ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



Νικολάου Μάννη, εκπαιδευτικού

Με αφορμή την παρελθούσα Κυριακή της Ορθοδοξίας, κατά την οποία έγινε η ανάγνωση του Συνοδικού, πρέπει να ειπωθούν ολίγα τινά περί του Αναθέματος (το οποίο λέγεται και «Μέγας Αφορισμός»), ώστε να μη παρασύρονται οι πιστοί σε πλάνες. Επικρατεί τελευταίως η άποψη ότι οι πιστοί πρέπει να εκφωνούν το «ανάθεμα» απέναντι στους νέους αιρετικούς που εμφανίστηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας. Αυτή η άποψη ενισχύεται από συγκεκριμένα επιχειρήματα, τα οποία παρατίθενται, μαζί με την αναίρεσή τους, σε μορφή Διαλόγου. 

(Τα πρόσωπα του Διαλόγου "Ζουρλωτής" και "Φιλαλήθης")

Ζ: Χάρηκα πολύ που σε άκουσα προχθές να αναθεματίζεις τους αιρετικούς! Ξέρεις σε είχα για χλιαρό...
Φ: Δεν τους αναθεμάτισα από μόνος μου. Εγώ απλά εξέφρασα την συμφωνία μου με τις αποφάσεις των Συνόδων. Εκείνες ήταν που αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι οποίοι αναφέρονται στο Συνοδικό.
Ζ: Ναι, αλλά και ο κάθε πιστός από μόνος του πρέπει να αναθεματίζει τους αιρετικούς. Αφού στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας γράφει: «ὁ μὴ λέγων τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα,  ἀνάθεμα ἔστω». Επομένως αναθεματίζεται εκείνος ο οποίος δεν αναθεματίζει τους αιρετικούς!
Φ: Η φράση «ὁ μὴ λέγων τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα,  ἀνάθεμα ἔστω» είναι ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει ούτε στο Συνοδικό, ούτε σε κάποιο άλλο κείμενο Συνόδου ή Αγίου.
Ζ: Μα μου το είπε ο Γέροντάς μου!
Φ: Ορίστε δες το και μόνος σου.
Ζ: Ναι, αλλά στα Πρακτικά της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου διαβάζουμε: «Εἴ τις μὴ ἀναθεματίζει Ἄρειον, Εὐνόμιον, Μακεδόνιον, Ἀπολινάριον, Νεστόριον, Εὐτυχέα, καὶ Ὠριγένην, μετὰ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν συγγραμμάτων, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας αἱρετικούς, τοὺς κατακριθέντας καὶ ἀναθεματισθέντας ὑπὸ τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας  καὶ τῶν προειρημένων ἁγίων τεσσάρων συνόδων, καὶ τοὺς τὰ ὅμοια τῶν προειρημένων αἱρετικῶν φρονήσαντας ἢ φρονοῦντας καὶ μέχρι τέλους τῇ οἰκείᾳ ἀσεβείᾳ ἐμμείναντας, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω»[1]. Δεν έχει λοιπόν καμία σημασία αν η παραπάνω φράση είναι ανύπαρκτη, εφόσον το νόημα και εδώ είναι το ίδιο: οποίος δεν αναθεματίζει τους αιρετικούς, αναθεματίζεται!
Φ: Έχει σημασία, αν θέλουμε να υπηρετούμε την αλήθεια και να μην είμαστε σαν τους «Ιησουΐτες» που πρεσβεύουν το μακιαβελικό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αλλά και το απόσπασμα που παραθέτεις δεν το διαβάζεις σωστά. Δες το τώρα: «Εἴ τις μὴ ἀναθεματίζει Ἄρειον, Εὐνόμιον, Μακεδόνιον, Ἀπολινάριον, Νεστόριον, Εὐτυχέα, καὶ Ὠριγένην, μετὰ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν συγγραμμάτων, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας αἱρετικούς, τοὺς κατακριθέντας καὶ ἀναθεματισθέντας ὑπὸ τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας  καὶ τῶν προειρημένων ἁγίων τεσσάρων συνόδων, καὶ τοὺς τὰ ὅμοια τῶν προειρημένων αἱρετικῶν φρονήσαντας ἢ φρονοῦντας καὶ μέχρι τέλους τῇ οἰκείᾳ ἀσεβείᾳ ἐμμείναντας, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω». Επομένως δεν αναθεματίζει από μόνος του ο πιστός, όποιον θεωρεί αιρετικό, αλλά αναθεματίζει εκείνους που έχει ήδη αναθεματίσει η Εκκλησία διά των Συνόδων της (δηλαδή τους αιρεσιάρχες, αλλά και τους αμετανόητους, μέχρι τέλους, οπαδούς τους), εκφράζοντας έτσι την συμφωνία του με τις αποφάσεις Της.
Ζ: Άρα μου λες πως ο πιστός δεν πρέπει να αναθεματίζει κανέναν από τους σημερινούς αιρετικούς που εμφανίστηκαν τα τελευταία εκατό χρόνια τουλάχιστον στην Ορθόδοξη Εκκλησία; 
Φ: Δεν το λέω εγώ. Άκου τί γράφει κάποιος για το Ανάθεμα:  «Και ποιος είσαι εσύ για να έχεις αυτή την εξουσία και τη μεγάλη δύναμη; «Τότε θα καθήσει ο Υιός του Θεοῦ και θα τοποθετήσει τα πρόβατα στα δεξιά και τα ερίφια στα αριστερά». Γιατί λοιπόν οικειοποιήθηκες ένα τόσο μεγάλο αξίωμα, το οποίο μόνο η κοινότητα των Αποστόλων αξιώθηκε να λάβει, καθώς  και όσοι με κάθε ακρίβεια έγιναν αληθινά διάδοχοί τους [2], γεμάτοι χάρη και δύναμη; Και βεβαίως εκείνοι, τηρώντας ακριβώς την εντολή, απέβαλαν έξω από την Εκκλησία τους αιρετικούς, σαν να έβγαζαν το δεξί τους μάτι, το οποίο φανερώνει τη μεγάλη τους συμπάθεια και οδύνη, επειδή αποκόπηκε ένα σημαντικό μέλος. Για αυτό και τον αιρετικό ο Χριστός τον ονόμασε δεξιό οφθαλμό, για να δείξει την συμπάθεια εκείνων που τον απέβαλαν» [3]. Και παρακάτω: «Σας παρακαλούμε και σας εξορκίζουμε να απομακρυνθείτε από τέτοιου είδους κακό. Διότι είτε ζει και βρίσκεται σε αυτόν εδώ τον θνητό βίο, είτε έχει πεθάνει αυτός τον οποίο έχεις την πρόθεση να αναθεματίσεις. Εάν, λοιπόν, ακόμα ζει, διαπράττεις ασέβεια, διότι αποκόπτεις κάποιον ο οποίος είναι δυνατόν να μεταβληθεί και μπορεί να μετατεθεί από το κακό στο καλό. Εάν πάλι έχει πεθάνει, πολύ περισσότερο διαπράττεις ασέβεια» [4]. Και καταλήγει: «Τα αιρετικά δόγματα, τα οποία παραλάβαμε από κάποιους, πρέπει να τα αναθεματίζουμε, και τις ασεβείς διδασκαλίες να τις ελέγχουμε. Για τους ανθρώπους όμως πρέπει να έχουμε μεγάλη ευσπλαχνία και να ευχόμαστε για την σωτηρία τους» [5].
Ζ: Ποιος αγαπολόγος φιλαιρετικός τα έγραψε αυτά; 
Φ: Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε έργο του με τίτλο «Για το ότι δεν πρέπει να αναθεματίζει κανείς, ζωντανούς ή πεθαμένους» [6]!
Ζ: ...
Φ: Όχι όμως μόνο για τους αιρετικούς που δεν έχει αναθεματίσει ακόμη η Εκκλησία, αλλά ακόμη και για εκείνους που έχει αναθεματίσει πρέπει να είμαστε φειδωλοί στους αναθεματισμούς. Στην Βίβλο των Αγίων Γερόντων Βαρσανουφίου και Ιωάννου διαβάζουμε...
Ζ: Εγώ μόνο μία Βίβλο ξέρω, και αυτούς τους νέους Γέροντες που αγιοποιούν οι φιλαιρετικοί δεν τους παραδέχομαι!
Φ: Σε λυπάμαι, όχι για την αμάθειά σου, αλλά για το ότι θέλεις να έχεις γνώμη για πράγματα που δεν γνωρίζεις. Οι Γέροντες Βαρσανούφιος και Ιωάννης είναι Άγιοι της Εκκλησίας μας εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια, μιας και κοιμήθηκαν περίπου τον 6ο αιώνα. Άκου λοιπόν την γνώμη τους για το θέμα του αναθεματισμού των αιρετικών και μάλιστα και για τους ήδη αναθεματισμένους από την Εκκλησία (όπως ο Νεστόριος): «Ερώτηση 700. Εάν κάποιος μου πει να αναθεματίσω τον Νεστόριο, και τους ομοίους με αυτόν αιρετικούς, να τους αναθεματίσω ή όχι; Απάντηση. Ότι μεν ο Νεστόριος, και οι όμοιοί του αιρετικοί βρίσκονται υπό το ανάθεμα, είναι προφανές. Καθόλου όμως μη σπεύδεις εσύ να αναθεματίσεις κάποιον. Διότι αυτός που θεωρεί αμαρτωλό τον εαυτό του οφείλει να πενθεί για τις αμαρτίες του και τίποτε άλλο. Αλλά ούτε πρέπει να κρίνεις εκείνους που αναθεματίζουν κάποιον. Διότι ο καθένας δοκιμάζει τον εαυτό του. Ερώτηση 701. Εάν όμως από αυτό νομίζει ότι και εγώ έχω τα ίδια φρονήματα με εκείνον, τί να του πω; Απάντηση. Πες του· Αν και είναι φανερό ότι εκείνοι είναι άξιοι του αναθεματισμού, αλλά εγώ είμαι αμαρτωλότερος από κάθε άνθρωπο και φοβάμαι μήπως κρίνοντας άλλον, κατακρίνω τον εαυτό μου. Γιατί και τον ίδιο τον σατανά αν αναθεματίσω, εφόσον κάνω τα έργα του τον εαυτό μου αναθεματίζω. Διότι ο Κύριος είπε· "αν με αγαπάτε, τις εντολές μου τηρήστε". Και ο Απόστολος λέει· "όποιος δεν αγαπά τον Κύριο, ας είναι ανάθεμα". Λοιπόν αυτός που δεν τηρεί τις εντολές, δεν τον αγαπά. Και αυτός που δεν τον αγαπά, είναι υπό το ανάθεμα. Και πως ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να αναθεματίσει άλλους; Αυτά πες του και αν επιμείνει στα ίδια, χάριν της συνειδήσεώς του, αναθεμάτισε τον αιρετικό. Ερώτηση 702. Εάν αγνοώ ότι είναι αιρετικός, αυτός τον οποίο μου λέει να αναθεματίσω, τί να κάνω; Απάντηση. Πες του· αδελφέ, εγώ δεν γνωρίζω τί φρονεί αυτός για τον οποίο μου λες. Το να αναθεματίσω λοιπόν αυτόν τον οποίο δεν γνωρίζω, μου φαίνεται αξιοκατάκριτο. Τούτο όμως σου λέω· ότι εκτός από την πίστη των Αγίων τριακοσίων δεκαοκτώ Πατέρων, άλλη δεν γνωρίζω. Και αυτός που φρονεί διαφορετικά από αυτήν, έριξε τον εαυτό του στο ανάθεμα» [7]Αν λοιπόν οι Άγιοι είναι τόσο διστακτικοί στο να αναθεματίζει κανείς τους αναθεματισμένους από την Εκκλησία αιρετικούς, πολύ περισσότερο απορρίπτουν τον αναθεματισμό από τους πιστούς, εκείνων που δεν αναθεμάτισε ακόμη η Εκκλησία.
Ζ: Δηλαδή την εξουσία του αναθεματισμού των νέων αιρετικών ως πρόσωπα την έχει μόνο η Σύνοδος των Επισκόπων;
Φ: Ακριβώς. Και όπως ήδη ειπώθηκε όχι η Σύνοδος οποιωνδήποτε Επισκόπων, αλλά εκείνων που είναι κατ᾿  ακρίβεια διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων, δηλαδή των πραγματικά Ορθοδόξων.   
Ζ: Ναι, αλλά εγώ διάβασα τα εξής: «Δὲν ἐπαφίεται τὸ δικαίωμα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ ἀναθέματος κάθε αἱρέσεως καὶ ἐτεροδιδασκαλίας μόνον στοὺς Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση σὲ ὅλους τούς πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ πάντοτε».
Φ: Σωστά. Το ανάθεμα της αιρέσεως και της ετεροδιδασκαλίας όμως, όχι των προσώπων.
Ζ:  Δηλαδή για τον αναθεματισμό των προσώπων που εκφράζουν αυτές τις αιρέσεις αρμόδια είναι η Σύνοδος των Ορθοδόξων Επισκόπων; Τότε είναι λάθος τα εξής:  «Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βεβαίως, ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχουν τήν ἐξουσία καί ὀφείλουν νά ἀναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, καί ἀκόμη καί μεμονωμένοι Πατέρες καί αὐτός ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ ὡς φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας»; 
Φ: Ναι, είναι λάθος, όπως είδαμε. 
Ζ: Τότε γιατί ο Άγιος ο Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει: «εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος»;
Φ: Που είναι γραμμένο αυτό;
Ζ: Να έχω μια πηγή: Φατ. 34, 99, 138.
Φ: Τί είναι το "Φατ.";
Ζ: Δεν ξέρω...
Φ: Δεν αισθάνθηκες την ανάγκη να βρεις την πηγή για να διαβάσεις ολόκληρο το κείμενο, ώστε να δεις τί θέλει να πει ο Άγιος; Αρκέστηκες μόνο σε μια φράση που σου προσέφεραν;
Ζ: ...
Φ: Ας πάμε λοιπόν να δούμε στο "Φατ." [8] το κείμενο του Αγίου. Συγκεκριμένα πρόκειται για επιστολή του Αγίου προς τον Πάπα Ρώμης Λέοντα. Σε αυτήν, μεταξύ άλλων, αποκρούει την κατηγορία ότι αποδέχεται ως ορθοδόξους τους αιρετικούς Βαρσανούφιο, Ησαΐα, Δωρόθεο και Δοσίθεο [9], τους οποίους αναθεματίζει, για να βγάλει κάθε αμφιβολία, περί της ορθοδοξίας του, από το μυαλό του Πάπα Λέοντος. Συγκεκριμένα γράφει: «Ορθόδοξοι είμαστε, έστω αν κατά τα άλλα είμαστε αμαρτωλοί, μακαριώτατε, χωρίς να κάνουμε την παραμικρή υποχώρηση στο θέμα της αποστολικής πίστεως, κάθε Σύνοδο Οικουμενική και Τοπική αναγνωρισμένη για την αλήθειά της, μαζί με τους άγιους Κανόνες, που εκτέθηκαν σε αυτές, αποδεχόμαστε, και κάθε αίρεση και αιρετικό αποστρεφόμαστε και αναθεματίζουμε. Και ανάθεμα στον Βαρσανούφιο, στον Ησαΐα, στον Δωρόθεο και τον Δοσίθεο, οι οποίοι αναθεματίστηκαν από τον Άγιο Σωφρόνιο. Αλλά και κάθε άλλος που είναι ομώνυμος με αυτούς, όμως αιρετικός, της αιρέσεώς τους ή άλλης, είτε είναι επίσκοπος, είτε ασκητής, είτε οποιοσδήποτε, ας είναι αναθεματισμένος. Αλλά και όποιος δεν αναθεματίζει στον κατάλληλο καιρό, και ανάλογα με τις ανάγκες κάθε αιρετικό, ανήκει στην μερίδα εκείνων. Γιατί εμείς είμαστε καθαροί από κάθε αιρετικό φρόνημα» [10].
Ζ: Ναι, αλλά αλλού διάβασε τί γράφει ο Άγιος Θεόδωρος: «Πᾶς ὀρθοδοξῶν κατὰ πάντα, πάντα αἱρετικὸν δυνάμει κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει» [11].
Φ: Πολύ σωστά. Τί σημαίνει αυτό γνωρίζεις;
Ζ: Ναι. Σημαίνει ότι όποιος είναι ορθόδοξος κατά πάντα να αναθεματίζει κάθε αιρετικό με όλη του την δύναμη!
Φ: Αυτό κατάλαβες;
Ζ: Ναι.
Φ: Γνωρίζεις αρχαία ελληνικά;
Ζ: Όχι, αλλά το συγκεκριμένο χωρίο δεν μου φαίνεται και τόσο δύσκολο.
Φ: Είναι πραγματικά κρίμα να έχεις γνώμη για πράγματα που δεν γνωρίζεις.
Ζ: Τότε τι σημαίνει;
Φ: Λοιπόν μεταφράζεται ως εξής: «Κάθε κατά πάντα ορθόδοξος, αναθεματίζει εν δυνάμει κάθε αιρετικό, έστω και αν δεν το κάνει με τα λόγια».
Ζ: Πως δηλαδή τον αναθεματίζει, αν δεν το κάνει με τα λόγια;
Φ: Πρώτον, με το να ακολουθεί την Ορθόδοξη Πίστη, την οποία ο αιρετικός αρνείται και εξαιτίας αυτής της αρνήσεως, διαχωρίζεται κατ᾿ ουσίαν από την Εκκλησία, η οποία έχει μία Πίστη, και όχι πολλές. Δεύτερον, με το να μην έχει εκκλησιαστική κοινωνία με τον αιρετικό, ακόμη και προ της συνοδικής καταδίκης του τελευταίου,  δηλαδή και του τυπικού διαχωρισμού του από την Εκκλησία, εφόσον βεβαίως παραμείνει αμετανόητος. 
Ζ: Ανακεφαλαιώνοντας όσα μου είπες, και για να καταλάβω καλύτερα, ισχυρίζεσαι ότι ως Ορθόδοξοι οφείλουμε να παραμένουμε εδραίοι στην Ορθόδοξη Πίστη, να μη έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία με τους νέους αιρετικούς που εμφανίστηκαν στην Εκκλησία, να αναθεματίζουμε τις αιρέσεις και τις ετεροδιδασκαλίες τους, αλλά να μην προβαίνουμε σε προσωπικό αναθεματισμό τους, διότι αυτό είναι έργο της Συνόδου των Επισκόπων. Σωστά;
Φ: Σωστά.
Ζ: Και αν η Σύνοδος των Επισκόπων δεν το πράξει; Ως πότε θα περιμένουμε;
Φ: Όσο χρειαστεί. Τους εγκληματίες, ποιοι είναι αρμόδιοι να τους δικάσουν και να τους καταδικάσουν επιβάλλοντας τις ποινές; 
Ζ: Οι δικαστές.
Φ: Και αν αργήσει το δικαστήριο, μπορούν οι πολίτες να το πράξουν;
Ζ: Ναι, μπορούν να τους καταδικάσουν και να επιβάλλουν τις ποινές εκείνοι!
Φ: Σφάλλεις! Ο Νόμος του Λιντς ούτε υπάρχει στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο, ούτε συνάδει με το ήθος των Ορθοδόξων, όπως είδαμε από τα κείμενα των Αγίων Πατέρων.
Ζ: Μάλιστα. Να υποθέσω δηλαδή πως διαφωνείς και με τα νέα Αναθέματα που προστέθηκαν από κάποιους στο Συνοδικό.
Φ: Βεβαίως και διαφωνώ! Η προσθήκη των αναθεμάτων αυτών είναι όχι μόνο αυθαίρετη, αλλά και αντιεκκλησιαστική. 
Ζ: Γιατί είναι αυθαίρετη;
Φ: Το "Συνοδικόν" λέγεται έτσι επειδή περιέχει κείμενα και αναθέματα Συνόδων. Δεν μπορεί ο καθένας (έστω και επίσκοπος) να προσθέτει αυθαίρετα ότι αναθέματα θέλει. 
Ζ: Και γιατί είναι αντιεκκλησιαστική;
Φ: Θα σου εξηγήσω. Εν πρώτοις, ο συντάκτης των νέων αναθεμάτων αναθεματίζει τους σημερινούς ηγέτες των Μονοφυσιτών, Παπικών και Προτεσταντών. Όμως οι Μονοφυσίτες, οι Παπικοί και οι Προτεστάντες έχουν αναθεματιστεί και αποκοπεί από την Εκκλησία αιώνες πριν. Οι μεν Μονοφυσίτες μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, την οποία απέρριψαν, οι δε, ενωμένοι ακόμη τότε, Δυτικοί, μετά το 1054 που αποσχίστηκαν από την Εκκλησία - αργότερα αποκόπηκαν οι Προτεστάντες από τους Παπικούς, παρόλα αυτά ο συντάκτης αναθεματίζει και τους πρώτους αρχηγούς τους. Επιπροσθέτως, αναθεματίζονται και κάποιες προτεσταντικές παραφυάδες, όπως οι Βαπτιστές, οι Ανβτεντιστές, οι Πεντηκοστιανοί, οι Χιλιαστές. Τέλος δε, αναθεματίζονται και ...αλλόθρησκοι, όπως οι Ιουδαίοι και οι Ισλαμιστές! Το ανάθεμα όμως σημαίνει χωρισμός από την Εκκλησία, των προσώπων εκείνων τους οποίους αφορά και επομένως δεν δύναται να εκφωνείται εναντίον εκείνων οι οποίοι είναι ήδη εκτός Αυτής [12]! 
Επίσης, ο συντάκτης, αρπάζοντας την εξουσία που έχει μόνο μια Σύνοδος Ορθοδόξων Επισκόπων, προβαίνει σε αναθεματισμούς διαφόρων προσώπων, όπως εκείνων που διδάσκουν «τήν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ», την «αἵρεσιν τοῦ νεοβαρλααμισμοῦ» και την «μεταπατερικήν, νεοπατερικήν, συναφειακήν καί μετακανονικήν αἵρεσιν» (χωρίς να προσδιορίζει ποιες είναι αυτές οι αιρέσεις), εκείνων που συμμετέχουν «ἐν ταῖς ἀντικανονικαῖς συμπροσευχαῖς μεθ’αἱρετικῶν κατά τήν λεγομένην «ἑβδομάδα προσευχῆς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν»» (για τις άλλες εβδομάδες και ημέρες;), όσων κηρύττουν «ὅτι αἱ αἱρέσεις, αἵτινες ἀπεκόπησαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβάνονται ἐντός αὐτῆς, τάς ὁποῖας καί ὀνομάζουσι «ἀτελεῖς ἐκκλησίας» καί ὅτι ἔστι σωτήριος Χάρις, ἔγκυρον βάπτισμα καί ἐνεργοῦσα Χάρις τῆς ἱερωσύνης ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» και «ὅτι ὁ ἐκάστοτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρῶτος ἐστί ἄνευ ἴσου», καθώς και το "Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών" και την "Σύνοδο της Κρήτης". Κοντολογίς, αναθεματίζει ένα τεράστιο πλήθος προσώπων, χωρίς να έχει την αρμοδιότητα να το κάνει, διότι δεν είναι Σύνοδος! Και ξέρεις και το χειρότερο; Ο κυριότερος από τους συντάκτες αυτών των νέων αναθεματισμών κοινωνεί με όλους αυτούς που αναθεματίζει! Βλέπεις λοιπόν πως τα μεγάλα λόγια δεν κάνουν τον Ορθόδοξο, αν δεν υπάρχουν οι πράξεις;
Ζ: Επειδή με κούρασες, να σου πω τί κατάλαβα από όλα αυτά που μου είπες;
Φ: Σε ακούω.
Ζ: Ότι είσαι φίλος ή υπάλληλος των αιρετικών, ότι δεν έχεις ζήλο για την Ορθοδοξία, όπως έχω εγώ, και ότι θα πας στην Κόλαση.
Φ: Εντάξει, υποθέτω τότε πως δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο.
Ζ: Κατάρα και ανάθεμα να έχεις!
Φ: Ο Θεός να σε ευλογεί...




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ

[1] Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήνα, 1994, σελ. 721.
[2] Επομένως, την εξουσία του αναθεματίζειν έχει μόνο το κοινό (όχι ένας!) των Αποστόλων και η Σύνοδός των διαδόχων τους Επισκόπων, και μάλιστα όχι οποιωνδήποτε Επισκόπων, αλλά των κατ᾿ ακρίβειαν διαδόχων τους, ήτοι των αληθινά Ορθοδόξων.
[3] «Καὶ τίς εἶ σὺ ταύτης τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς μεγάλης δυνάμεως; Τότε γὰρ καθίσει Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τί οὖν τῆς τοσαύτης ἐπελάβου αξίας, ἧς τὸ κοινὸν μόνον τῶν ἀποστόλων ἠξιῶται, καὶ εἰ κατὰ πᾶσαν ἀκρίβειαν τούτων ὡς ἀληθῶς γεγονότες διάδοχοι, πλήρεις χάριτος καὶ δυνάμεως; Καὶ μὴν ἐκεῖνοι τὴν ἐντολὴν ἀκριβῶς φυλάξαντες, ὡς τὸν ὀφθαλμὸν τὸν δεξιὸν ἐξορύττοντες, οὕτω τοὺς αἱρετικοὺς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἀπέβαλον, ὅπερ ἔνδειξιν ἔχει τῆς μεγάλης αὐτῶν συμπάθειας καὶ ἀλγηδόνος, ὡς ἐπικαιρίου μέλους γενομένης ἀποκοπῆς. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ δεξιὸν ὀφθαλμὸν τοῦτον ἀπεκάλεσεν ὁ Χριστός, τὴν παρὰ τῶν ἀποβαλλόντων συμπάθειαν ἐνδεικνύμενος» (P.G. 48, 948).
[4] «Παρακαλοῦμεν ὑμᾶς καὶ διαμαρτυρόμεθα, ἀποστῆναι τοῦ τοιούτου κακοῦ. Ἢ γὰρ ζῇ καὶ πάρεστιν ἐν τῷ θνητῷ βίῳ τούτῳ, ἢ τέθνηκεν, ὃν ἀναθεματίζειν προῄρησαι. Εἰ μὲν οὖν ἔτι περίεστιν, ἀσεβεῖς ἀποκόπτων τὸν ἐν τρεπτότητι ὄντα, καὶ μετατεθῆναι δυνάμενον ἐκ τοῦ κακοῦ εἰς τὸ ἀγαθόν· εἰ δὲ τέθνηκεν πολλῷ μάλλον» (P.G. 48, 950).
[5] «Τὰ γὰρ αἱρετικὰ δόγματα, τὰ παρ᾿ ὧν παρελάβομεν, ἀναθεματίζειν χρή, καὶ τὰ ἀσεβῆ δόγματα ἐλέγχειν, πᾶσαν δὲ φειδὼ ἀνθρώπων ποιεῖσθαι, καὶ εὔχεσθαι ὑπὲρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας» (P.G. 48, 952).
[6] Περὶ τοῦ μὴ δεῖν ἀναθεματίζειν ζῶντας ἢ τεθνηκότας (P.G. 48, 945-952).
[7] «Ἐρώτησις Ψ΄. Ἐάν τις εἴπῃ μοι ἀναθεματίσαι Νεστόριον, καὶ τοὺς κατ᾿ αὐτὸν αἱρετικούς, ἀναθεματίσω; Ἢ οὔ; Ἀπόκρισις. Ὅτι μὲν Νεστόριος, καὶ οἱ κατ᾿ αὐτὸν αἱρετικοὶ ὑπὸ τὸ ἀνάθεμά εἰσι, δῆλον. Μὴ τρέχε δὲ σὺ εἰς ἀναθεματισμόν τινος ὅλως. Ὁ γὰρ ἔχων ἑαυτὸν ἀμαρτωλόν, πενθεῖν ὀφείλει τὰς ἀμαρτίας αὐτοῦ, καὶ οὐδὲν ἄλλο. Ἀλλ᾿ οὔτε κρίνειν δεῖ τοὺς ἀναθεματίζοντάς τινα. Ἕκαστος γὰρ ἑαυτὸν δοκιμάζει. Ἐρώτησις ΨΑ΄. Ἐὰν δέ τις ἐκ τούτου νομίζῃ ὅτι καγὼ τὰ ἐκείνου φρονῶ, τί εἴπω αὐτῷ; Ἀπόκρισις.  Εἰπὲ αὐτῷ· εἰ καὶ φανερόν ἐστιν ὅτι ἐκεῖνοι ἄξιοί εἰσι τοῦ ἀναθεματισμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀμαρτωλότερος ὑπάρχω παντὸς ἀνθρώπου. Καὶ φοβοῦμαι μήπως ἄλλον κρίνων, ἐμαυτὸν κατακρίνω. Καὶ γὰρ αὐτὸν τὸν σατανᾶν ἐὰν ἀναθεματίσω, ἐφ᾿ ὅσον ποιῶ αὐτοῦ τὰ ἔργα ἐμαυτὸν ἀναθεματίζω. Ὁ γὰρ Κύριος εἴπεν· "ἐὰν ἀγαπᾶτέ με τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε". Καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει· "εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον, ἀνάθεμα ἔστω". Οὐκοῦν ὁ μὴ ποιῶν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, οὐκ ἀγαπᾶ αὐτόν. Καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν αὐτόν, ὑπὸ τὸ ἀνάθεμά ἐστι. Καὶ πῶς ὁ τοιοῦτος, ἄλλοις δύναται ἀναθεματίσαι; Ταῦτα εἰπὲ αὐτῷ, καὶ ἐὰν ἐπιμείνει τοῖς αὐτοῖς, διὰ τὴν αὐτοῦ συνείδησιν, ἀναθεμάτισον τὸν αἱρετικόν. Ἐρώτησις ΨΒ΄. Ἐὰν δὲ ἀγνοῶ ὅτι ἔστιν αἱρετικός, ὃν λέγει μοι ἀναθεματίσαι, τί ποιήσω;  Ἀπόκρισις. Εἰπὲ αὐτῷ· ἀδελφὲ ἐγὼ πῶς φρονεῖ περὶ οὗ λέγεις μοι οὐκ οἶδα. Τὸ ἀναθεματίσαι οὖν ὃν μὴ οἶδα, φαίνεταί μοι εἰς κατάκριμα. Τοῦτο δὲ λέγω σοι· ὅτι πλὴν τῆς πίστεως τῶν Ἁγίων τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ Πατέρων, ἄλλην οὐ γινώσκω. Καὶ ὁ παρὰ ταύτην φρονῶν ἔῤῥιψεν ἑαυτὸν εἰς τὸ ἀνάθεμα» (Βιβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, Βενετία, 1816, σελ. 337).
