Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1599
Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1599
Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Το αντιδοτο του φοβου
«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. 14,27)
Αδελφοί μου, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχὴ στὰ ἁπλᾶ λόγια ποὺ θὰ σᾶς πῶ.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἐπίκαιρο, κατάλληλο γιὰ τὴν ἐποχή μας. Μᾶς μεταφέρει νοερῶς στὴ θάλασσα. Καὶ τέτοια ἐποχὴ βλέπουμε, προτοῦ ν᾽ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, νὰ φεύγῃ κόσμος πρὸς τὰ ἀκρογιάλια γιὰ μπάνιο.
Τὸ νὰ δροσιστῇ κανεὶς στὴ θάλασσα δὲν εἶνε κακό. Ἀλλὰ Κυριακὴ πρωὶ τὰ λουτρὰ ἀπαγορεύονται· ἔτσι λένε οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ὥρα αὐτὴ πρέπει ὅλοι νὰ εἴμαστε στοὺς ναούς. Ἐκεῖ γίνεται τὸ λουτρό, τὸ πνευματικὸ λουτρό, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ προφήτης λέει «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε…» (Ἠσ. 1,16).
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἐπίκαιρο, κατάλληλο γιὰ τὴν ἐποχή μας. Μᾶς μεταφέρει νοερῶς στὴ θάλασσα. Καὶ τέτοια ἐποχὴ βλέπουμε, προτοῦ ν᾽ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, νὰ φεύγῃ κόσμος πρὸς τὰ ἀκρογιάλια γιὰ μπάνιο.
Τὸ νὰ δροσιστῇ κανεὶς στὴ θάλασσα δὲν εἶνε κακό. Ἀλλὰ Κυριακὴ πρωὶ τὰ λουτρὰ ἀπαγορεύονται· ἔτσι λένε οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ὥρα αὐτὴ πρέπει ὅλοι νὰ εἴμαστε στοὺς ναούς. Ἐκεῖ γίνεται τὸ λουτρό, τὸ πνευματικὸ λουτρό, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ προφήτης λέει «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε…» (Ἠσ. 1,16).
* * *
Στὴν ἐκκλησία λοιπὸν ἀκοῦμε σήμερα περὶ θαλάσσης. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ποὺ λέει ἐδῶ τὸ εὐαγγέλιο δὲν εἶνε εὐχάριστη· εἶνε ἀφρισμένη κι ἀνοίγει τὸ στόμα νὰ καταπιῇ ἕνα μικρὸ πλοῖο, ποὺ παλεύει μέσ᾽ στὴ νύχτα νὰ σωθῇ.
Ὅποιος θά ᾽βλεπε τὸ πλοῖο, θά ᾽λεγε πὼς θὰ καταποντισθῇ. Καὶ ὅμως σώθηκε. Πῶς; Μὲ θαῦμα. Καὶ πῶς νὰ μὴ γίνῃ θαῦμα, ἂν σκεφτοῦμε ποιοί ἦταν μέσα! Στὸ πλοῖο ἐκεῖνο δὲν ἦταν ἀσεβεῖς καὶ βλάσφημοι, λῃσταὶ καὶ φονιᾶδες· ἦταν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ὅ,τι ἁγιώτερο εἶχε νὰ ἐπιδείξῃ τότε ὁ κόσμος. Πῶς λοιπὸν ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀφήσῃ νὰ βουλιάξῃ τὸ πλοῖο ποὺ μετέφερε τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου του, τὴν Ἐκκλησία του, τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου;
Καθὼς πάλευαν μὲ τὰ ἄγρια κύματα, ἐκεῖ κατὰ τὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα, παρουσιάζεται ὁ Ἰησοῦς πάνω στὰ κύματα σὰν φωτεινὴ σκιά. Τὸν εἶδαν νὰ προχωρῇ, νόμισαν πὼς εἶνε φάντασμα, τρόμαξαν καὶ ξεφώνισαν ἀπ᾽ τὸ φόβο τους. Ἀμέσως ἀκούστηκε ἡ γλυκειὰ φωνή του νὰ τοὺς λέῃ· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε»· ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶστε (Ματθ. 14,27).
Ἡ παρουσία του τοὺς ἔδωσε τόσο θάρρος, ὥστε ὁ Πέτρος, ὁ πιὸ θαρραλέος, ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ πάῃ περπατώντας κοντά του. Καὶ πράγματι πήδησε στὴ θάλασσα· τὸ νερὸ ἔγινε σὰν μάρμαρο κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια του καὶ ἄρχισε νὰ περπατάῃ! Πλησίαζε· καὶ εἶχε χαρά, γιατὶ σὲ λίγο θά ᾿σφιγγε τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ κοιτάζῃ συνεχῶς αὐτόν, γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔρριξε τὴ ματιά του στὰ κύματα. Τότε ἄρχισε νὰ βουλιάζῃ καὶ φώναξε «Κύριε, σῶσόν με». Καὶ ὁ Χριστός, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε μὲ τὰ λόγια «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» ( ἔ.ἀ. 14,30-31), ἅπλωσε τὸ παντοδύναμο χέρι του καὶ τὸν ἔπιασε.
Ἀνέβηκαν μαζὶ στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις τὰ πανάχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας πάτησαν στὸ κατάστρωμα, ἀμέσως ἡ τρικυμία σταμάτησε καὶ ἔγινε γαλήνη. Κι ὅσοι ἦταν στὸ πλοῖο, ὅταν εἶδαν πῶς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ὑπήκουσαν, ἦρθαν, γονάτισαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπαν·«Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», εἶσαι πράγματι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ – Θεός (ἔ.ἀ. 14,33).
Ὅποιος θά ᾽βλεπε τὸ πλοῖο, θά ᾽λεγε πὼς θὰ καταποντισθῇ. Καὶ ὅμως σώθηκε. Πῶς; Μὲ θαῦμα. Καὶ πῶς νὰ μὴ γίνῃ θαῦμα, ἂν σκεφτοῦμε ποιοί ἦταν μέσα! Στὸ πλοῖο ἐκεῖνο δὲν ἦταν ἀσεβεῖς καὶ βλάσφημοι, λῃσταὶ καὶ φονιᾶδες· ἦταν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ὅ,τι ἁγιώτερο εἶχε νὰ ἐπιδείξῃ τότε ὁ κόσμος. Πῶς λοιπὸν ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀφήσῃ νὰ βουλιάξῃ τὸ πλοῖο ποὺ μετέφερε τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου του, τὴν Ἐκκλησία του, τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου;
Καθὼς πάλευαν μὲ τὰ ἄγρια κύματα, ἐκεῖ κατὰ τὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα, παρουσιάζεται ὁ Ἰησοῦς πάνω στὰ κύματα σὰν φωτεινὴ σκιά. Τὸν εἶδαν νὰ προχωρῇ, νόμισαν πὼς εἶνε φάντασμα, τρόμαξαν καὶ ξεφώνισαν ἀπ᾽ τὸ φόβο τους. Ἀμέσως ἀκούστηκε ἡ γλυκειὰ φωνή του νὰ τοὺς λέῃ· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε»· ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶστε (Ματθ. 14,27).
Ἡ παρουσία του τοὺς ἔδωσε τόσο θάρρος, ὥστε ὁ Πέτρος, ὁ πιὸ θαρραλέος, ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ πάῃ περπατώντας κοντά του. Καὶ πράγματι πήδησε στὴ θάλασσα· τὸ νερὸ ἔγινε σὰν μάρμαρο κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια του καὶ ἄρχισε νὰ περπατάῃ! Πλησίαζε· καὶ εἶχε χαρά, γιατὶ σὲ λίγο θά ᾿σφιγγε τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ κοιτάζῃ συνεχῶς αὐτόν, γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔρριξε τὴ ματιά του στὰ κύματα. Τότε ἄρχισε νὰ βουλιάζῃ καὶ φώναξε «Κύριε, σῶσόν με». Καὶ ὁ Χριστός, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε μὲ τὰ λόγια «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» ( ἔ.ἀ. 14,30-31), ἅπλωσε τὸ παντοδύναμο χέρι του καὶ τὸν ἔπιασε.
Ἀνέβηκαν μαζὶ στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις τὰ πανάχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας πάτησαν στὸ κατάστρωμα, ἀμέσως ἡ τρικυμία σταμάτησε καὶ ἔγινε γαλήνη. Κι ὅσοι ἦταν στὸ πλοῖο, ὅταν εἶδαν πῶς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ὑπήκουσαν, ἦρθαν, γονάτισαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπαν·«Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», εἶσαι πράγματι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ – Θεός (ἔ.ἀ. 14,33).
* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγες λέξεις εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ θαῦμα θέλω νὰ προσέξουμε τὰ λόγια ἐκεῖνα τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀποστόλους· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Τὰ λόγια αὐτά, ποὺ δίνουν θάρρος καὶ παρηγοριά, ἔχουν αἰώνιο κῦρος. Δὲν ἀπευθύνονται μόνο σ᾽ ἐκείνους, σὲ μία γενεὰ ἀνθρώπων· ἀπευθύνονται σὲ ὅλες τὶς γενεὲς καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν στὴ δική μας, στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς.
Ἴσως κάποιος πῇ· Δὲν ζοῦμε τώρα σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔτρεμαν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· ἐγὼ δὲ φοβᾶμαι, κ᾽ ἑπομένως δὲν ἔχω ἀνάγκη τέτοια παρηγορία…
Ποῖος εἶν᾽ αὐτός; Ψέματα λέει. Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιά του θὰ δῇς, ὅτι αὐτὸς ποὺ κάνει τὸν λέοντα εἶνε πιὸ δειλὸς κι ἀπ᾽ τὸ λαγό. Εἶνε ἡ γενεὰ ποὺ βασανίζεται ἀπὸ πλῆθος φοβίες. Νὰ ξεφυλλίσουμε τὸ δειγματολόγιό τους;
Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται. Ἔχει φόβο γιὰ τὴν ὑγεία· παρ᾿ ὅλη τὴν πρόοδο τῆς ἰατρικῆς φοβερὲς ἀσθένειες ταπεινώνουν τὴν ἐπιστήμη· εἶνε τιμωρία Θεοῦ, ἕλκη τῆς Ἀποκαλύψεως (βλ. Ἀπ. 16, 2,11). Ἔχει φόβο γιὰ τὴν οἰκονομία· χρέη, φόροι, πρόστιμα, ἀπόλυσις, πτώχευσις, μαρασμὸς τὸν ἀπειλοῦν. Φοβᾶται γιὰ τὴν ἀνεργία, τὴν ἀσφάλισι, τὴν ἰατρικὴ περίθαλψι, τὴ συνταξιοδότησι…· μύριοι φόβοι τὸν ζώνουν. Καὶ αὐτὰ μὲν ὡς ἄτομο. Ἔχει ὅμως καὶ ἄλλους φόβους. Φοβᾶται ὡς οἰκογενειάρχης, μήπως ἡ γυναίκα του τὸν ἀπατᾷ, μήπως τὰ παιδιά του ξεστρατίσουν, μήπως δὲ μπορέσουν νὰ σπουδάσουν, μήπως τὰ κορίτσια του δὲν παντρευτοῦν. Καὶ ὄχι μόνο ὁ φτωχός· καὶ ὁ πλούσιος. Αὐτὸς εἶνε ποὺ φοβᾶται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ὅσο οἱ ἐπιχειρήσεις καὶ τὰ κέρδη αὐξάνονται, τόσο τὸ σκουλήκι τοῦ φόβου τὸν τρώει βαθύτερα, καὶ ἀγωνιᾷ καὶ ξενυχτᾷ καὶ διερωτᾶται «τί νὰ κάνω;» (πρβλ. Λουκ. 12,17), ἐνῷ ὁ φτωχὸς κοιμᾶται ἥσυχος τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου. Ἀλλὰ ὅλοι, καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχός, καὶ ὁ βασιλιᾶς καὶ ὁ ζητιάνος, καὶ ὁ ἀγράμματος καὶ ὁ ἐπιστήμων, καὶ ὁ γέρος καὶ τὸ παιδί, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόβους αὐτούς, νιώθουν σήμερα καὶ κάποιον ἄλλο φόβο· εἶνε ὁ φόβος τῶν ἐσχάτων. Στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος λέει· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Καὶ ἀλλοῦ λέει· «Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις», «φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ᾽ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται». Στὸν ἥλιο, στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα θὰ γίνουν σημεῖα ἐκπληκτικὰ καὶ «φόβητρα», ποὺ θὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ τρέμουν σὰν τὰ φύλλα καὶ νὰ ξεψυχοῦν ἀπὸ τὸ φόβο τους (Λουκ. 21,25,11,26).
Στὸν αἰῶνα λοιπὸν ποὺ καυχᾶται γιὰ τὶς κατακτήσεις του, βλέπω τὸν ἄνθρωπο νὰ τρέμῃ! Πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι του κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα ἕνα σπαθὶ ἕτοιμο νὰ πέσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ ὄχι λίγους, ἀλλὰ τὸ ἓν τρίτον ἀπὸ ὅλη ἀδιακρίτως τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (βλ. 9,15). Εἶνε ἡ ἐρχομένη ῥομφαία τοῦ Κυρίου.
Ἴσως κάποιος πῇ· Δὲν ζοῦμε τώρα σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔτρεμαν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· ἐγὼ δὲ φοβᾶμαι, κ᾽ ἑπομένως δὲν ἔχω ἀνάγκη τέτοια παρηγορία…
Ποῖος εἶν᾽ αὐτός; Ψέματα λέει. Ἂν ἀνοίξῃς τὴν καρδιά του θὰ δῇς, ὅτι αὐτὸς ποὺ κάνει τὸν λέοντα εἶνε πιὸ δειλὸς κι ἀπ᾽ τὸ λαγό. Εἶνε ἡ γενεὰ ποὺ βασανίζεται ἀπὸ πλῆθος φοβίες. Νὰ ξεφυλλίσουμε τὸ δειγματολόγιό τους;
Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται. Ἔχει φόβο γιὰ τὴν ὑγεία· παρ᾿ ὅλη τὴν πρόοδο τῆς ἰατρικῆς φοβερὲς ἀσθένειες ταπεινώνουν τὴν ἐπιστήμη· εἶνε τιμωρία Θεοῦ, ἕλκη τῆς Ἀποκαλύψεως (βλ. Ἀπ. 16, 2,11). Ἔχει φόβο γιὰ τὴν οἰκονομία· χρέη, φόροι, πρόστιμα, ἀπόλυσις, πτώχευσις, μαρασμὸς τὸν ἀπειλοῦν. Φοβᾶται γιὰ τὴν ἀνεργία, τὴν ἀσφάλισι, τὴν ἰατρικὴ περίθαλψι, τὴ συνταξιοδότησι…· μύριοι φόβοι τὸν ζώνουν. Καὶ αὐτὰ μὲν ὡς ἄτομο. Ἔχει ὅμως καὶ ἄλλους φόβους. Φοβᾶται ὡς οἰκογενειάρχης, μήπως ἡ γυναίκα του τὸν ἀπατᾷ, μήπως τὰ παιδιά του ξεστρατίσουν, μήπως δὲ μπορέσουν νὰ σπουδάσουν, μήπως τὰ κορίτσια του δὲν παντρευτοῦν. Καὶ ὄχι μόνο ὁ φτωχός· καὶ ὁ πλούσιος. Αὐτὸς εἶνε ποὺ φοβᾶται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ὅσο οἱ ἐπιχειρήσεις καὶ τὰ κέρδη αὐξάνονται, τόσο τὸ σκουλήκι τοῦ φόβου τὸν τρώει βαθύτερα, καὶ ἀγωνιᾷ καὶ ξενυχτᾷ καὶ διερωτᾶται «τί νὰ κάνω;» (πρβλ. Λουκ. 12,17), ἐνῷ ὁ φτωχὸς κοιμᾶται ἥσυχος τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου. Ἀλλὰ ὅλοι, καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ φτωχός, καὶ ὁ βασιλιᾶς καὶ ὁ ζητιάνος, καὶ ὁ ἀγράμματος καὶ ὁ ἐπιστήμων, καὶ ὁ γέρος καὶ τὸ παιδί, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόβους αὐτούς, νιώθουν σήμερα καὶ κάποιον ἄλλο φόβο· εἶνε ὁ φόβος τῶν ἐσχάτων. Στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος λέει· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Καὶ ἀλλοῦ λέει· «Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις», «φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ᾽ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται». Στὸν ἥλιο, στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα θὰ γίνουν σημεῖα ἐκπληκτικὰ καὶ «φόβητρα», ποὺ θὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ τρέμουν σὰν τὰ φύλλα καὶ νὰ ξεψυχοῦν ἀπὸ τὸ φόβο τους (Λουκ. 21,25,11,26).
Στὸν αἰῶνα λοιπὸν ποὺ καυχᾶται γιὰ τὶς κατακτήσεις του, βλέπω τὸν ἄνθρωπο νὰ τρέμῃ! Πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι του κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα ἕνα σπαθὶ ἕτοιμο νὰ πέσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ ὄχι λίγους, ἀλλὰ τὸ ἓν τρίτον ἀπὸ ὅλη ἀδιακρίτως τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (βλ. 9,15). Εἶνε ἡ ἐρχομένη ῥομφαία τοῦ Κυρίου.
* * *
Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τοῦ φόβου, ἀγαπητοί μου, ἀκούγεται ἡ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ἔρχεται νὰ προσφέρῃ τὸ ἀντίδοτο τοῦ φόβου. Ποιά λοιπὸν εἶνε τὰ φάρμακα κατὰ τοῦ φόβου;
⃝ Τὸ πρῶτο. Τὸ μυαλὸ νὰ μὴν πηγαίνῃ πάντα στὰ θλιβερά. Μερικοὶ ἔτσι βασανίζουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς γύρω τους. Μὰ ὁ κόσμος δὲν εἶνε μόνο σκοτάδι καὶ νύχτα· εἶνε καὶ ἡμέρα καὶ φῶς. Ὅπως τὸ μάτι κουράζεται ἂν βλέπῃ συνεχῶς ἕνα μαῦρο χρῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἂν σκέπτεσαι μόνο τὰ θλιβερά. Ὄχι, ἀδελφοί μου! Ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸν Πέτρο. Ὅσο εἶχε τὰ μάτια του στὸ Χριστό, τὸν θεῖο μαγνήτη, βάδιζε καλὰ πάνω στὰ κύματα· μόλις τὰ ἀπέσυρε, ἄρχισε νὰ βουλιάζῃ.
Περάσατε ποτὲ ἀπὸ ἐπικίνδυνα – ἀπόκρημνα μέρη; Ἐγὼ πέρασα στὸν Κάβο Ντόρο, σὲ γιδόστρατες ποὺ ἀπὸ κάτω ἦταν χίλια μέτρα χάος. Σὲ τέτοια μέρη ὁ συνοδὸς σοῦ λέει· Πρόσεξε καλά, μὴ ῥίξῃς ματιὰ πρὸς τὰ κάτω, στὰ βάραθρα, γιατὶ θὰ πάθῃς ἴλιγγο, θὰ ζαλιστῇς καὶ θὰ πέσῃς· νὰ κοιτάζῃς ψηλά. Ἔτσι καὶ στὴν πορεία τῆς ζωῆς· ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ ψηλά, τὸ μάτι μας στὸ Χριστό! Ἀλλοίμονο ἂν παύσουμε νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι σ᾽ ἐκεῖνον· τότε θὰ εἴμαστε «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ. 15,19). Μ᾽ αὐτὸ δὲν ἐννοῶ νὰ πέσουμε σὲ ῥαθυμία καὶ ἀμέλεια· ἡ προσήλωσι στὸ Χριστὸ θὰ εἶνε ἡ πιὸ δραστικὴ ἐνέργειά μας.
⃝ Καὶ ἂν παρ᾽ ὅλα αὐτὰ μᾶς βρῇ κάποια συμφορά, νὰ μὴ δειλιάσουμε. Ὅταν ἕνα πλοῖο κινδυνεύῃ, ὁ πλοίαρχος παλεύει μὲ ὅ,τι διαθέτει· κι ὅταν πλέον δῇ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι ἄλλο, τότε μὲ τὸν ἀσύρματο ἐκπέμπει σῆμα ΣΟΣ (SOS) καὶ ζητᾷ βοήθεια. Κ᾽ ἐμεῖς πλοῖα εἴμαστε καὶ παλεύουμε στὸ πέλαγος τοῦ κόσμου τούτου. Ὅταν λοιπὸν μᾶς βρίσκουν συμφορὲς καὶ δὲν μπορῇ τίποτα νὰ μᾶς βοηθήσῃ, νὰ ἐκπέμπουμε σῆμα μὲ τὸ μυστικὸ ἀσύρματο, ποὺ διαθέτει κάθε πιστὸς γιὰ νὰ καλεῖ εἰς βοήθειαν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Παναγία, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Τὸν ἀσύρματο, ἀδελφοί! Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅταν ἐξέπεμψε τὶς τρεῖς λέξεις· «Κύριε, σῶσόν με». Ὁ ἀσύρματος εἶνε ἡ προσευχή, ἡ ὁποία γίνεται ὄχι μόνο στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ σὲ κάθε τόπο καὶ στιγμὴ καὶ περίστασι.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη δύναμις. «Κύριε, σῶσόν με», φωνάζει ὁ ναυτικὸς ποὺ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ, ἡ χήρα μὲ τὰ ὀρφανά της, ὁ ἄρρωστος πάνω στὸ κρεβάτι, ὁ ἄνεργος ποὺ πεινᾷ, ὁ σύζυγος μὲ τὴν γλωσσώδη γυναίκα, ἡ σύζυγος μὲ τὸν θυμώδη ἄντρα, ὁ κάθε Χριστιανὸς ποὺ ἀπειλεῖται ἀπ᾽ τὰ πάθη του· καὶ ὁ Χριστὸς θὰ βρεθῇ κοντά του. Ἂν κάποιος νέος κινδυνεύῃ ἀπὸ τὰ δίχτυα αἰσχρᾶς γυναικός, ἂν κάποιος πατέρας βλέπῃ τὰ παιδιά του νὰ παρασύρωνται, ἂς γονατίσῃ καὶ ἂς φωνάξῃ «Κύριε, σῶσόν με», καὶ θὰ βρῇ βοήθεια. Ὁ παντοδύναμος Χριστός μας θ᾽ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του, θὰ τὸν πιάσῃ ὅπως τὸν Πέτρο καὶ θὰ τοῦ πῇ·
Βάδιζε, πλέε διὰ μέσου κυμάτων, ὑφάλων, σκοπέλων. Πλέε, ἕως ὅτου ῥίξουμε ἄγκυρα στὸ λιμάνι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
⃝ Τὸ πρῶτο. Τὸ μυαλὸ νὰ μὴν πηγαίνῃ πάντα στὰ θλιβερά. Μερικοὶ ἔτσι βασανίζουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς γύρω τους. Μὰ ὁ κόσμος δὲν εἶνε μόνο σκοτάδι καὶ νύχτα· εἶνε καὶ ἡμέρα καὶ φῶς. Ὅπως τὸ μάτι κουράζεται ἂν βλέπῃ συνεχῶς ἕνα μαῦρο χρῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἂν σκέπτεσαι μόνο τὰ θλιβερά. Ὄχι, ἀδελφοί μου! Ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸν Πέτρο. Ὅσο εἶχε τὰ μάτια του στὸ Χριστό, τὸν θεῖο μαγνήτη, βάδιζε καλὰ πάνω στὰ κύματα· μόλις τὰ ἀπέσυρε, ἄρχισε νὰ βουλιάζῃ.
Περάσατε ποτὲ ἀπὸ ἐπικίνδυνα – ἀπόκρημνα μέρη; Ἐγὼ πέρασα στὸν Κάβο Ντόρο, σὲ γιδόστρατες ποὺ ἀπὸ κάτω ἦταν χίλια μέτρα χάος. Σὲ τέτοια μέρη ὁ συνοδὸς σοῦ λέει· Πρόσεξε καλά, μὴ ῥίξῃς ματιὰ πρὸς τὰ κάτω, στὰ βάραθρα, γιατὶ θὰ πάθῃς ἴλιγγο, θὰ ζαλιστῇς καὶ θὰ πέσῃς· νὰ κοιτάζῃς ψηλά. Ἔτσι καὶ στὴν πορεία τῆς ζωῆς· ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ ψηλά, τὸ μάτι μας στὸ Χριστό! Ἀλλοίμονο ἂν παύσουμε νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι σ᾽ ἐκεῖνον· τότε θὰ εἴμαστε «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ. 15,19). Μ᾽ αὐτὸ δὲν ἐννοῶ νὰ πέσουμε σὲ ῥαθυμία καὶ ἀμέλεια· ἡ προσήλωσι στὸ Χριστὸ θὰ εἶνε ἡ πιὸ δραστικὴ ἐνέργειά μας.
⃝ Καὶ ἂν παρ᾽ ὅλα αὐτὰ μᾶς βρῇ κάποια συμφορά, νὰ μὴ δειλιάσουμε. Ὅταν ἕνα πλοῖο κινδυνεύῃ, ὁ πλοίαρχος παλεύει μὲ ὅ,τι διαθέτει· κι ὅταν πλέον δῇ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι ἄλλο, τότε μὲ τὸν ἀσύρματο ἐκπέμπει σῆμα ΣΟΣ (SOS) καὶ ζητᾷ βοήθεια. Κ᾽ ἐμεῖς πλοῖα εἴμαστε καὶ παλεύουμε στὸ πέλαγος τοῦ κόσμου τούτου. Ὅταν λοιπὸν μᾶς βρίσκουν συμφορὲς καὶ δὲν μπορῇ τίποτα νὰ μᾶς βοηθήσῃ, νὰ ἐκπέμπουμε σῆμα μὲ τὸ μυστικὸ ἀσύρματο, ποὺ διαθέτει κάθε πιστὸς γιὰ νὰ καλεῖ εἰς βοήθειαν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Παναγία, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Τὸν ἀσύρματο, ἀδελφοί! Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅταν ἐξέπεμψε τὶς τρεῖς λέξεις· «Κύριε, σῶσόν με». Ὁ ἀσύρματος εἶνε ἡ προσευχή, ἡ ὁποία γίνεται ὄχι μόνο στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ σὲ κάθε τόπο καὶ στιγμὴ καὶ περίστασι.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη δύναμις. «Κύριε, σῶσόν με», φωνάζει ὁ ναυτικὸς ποὺ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ, ἡ χήρα μὲ τὰ ὀρφανά της, ὁ ἄρρωστος πάνω στὸ κρεβάτι, ὁ ἄνεργος ποὺ πεινᾷ, ὁ σύζυγος μὲ τὴν γλωσσώδη γυναίκα, ἡ σύζυγος μὲ τὸν θυμώδη ἄντρα, ὁ κάθε Χριστιανὸς ποὺ ἀπειλεῖται ἀπ᾽ τὰ πάθη του· καὶ ὁ Χριστὸς θὰ βρεθῇ κοντά του. Ἂν κάποιος νέος κινδυνεύῃ ἀπὸ τὰ δίχτυα αἰσχρᾶς γυναικός, ἂν κάποιος πατέρας βλέπῃ τὰ παιδιά του νὰ παρασύρωνται, ἂς γονατίσῃ καὶ ἂς φωνάξῃ «Κύριε, σῶσόν με», καὶ θὰ βρῇ βοήθεια. Ὁ παντοδύναμος Χριστός μας θ᾽ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του, θὰ τὸν πιάσῃ ὅπως τὸν Πέτρο καὶ θὰ τοῦ πῇ·
Βάδιζε, πλέε διὰ μέσου κυμάτων, ὑφάλων, σκοπέλων. Πλέε, ἕως ὅτου ῥίξουμε ἄγκυρα στὸ λιμάνι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Ἰλισσοῦ – Ἀθῆναι τὴν 30-7-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 25-7-2010.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 36α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 36α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου