6. Καὶ ἀκόμη
πράγματι στὰ διορισμένα ὁριστικῶς καὶ ὄχι προστακτικῶς ὑπὸ τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου,
πρέπει νὰ λεχθεῖ καὶ ἐκεῖνο, ὅτι ἐὰν κά-ποιος πῆγε νὰ συνταχθεῖ μὲ τὸ συνέδριο τῶν
ἀποστατῶν, ἔχει μὲν ἀφορισθεῖ ὑπ’ αὐτῆς ἤδη καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχει καὶ τίποτα δὲν
μπορεῖ νὰ πράξει, ἀλλὰ ὄχι ὅμως καὶ ἐὰν θὰ συνταχθεῖ στὸ μέλλον, ἔχει ἤδη ἀφορισθεῖ
ὑπ’ αὐτῆς (διότι ἀναφέρεται καὶ στὰ δύο χωριστά), ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ θὰ συγκληθεῖ στή
σύνοδο κατὰ τὴν ἐποχή του καὶ βέβαια γιὰ τὴν ὑπόθεσή του, θὰ ὑποβληθεῖ σὲ ἔκπτωση
ὄχι μόνο τοῦ βαθμοῦ του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία. Ἐὰν ὅμως
δὲν διαχωρίσεις ὁπωσδήποτε καὶ χρονικὰ καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα τὴν ἔκβολή, θὰ συνυπάρχουν
καὶ οἱ δύο μαζί, καὶ ὁ συνταχθεὶς λέγω καὶ ὁ μέλλων νὰ συνταχθεῖ, καὶ ἀφορισμένοι
καὶ μὴ ἀφορισμένοι, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ὡς ἤδη ἀπὸ τώρα ἀνενέργητοι, ἀπὸ τὸ ἄλλο,
ὡς ὑποκείμενοι πάλι σὲ ἀφορισμό· τῶν ὁποίων οἱ ἀφορισμοί εἶναι ἀδύνατο νὰ συναληθεύουν
ταυτόχρονα καὶ οἱ δύο, ὡς ἀντιφάσκοντες μεταξύ τους, ἀφοῦ δὲν διαχωρίσθηκαν ὅπως
ἔχει λεχθεῖ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ
πα’ τῆς ΣT’ Οἰκουμενικῆς λέγει, «καὶ ἡμεἶς κυροῦντες τὰ παρὰ τῶν
ἁγίων Πατέρων ἡμῶν πρὶν εὐσεβῶς νομοθετήσαντα, ἀναθεματίζομεν τοὺς ἔτι μετὰ τὸν
παρόντα ὅρον παραδεχομένους τὴν τοιαύτην (αἱρετικὴν) φωνὴν ἑπ’ ἐκκλησίας». Βλέπεις
λέγει ὅτι ἀναθεματίζει ἀμέσως; Ἢ μήπως ὅτι ἰσχύει γιὰ τὴν ἀπόφαση, δὲν ἰσχύει καὶ
γιὰ τὴν ποινή; Διότι προσεχῶς ἐπιφέρει: «καὶ εἰ μὲν ἱερατικὸς ἀπογυμνοῦσθαι,
τοῦτον τῆς ἱερᾶς ἀξίας προστάσσομεν». Ἐὰν γι’ αὐτὰ λοιπὸν ἀναθεμάτισε ἁμέσως
καὶ καθαίρεσε πρὸ δίκης (τὸν μέλλοντα νὰ παραδεχθεῖ τὴν «τοιαύτην φωνήν»), πῶς πάλι
προστάσσει τοὺς μετέπειτα ἀπὸ τὴν ΣΤ’ Οἰκουμ. σύνοδο, ζώντες ἐπισκόπους νὰ καθαιρέσουν
ὁπωσδήποτε τὸν ἤδη καθαιρεμένον, ἐὰν δὲν παραληφθεῖ, ἡ μὲν προσταγὴ (ὡς ἐντολή ἀπὸ
τὴν προστακτικὴ ἰδιότητα τῆς ἀποφάσεως τοῦ κανόνα), ἡ δὲ καθαίρεση (ὡς πράξη τῆς
δίκης ὑπὸ τῶν ζώντων ἐπισκόπων), ἀπὸ τὴν ποινὴ ποὺ ὁρίζει ὁ κανόνας;
Ἀλλ’ ἡ Ζ΄
Οἰκουμενικὴ σύνοδος λέγει (ὁ ἱεροκατήγορος), τοὺς κανόνες τῶν πρὸ αὐτῆς συνόδων
ἐπισφραγίσασα μὲ τὸν α’ κανόνα της, αὐτοὺς τοὺς ὁποίους καθαιροῦν ἐκεῖνοι λέγει,
καθαιροῦμε καὶ ἐμεῖς. Ἀλλ’ ὅμως τὸ «καθαιροῦσιν», δὲν εἶναι προστακτικό, ἀλλὰ ὁριστικό,
ἑπομένως καὶ τὸ προστακτικὸ ὕφος τῶν κανόνων ἔχει δύναμη ὁριστική.
Καὶ ἀκόμη
δύναμη ὁριστικὴ ὅτι ἔχει συμφωνοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὅμως καὶ ἐνέργεια, ἀφοῦ δὲν ἔγινε
ἀκόμη ἡ καθαιρετικὴ πράξη· διότι εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ ἔλεγε: αὐτοὺς τοὺς ὁποίους
προστάζουν ἐκεῖνοι νὰ καθαίρονται, τοὺς ἴδιους προστάζουμε καὶ ἐμεῖς νὰ καθαίρονται.
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς
λέγει, κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, οὔτε ἔχει ἀνάγκη δικαστοῦ, οὔτε χρειάζεται βοηθοὺς
γιὰ νὰ τιμωρήσει, ἕνεκα τῆς παραβάσεως τῶν θείων νόμων αὐτοῦ ὑπὸ τῶν ἱερέων, καταφρονούντων
τὴν σωφροσύνη, ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο πλημμέλημα τολμήσουν νὰ πράξουν· ἐὰν ὅμως συμβαίνει
τοῦτο, τότε οὔτε καὶ μεσίτης χρειάζεται γιὰ τὴν καθαίρεση τούτων.
Ἢ ὅτι δὲν
ἔχει ἀνάγκη μέν, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνεις ὑπηρέτης τούτου (καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξει θύραν
θείου ζήλου) γιὰ νὰ μὴν περιπέσεις (καὶ ἐσὺ) στὰ ἴδια παραπτώματα καὶ νὰ γίνεις
περισσότερο σώφρων μὲ τὴν ἀγανάκτηση ἐκ τῆς παρανομίας τοῦ συνανθρώπου σου, καὶ
γιὰ νὰ φανερώσεις μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸ φιλόθεον τῆς γνώμης σου. Καθόσον ἐὰν ἁμαρτάνει
ὁ συνάνθρωπός σου παρέρχεσαι αὐτὸν καὶ δὲν θέλεις νὰ τὸν ἐλέγξεις οὔτε νὰ τὸν λυπηθεῖς,
κάνεις τὴν ψυχή σου πιὸ ράθυμη καὶ εὔκολη στὴν πτώση καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς περιπίπτεις
στὰ ἴδια ἁμαρτήματα· καὶ ἐκεῖνον ἐπίσης ζημιώνεις ὄχι ὀλίγα, μὲ τὴν παράκαιρη αὐτὴ
συγχώρεση καὶ κάνεις πιὸ δύσκολη τὴν ἀπολογία τῶν εὐθυνῶν αὐτοῦ στὴ μέλλουσα κρίση,
καὶ τὸν παρασκευάζεις πιὸ ράθυμο πρὸς τὰ παρόντα ἔργα τῆς ἀρετῆς.
Ἑπομένως λοιπὸν
θέλων (ὁ Θεὸς) νὰ γίνεις ὑπηρέτης τούτου, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν θέλει νὰ τιμωρεῖ
χωρὶς ἐσένα· διότι ὡς γνωστὸν δὲν ὥρισε ματαίως γιὰ τὴν καθαίρεση ἐπισκόπου μέν,
δώδεκα καὶ τὸν δικό του μητροπολίτη, πρεσβυτέρου δέ, ἕξι, καὶ διακόνου τρεῖς ἐπισκόπους,
καὶ τῶν ἄλλων κληρικῶν μόνο τὸν ἐπίσκοπό τους, ὁπότε παρερχομένου σου τοῦ πλησίον
καὶ μὴ θέλοντός σου νὰ τὸν ἐξετάσεις, οὔτε ἀπὸ τώρα τιμωρεῖ κατὰ τοὺς νόμους του
καὶ ἀποταμιεύεις λέγει, στὸν παραβαίνοντα γιὰ τὸ μέλλον πιὸ σκληρὲς τὶς εὐθύνες
του· καθότι λέγει, διώρισε ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία «μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην
ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὥρα εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ὅπως (λέγουν)
γιὰ τὴν καθαίρεση, ἔτσι νὰ γίνεται αὐτομάτως καὶ αὐτὴ ἡ χειροτονία, ἀφοῦ τὸ λέγουν
οἱ κανόνες, ὅπως γιὰ παράδειγμα, κληρικὸς ὅταν συλλαμβάνεται γιὰ κάτι τὸ ὁποῖο ἔχει
ἀπαγορευθεῖ, νὰ καθαιρεῖται, ἔτσι καὶ τό, ἐπίσκοπος μέν, ὑπὸ τριῶν «χειροτονείσθω»,
οἱ δὲ λοιποὶ κληρικοὶ ὑπὸ ἑνός· ἐφ’ ὅσον καὶ ἐπὶ τῆς καθαιρέσεως καὶ ἐπὶ τῆς χειροτονίας
τοποθετεῖται προστακτικὸ ρῆμα· καὶ ἐξ ἀνάγκης ἐκ τῶν δύο ἰσχύει ἢ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο,
δηλαδὴ ἢ νὰ γίνεται αὐτομάτως καὶ ἡ χειροτονία ἢ καὶ ἡ καθαίρεση ὄχι ἄμεσα. Ἀλλὰ
ἐπειδὴ ὅπως οἱ χειροτονούμενοι χρειάζονται καὶ τοὺς ἐκλέγοντες καὶ τοὺς χειροτονοῦντες,
παρομοίως καὶ οἱ ἀποχειροτονούμενοι καὶ τοὺς ἐξετάζοντες καὶ τοὺς καθαιροῦντες,
χωρὶς τῶν ὁποίων δὲν γίνονται πράξη τὰ προσταχθέντα.
Καὶ βέβαια τοιουτοτρόπως ἔχοντες ἀπαντήσει πρὸς αὐτούς, πιστεύουμε ὅτι δὲν
ἀπέμεινε καμμία προσφυγὴ στοὺς ἱεροκατηγόρους, οὔτε γενικὰ πρόφαση στὸ νὰ φρονοῦν,
ὅτι καὶ πρὸ τῆς ἰδιαιτέρως γινομένης ἐκκλησιαστικῆς δίκης, οἱ διὰ χρημάτων πρὸς
τὰ τῆς ἱερωσύνης αὐθαδιάζοντες, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ δίνουν ἢ καὶ νὰ λαμβάνουν, ἔχουν
καθαιρεθεῖ.
ΠΗΓΗ: Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ''ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ'', απόδοση-επιμέλεια Δαμιανός μοναχός
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου