Κανεὶς ἐκ τῶν κατηγορουμένων (κληρικῶν) νὰ μὴ καθαιρεῖται πρὸ δίκης ἢ ἐὰν εἶναι ἀπὼν χωρὶς νὰ προσκληθεῖ τρεῖς φορὲς· ἀλλὰ νὰ προσκαλεῖται δι’ ἐπιστολῶν ἢ δύο κληρικῶν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ πρὸς ἀπολογίαν τῶν ὅσων ἐγκαλεῖται, καταγγελλόμενος στὸ δικαστήριο.
1. Σχόλιο: Μολονότι, οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὁρίζουν
ὅτι, ἐὰν κάποιος διαπράξει, τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ ἀδίκημα, νὰ καθαιρεῖται, κανεὶς
ἀμέσως καὶ ἀσφαλῶς πρὸ δίκης ἔχει καθαιρεθεῖ (ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ καὶ μόνο). Διότι
ἀσφαλῶς τὰ προστακτικὰ τρίτου προσώπου φανερώνουν προσταγὴ ἐπὶ προσώπου
ἀπόντος, ὁπότε κατ’ ἀνάγκη χρειάζεται νὰ παραληφθεῖ δεύτερο πρόσωπο, γιὰ νὰ
μεταδώσει τὴν προσταγή· ἑπομένως ἡ προσταγὴ εἶναι ἀσύστατος χωρὶς τὸ δεύτερο
πρόσωπο. Κατὰ συνέπεια, μὲ τοῦτο ἀναιροῦνται ὅσοι, ἀγνοοῦντες λέγουν ὅτι οἱ
κληρικοὶ ποὺ χεροτονήθηκαν μὲ χρήματα, ἔχουν καθαιρεθεῖ μαζὶ μὲ τὸν
χειροτονήσαντα αὐτούς· διότι λέγει ὅτι «ὁ ἐπὶ χρήμασι χειροτονῶν σὺν τῷ
χειροτονουμένῳ, καθαιρείσθω»· ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ χορὸς τῶν σημερινῶν ἱερέων ἔτσι
εἶναι· ἐφόσον κανένας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν ἔχει χεροτονηθεῖ μὲ χρήματα
προσφάτως ἢ ἀπὸ καιρό· ἑπομένως ὅλος ὁ χορὸς συμβαίνει νὰ εἶναι αὐτόματα
καθηρημένος! Ἐπὶ τούτου λοιπὸν τοῦ δόγματος, μερικοὶ χριστιανοὶ προσκολληθέντες
ἰσχυρῶς, ἐφορμοῦν μὲ τόση δολιότητα κατὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ὥστε οὔτε
εὐλογία θέλουν νὰ λαμβάνουν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, πολὺ δὲ περισσότερο ἀπέχουν, ἀπὸ
τὸ νὰ μετέχουν καὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων.
Πρὸς αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς χριστιανοὺς πρέπει νὰ
λεχθεῖ ὅτι δὲν συλ-λογίζονται ὀρθῶς. Διότι ὁ μείζων ὅρος δὲν εἶναι τὸ ἴδιο
κατηγορούμενο (Ὀρολογία συντακτικῆς στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους. Ἀντιστοιχεἶ στὸ
ρήμα (κυρίως) μαζὶ μὲ τὸ ἀντικείμενο. (Μον. Νικ. Βλεμμίδου. Migne Τὸμ. 142,
σελ.897), στὸ συμπέρασμα καὶ στὴν κυρία (μείζονα) πρόταση· ἐπειδὴ σ’ ἐκείνη
μὲν εἶναι προστακτικό, σὲ τοῦτο ὅμως ὁριστικό. Ἑπομένως γιὰ νὰ ὑπάρχει
συνακολουθία προτάσεων καὶ συμπεράσματος, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προφέ-ρεται τὸ
κατηγορούμενο καὶ στὰ δύο παρομοίως· προστακτικὸ εἶναι τὸ κατηγορούμενο στὴ
μείζονα πρόταση, προστακτικὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ στὸ συμπέρασμα. Καὶ
πάλι πρὸς ἐκεῖνον ποὺ λέγει ὅτι τὸ συμπέρασμα εἶναι προστακτικό, πρέπει νὰ
λεχθεῖ ὅτι μόνο ὁ ἀποφαντικὸς λόγος (κατάφαση ἢ ἀπόφαση) εἶναι ἐνδεικτικὸς
ἀληθείας ἢ ψεύδους· τὰ ἄλλα ὅμως μέρη τοῦ λόγου (κλητικό, προστακτικό,
ἐρωτηματικὸ καὶ εὐκτικὸ ἢ ἀρα-τικό), τυγχάνει νὰ εἶναι οὐδέτερα (Δηλαδὴ τὰ
οὐδέτερα δὲν εἷναι ἐξαγγελτικὰ ἀληθείας τῶν πραγμάτων ἥ ψεύδους.)· τὸ
καθαιρείσθω δηλαδὴ καὶ ὅλα τὰ προστακτικά, δὲν εἶναι λόγος ἀποφαντικός, ἀλλὰ
ἀπαιτεῖ νὰ ἐκτελεσθεῖ κάποια πράξη βοηθητικὴ ὑπὸ κατωτέρου δηλαδὴ ὑφισταμένου
προσώπου. Ἀσφαλῶς αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, καὶ γιὰ τὴν σύσταση συλλογιστικοῦ λόγου τὰ
ἄλλα δὲν ἀνταποκρίνονται. Ἀλλ’ ὅμως συμπεραίνοντες ἐμφανίζονται νὰ μᾶς λέγουν,
ὅτι καὶ τὰ ἱερὰ διατάγματα, ἐφ’ ὅσον εἶναι καὶ αὐτὰ προστακτικά, εἶναι
ἀνεπίδεκτα ἀληθείας· καὶ ἔτσι προσπαθώντας νὰ διορθώσουμε τὴν πλάνη τῶν
ἱεροκατηγόρων, περιπέσαμε δίχως νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε σὲ ἀντίφαση· ἀγωνιζόμαστε
δηλαδὴ ἐναντίον τῶν ἑαυτῶν μας, θεραπεύοντες, κατὰ τὸ λεγόμενο, διὰ τοῦ κακοῦ
τὸ κακό. Διότι ἐὰν τὰ προστακτικὰ δὲν εἶναι ἐνδεικτικὰ ἀληθείας, προστακτικὰ
ὑπάρχοντα ἐπίσης καὶ τὰ ἱερὰ διατάγματα, εἶναι φανερὸ ὅτι οὔτε καὶ αὐτὰ
ἐπιδέχονται τὴν ἀλήθεια· ἑπομένως οὔτε πρέπει νὰ πιστεύουμε στὰ ὑπ’ αὐτῶν
ὁριζόμενα· ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶναι ἀληθὴς ὁ λόγος αὐτὸς καὶ οὔτε ψεύδονται οἱ
ἱεροὶ νόμοι, καὶ τὰ προστακτικὰ πάντως ἐπιδέχονται τὴν ἀλήθεια· καὶ πρέπει τάχα
νὰ πιστεύουμε σὲ ὅσα αὐτοὶ διακηρύσσουν· πιστεύοντες ὅμως ἐμεῖς (ὀρθῶς) θὰ
ἐπιστρέψουμε πάλι νὰ ἀνακατασκευάσουμε τὴν ἀναίρεση.
Πράγματι αὐτὰ ἴσως νὰ εἶναι παίγνια ἀστειευομένων
κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο· καὶ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια. Διότι ὅταν τὰ προστακτικὰ
δηλώνουν προσταγὴ ἐπὶ τρίτου προσώπου μὴ παρόντος, κατ’ ἀνάγκη πρέπει νὰ
παραλαμβάνεται δεύτερο πρόσωπο γιὰ νὰ μεταδώσει τὴν προσταγή· ἐὰν ὅμως δὲν
παραληφθεῖ τὸ δεύτερο πρόσωπο, θὰ εἶναι ἀσύστατη ἡ προσταγὴ ἐπὶ τοῦ τρίτου.
