ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'': ΩΣ ΓΝΩΣΤΟΝ, εἰς τὴν Δʹ Συνεδρίαν (21.5.1923) τοῦ αὐτο-ανακηρυχθέντος (Γʹ Συνεδρία, 18.5.1923), ὡς «Πανορθοδόξου Συνεδρίου», συνελθόντος ἐν ἔτει 1923 (10 Μαΐου - 8 ᾿Ιουνίου) ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὁ πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης εἰσηγήθη τὴν παρουσίασιν εἰς τὸ Συνέδριον τοῦ «σοφοῦ ἱεράρχου τῆς ᾿Αγγλικανικῆς ᾿Εκκλησίας ἐπισκόπου τέως ᾿Οξφόρδης Σεβ. Gore», ἀλλὰ τελικῶς εἰς τὴν Εʹ Συνεδρίαν (23.5.1923) «προσέρχεται ὁ Σεβ. ᾿Επίσκοπος-τέως ᾿Οξφόρδης κ. Gore ἐν συνοδείᾳ καὶ τοῦ συνοδοῦ ἱερέως Μπάξτον καὶ καταλαμβάνει θέσιν ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατριάρχου».

᾿Εν συνεχείᾳ διημείφθη διάλογος λίαν διαφωτιστικὸς μεταξὺ πατριάρχου καὶ Gore, ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἡμερολογιακόν, τὸν συνεορτασμόν, τὴν κίνησιν δι᾿ ἕνωσιν καὶ τοὺς ὅρους τῆς ἑνώσεως κλπ.

Από τα Πρακτικά της ''πανορθοδόξου'' συνόδου του 1923, πατριαρχεύοντος του Μελετίου Μεταξάκη και διευθύνοντος την σύνοδο!...

"Προσέρχεται ο Σεβ. Ἐπίσκοπος (τέως Οξφόρδης) κ. Gore εν συνοδείᾳ και του συνοδού ιερέως Μπάξτον και καταλαμβάνει θέσιν εκ δεξιών του Πατριάρχου. Την Α. Σεβασμιότητα προσεφώνησε η Α.Θ. Παναγιότης ως ακολούθως: Σεβασμιώτατε, είμεθα πολύ ευτυχείς, πάντες ημείς οι αποτελούντες το Πανορθόδοξον Συνέδριον, διότι δεχόμεθα εν πλήρει συνεδρίᾳ την Υμετέρα Σεβασμιώτητα...! Των ζητημάτων τούτων προέχει το του ημερολογίου, συνεπείᾳ της αποφάσεως, ληφθείσης από μέρους των Βαλκανικών Κρατών, όπως δεχθώσι το Ευρωπαικόν ημερολόγιον. Μεταξύ όμως των ζητημάτων, τα οποία θα μας απασχολήσωσιν, έχομεν καταγράψη και τα αφορώντα εις την ένωσιν όλων των Εκκλησιών και ιδιαιτέρως εις την ένωσιν της Ορθοδόξου και της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ιδού διατί χαιρετίζομεν με ιδιαιτέραν όλως χαράν την Υμ. Σεβασμιότητα ως πρόεδρον της ἐπιτροπῆς...!''





Δ΄ -  Ε΄ Συνεδρία (21 -23 Μαΐου 1923)



«Στη συγκεκριμένη συνεδρία είχε παρευρεθεί ο ιεράρχης της Αγγλικανικής Εκκλησίας, Επίσκοπος τέως Οξφόρδης, Σεβασμιότατος Gore, ο οποίος επιθυμούσε να συμμετάσχει στη συνεδρίαση, γι’ αυτό τον συναντήσαμε στη συνέχεια. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος έλαβε το λόγο, προκειμένου να καθοριστεί αμέσως το θέμα του ημερολογίου όπως το είχε προτείνει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Με αποτέλεσμα 1) να ήταν απαραίτητη η άρση της διαφοράς μεταξύ του θρησκευτικού και πολιτικού ημερολογίου, 2) να μην υπήρξε πρόβλημα στο να διορθωθεί το εκκλησιαστικό ημερολόγιο σύμφωνα πάντα με τις κανονικές διατάξεις, 3) να αποτελούσε λάθος η αφαίρεση των 13 ημερών από το Ιουλιανό ημερολόγιο σε σύγκριση με το επιστημονικό ηλιακό έτος από το χρόνο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου μέχρι το χρόνο εκτέλεσης της συνεδρίασης, 4) με την αφαίρεση τελικά όμως των 13 ημερών ορίστηκε η 1 Οκτωβρίου 1923 να αριθμηθεί ως 14 Οκτωβρίου με αποτέλεσμα και οι υπόλοιπες εορτές να γιορτάζονταν αναλόγως, 5) οι διατάξεις των Ιερών Κανόνων για την εορτή του Πάσχα ήταν αμετάβλητες 6) στοιχεία αμετάβλητα ήταν και οι κανονικές διατάξεις που ανέφεραν ότι γιορτάζεται το Πάσχα ημέρα Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία και μετά την πρώτη πανσέληνο, 7) αναρτήθηκε ένας πίνακας στα αστεροσκοπεία των Ορθοδόξων Κρατών Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας και Ρωσίας για την κατάρτιση της εορτής του Πάσχα για τα έτη 1924-2000 ώστε να ανακοινωθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, 8) η μεταρρύθμιση τόσο του Ιουλιανού ημερολογίου, όσο και του Πασχαλίου δεν ήρθαν σε αντίθεση ούτε πρακτικώς, ούτε επιστημονικώς με το σχέδιο εφαρμογής ενός Παγκόσμιου τελειότερου ημερολογίου. Συνέχισε το λόγο του, τονίζοντας την ανάγκη να διορθωθεί το ημερολόγιο, κάτι που αποτέλεσε απόφαση της κυβερνήσεως και έτσι η αλλαγή ήταν απαραίτητη. Εάν ο χριστιανικός λαός δεν αποδεχόταν αυτή την αλλαγή, η απόφαση δημιουργίας νέου ημερολογίου θα έμενε μετέωρη και η Ορθοδοξία δεν θα πραγματοποιούσε το επόμενο βήμα της. Δυστυχώς όμως, δεν αποδέχτηκαν όλες οι εκκλησίες τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου. Μία από αυτές ήταν η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η οποία δεν επιθυμούσε τη μεταβολή του Πασχαλίου, καθώς εξακολούθησε να γιορτάζει το Πάσχα σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Θεώρησε πως με τη μεταβολή σε Γρηγοριανό, η Ορθοδοξία θα παρουσιαζόταν υποδεέστερη στις τελετές της απέναντι στους Λατίνους. Σε εκείνο το σημείο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος διαβεβαίωσε ότι αυτό δεν θα αποτελούσε αιτία διακοπής των σχέσεων μεταξύ τους. Το ίδιο υποστήριξε και ο καθηγητής κ. Αντωνιάδης.
Παρ’ όλα αυτά οι διαφωνίες για τον εορτασμό του Πάσχα συνεχίστηκαν, με τους Μητροπολίτη Δυρραχίου, Μητροπολίτη Μαυροβουνίου, Αρχιμανδρίτη Σκριμπάν και καθηγητή Αντωνιάδη να προσπαθούσαν να τοποθετηθούν πάνω στο ζήτημα αυτό. Από τη μία, θεώρησαν ότι έπρεπε να τηρηθεί η απαγόρευση του να μην τελείται το Πάσχα των Ορθοδόξων την ίδια ημέρα με των Ιουδαίων, δηλαδή τη πρώτη πανσέληνο, και από την άλλη υποστήριζαν πως δεν ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τους Εβραίους, όπως και ότι κανένας κανόνας δεν υπήρχε που να εμπόδιζε τον εορτασμό του Πάσχα μετά τη πανσέληνο. Ο Αρχιεπίσκοπος Κισνοβίου, αναφερόμενος στην απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στον 7ο αποστολικό κανόνα, στην επιστολή του Μ. Κωνσταντίνου προς τους επισκόπους και στον α΄ κανόνα της Αντιοχείας, υποστήριξε τις κανονικές διατάξεις που απαγόρευαν τον εορτασμό του νομικού και χριστιανικού Πάσχα μαζί. Ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου ήρθε, έπειτα, και συμπλήρωσε τη συζήτηση για το ημερολόγιο, φανερώνοντας τον σκοπό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου που ήταν οι χριστιανοί και οι Ιουδαίοι να γιορτάζουν μαζί το Πάσχα ενωμένοι και όχι χώρια. Γι’αυτό το ζήτημα τοποθετήθηκαν πολλές απόψεις οι οποίες δεν συμφωνούσαν πάντα. Μία από αυτές ήταν του Αρχιμανδρίτη Παγκρατίου η οποία ήρθε σε σύγκρουση με του Μητροπολίτη Μαυροβουνίου. Ο πρώτος, λοιπόν, υποστήριξε πως αν οι χριστιανοί γιορτάσουν το Πάσχα μετά τους Ιουδαίους, τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία θα απομακρυνόταν από τις υπόλοιπες χριστιανικές Εκκλησίες, πράγμα το οποίο δεν επιθυμούσε το Συνέδριο. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η ανάγκη για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα αυτό το οποίο απασχολούσε το ορθόδοξο σύνολο.
Η Συνεδρίαση, έπειτα, έλαβε άλλη τροπή με ένα ακόμη μείζων θέμα της εποχής, την ένωση όλων των Εκκλησιών και ιδιαιτέρως της Ορθοδόξου με την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο Επίσκοπος τέως Οξφόρδης κ. Gore έθεσε το ζήτημα αυτό επειδή επιθυμούσε να φανερώσει σε όλους το σκοπό του Ιησού Χριστού, που δεν ήταν άλλος, από την ίδρυση μιας κοινής εκκλησιαστικής κοινωνίας και ενότητας. Έδειξε τους λόγους της φιλίας και της αγάπης της Αγγλικανικής Εκκλησίας προς την Ορθόδοξη, αποδεχόμενος τις λιγοστές πράξεις τους για ένωση. Παρ’ όλα αυτά τα βήματα είχαν αρχίσει, με πρώτο, την επιθυμία όλων για ένωση και με δεύτερο, την αλλαγή του ημερολογίου».




ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ



0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top