[8] Πρόκειται για την δίτομη έκδοση των επιστολών του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, που επιμελήθηκε ο Γεώργιος Φατούρος: Epistolae Theodori Studitae, Berlin, 1991.
[9] Πρόκειται για Ακέφαλους Μονοφυσίτες που αναθεμάτισε συνοδικώς ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων. Η κατηγορία εναντίον του Οσίου Θεοδώρου βασίστηκε σε παρερμηνεία μιας και ο Άγιος υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία κάποιων συνονόματων, με τους αιρετικούς, οσίων Γερόντων, της εποχής εκείνης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Άγιος Βαρσανούφιος που αναφερθήκαμε παραπάνω (βλ. P.G. 99, 1816).
[10] «Ὀρθόδοξοί ἐσμεν, κἂν ἄλλως ἀμαρτωλοί, ὦ μακαριώτατε, μὴ δ᾿ ὁτιοῦν ὕφεσιν ἔχοντες ἐν τούτῳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, πᾶσαν σύνοδον οἰκουμενικήν τε καὶ τοπικὴν ἐγκεκριμένην τῇ ἀληθείᾳ μετὰ τῶν ἐκτεθέντων αὐταῖς ἁγίων κανόνων ἀσπαζόμενοι καὶ πᾶσαν αἵρεσιν καὶ αἱρετικὸν μυσαττόμενοι καὶ ἀναθεματίζοντες. Καὶ ἀνάθεμα Βαρσανουφίῳ, Ἠσαΐᾳ, Δωροθέῳ τε καὶ Δοσιθέῳ, τοῖς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου ἀναθεματισθεῖσιν. Ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος, κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. Ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος. Ἡμεῖς γὰρ καθαροί ἐσμεν παντὸς αἱρετικοῦ φρονήματος» (Epistolae Theodori Studitae, vol. 1, Berlin, 1991, σελ. 98-99).
[11] Αυτόθι, σελ. 142.
[12] «Ἐρώτ. ργʹ. Τί λέγει· «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν, ἤτω ἀνάθεμα, Μαρὰν ἀθά;» Ἀπόκ. Τουτέστι· Χωρίσατε αὐτὸν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν» (Μέγας Αθανάσιος, P.G. 28, 760). «Ὑπάρχει κανονικῶς διατετυπωμένον ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ἐπιτίμιον ἀναθέματος, δηλοῦν τὴν τελείαν ἀποκήρυξιν ἀπὸ τῶν κόλπων τῆς καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (Βασιλείου Σμύρνης, Υπόμνημα περί εκκλησιαστικού αφορισμού, Κωνσταντινούπολη, 1897, σελ. 23). «Ἀφοῦ ὁ ἀφορισμὸς εἶνε ἀπόκλεισις ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἐπόμενον εἶνε ὅτι ἐπιβάλλεται μόνον τοῖς ἀνήκουσι τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐχὶ δὲ καὶ τοῖς ἐκτὸς αὐτῆς» (Κ. Ι. Δυοβουνιώτου, Περί αφορισμού, Αθήνα, 1916, σελ. 46).






ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top