάλης Συνόδου
                      τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξης Ἐκκλησίας


Μάϊος 2014 
                                           
 Τὸ πρωτότυπο Ἐπίσημο Κείμενο ἔχει καταρτισθεῖ ἀπὸ τὶς
Γνήσιες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες
Ἑλλάδας – Ρουμανίας – Ρωσικῆς Διασπορᾶς 


                                 


Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καὶ[1] ἡ Αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ

Ἀπόδοση τοῦ πρωτοτύπου
Ἐπισήμου Κειμένου
στὴν ἁπλοελληνικὴ[2]
Τὸ παρὸν Κείμενο τῆς ἀποδόσεως
δὲν ὑποκαθιστᾶ σὲ καμμία περίπτωση τὸ Ἐπίσημο Κείμενο,
ἀλλὰ ἀποβλέπει στὸ νὰ βοηθήσει στὴν καλύτερη κατανόηση τοῦ πρωτοτύπου καὶ νὰ συμβάλλει στὴν περισσότερο ἀκριβὴ μετάφρασή του σὲ ἄλλες γλῶσσες ἐκτὸς τῆς ἑλληνικῆς.


Α’. Βασικὲς Ἐκκλησιολογικὲς Ἀρχὲς
                  
 Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν παρελθόντα εἰκοστὸ αἰῶνα ἀγω-νίζεται ἀνενδότως[3] καὶ ὁμολογιακῶς ἐναντίον τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ[4], καὶ ἐπίσης κατὰ τῆς Ἡμερολογιακῆς-Ἑορτολογικῆς Καινο-τομίας, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ γενικῶς ἐναντίον τοῦ Δογματικοῦ Συγκρητισμοῦ[5]ὁ ὁποῖος καλλιεργώντας σταθερὰ καὶ μεθοδευμένα, ποικιλότροπα καὶ ἀντι-ευαγγελικά, σὲ ἐπίπεδο Διαχριστιανικὸ[6] καὶ Διαθρη-σκειακό[7], τὴν σχέση, συνύπαρξη, ἀνάμειξη καὶ συνεργασία Ἀληθείας καὶ πλάνης, Φωτὸς καὶ σκότους, Ἐκκλησίας καὶ αἱρέσεως, ἀποβλέπει στὴν ἀνάδειξη μιᾶς νέας ὀντότητας, δηλαδὴ μιᾶς Κοινότητας δίχως ταυτότητα πίστεως, τοῦ λεγομένου σώματος τῶν Πιστευόντων.
* * *
Στὸν Ὁμολογιακὸ Ἀγῶνα Της αὐτόν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐφήρμοσε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποδέχεται καὶ ἐφαρμόζει τὶς ἑξῆς Βασικὲς Ἀρχὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας[8]:
        1. Τὸ κύριο κριτήριο γιὰ τὴν ἰδιότητα Μέλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ «Ὀρθὴ καὶ Σωτήριος τῆς Πίστεως Ὁµολογία» (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής), δηλαδὴ ἡ Ἀληθής, Ἀκριβὴς καὶ Ἀκαινοτόμητη Ὀρθόδοξη Πίστη, «ἐπὶ ταύτῃ» δὲ «τῇ πέτρᾳ» (Ὀρθῇ Ὁμολογίᾳ) ὁ Κύριος ἔχει οἰκοδομήσει τὴν Ἁγία Ἐκκλησία Του[9].
     2. Τὸ κριτήριο αὐτὸ ἰσχύει τόσο γιὰ µεµονωµένα πρόσωπα-πιστούς, ὅσο καὶ γιὰ ὁλόκληρες Τοπικὲς Ἐκκλησίες.
    3. Ἡ Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, σὲ σχέση πάντοτε μὲ τὴν Μοναδικότητα, τὴνἉγιότητα καὶ τὴν Ἀποστολικότητα Αὐτῆς[10], εἶναι ποιοτικὸ καὶ ἐσωτερικό[11]καὶ ὄχι ποσοτικὸ καὶἐξωτερικὸ[12] γνώρισμά Της· εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδιότητά Της, ἡ ὁποία ἐκφράζει ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὴνἀκεραιότητα καὶ τὴν πληρότητα τῆς Ἀληθείας ποὺ Αὐτὴ κηρύττει, ἀνεξαρτήτως τῆς πληθυσμιακῆς καὶ γεωγραφικῆς διαστάσεώς Της, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὴν γνησιότητα καὶ ὁλοκληρία τῶν μέσων, τὰ ὁποῖα παρέχονται γιὰ τὴν θεραπεία καὶ θέωση τῆς πεσούσης ἀνθρωπίνης φύσεως.
   4. Στὴν βάση αὐτῆς τῆς Ὀρθῆς Ὁμολογίας θεμελιώνεται ἡ Μυστηριακὴ Κοινωνία[13] τῶν Πιστῶν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ τους, ὡς ὁλοκλήρωση τῆς ὑπάρχουσας Ἑνότητας στὴν Πίστη, ὡς σκοπὸς καὶ τέλος καὶ ὄχι ὡς μέσον γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς Ἑνότητας αὐτῆς∙ δηλαδή, προηγεῖται ἡ Ἑνότητα στὴν Ὀρθὴ Ὁμολογία καὶ ἀκολουθεῖ ἡ Κοινωνία στὰ Μυστήρια.
      5. Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία, προκειμένου νὰ ἀποτελοῦν ζωντανὰ Μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουν νὰ εὑρίσκονται ὁπωσδήποτε σὲ Μυστηριακὴ Κοινωνία, ἐφ᾿ ὅσον Κοινωνία Πίστεως καὶ Κοινωνία Μυστηρίων, ὅταν συνδέονται ἄρρηκτα στὴν ζωὴ τῶν Πιστῶν, πραγματώνουν καὶ ἀναδεικνύουν τὸ Ἕνα καὶ Μοναδικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
     6. Ἡ ἀσάλευτη ἐμμονὴ στὴν Ὀρθὴ Ὁμολογία, καθὼς καὶ ἡ ὑπεράσπισή Της μὲ κάθε θυσία, εἶναι θέμα ὑψίστης σωτηριολογικῆς[14] σημασίας, καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ὁµολόγησαν καὶ ὑπερασπίσθηκαν γενναίως, μὲ λόγο, ἔργο καὶ αἷμα, τὴν Ἁγία Ὀρθόδοξη Πίστη μας, καὶ ἔπρατταν αὐτὸ ἐκ µέρους τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν ὀνόµατι τῆς ὑπάρξεώς Της.
      7. Ὅλοι ὅσοι κηρύττουν ἢ πράττουν ἀντίθετα πρὸς τὴν Ὀρθὴ Ὁμολογίαἐπειδὴ εἶναι αἱρετικοί,χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεως καὶ ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴν Κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία, εἴτε αὐτοὶ εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα εἴτε Κοινότητες, ἔστω καὶ ἄν αὐτὲς συνεχίζουν νὰ λειτουργοῦν τυπικῶς-θεσμικῶς ὡς δῆθεν Ἐκκλησίες καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται ὡς Ἐκκλησίες:
 «Ὅσοι δὲν εὑρίσκονται στὴν Ἀλήθεια, αὐτοὶ δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· καὶ τόσο περισσότερο, ὅσο ψεύδονται μεταξύ τους, καλοῦντες καὶ καλούμενοι ἱεροὶ ποιμένες καὶ ἀρχιποιμένες· διότι, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται βάσει τῶν προσώπων, ἀλλὰ βάσει τῆςἀληθείας καὶ τῆς ἀκριβείας τῆς πίστεως» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς).
     8. Ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεως καὶ τὴν Κοινωνία τῶν Μυστηρίων, ἡ Ὁποία παρέχεται ἄνωθεν ἀπὸ τὸν Πατέρα, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, εἶναι βεβαίως Χριστοκεντρικὴ καὶ Εὐχαριστιακή, βιώνεται δὲ ὡς διαχρονικὴ σύνοδος καὶ συλλειτουργία ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις»[15]ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ὡς ἐγγυητή Της τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶναι – μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ - φορέας τῆς «Παραδόσεως τῆς Ἀληθείας» (Ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου).
   9. Κάθε Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, μὲ τὸ νὰ εἶναι «τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐπειδὴ εἶναι Πατέρας τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, Διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀληθείας καὶ Διάκονος τῆς Ἀγάπης ἐν Ἀληθείᾳ, εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸἐνσαρκώνει, ἐκφράζει καὶ διασφαλίζει τὴν διαχρονικὴ Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴνἙνότητά Της μὲ τὸν Χριστό, καὶ ταυτόχρονα τὴν Ἑνότητα ἐν Χριστῷ μὲ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες, οἱ Ὁποῖες ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρξουν ὡς τὸ Ἕνα Σῶμα Χριστοῦ.
             «Τί δέ ἔστιν ἓν σῶμα; Οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοὶ καὶ ὄντες καὶ γενόμενοι καὶἐσόμενοι» [«Τί εἶναι τὸ ἕνα σῶμα”»; Οἱ πιστοὶ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, οἱ ὁποῖοι εἶναι καὶ ἦσαν καὶ θὰ εἶναι»] (Ἱερὸς Χρυσόστομος).
   10. Κάθε Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος κηρύττει αἵρεση δημoσίως καὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ Ἐκκλησίας»[16], καὶ ὁ ὁποῖος διδάσκει «ἕτερον εὐαγγέλιον παρ᾿ ὅ παρελάβομεν» ἢ εὑρίσκεται σὲ συγκρητιστικὴ κοινωνία μὲ ἀλλοδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, καὶ μάλιστα ὅταν πράττει αὐτὸ ἐπιμόνως καὶ συνεχῶς, καθίσταται «ψευδεπίσκοπος» καὶ «ψευδοδιδάσκαλος» (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας)· ὅσοι δὲ Ἐπίσκοποι εὑρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ αὐτόν, ἀδιαφορώντας ἢ ἀνεχόμενοι ἢ ἀποδεχόμενοι τὸ φρόνημα καὶ τὶς πρακτικές του ἐκφράσεις, αὐτοὶ «συνόλλυνται»[17] (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης), καὶ παύουν ἔτσι νὰ εἶναι Κανονικοὶ[18] καὶ Κοινωνικοί[19]ἐφ᾿ ὅσον ἡ Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἙνότητάΤης καὶ ἡ γνησία Ἀποστολικὴ Διαδοχή, οἱ ὁποῖες ἐγγυῶνται μὲ ἀσφάλεια τὴν Κανονικότητα καὶ τὴνΚοινωνικότητα τοῦ Ἐπισκόπου, ἑδράζονται, ἀπορρέουν καὶ διασφαλίζονται ἀπὸ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν».

Β’. Οἰκουμενισμός: Συγκρητιστικὴ Παναίρεση
        
1. Ὁ Οἰκουµενισµός, ὡς θεολογικὴ ἔννοια, ὡς ὀργανωµένο κοινωνικὸ κίνηµα καὶ ὡς θρησκευτικὴ πράξη, εἶναι καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῶν αἰώνων καὶ τὴν περιεκτικώτερη[20]παναίρεση[21]· εἶναι αἵρεση αἱρέσεων καὶ παναίρεση παναιρέσεων· εἶναι ἡ ἀμνήστευση ὅλων τῶν αἱρέσεων, πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ Παναίρεση· εἶναι ὁ πλέον ὕπουλος ἀντίπαλος τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ ὁ περισσότερο ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ᾿ ὅσον μέσα στὸ συγκρητιστικό του πλαίσιο ἀδυνατοῦν νὰ ὑπάρξουν μὲ ἀδιάσπαστη σωτηριολογικὴ ἑνότητα ἡ ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια καὶ Ζωή.
   2. Ὁ Οἰκουμενισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸ κόσμο (ΙΘ’ αἰ. κ.ἑ.) καὶ καλλιεργεῖ τὴν σχετικοποίηση[22] τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας, Ζωῆς καὶ Σωτηρίας, καὶ (ἔτσι) ἀρνεῖται κατ᾿ οὐσίαν τὴν Καθολικότητα καὶ Μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον στὴν βάση του εὑρίσκεται (ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν) ἡ πλανεμένη θεωρία περὶ «Ἀοράτου Ἐκκλησίας» μὲ ἀσαφῆ ὅρια, μέλη τῆς ὁποίας δῆθεν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκουν σὲ διάφορες «Ὁμολογίες», (ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ) ἡ παραλλαγή της, δηλαδὴ ἡ λεγομένη «Θεωρία τῶν Κλάδων», κατὰ τὴν ὁποία οἱ διάφορες χριστιανικὲς «Ὁμολογίες» εἶναι δῆθεν κλάδοι τοῦ ἴδιου δένδρου τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κάθε κλάδος κατέχει μέρος τῆς Ἀληθείας καὶ ἔτσι (ὅλοι οἱ κλάδοι μαζὶ) ἀπαρτίζουν δῆθεν τὸ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας.
3. Παρὰ τὴν ποικιλία τῶν θεωριῶν, τὶς ὁποίες παρήγαγε ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ βασικὸς στόχος του εἶναι ἡ καλλιέργεια μιᾶς συγκρητιστικῆς συνυπάρξεως καὶ συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ περαιτέρω μιᾶς συγχωνεύσεως ἀρχικὰ ὅλων τῶν χριστιανικῶν Κοινοτήτων (Διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμός),καὶ στὴν συνέχεια  ὅλων τῶν θρησκειῶν (Διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός), δηλαδὴ (ἡ καλλιέργεια) μιᾶς ἀντι-ευαγγελικῆς διαδικασίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀνάδειξη ἑνὸς σώματος τῶν Πιστευόντων, μιᾶς τρόπον τινὰ Πανθρησκείας, ἡ ὁποία θὰ προλειάνει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἔλευση τοῦπειρασμοῦ τῶν Ἐσχάτων, δηλαδὴ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀνόμου-Ἀντιχρίστου.
4. Ἐπειδὴ ἔχει συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα, ὁ Οἰκουμενισμὸς συγγενεύει στενὰ μὲ τὸν Ἐλευθεροτεκτονισμὸ (Μασωνία), ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ αὐτοδιαφημίζεται ὡς ἀνεξίθρησκος, συγχρωτιστικὸς[23] καὶ ἀνεκτικὸς ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν, ἔχει ἀναδειχθεῖ στὴν πράξη σὲ Θρησκεία καὶ Ὑπερθρησκεία, ἡ ὁποία συμβάλλει ἀμέσως καὶ ἐμμέσως στὴν προώθησι τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Ὁράματος, δηλαδὴ στὴν δημιουργία μιᾶς (ἰδεολογικῆς) βάσεως[24], ἡ ὁποία θὰ περιλαμβάνει μαζὶ ὅλα τὰ Δόγματα καὶ τὶς Θρησκεῖες, στὴν ὁποία (βάση) ἡ Ἀλήθεια ποὺ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ θὰ ἔχει πλήρως σχετικοποιηθεῖ καὶ ἐξισωθεῖ μὲ κάθε ἀνθρώπινη καὶ δαιμονικὴ πλάνη καὶ δοξασία.

5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἄρχισε νὰ προσβάλλει τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ[25] Ἐκκλησία στὸ τέλος τοῦ ΙΘ’ αἰῶνα, καὶ μὲ τὸ Συνοδικὸ Διάγγελμα «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἔτος 1920, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ὁμολογουμένως τὸν «Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», κηρύχθηκε αὐτὸς «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐφ᾿ ὅσον χαρακτηρίζει τὶς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καὶ ὅλου τοῦ κόσμου, ὡς δῆθεν «σεβάσμιες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες», ὄχι πλέον «ὡς ξένες καὶ ἀλλότριες», ἀλλ᾿ ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκεῖες ἐν Χριστῷ καὶ συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ», καὶ μάλιστα προτείνει ὡς πρῶτο μέτρο τῆς ἐφαρμογῆς του τὴν χρήση κοινοῦ ἡμερολογίου, γιὰ τὸν ταυτόχρονο συνεορτασμὸ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων.
    6. Σὲ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ Διαγγέλματος καὶ ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀντικανονικὲς Ἀποφάσεις τοῦ ἀντορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1923, υἱοθετήθηκε κατ᾿ οὐσίαν τὸ λεγόμενο Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο ὡς δῆθεν Διωρθωμένο Ἰουλιανό, παρὰ τὸ ὅτι μόλις ἐμφανίσθηκε στὴν Δύση (1582) κατακρίθηκε καὶ καταδικάσθηκε ὡς σοβαρὴ Παπικὴ Καινοτομία ἀπὸ τρεῖς Πανορθόδοξες Συνόδους στὴν Ἀνατολὴ (1583, 1587, 1593), τῶν Ὁποίων οἱ ἀποφάσειςἐξακολουθοῦν νὰ ἰσχύουν καὶ νὰ βαρύνουν τοὺς Καινοτόμους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται σὲ σχίσμα.
        7. Ἡ Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Καινοτομία, ἡ ὁποία εἰσήχθη τὸ ἔτος 1924 στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, καὶ ἔπειτα σταδιακὰ καὶ σὲ ἄλλες Τοπικὲς Ἐκκλησίες, προσκρούει στὴν Καθολικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς (μονομερῆ καὶ ἀντικανονικό), ἀλλὰ καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸν σκοπό της (οἰκουμενιστικὸ-συγκρητιστικό), καὶ ἔτσι προσβάλλει μὲ ἰσχυρὸ πλῆγμα τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφραση καὶ ἐκδήλωση τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὸν κόσμο, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται καὶ διὰ τοῦ ἑνιαίου Ἡμερολογίου-Ἑορτολογίου.
     8. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία, μὲ τὸ ὕψιστο συνοδικὸ κῦρος Της, ἔχει ἐκφράσει τὴν σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη βούλησή Της, νὰ ἐκδηλώνεται ἡ Ἑνότητά Της καὶ μὲ τὴν τέλεση μαζὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τῆς μεγαλύτερης τῶν Ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πάσχα, μὲ τὸ νὰ καθορίσει ὁριστικὰ στὴν Α’ Ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ ἔτος 325 τὸ αἰώνιο Κανόνιο τοῦ Πάσχα, τὸνΠασχάλιο Κανόνα.
      9. Αὐτὴ ἡ Συνοδικὴ Πράξη, ἡ Ὁποία στὴν οὐσία της εἶναι βαθύτατα ἐκκλησιολογικὴ καὶ δογματική, προϋπέθετε ὡς βάση τῶν λεγομένων Διορισμῶν τοῦ Ἁγίου Πάσχα τὴν Ἐαρινὴ Ἰσημερία, ἡ ὁποία ὡς σταθερὴ ἡμερομηνία ἐκκλησιαστικῶς θὰ ἦταν πλέον θετῶς/συμβατικῶς ἡ 21η Μαρτίουτοῦ ἐν χρήσει τότε Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο ἔτσι καθιερώθηκε (πλέον) ὡς Ἐκκλησιαστικὸ Ἡμερολόγιο καὶ ὡς ἄξονας τοῦ ἐτησίου Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου· μὲ βάση Αὐτό, συντελέσθηκε σταδιακὰ μέχρι καὶ τὸν ΣΤ’ αἰῶνα ἡ ἡμερολογιακὴ ἐναρμόνιση τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ Ὁποῖες εὑρίσκοντο σὲ διάφορα ἡμερολογιακὰ περιβάλλοντα.   
   10. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξέφρασαν θεόπνευστα, ἀλλὰ καὶ προφητικά, τὸ ἀντι-συγκρητιστικὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον τὸ «μὴ μετ᾿ Ἰουδαίων συνεορτάζειν», καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν τὸ νὰ μὴν ἐπιδιώκεται ὁ συνεορτασμὸς μὲ τοὺς αἱρετικούς, διασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ-ὁρατὴ Ἑνότητα τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθετε τὰ ὅρια μεταξὺ Ἀληθείας καὶ Αἱρέσεως, δηλαδὴ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ τὴν κατάκριτη Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμιση τοῦ 1924, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στὸν συνεορτασμὸ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ, προκειμένου νὰ καταστεῖ ὁρατὴ ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα ἀόρατη ἑνότητα αὐτῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
   11. Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές[26], καὶ μάλιστα οἱ περισσότερο ἀκραῖοι ἀπὸ αὐτούς, ἐπειδὴ ἔχουν ὑποστεῖ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τοῦ διαβρωτικοῦ Συγκρητισμοῦ, φρονοῦν ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει δῆθεν ἀπολέσει τὴν Καθολικότητά Της, ἐξ αἰτίας θεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν διαμαχῶν καὶ διαιρέσεων· γι᾿ αὐτό, προτείνουν καὶ ἐπιδιώκουν τὴν δῆθεν ἀνασυγκρότησή Της, μέσῳ μιᾶς συμβατικῆς ἑνώσεως τῶν διεστώτων, ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἀποκαταστήσει τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία, χωρὶς βεβαίως κοινὴ Ὁμολογία Πίστεως,προφανῶς σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπα τῆς Οὐνίας· ἄλλοι, περισσότερο μετριοπαθεῖς Οἰκουμενιστές, ἀρκοῦνται στὴν συναρίθμηση τῶν ἑτεροδόξων μὲ τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ ὁμιλοῦν «ὑπὲρ τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος», ἐπειδὴ δῆθεν εὑρίσκονται αὐτοὶ (οἱ ἑτερόδοξοι) μέσα στὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτοὶ δὲν ταυτίζουν τὰ Χαρισματικὰ καὶ τὰ Κανονικὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας[27], ὡς ὑποστηρικτὲς τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας» ἢ τῆς «Ἐκκλησίας ἐν διευρυμένῃ ἢ εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ», ἐφ᾿ ὅσον ἀνακαλύπτουν ἢ ἀναγνωρίζουν τὴν ὕπαρξη «Ἐκκλησιῶν» καὶ «Θείας Χάριτος»/«Σωτηρίας» καὶ ἐκτὸς τῶν Ὁρίων τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀληθινῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ecclesia extra ecclesiam,extra muros).
     12.  συμμετοχὴ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (1948 κ.ἑ.), καθὼς καὶ σὲ ἄλλους Οἰκουμενιστικοὺς Ὀργανισμούς, ἀποτελεῖ μία ἔμπρακτη ἄρνηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς πληρώματος[28] τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας καὶ Σωτηρίας, ἐφ᾿ ὅσον βασικὴ προϋπόθεση ὀργανικῆς συμμετοχῆς σὲ τέτοια Διομολογιακὰ Σώματα εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἔστω καὶ σιωπηλὴ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως αὐθεντικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Καθολικότητας σήμερα, καθὼς καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἀνάγκης ἀνα-συγκροτήσεως μιᾶς δῆθεν αὐθεντικῆς Καθολικότητας, δηλαδὴ τῆς ἀνάγκης μιᾶς δῆθεν ἐπανιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας.
    13. Στὴν βάση τῶν ἀντορθόδοξων καὶ πλήρως νεοφανῶν αὐτῶν ἀντιλήψεων, εὑρίσκονται ἡ λεγομένη «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ὁ Δογματικὸς Συγκρητισμός, ἡ κατάργηση τῶν «Ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ αἴσθηση τῆς «Οἰκουμενικῆς Ἀδελφοσύνης», ἡ θεωρία τῶν «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ λεγομένη «Θεολογία τῶν Δύο Πνευμόνων», ἡ θεωρία τῆς «Μιᾶς καὶ Διῃρημένης Ἐκκλησίας», ἡ «ὑπέρβασις τῆς παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», καθὼς καὶ ἄλλες ποικίλες κακοδοξίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὁδηγήσει σταδιακὰ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς στὴν ἄρνηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα στὴν συνοδικὴ ἀναγνώριση τῶν ἑτεροδόξων Κοινοτήτων καὶ τῶν μυστηρίων τους, στὴν συμπροσευχὴ μὲ αὐτοὺς καὶ ἰδίως σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς, στὴν παροχὴ μυστηρίων σὲ αὐτούς, στὴν συνυπογραφὴ Κοινῶν Δηλώσεων καὶ Διακηρύξεων γιὰ κοινὴ δῆθεν μαρτυρία μαζί τους, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν αἴσθηση τοῦ χρέους τῆς συνδιακονίας τοῦ κόσμου, ἐπειδὴ δῆθεν εἶναι συνυπεύθυνοι (Ὀρθοδοξία καὶ Αἵρεση) γιὰ τὴν σωτηρία του.
    14. Μὲ ὅλα αὐτά, ἔχει διαστρεβλωθεῖ πλήρως ἡ ἔννοια τῆς εὐαγγελικῆς Ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀσκεῖται μαζὶ μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ διὰ μέσου τῆς Ἀληθείας· ἔχει παγιωθεῖ ἕνας βαθὺς καὶ ὁλοένα ἐμβαθυνόμενος συγκρητιστικὸς συγχρωτισμός· τηρεῖται, ἐν ὀνόματι μιᾶς νοθευμένης οἰκονομίας, μία στάση περιεκτικὴ καὶ περιχωρητικὴ[29] ἔναντι τῆς ἑτεροδοξίας· ἔχει προέλθει μίαἄμεικτη μείξη· καὶ ἔχει ἀναδυθεῖ μία πραγματικὰ ὑφισταμένη ἕνωση μεταξὺ τῶν πάσης προελεύσεως Οἰκουμενιστῶν, ἑνὸς Σώματος Πιστευόντων, ὄχι βεβαίως στὴν βάση τῆς Μοναδικῆς Ἀληθείας τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στὴν βάση ἑνὸς νεφελώδους ἀνθρωπιστικοῦ ὁράματος, χωρὶς ἱεραποστολικὴ διάσταση καὶ κλήση αὐτῶν ποὺ ἔχουν πλανηθεῖ νὰ Ἐπιστρέψουν μὲ Μετάνοια στὸν Οἶκο τοῦ Πατρός, δηλαδὴ στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.




 Γ’. Σεργιανισμός: Ἀλλοίωση τῆς Κανονικότητας
  1. Ἕνα ἄλλο φαινόµενο καὶ κίνημα, τὸ ὁποῖο εἶναι συγγενὲς μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει ἐπίσης ἐκκλησιολογικὴ διάσταση, εἶναι ὁ λεγόµενος Σεργιανισµός, ὁ ὁποῖος στὶς πρωτοφανεῖς περιστάσεις τοῦ διωγµοῦ τῆς Ἐκκλησίας στὴν πρώην Σοβιετικὴ Ἕνωση παρέδωσε, μέσῳ τοῦ πεπτωκότος καὶ συμβιβασθέντος Σεργίου Στραγκορόντσκυ (+1944), ἀρχικῶς μητροπολίτου καὶ μετέπειτα πατριάρχου Μόσχας, στοὺς ἀθέους καὶ θεομάχους Μπολσεβίκους ἕναν φαινοµενικὰ ἄρτιοἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό, προκειμένου αὐτὸς νὰ γίνει στὰ χέρια τους ἄβουλο ὄργανο κατὰ τὴν ἀδυσώπητη πολεµική τους ἐναντίον Αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ὡς φορέως τοῦ πληρώµατος τῆς Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.
     2. Ὁ Σεργιανισµὸς δὲν εἶναι μόνον σοβιετικὸ φαινόµενο, διότι ἔπληξε σφοδρὰ καὶ τὶς Τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῶν χωρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ὅπου ἐπικράτησαν, µετὰ τὸν Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ἀθεϊστικὰ καὶ ἀντιχριστιανικὰ κοµµουνιστικὰ Καθεστῶτα.
     3. Ἡ πεμπτουσία τοῦ Σεργιανισμοῦ εἶναι ἡ υἱοθέτηση τῆς πλάνης, ὅτι ἡ ἐξαπάτηση θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ χρησιµοποιηθεῖ δῆθεν ὡς µέσον διασώσεως τῆς Ἀληθείας, καὶ ἐπίσης ὅτι ἡ συνεργασία μὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν δῆθεν ὁ τρόπος ἐπιβιώσεώς Της· ἀλλὰ ὅμως, στὴν πράξη συνέβη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: οἱ σεργιανιστὲς ἐπίσκοποι ἔγιναν ὄργανα τῶν ἀθέων Κοµµουνιστῶν, προκειμένου νὰ ἀσκοῦν ἔλεγχο στὴν Ἐκκλησία, µὲ σκοπὸ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευµατική Της ἐξασθένηση, μέχρι τὴν τελικὴ ἀποδόμηση καὶ τὸν ἐξαφανισμό Της.
    4. Σὲ ἐπίπεδο ἐκκλησιολογικό, ὁ Σεργιανισμὸς διαστρέβλωσε πλήρως τὴν ἔννοια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιαστικῆς Κανονικότητας, ἐφ᾿ ὅσον στὰ ὅρια τοῦ σεργιανισμοῦ, ἡ Κανονικότηταἦταν οὐσιαστικὰ ἀποκοµµένη ἀπὸ τὸ Πνεῦµα καὶ τὴν Ἀλήθεια τῆς αὐθεντικῆς Κανονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔτσι ἔλαβε µία τυπικὴ προσαρµογὴ στὴν νοµιµότητα, ἡ ὁποία εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιηθεῖ, προκειμένου νὰ δικαιολογήσει κάθε ἀνοµία τῆς διοικούσης Ἱεραρχίας· καὶ τελικά, αὐτὴ ἡ ἐπιφανειακὴ Κανονικότητα ἔγινε µία διοικητικὴ τεχνική, γιὰ τὴν ὑπαγωγὴ τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας στὴν σεργιανιστικὴ ἱεραρχία, ἀσχέτως μὲ τὴν κατεύθυνση πρὸς τὴν ὁποία αὐτὴ ὁδηγοῦσε τοὺς πιστούς.
   5. Μετὰ τὴν κατάρρευση τῶν ἀντιχριστιανικῶν Καθεστώτων, πρὸς τὰ τέλη τοῦ προηγουμένου εἰκοστοῦ αἰῶνος, ἡ βαρυτάτη ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ τοῦ Σεργιανισμοῦ, κάτω ἀπὸ τὶς νέες συνθῆκες τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας, διατηρήθηκε ὡς κληρονοµιὰ τοῦ παρελθόντος καὶ συγχρόνωςµετασχηµατίσθηκε.
      6. Ὁ ἐκκλησιομάχος Σεργιανισμός, μὲ τὸ νὰ ἔχει πρὸ πολλοῦ ἐνσωµατώσει στὸ ἐνδότερό του εἶναι[30]τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, τὴν ἀσυνειδησία, τὴν ἐξαπάτηση καὶ τὴν παθολογικὴ δουλικότηταἀπέναντι στοὺς ἰσχυροὺς τοῦ κόσµου τούτου, συνεχίζει νὰ προδίδει τὴν Ἐκκλησία, ὄχι πλέον ἐξ αἰτίας δῆθεν τοῦ φόβου τῶν ἀντιποίνων ἐκ μέρους τῶν ἀθέων Κρατούντων, ἀλλὰ χάριν ἰδιοτελῶν καὶ ἐγκοσμιοκρατικῶν κινήτρων καὶ ὑπὸ τὸ πέπλο τῆς δῆθεν Κανονικότητας, ἐκποιεῖ πλέον τὴν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας, µὲ ἀντάλλαγµα τὸ κέρδος τῆς φιλίας μὲ τοὺς ἰσχυροὺς αὐτοῦ τοῦ κόσµου, μαζὶ μὲ ὅλα βεβαίως τὰ συναφῆ ὑλικὰ συµφέροντα καὶ τὴν περίοπτη κοινωνικὴ θέση.
    7. Σήμερα, στὴν µεταλλαγµένη αὐτὴ µορφή, ὁ ἰὸς τοῦ Σεργιανισµοῦ, ὡς νεο-Σεργιανισµὸς ἢ µετα-Σεργιανισµός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μὲ ἄλλες πολιτειοκρατικὲς μορφές, προσβάλλει ὣς ἕνα βαθμό, μεγάλο µέρος τῆς Ἱεραρχίας τῶν τοπικῶν ἐπισήμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνὰ τὸν κόσµο, καὶ ἕτσισυμβάλλει στὴν προαγωγὴ τοῦ ἐπίσης ἐγκοσμιοκρατικοῦ καὶ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπὸ τὴν σκέπη μιᾶς ψευδοῦς (παραπλανητικῆς) Κανονικότητας.
* * *
   8. Οἱ εὐσεβεῖς, Κλῆρος καὶ Λαός, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑγιᾶ Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ Συνείδηση, ἀπένταντι σὲ φαινόμενα καὶ κινήσεις, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ σημασία,ὅπως εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ὁ Σεργιανισμός, ὀφείλουν νὰ τηρήσουν μία γνήσια Πατερικὴ στάση, ὅταν μάλιστα αὐτὰ ἑδραιώνονται συστηµατικὰ καὶ διαδίδονται εὐρέως, ἔστω καὶ ἄν δὲν ἐπιδιώκουν πάντοτε µία σαφῆ δογµατικὴ ἔκφραση, ἀλλ᾿ εἰσχωροῦν καὶ ἐνσπείρονται στὸ Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας µὲ ὕπουλο καὶ διαβρωτικὸ τρόπο, δηλαδὴ υἱοθετοῦνται ἐνεργῶς ἢ ἐπιτρέπονται παθητικῶς ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἐπισκόπους µιᾶς ἢ περισσοτέρων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
  9. Στὶς περιπτώσεις αὐτέςἡ οὐσία τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν ἀντι-ευαγγελικῶν, ἀντορθοδόξων καὶ ἐκφυλιστικῶν αὐτῶν φαινοµένων δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία προαιρετικὴ[31] στάση μέσα στὸ πλαίσιο μιᾶς δῆθεν οἰκονομίας, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ἀμέσως ἡ παύση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας µὲ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴν Ἱεραρχία, ἡ ὁποία εἰσάγει μάλιστα συνοδικῶς τὴν αἵρεση στὴν Ἐκκλησία, εἴτε μὲ τὸ νὰ κηρύσσει αὐτήν, εἴτε μὲ τὸ νὰ συµβάλλει στὴν διάδοσή της µέσῳ τῆς σιωπῆς, τῆς παθητικότητας ἢ τῆς ἀδιαφορίας (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτο-δευτέρας).
   10. Ἡ Ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι (μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ) ἔχουν ἐκπέσει, καὶ οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται πλέον ὡς «ψευδεπίσκοποι» καὶ «ψευδοδιδάσκαλοι», ἀποτελεῖ ἀναγκαιότατη ὑποχρέωση τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Μοναδικότητας, τῆςἙνότητας καὶ τῆς Καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας· (ἐπίσης), γιὰ τὴν ὁμολογιακὴ Μαρτυρία Πίστεως,ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἱεραποστολικὴ σωτήρια Κλήση Μετανοίας πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐκτρέπονται καὶ γιὰ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν κοινωνία μὲ αὐτούς.  

Δ’. Ἡ λεγομένη ἐπίσημη Ὀρθοδοξία

       1. Τὸ νόημα τοῦ ὅρου «ἐπίσηµη Ὀρθοδοξία» ἔχει στενὰ συνδεθεῖ µὲ τοὺς ὅρους «ἐπίσηµη Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµες τοπικὲς Ἐκκλησίες».
           2. Ἡ «ἐπίσηµη Ὀρθοδοξία» εἶναι τὸ ἰδιαίτερο ἐκεῖνο ἰδεολόγημα τῶν λεγομένων ἐπισήµων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖο ἀντιπροσωπεύει µία Ὀρθοδοξία ὁλοένα καὶ περισσότερο «χλιαρή»[32], ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἐκκλησιολογικῶν καὶ Κανονικῶν Καινοτομιῶν, τὶς ὁποῖες προέβλεπε τὸ προαναφερθὲν Πατριαρχικὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, ὁδηγήθηκε στὴν σταδιακὴ ἀποξένωσή της ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθοδοξία.
     3. Τὸ 1924 ἔγινε τὸ πρῶτο καὶ μεγάλο βῆμα πρὸς τὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς προσχεδιασμένης καὶ μεθοδευμένης ἀλλοτριώσεως ἀπὸ τὴν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου σὲ μερικὲς Τοπικὲς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες μὲ τὸν καιρὸ αὐξήθηκαν, ἕως τὸ σημεῖο τῆς ἀποδοχῆς σὲ κάποιες περιπτώσεις ἀκόμη καὶ τοῦ Παπικοῦ Πασχαλίου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ κατάφορη παραβίαση τοῦ Ὅρου τῆς Α’ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
          4. «Ἐπίσηµη Ἐκκλησία» εἶναι τὸ ὄνοµα, τὸ ὁποῖο προσέδωσαν οἱ Ρῶσοι πιστοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακοµβῶν στὴν κρατικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν ἀναγνωρισμένη καὶ ἐντελῶς ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸ ἄθεο Σοβιετικὸ Καθεστώς, ἡ ὁποία καὶ ἐξελίχθηκε στὸ γνωστὸ σεργιανιστικὸ καὶ οἰκουμενιστικὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας.
    5. Σήμερα, οἱ ὅροι «ἐπίσηµη Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµες τοπικὲς Ἐκκλησίες», ἀναφέρονται στὶς γνωστὲς ἱστορικῶς διαµορφωµένες Τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἡ ἱεραρχικὴ Ἡγεσία τῶν ὁποίων ἀποδέχεται ἐπισήμως καὶ μετέχει συνοδικῶς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὴν προωθεῖ, ἐπιτρέπει ἢ τὴν ἀνέχεται ὡς θεολογικὴ ἔννοια καὶ ὡς θρησκευτικὴ πράξη, καλύπτεται ἀπὸ τὸ πέπλο τῆς δῆθεν Κανονικότητας, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ Σεργιανισµός, καὶ υἱοθετεῖ -ἀμέσως ἢ ἐμμέσως- καὶ πολλὲς ἄλλες µορφὲς τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία (βλ. διαβρωτικὰ φαινόμενα, ὅπως τὴν νόθευση τῶν Μυστηρίων καὶ μάλιστα τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος, λειτουργικὲς μεταρρυθμίσεις μὲ τὸ πρόσχημα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», τὴν πρόσφατη «μεταπατερικὴ θεολογία», τὴν ἐπισήμως -καὶ μάλιστα στὶς πανεπιστημιακὲς θεολογικὲς Σχολὲς- ἐπιτελούμενη βαθειὰ διείσδυση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν ἀπώλεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων γιὰ τὴν Διακήρυξη Ἁγίων, ποικίλες μορφὲς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ αὐθεντικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἤθους, τὴν υἱοθέτηση μιᾶς ἀντιπατερικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας κλπ.).
6. Ὅλες αὐτὲς οἱ λεγόμενες ἐπίσημες Ἐκκλησίες ἔχουν πλέον προσχωρήσει ἀποφασιστικά, σταθερὰ καὶ ἀμετανόητα στὴν διαδικασία τῆς συγκρητιστικῆς Ἀποστασίας,σεργιανιστικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ τύπου, µία ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀντικανονικὴ διαδικασία, ἡ ὁποία ἔχει προωθηθεῖ ἢ ἐπιτραπεῖ συνοδικῶς ἀπὸ τὶς Ἱεραρχίες αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἔχει ὁποιαδήποτε προσευχητική, μυστηριακὴ καὶ διοικητικὴ κοινωνία, ἐπειδὴ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὶς Ἐκκλησιολογικές Ἀρχές Της σχετικὰ μὲ τοὺς «ψευδεπισκόπους» καὶ «ψευδοδιδασκάλους».


Ε’. Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
           
1. Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περιλαμβάνει στοὺς κόλπους Της καὶ συνενώνει ἐν τῷ Πατρί, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὴν μεγάλη ἐκείνη μερίδα τοῦ εὐσεβοῦς Κλήρου καὶ Λαοῦ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἀντέδρασε σθεναρῶς στὴν διακήρυξη τῆς ἐκκλησιοκτόνου αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἄμεσες πρακτικὲς ἐφαρμογές του, καθὼς καὶ τοῦ ἐκκλησιομάχου Σεργιανισμοῦ, καὶ διέκοψε κάθε κοινωνία μὲ τοὺς Καινοτόμους Οἰκουμενιστές, ἐπίσης καὶ μὲ τοὺς Σεργιανιστές.
2. Οἱ πιστοὶ τηρητὲς τῆς Παρακαταθήκης τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Τύχωνος (+1925) στὴν Ρωσία δὲν ἀναγνώρισαν τὴν καθεστωτικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸν Σεργιανισμὸ (1927 ἑ.), καὶ προτίμησαν ἕνα μέρος ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ὑποστεῖ διωγμοὺς καὶ νὰ καταφύγει στὶς Κατακόμβες, καὶ ἔτσι ἀνέδειξε Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως, καὶ ἄλλο μέρος ἀπὸ αὐτοὺς ἐξῆλθε ἀπὸ τὴν Ρωσία, καὶ συγκροτήθηκε ἐκκλησιαστικῶς-διοικητικῶς στὴν Διασπορά, καὶ ἀνέδειξε ἐπίσης λαμπρὲς Ὁμολογιακὲς καὶ Ἅγιες Μορφές, μέ παγκόσμια μάλιστα φήμη καὶ περιωπή.
3. Στὴν Ἑλλάδα, τὴν Ρουμανία, τὴν Κύπρο, τὴν Βουλγαρία καὶ σὲ ἄλλα μέρη, συμπαγεῖς πληθυσμοὶ ἀπέρριψαν τὴν Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Καινοτομία τοῦ 1924 καὶ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ προτίμησαν ἐπίσης τὶς διώξεις καὶ ἀνέδειξαν Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως, προκειμένου νὰ φανοῦν συνεπεῖς στὶς ἱερὲς Παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· καὶ ὁ Κύριός μας ἐνθάρρυνε καὶ ἐπιβράβευε τὸν κατὰ Θεὸν ζῆλον τῶν γνησίων τέκνων Του, μέσῳ ἐντυπωσιακῶν καὶ θαυμαστῶν Θεοσημειῶν, ὅπως τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ στὴν Ἀθήνα (14.9.1925).
4. Μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς Καινοτομίας τοῦ 1924 στὴν Ἑλλάδα, (οἱ πιστοὶ) ποὺ ἔμειναν σταθεροὶ στὶς Πατρῶες Παραδόσεις, ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ὀνομασία «Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί», καὶ τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τῶν Κατακομβῶν τῆς Ρωσίας, οἱ λεγόμενοιΤυχωνῖτες[33].
5. Κατὰ τόπους ὅμως καὶ κατὰ διαστήματα ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἄλλες ποικίλες ὀνομασίεςγιὰ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριψαν μὲν τὴν Καινοτομία τοῦ 1924 καὶ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ εὑρίσκοντο πάντοτε μέσα στὰ ὅρια τοῦ γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ εὐαγγελικοῦ ἤθους, καθὼς ἐπίσης καὶ τῆς νόμιμης καὶ κανονικῆς τάξεως[34]καὶ εἶχαν γνήσια καὶ ἀδιάκοπη Ἀποστολικὴ Διαδοχή, οἱ ὁποῖοι βεβαίως συγκροτοῦν στὸ σύνολό τους τὴν Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία ἀποτελεῖ, μετὰ τὴν συνεχῶς καὶ μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας, τὴν αὐθεντικὴ συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶἈποστολικῆς Ἐκκλησίας στὴν σύγχρονη ἐποχή μας.
            6. Ἡ δογματικῶς ἀναγκαία Ἐπισκοπικὴ Δομή, γιὰ τὴν συγκρότηση καὶ συνέ-χεια τῶν κατὰ τόπους Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐξασφαλίσθηκε, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἴτε μὲ τὴν προσχώρηση ἀπὸ τὴν Καινοτομία Ἀρχιερέων σὲ Αὐτές, κατόπιν βεβαίως Ὀρθόδοξης Ὁμολογίας, εἴτε μὲ τὴν χειροτονία Ἐπισκόπων ἀπὸ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ στὴν Διασπορά, ἡ ὁποία εἶχε ἀναμφισβήτητη Ἀποστολικὴ Διαδοχή· ἑπομένως, ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ ἡ Κανονικότητα τῆς Γνησίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἀποδεδειγμένη καὶ βεβαιωμένη, ἀπρόσβλητη καὶ ἀναντίρρητη, καὶ ἔχει ἐπικυρωθεῖ μὲ θεῖα σημεῖα.


Ϛ’. Ἡ Ἐπιστροφὴ στὴν Γνησία Ὀρθοδοξία
           
1. Οἱ Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἐφήρμοσαν κατὰ καιρούς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴνἀρχὴ τῆς Ἀκριβείας, καὶ τὴν λεγομένη ἀρχὴ τῆς Οἰκονομίας, γιὰ τὴν ἀποδοχὴ[35] τῶν μετανοούντων αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν· (ὡς ἀρχὴ τῆς Οἰκονομίας νοεῖται) ἡ Κανονική καὶ Ποιμαντικὴ[36] πράξη, κατὰ τὴν ὁποία εἶναι δυνατὸ νὰ γίνεται πρόσκαιρη ἀπόκλιση ἀπὸ τὸ γράμμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δίχως νὰ παραβιάζεται τὸ πνεῦμα Τους.
2. Ὅμως, ἡ Οἰκονοµία δὲν εἶναι δυνατὸν βεβαίως ποτὲ καὶ σὲ καμμία περίπτωση νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἀμνήστευση ὁποιασδήποτε ἁµαρτίας ἢ ὁποιουδήποτε συµβιβασµοῦ σχετικὰ µὲ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν»[37], ἐφ᾿ ὅσον ἡ Οἰκονοµία ἀποβλέπει καθαρὰ καὶ μοναδικά, μὲ πνεῦμα φιλάνθρωπης συγκατάβασης, στὴν διευκόλυνση τῆς σωτηρίας ψυχῶν, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν».
          3. Ἡ ἐφαρµογὴ τῆς Οἰκονοµίας, ὅταν γίνονται δεκτοὶ οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισµατικοὶ σὲ Κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία, δὲν σηµαίνει οὔτε στὸ ἐλάχιστο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὸ ὑπαρκτὸ τῶν μυστηρίων αὐτῶν, τὰ ὁποῖα ἔχουν τελεσθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ Κανονικὰ καὶ Χαρισματικὰ Ὅριά[38] Της.
4. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτὲ δὲν ἀναγνώρισε ἀπολύτως καὶ ἐξ ἀποστάσεως[39], οὔτε κατ᾿ Ἀκρίβειαν, οὔτε κατ᾿ Οἰκονομίαν, τὰ μυστήρια τὰ ὁποῖα τελοῦνται ἐκτὸς Αὐτῆς, ἐφ᾿ ὅσον δηλαδὴ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τελοῦν ἢ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι μετέχουν στὰ μυστήρια αὐτὰ παραμένουν στοὺς κόλπους τῆς ἰδιαίτερης αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητάς τους.
5. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Οἰκονομίας ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ὅταν δέχεται μεμονωμένα πρόσωπα ἢ Κοινότητες, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐκτὸς Αὐτῆς, ἀλλὰ ἔχουν πνεῦμα μετανοίας[40]ἀποδέχεται[41] μόνο τὸν (ἐξωτερικὸ) τύπο τοῦ μυστηρίου, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ αἱρετικοὺς ἢ σχισματικούς, ἐὰν βεβαίως αὐτὸς ἔχει τηρηθεῖ ἀνόθευτος, εἰδικὰ μάλιστα σὲ σχέση μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ ζωοποιεῖ τὸν τύπο αὐτὸ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ὁποία ἐνυπάρχει σὲ Αὐτήν, μέσῳ τῶν φορέων τῆς πληρότητας τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας Αὐτῆς, δηλαδὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
6. Εἰδικώτερα, γιὰ τὰ Μυστήρια τὰ ὁποῖα τελοῦνται στὶς λεγόμενες ἐπίσημες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἂν καὶ ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἐπαναλαμβάνει σὲ κάθε περίπτωση τὸν ἐξωτερικὸ τύπο (τῶν μυστηρίων) σὲ ὅσους εἰσέρχονται μὲ πνεῦμα μετανοίας σὲ κοινωνία μὲ Αὐτήν, δὲν διαβεβαιώνει[42] γιὰ τὸ κῦρος αὐτῶν (τῶν μυστηρίων), οὔτε καὶ γιὰ τὴν σωτηριολογική τους ἀποτελεσματικότητα, ἰδιαίτερα σὲ ὅσους εὑρίσκονται «ἐν γνώσει»[43] σὲ κοινωνία μὲ τὸν συγκρητιστικὸ Οἰκουμενισμό, ὅπως καὶ μὲ τὸν Σεργιανισμό, ἔχοντας μάλιστα ὑπ᾿ ὄψιν τὴν προοπτικὴ τῆς συγκλήσεως μιᾶς Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, ἡ Ὁποία θὰ ἐπισφραγίσει ὅσα ἤδη ἔχουν γίνει σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο[44].
7. Εἶναι βέβαιο πάντως ὅτι, ὅταν πλήττεται ἡ καθαρότητα τοῦ Δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἑπομένως ἐξασθενεῖ ὁ ἀρραγὴς σύνδεσμος Ὁμολογίας-Καθολικότητος-Κοινωνίας ἢ ἀκόμη καὶ διασπᾶται ἐντελῶς, τότε οἱ μυστηριολογικὲς καὶ σωτηριολογικὲς συνέπειες εἶναι σοβαρώτατες καὶ βαρύτατες, οἱ ὁποῖες καὶ προβλέπονται σαφῶς ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση.
8. Λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἄν καὶ τάσσεται ὑπὲρ τῆς Ἀκριβείας, ἀποδέχεται ὅμως καὶ τὴν χρήση τῆς Οἰκονομίας στὴν ἀντιμετώπιση μερικῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν (Ἱερὸς Κανὼν Α’), εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ συνοδικῶς τὴν χρήση καὶ τῆς Οἰκονομίας «εἰς τοὺς προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων», ὅπως φαίνεται μάλιστα στὸν περίφημο 95ο Κανόνα τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου γίνονται δεκτοὶ μὲ ποικίλους τρόπους διάφοροι σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοί, εἴτε μόνον διὰ Μετανοίας, Λιβέλλου καὶ Ὁμολογίας, ὅπως οἱ καταδικασμένοι πρὸ αἰώνων Νεστοριανοὶ καὶ Μονοφυσῖτες, εἴτε διὰ Χρίσματος, εἴτε διὰ Βαπτίσματος.
     9. Ἐν γνώσει ὅλων τῶν προηγουμένων, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἰδιαιτέρων καταστάσεων σὲ κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει µὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ ὅσους Κληρικοὺς καὶ Λαϊκοὺς ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἐπίσημες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐπιθυµοῦν νὰ εἰσέλθουν σὲ κοινωνία μὲ Αὐτήν, καὶ φροντίζει -ὅταν Αὐτὴ ἀσκεῖ τὴν ποιµαντικὴ πρόνοια γι᾿ αὐτοὺς- γιὰ τὸ πολὺ οὐσιαστικό, δηλαδὴ νὰ προβοῦν αὐτοὶ στὴν ἐπιλογή τους ἐλεύθερα, συνειδητὰ καὶ ὑπεύθυνα.
     10. Κατὰ γενικὸ κανόνα, οἱ μὲν Μοναχοὶ καὶ οἱ Λαϊκοὶ ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι βεβαίως ἔχουνβαπτισθεῖ κατὰ τὸν ὀρθόδοξο τύπο[45], γίνονται δεκτοὶ σὲ Κοινωνία διὰ Χρίσματος, μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς Τάξεως, ἡ ὁποία συνδέεται πάντοτε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξοµολογήσεως· οἱ δὲ Κληρικοὶὑποβάλλουν γραπτὴ αἴτηση καὶ ἐφ᾿ ὅσον αὐτὴ ἐγκριθεῖ, γίνονται δεκτοὶ σὲ Κοινωνία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο (ποὺ προαναφέρθηκε), καὶ ἐπὶ πλέον μὲ µία εἰδικὴ Τάξη Χειροθεσίας, ἡ ὁποία ἔχει συνταχθεῖ εἰδικὰ γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτές.
    11. Εἶναι κατανοητό, ὅτι ἀναλόγως τῶν κατὰ τόπους καὶ κατὰ περίπτωση ἰδιομορφιῶν, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ ἐπιεικέστερης ἢ αὐστηρότερης Τάξεως, ἀποφαίνεται ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος, βασιζόμενος σὲ κριτήρια, τὰ ὁποῖα ἔχουν ὁρισθεῖ συνοδικῶς, ἢ ἡ ἁρμοδία Σύνοδος, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρχηδόνος:
             «Εἰς τὸ θέµα τοῦτο οὐδένα ἐξαναγκάζοµεν οὐδὲ ἐπιβάλλοµεν νόµον, ἐφ᾿ ὅσον ἕκαστος Ἱεράρχης ἔχει τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἔχῃ δὲ νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου».
  12. Μία Μείζων[46] Γενικὴ Σύνοδος, μὲ πανορθόδοξο κῦρος, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ θεσπίσει τὰ γενικὰ κριτήρια καὶ τὶς προϋποθέσεις, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἀσκεῖται ἡ πρακτικὴ τῆς εἰσδοχῆς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοιἐπιστρέφουν (μὲ πνεῦμα μετανοίας) ἀπὸ διάφορες νεοφανεῖς σχισματικὲς καὶ αἱρετικὲς Κοινότητες στὴνΓνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Ζ’. Πρὸς σύγκληση Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
           
      1. Στὸν προηγούμενο εἰκοστὸ αἰῶνα, γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς προέβησαν σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, ὅταν τοῦτο ἦταν δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθεῖ, σὲ συνοδικὲς καταδίκες τόσο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσο καὶ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ (Μασωνίας).
    2. Ἐνδεικτικῶς, ἀναφέρονται οἱ καταδίκες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς τὸ ἔτος 1983, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος τὸ ἔτος 1998· ἐπίσης, ἡ καταδίκη τοῦ Σεργιανισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν τῆς Ρωσίας, καθὼς ἐπίσης ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς σὲ διαφόρους καιρούς, καὶ τέλος ἡ καταδίκη τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ (Μασωνίας) ἀπό τὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος τὸ ἔτος 1988.
       3. Οἱ Συνοδικὲς αὐτὲς κατακρίσεις[47], ἰδίως μάλιστα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποτελοῦνσημαντικοὺς σταθμοὺς πρὸς τὴν ὀρθὴ κατεύθυνση, γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς Γενικῆς ΣυνόδουΓνησίων Ὀρθοδόξων, ἡ Ὁποία θὰ ἀποφανθεῖ μὲ αὐξημένο κῦρος περὶ τῆς Ἡμερολογιακῆς-Ἑορτολογικῆς Καινοτομίας καὶ τοῦ ἀντι-ευαγγελικοῦ καὶ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
                 4. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο σήμερα εἶναι ἡ ἕνωση σὲ ἕνα κοινὸ Σῶμα ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γνησίας Όρθοδοξίας, στὴν βάση τῆς κοινῆς καὶ Ὀρθῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως,προκειμένου νὰ δηµιουργηθοῦν οἱ προϋποθέσεις γιὰ συγκρότηση καὶ σύγκληση Μείζονος Γενικῆς Συνόδου Αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, μὲ πανορθόδοξη ἐμβέλεια καὶ κῦρος, γιὰ τὴν δραστικὴἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, καθὼς καὶ τοῦ ποικιλόμορφου Συγκρητισμοῦ,(ἀλλὰ) καὶ ἐπίσης γιὰ τὴν ἐπίλυση ποικίλων προβλημάτων καὶ ζητημάτων πρακτικῆς καὶ ποιμαντικῆς φύσεως, τὰ ὁποῖα ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὲς (τὶς αἱρέσεις) καὶ ἀπασχολοῦν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας γενικά, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστοὺς εἰδικά, ὥστε νὰ διασφαλισθεῖ ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης.
                 5. Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τὸ ὅτι, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι τὸ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπὸ τὴν φύση Της Καθολική, δηλαδὴ ἔχει τὴν πληρότητα τῆς Ἀληθείας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, καὶ ἀποφαίνεται Συνοδικῶς μέσῳ τῶν Ἐπισκόπων Τηςσχετικὰ μὲ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες καὶ τὸ παγκόσμιο σκάνδαλο ἀπὸ αὐτές· γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωση τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, γιὰ τὴν ὁριοθέτηση Ἀληθείας καὶ ψεύδους, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευση καὶ καταδίκη τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ τὴν προστασία τοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνοντας (ἔτσι) καὶ διακηρύττοντας τὴν ἤδη ὑφισταμένη ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν[48].
              6. Ἔτσι, σὲ Σύνοδο Μεγάλη καὶ Γενικὴ τῆς Γνησίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση (τὴν οἰκουμένη), ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἡ Μοναδικὴ Ἐλπίδα, ἡ Ὁποία ὑπάρχει μέσα στὴν Γνησία Ἐκκλησία, ὡς μόνη διέξοδος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀδιέξοδα «διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν», ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἡ πλήρης καὶ ὁριστικὴ ἀντίθεση, ἐπειδὴ ἀλληλο-αποκλείονται, Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρη-τισμοῦ, οἰκουμενιστικῆς καὶ σεργιανιστικῆς κατευθύνσεως, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεομήτορος, τῶν Ἀποστόλων, καὶ τῶν Πατέρων.
    7. Εἴθε σύντομα νὰ ἀξιωθοῦμε, ἀκολουθώντας τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τὶς Ἅγιες Συνόδους, καὶ διαφυλάσσοντας ἀκαινοτόμητη τὴν «ἅπαξ Παραδοθεῖσαν Πίστιν»[49] σὲ ἐμᾶς, νὰ διακηρύξουμε μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Πανορθόδοξης Συνόδου τοῦ 1848:
«Κρατῶμεν τῆς Ὁμολογίας[50], τὴν ὁποία παραλάβαμε ἀνόθευτη[51]..., ἀπο-στρεφόμενοι κάθε νεωτερισμὸ ὡς συμβουλὴ (ὑπόδειξη)[52] τοῦ διαβόλου· ὅποιος δέχεται νεωτερισμό, διαψεύδει[53] τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη ποὺ ἔχει κηρυχθεῖ, ὡς ἐλλιπῆ. Ὅμως, Αὐτὴ (ἡ Πίστη), ἐπειδὴ εἶναι πλήρης, ἔχει σφραγισθεῖ, καὶ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε μείωση οὔτε αὔξηση οὔτε τὴν ὁποιαδήποτε ἀλλοίωση, καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ τολμήσει νὰ πράξει ἤ νὰ συμβουλεύσει ἤ νὰ διανοηθεῖ κάτι τέτοιο, ἤδη ἀρνήθηκε τὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ».

X
Ἀρχῆς Χορηγῷ καὶ Τέλους,
τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι,
τῇ μιᾷ τῶν Πάντων Θεότητι,
ἔστω Δόξα· ἔστω Κράτος· ἔστω Τιμή·
νῦν καὶ ἀεί,
καὶ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!



ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ-PDF


[1]     Στὸ πρωτότυπο «ἔναντι τῆς Αἱρέσεως». Τὸ «ἀπέναντι τῆς Αἱρέσεως» κρίνεται ἀδόκιμο καὶ ἀνακριβές. Πρόταση: ἢ «σὲ σχέση μὲ τὴν Αἵρεση», ἢ «καὶ ἡ Αἵρεση».
[2]     «Ἁπλοελληνική»· μορφὴ ἁπλουστευμένης καθαρεύουσας μὲ βάση τὴν δημοτιμὴ γλῶσσα, μικτὴ ἢ ἀνάμικτη.  Προτιμᾶται τὸ ἰδίωμα αὐτό, διότι ἀποφεύγονται τὰ ἄκρα καὶ διατηρεῖται ἡ σχέση μὲ τὸ πρωτότυπο Ἐπίσημο Κείμενο.
[3]     Στὸ πρωτότυπο «στερρῶς»· σταθερῶς, ἐπιμόνως, ἀνενδότως.
[4]     «Οἰκουμενισμός»· οἱ ὅροι «Οἰκουμενισμὸς» καὶ «Οἰκουμενικὴ Κίνηση» παράγονται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξη «Οἰκουμένη» (οὐσιαστικοποιημένη μετοχὴ) μὲ βάση τὶς λέξεις «οἶκος», «οἰκῶ» (μετοχὴ ἑνεστῶτος: οἰκούμενος, οἰκουμένη, οἰκούμενον).  Ἡ λέξη «οἰκουμενικός, -ή, -ὸν» ἔχει εἰσαχθεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων μὲ ὀρθόδοξο περιεχόμενο (Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Οἰκουμενικὸς Πατήρ, Οἰκουμενικὸ Σύμβολο κ.ἄ.).  Στὸν Κ΄ αἰῶνα ἐμφανίζονται οἱ τεχνικοὶ ὅροι «Οἰκουμενισμὸς» καὶ «Οἰκουμενικὴ Κίνηση», χωρὶς ὅμως ὀρθόδοξο περιεχόμενο, ἐφ᾿ ὅσον συνδέονται μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ ἕνωση τῶν διηρημένων Χριστιανῶν ὅλης τῆς Οἰκουμένης (ὑφηλίου, κόσμου), σὲ μία βάση λανθασμένη-αἱρετικὴ ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ἐκκλησιολογία.
[5]     «Συγκρητισμός»· ἀπὸ τὸ ρῆμα «συγκρητίζω» (συν-κρητίζω, Κρὴς-Κρητικός). Οἱ ἀρχαῖοι Κρητικοί, ἄν καὶ εἶχαν διαφορὲς μεταξύ τους, συνασπίζονταν ἐνώπιον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ στὸν πόλεμο.  Ὁ ὅρος «Συγκρητισμὸς» δηλώνει τὴν ἀνάμιξη στοιχείων διαφορετικῆς προελεύσεως (θρησκειῶν, τύπων λατρείας, ἰδεολογιῶν, δογμάτων, Ὁμολογιῶν κ.ἄ.), προκειμένου νὰ προκύψει κάτι νέο χωρὶς πραγματικὴ καὶ οὐσιαστικὴ ἕνωση.
[6]     «Διαχριστιανικός»· αὐτὸς ποὺ ἀναφέρεται σὲ περισσότερες ἀπὸ μία Χριστιανικὲς Ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σὲ Συγκρητιστικὸ Διάλογο γιὰ τὴν ἕνωσή τους.
[7]     «Διαθρησκειακός»· αὐτὸς ποὺ ἀναφέρεται σὲ περισσότερες ἀπὸ μία Θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σὲ Συγκρητιστικὸ Διάλογο γιὰ τὴν ἕνωσή τους.
[8]     «Ἐκκλησιολογία»· ὁ κλάδος τῆς Δογματικῆς Θεολογίας, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
[9]     Πρβλ. Ματθ. ιστ΄ 18.
[10]    Ἡ ἀναφορὰ στὴν Καθολικότητα, τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς βάση τὸ σχετικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Αὐτὲς εἶναι οἱ κύριες ἰδιότητες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
[11]    «Ἐσωτερικό»· γνώρισμα, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὴν φύση-οὐσία, τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν σχέση Της μὲ τὸν Χριστό, διὰ τοῦ Πατρός, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
[12]  «Ποιοτικὸ καὶ ἐσωτερικό, καὶ ὄχι ποσοτικὸ καὶ ἐξωτερικὸ γνώρισμα»· οἱ ἀντιθέσεις: «ποιοτικὸ -ποσοτικὸ» καὶ «ἐσωτερικὸ - ἐξωτερικὸ» ἀποσκοποῦν στὸ νὰ τονίσουν τὴν ποιοτικὴ διάσταση τῆςΚαθολικότητας, διότι στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἡ Ἀληθινὴ καὶ Μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁμολογεῖται ὡς Καθολική, κυρίως διότι κατέχει καθ’ ὁλοκληρίαν τὴν ἀποκεκαλυμένη Ἀλήθεια καὶ τὰ μέσα τῆς Σωτηρίας (διάσταση ποιοτικὴ-ἐσωτερική), καὶ ἑπομένως στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἔννοια τῆςΚαθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας (Ὀρθῆς Δόξας-Δοξασίας-Φρονήματος-Πίστεως).
[13]    «Μυστηριακὴ Κοινωνία»· ἡ διὰ μέσου τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας κοινωνία τῶν Πιστῶν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ τους.
[14]    «Σωτηριολογία»· ὁ κλάδος τῆς Δογματικῆς Θεολογίας, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό.  «Σωτηριολογική»· ποὺ ἀφορᾶ τὴν Σωτηριολογία, τὴνσωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
[15]    «Διαχρονικὴ σύνοδος καὶ συλλειτουργία ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις»· ἔχει ἐπισημανθεῖ πολὺ εὔστοχα, ὅτι «ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων· σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά μας καὶ μαζί Του “παρευρίσκεται ἀχώριστα ἡ συνάθροιση τῶν Ἁγίων”»· «ἡ παρουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δίδει στὴν Εὐχαριστιακὴ Σύναξη τῆς Ἐκκλησίας τὶς ἀληθινές Της διαστάσεις: πρόκειται γιὰ μία Εὐχαριστιακὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἱερουργεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία· ὁλόκληρη ἡ δημιουργία, ὁ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος κόσμος συλλειτουργεῖ τὴν Εὐχαριστιακὴ Προσφορὰ καὶ συνδοξολογεῖ τὸν Τριαδικὸν Θεό»· «ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»· «κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία εἶναι παρὼν ὁ Χριστὸς ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του· μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, οἱ Ἅγιοι Πάντες, οἱ κεκοιμημένοι καὶ οἱ ζῶντες Ἀδελφοί μας, οἱ μακρὰν καὶ οἱ ἐγγύς» (Ἱερομονάχου Γρηγορίου, Ἡ Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ Θεία Κοινωνία, ἔκδ. «Δόμος», σελ. 133 κ.ἑ., Ἀθήνα 2001).
[16]    «Γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ Ἐκκλησίας» (φράση ἀπὸ τὸν ΙΕ’ Ἱερὸ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Ἱερᾶς Συνόδου)· παρρησίᾳ, μὲ παρρησία, ἀπροκάλυπτα, ἐλευθέρως, εὐθαρσῶς.
[17]    «Συνόλλυνται»· ἀπὸ τὸ ρῆμα συνόλλυμαι: καταστρέφομαι-ἐξαφανίζομαι-χάνομαι μαζὶ μὲ κάποιον.
[18]    «Κανονικοί»· ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι καὶ καλεῖται «Κανονικός», ὅταν ἡ χειροτονία του, ἡ ποιμαντικὴ καὶ συνοδική του δραστηριότητα, ἀλλὰ καὶ τὸ φρόνημά του εἶναι σύμφωνα μὲ τὰ Δόγματα καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τότε γίνεται λόγος γιὰ τὴν «Κανονικότητα» τοῦ Ἐπισκόπου.
[19]    «Κοινωνικοί»· ἕνας Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος εἶναι «Κανονικός», εἶναι καὶ «Κοινωνικός», δηλαδὴ εἶναι σὲ κοινωνία Πίστεως καὶ Μυστηρίων μὲ τὸν Ὀρθόδοξο Κλῆρο καὶ Λαό. Τότε γίνεται λόγος γιὰ τὴν «Κοινωνικότητα» τοῦ Ἐπισκόπου.
[20]    «Περιεκτικώτερη»· μία αἵρεση ὀνομάζεται «περιεκτικὴ-περιεκτικώτερη», ὅταν περιλαμβάνει-περιέχειπλῆθος ἄλλων αἱρέσεων.  Ὁ Ἀγγλικανισμὸς χαρακτηρίζεται γιὰ τὴν «περιεκτικότητά» του («comprehensiveness»), διότι στοὺς κόλπους του συγκλίνουν καὶ συνυπάρχουν ποικίλες ὁμολογιακὲς-δογματικὲς τάσεις.
[21]    «Παναίρεση»· αἵρεση, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅλες τὶς αἱρέσεις, παν-αίρεση.
[22]    «Σχετικοποίηση»· ἀπὸ τὸ ρῆμα «σχετικοποιῶ»: θεωρῶ κάτι ὡς σχετικό, ἀβέβαιο, μὴ ἀπόλυτο, μεταβλητό, προσωρινό.  «Σχετικοποίηση τῆς Ἀληθείας»· ἄρνηση τοῦ ἀπολύτου τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας.
[23]    «Συγχρωτιστικός»· ἀπὸ τὸ ρῆμα «συγχρωτίζομαι»: ἔχω ἢ ἀποκτῶ συχνὴ καὶ στενὴ ἐπαφὴ μὲ κάποιον, συναναστρέφομαι, συναγελάζομαι.
[24]    «(Ἰδεολογικῆς) βάσεως»· κοινῶς πλατφόρμα: οἱ κοινὲς θέσεις καὶ ἀρχὲς (τὸ κοινὸ σημεῖο, ἡ κοινὴ βάση), τὶς ὁποῖες ὑπερασπίζεται μία ὁμάδα Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ συμφωνία καὶ συνεργασία μεταξύ τους σὲ θεωρητικὸ καὶ πρακτικὸ ἐπίπεδο.
[25] «Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία»· ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ταυτίζεται ἀπολύτως μὲ τὴν Μία καὶ Μοναδικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη, ἡ Ὁποία βεβαίως δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὸν Παπισμό, ὁ ὁποῖος κοινῶς σήμερα ἀποκαλεῖται «Καθολικὴ» ἢ «Ρωμαιο-Καθολικὴ Ἐκκλησία».

 Βλέπε καὶ τὴν ὑποσημείωση 12, «Ποιοτικὸ καὶ ἐσωτερικό, καὶ ὄχι ποσοτικὸ καὶ ἐξωτερικὸ γνώρισμα».
[26]    «Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές»· οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ συμμετέχουν, ἔχουν ἐνταχθεῖ, στὴν αἱρετικὴ Οἰκουμενικὴ Κίνηση.
[27] «Χαρισματικὰ καὶ Κανονικὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας»·  Βλέπε τὴν ὑποσημείωση 38.
[28]    «Πληρώματος»· ἀπὸ τὸ ρῆμα «πληρόω, -ῶ»: ἡ ὁλοκληρία, ἡ πληρότης, τὸ γέμισμα, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον.
[29]    «Περιχωρητική»· ἀπὸ τὸ ρῆμα «περιχωρῶ»: συνυπάρχω μὲ κάτι ἄλλο χωρὶς νὰ ἀλλοιώνονται-συγχέονται τὰ συνυπάρχοντα, συμπεριέχω.  Βλέπε καὶ τὴν ὑποσημείωση 20, «Συγχρωτιστικός».
[30]    «Ἐνδότερό του εἶναι»· στὴν φύση του, στὴν οὐσία του, στὴν πνευματική του ταυτότητα.
[31]    Στὸ πρωτότυπο «δυνητική»· προαιρετική, ποὺ ἔχει τὴν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ἢ νὰ μὴν γίνει.
[32]    «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκ. γ’ 15-16).
[33]    Οἱ Τυχωνῖτες ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν καὶ αὐτοὶ τὴν ὀνομασία «Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί», χωρὶς νὰ ἔχουν κάποια συνεννόηση μὲ τοὺς Ἕλληνες γνησίους Ὀρθοδόξους Ἀδελφούς τους.
[34]    «Νόμιμη καὶ κανονικὴ τάξη»· τάξη, ἡ ὁποία εἶναι σύμφωνη μὲ τοὺς Νόμους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καὶ τοὺς Ἱεροὺς Συνοδικοὺς Κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας.  Βλέπε καὶ τὴν ὑποσημείωση 15, «Κανονικοί».
[35]    «Ἀποδοχή»· ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, σημαίνει τὸ νὰ δέχεται ἡ Ἐκκλησία στοὺς κόλπους Της τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν βεβαίως μὲ ἐπίγνωση καὶ πνεῦμα μετανοίας.
[36]    «Ποιμαντική»· πράξη τῶν Ποιμένων, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν ἐν Χριστῷ καὶ φόβῳ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ λογικοῦ Ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας.
[37]    «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὀμολογίαν»· δηλαδή, δὲν ἐπιτρέπεται Οἰκονομία, «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις», σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ Ζητήματα τῆς Πίστεως.
[38]    «Κανονικὰ καὶ Χαρισματικὰ Ὅρια»· τὰ μὲν «Κανονικὰ Ὅρια» ὁρίζονται ἀπὸ τὰ Δόγματα καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Βλέπε καὶ ὑποσημείωση 18, «Κανονικοί»), τὰ δὲ «Χαρι-σματικὰ Ὅρια» ὁρίζονται κυρίως ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια, διὰ μέσου τῶν Ὁποίων ἐπενεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στοὺς Πιστούς· στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὰ δύο αὐτὰ Ὅρια δὲν διαχωρίζονται, ἀλλὰ ταυτίζονται. Ἡ ἀναφορὰ ἐδῶ τῶν ὅρων αὐτῶν γίνεται ἀκριβῶς γιὰ νὰ τονισθεῖ ἡ ταύτισή τους, ἐπειδὴ οἱ Οἰκουμενιστὲς θεωροῦν τὰ Χαρισματικὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εὐρύτερα τῶν Κανονικῶν Ὁρίων Αὐτῆς, δηλαδὴ ἀναγνωρίζουν μυστηριακὴ χάρη καὶ στὶς ποικίλες αἱρετικὲς Κοινότητες (Βλέπε προηγουμένως, ἐντὸς τοῦ Κειμένου, §§ Β΄, 2 καὶ 11).
[39]    Στὸ πρωτότυπο, ἐπίσης «ἀπολύτως καὶ ἐξ ἀποστάσεως»· ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀνεγνώρισε ποτὲ τὰ ὄντολογικῶς ἀνύπαρκτα μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, οὔτε «ἀπολύτως», δηλαδὴ καθ᾿ ἑαυτὰ (αὐτοτελῶς καὶ ἀνεξαρτήτως), οὔτε «ἐξ ἀποστάσεως», ἐφ᾿ ὅσον δηλαδὴ οἱ αἱρετικοὶ παραμένουν μακρὰν Αὐτῆς. Ὅταν ὅμως οἱ φορεῖς τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν μυστηρίων πρόκειται νὰ εἰσέλθουν καὶ ἐνωθοῦν μὲ τὸ Σῶμα Της, τότε γίνεται λόγος ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν ὀρθὸ τύπο αὐτῶν, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νὰ δώσει περιεχόμενο σὲ αὐτά, τὰ ὁποῖα βεβαίως μέχρι ἐκείνη στιγμὴ ἦσαν κενὰ-χωρὶς οὐσία καὶ Χάρη (βλέπε ἐντὸς Κειμένου τὴν ἑπομένη § Ϛ’,  5).
[40]    Στὸ πρωτότυπο «κατὰ τὴν εἰσδοχὴν ἐν μετανοίᾳ»· ἡ ἐν μετανοίᾳ εἰσδοχὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν σημαίνει βεβαίως ἐδῶ τὸν τρόπο τῆς εἰσδοχῆς, δηλαδὴ μόνον διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως,ἀλλὰ ἀναφέρεται στὸ πνεῦμα καὶ τὴν διάθεση τοῦ σχισματικοῦ ἢ αἱρετικοῦ, ὁ ὁποῖος συνειδητοποιεῖ τὸ λάθος του, μετανοεῖ καὶ ἐντάσσεται στὴν Γνησία Ἐκκλησία.
[41]    «Ἀποδέχεται»· τὸ ζήτημα τῆς ἀποδοχῆς ἢ μὴ ἀποδοχῆς τοῦ ἐξωτερικοῦ τύπου τοῦ λεγομένου μυστηρίου τῶν αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν ἔγκειται στὴν ποιμαντικὴ διάκριση τοῦ Ἐπισκόπου· δηλαδή, δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἡ ἀποδοχή, ἀλλὰ δυνητικὴ-προαιρετική.
[42]    Στὸ πρωτότυπο «διαβεβαιοῖ»· ἀπὸ τὸ ρῆμα «διαβεβαιόω, -ῶ»: διαβεβαιώνω, ὑποστηρίζω κάτι ὡς βέβαιο καὶ ἀναμφισβήτητο, ὑποστηρίζω κάτι ἐντόνως καὶ ἀπολύτως, βεβαιώνω ρητῶς, πιστοποιῶ, ἐγγυῶμαι. • Τὸ νοήμα τῆς παραγράφου αὐτῆς πρέπει νὰ θεωρεῖται σὲ σὲ συνάρτηση μὲ αὐτὸ τῶν προηγουμένων παραγράφων 1 - 5 καὶ ὄχι ἀπομονωμένα.
[43]    Καὶ στὸ πρωτότυπο «ἐν γνώσει»·  ἡ Ζ΄ Ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀναθεματίζει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦν «ἐν γνώσει» μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐνῶ δηλαδὴ γνωρίζουν ὅτι εἶναι αἱρετικοί.
[44]    Στὸ πρωτότυπο «τῶν ἤδη γενομένων εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον»· ἐννοοῦνται ὅσα ἔχουν καλῶς καὶ ὀρθῶς πραχθεῖ ἀπὸ τὶς τοπικὲς Συνόδους τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
[45]    Στὸ πρωτότυπο «κατὰ τὸν ὀρθόδοξον τύπον»· τὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα τελεῖται διὰ τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων στὴν κολυμβήθρα, «εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19).
[46]    «Μείζων» (συγκρ. βαθμ. τοῦ ἐπιθέτου «μέγας»)· μεγαλυτέρα.  Ἐκκλησιαστικὸς ὅρος γιὰ διευρυμένες Συνόδους.
[47]    Στὸ πρωτότυπο «ἐπικρίσεις»· κατακρίσεις, ἀποδοκιμασίες, μομφές.
[48]    Οἱ Συνοδικὲς καταδίκες δεν προκαλοῦν τὴν ἔκπτωση τοῦ αἱρετικοῦ, ἀλλὰ πρῶτον, στηλιτεύουν τὴν αἵρεση γιὰ τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου, καὶ δεύτερον, διαπιστώνουν καὶ διακηρύττουν τὴν ἔκπτωση τοῦ αἱρετικοῦ ἡ ὁποία ἤδη ὑφίσταται.
[49]     Πρβλ. Ἰούδα 3.
[50]    «Κρατῶμεν τῆς Ὁμολογίας» (Ἑβρ. δ΄ 14)· ἂς κρατῶμεν καλὰ τὴν Ὀμολογίαν τῆς Πίστεως, ἂς «ἐπιδραττώμεθα, κατέχωμεν κραταιῶς» (Ζιγαβηνός).  Κρατέω-ῶ· βαστῶ, διατηρῶ, διαφυλάσσω.
[51]    Στὸ πρωτότυπο «ἄδολον»· ἀνόθευτον, ἁγνήν, τιμίαν.
[52]    Στὸ πρωτότυπο «ὑπαγόρευμα»· ὑπαγόρευση, παρακίνηση, ὑπόδειξη, πρόταση, συμβουλή, ἐπιταγή.
[53]    Στὸ πρωτότυπο «κατελέγχει»· διαψεύδει, καταισχύνει.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top