Σύμφωνα μὲ αὐτὰ λοιπὸν καὶ γιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες παραλαμβάνονται, ὡς πρῶτο
πρόσωπο, οἱ διορίσαντες τοὺς ἱεροὺς τούτους Κανόνες, ὡς δεύτερο, ἐκεῖνοι πρὸς
τοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται ὁ λόγος, τοὺς ἀνωτέρους ὡς πρὸς τὸν βίον, δηλαδὴ τοὺς
ἱεράρχες ποὺ θὰ ἐκδικὰσουν κατὰ τοὺς νόμους, καὶ τρίτο οἱ ὑπεύθυνοι περὶ τῶν
ὁποίων προστάζουν οἱ νόμοι. Ἑπομένως τὰ ἱερὰ διατάγματα διατηροῦν μὲν τὸ κῦρος
τους ἀναλλοίωτο, ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐνεργοῦν ἀπὸ μόνα τους αὐτομάτως, ἀλλὰ ἐπειδὴ
εἶναι πρὸς τρίτα πρόσωπα ἡ προσταγή τους, χρειάζεται καὶ τὸ δεύτερο πρόσωπο νὰ
τὴν διαδεχθεῖ, νὰ τὴν μεταδώσει, καὶ τότε βέβαια νὰ ἐνεργήσει τὴν προσταγὴ τοῦ
πρώτου προσώπου ἐπὶ τοῦ τρίτου. Ἐὰν ὅμως τὸ δεύτερο πρόσωπο δὲν ἐνεργήσει ἐπὶ
τοῦ τρίτου τὴν προσταγὴ τοῦ πρώτου, δὲν ἐνοχοποιεῖται ἐνεργείᾳ ἕνεκα τῆς
διαταγῆς τοῦ πρώτου προσώπου, δηλαδὴ τοῦ ὁρισμοῦ τῆς ποινῆς. Παρομοίως καὶ οἱ
διὰ χρημάτων ἐγκατεστημένοι κληρικοί, ἕως ἂν δὲν δικασθοῦν κατὰ τοὺς Κανόνες
ἀπὸ τοὺς ἐκδίκους ἱεράρχες καὶ νὰ καθαιρεθοῦν, δὲν ὑστεροῦν στὸ νὰ εἶναι
ἱερεῖς, ἀπὸ τὴν ἐκ τῶν νόμων ποινὴ καὶ μόνο, ἔστω καὶ ἐὰν δὲν εἶναι ἕως τότε
ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴν ἐνοχή τους· ἀφήνω νὰ λέγω, ὅτι τὰ προστακτικὰ ἔχουν τὴν
σημασία τους, σὲ μέλλοντα χρόνο καὶ ὄχι ἐνεστῶτα.
Διότι σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Χρυσόστομο ἡ
καταδίκη τῶν ὑπευθύνων ἔχει διπλὸ χαρακτῆρα· ἡ μέν, διὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ
ἐκφέροντος τὴν κρίση, ἡ δέ, διὰ τὴν κατὰ φύση καὶ ἐμπειρία δοκιμὴ τοῦ
πράγματος, ποὺ θὰ γίνει σὲ μέλλοντα χρόνο· ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδὰμ, «ᾗ ἡμέρᾳ
φησίν, ἔφαγεν ἀπὸ τοῦ ξύλου ἀπέθανε», ἂν καὶ βέβαια ζοῦσε· πῶς λοιπὸν
ἀπέθανε; διὰ τὴν ἀπόφαση λέγει, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν κατὰ φύση καὶ ἐμπειρία
δοκιμὴ τοῦ πράγματος· (τὸ ὁποῖο καὶ ἑρμηνεύων καταλήγει) διότι λέγει, ὁ
καθιστὼν τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο τῆς κολάσεως εἶναι ἔνοχος πρὸς τιμωρίαν, ἂν καὶ
δὲν ἔγινε ἡ πράξη ἀκόμη (δὲν τιμωρήθηκε), ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόφαση· ἐπίσης ὁ ἴδιος
λέγει: «ὄχι φυσικῶς, ἀλλὰ διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀπέθανε».
συνεχίζεται
ΠΗΓΗ: Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ''ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ'', απόδοση-επιμέλεια Δαμιανός μοναχός
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου