Από τον 12ο αιώνα, είναι γνωστό το
“Λόγος περί ψευδοποιμένων” και αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο[1].
“Είπαμε ότι όταν οι ποιμένες γίνονται λύκοι, τότε πρέπει τα πρόβατα να
ποιμαίνουν πρόβατα και σε ημέρα πείνας
να χορτάσουν. Είπαμε: πλησιάζει ο θάνατος την ώρα που δεν υπάρχει επίσκοπος
ούτε διδάσκαλος· και αν ακόμη διδάξει σωστά ένας απλός άνθρωπος, κι αυτό είναι
καλό. Είναι καλό να εννοηθεί με μια παραβολή: αν κάποτε στρατός πήγαινε σε
κάποια πόλη και κάποιος απλός άνθρωπος φώναζε: “Άνθρωποι, τρέξτε στην πόλη,
στρατός έρχεται εναντίον σας!” Όσοι ήταν συνετοί θα άκουγαν, θα έτρεχαν στην
πόλη και θα γλίτωναν το κακό, ενώ οι ασύνετοι θα έλεγαν: “δεν είναι άνδρας του
πρίγκιπα αυτός που μιλά, δεν τρέχουμε στην πόλη”. Όταν έφθανε ο στρατός, θα
τους σκότωνε και θα αιχμαλώτιζε τους υπόλοιπους... Καταλάβετε λοιπόν, αδελφοί,
πώς είναι σήμερα: πολεμιστές είναι οι δαίμονες και διδάσκων επίσκοπος δεν
υπάρχει για να διδάξει πώς να ξεφύγουμε το κακό. Γιατί ο αιώνας αυτός είναι
σύντομος, ενώ η κόλαση μακρά, και το τέλος κοντά, και ο οδηγός δεν υπάρχει,
δηλαδή ο διδάσκαλος. Οι διδάσκαλοί μας γέμισαν πλούτη και τυφλώθηκαν, ώστε πια
ούτε οι ίδιοι διδάσκουν ούτε επιτρέπουν σε άλλους. Γι’ αυτούς είπε ο προφήτης:
«πάχυνε η καρδιά αυτού του λαού, με τα αυτιά τους δύσκολα ακούουν, τα μάτια
τους έκλεισαν και δεν θέλουν να δεχθούν τη σωστική σοφία, αλλά μισούν κι
εκείνους που τη δέχονται. Και οι ίδιοι έγιναν εχθροί της σωτηρίας τους...» Από
πού λοιπόν μπήκε μέσα μας η άγνοια; Φανερό είναι πως από την έλλειψη σεβασμού
προς τα βιβλία! <...> Σ’ αυτούς λοιπόν σήμερα ταιριάζει να ειπωθεί:
αλλοίμονο σε σας, τυφλοί οδηγoί, που δεν διδαχθήκατε σωστά και δεν στεριωθήκατε
στη γνώση των βιβλίων, που στολίζεστε με ρούχα και όχι με βιβλία, που
εγκαταλείπετε τον λόγο του Θεού και υπηρετείτε την κοιλιά σας, των οποίων θεός
είναι η κοιλιά και η δόξα, εσείς που παίρνετε από τα πρόβατα το μαλλί και το
γάλα, αλλά δεν ποιμαίνετε τα πρόβατά μου”.
Τον 16ο αιώνα ο όσιος Μάξιμος ο
Γραικός μιλά ακριβώς με τον τόνο με τον οποίο οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
μιλούσαν για τον Ισραήλ:
“Η αιφνίδια καταστροφή του περίλαμπρου και
κραταιότατου ελληνικού βασιλείου, που το έφθασε πριν από λίγα χρόνια η δίκαιη
οργή Μου, ας σας οδηγήσει να σταματήσετε να Με προκαλείτε, αν δεν θέλετε να
υποστείτε το ίδιο. Θυμηθείτε πόσο ωραία ψαλμωδία, με πόσο αρμονικό ήχο καμπανών
και με πόσα ευώδη θυμιάματα τελούνταν εκεί καθημερινά· πόσες αγρυπνίες
τελούνταν κατά τις εορτές και τις μεγάλες πανηγύρεις· τι ωραίοι, υψηλοί και
θαυμαστοί ναοί ανεγείρονταν για Μένα εκεί και πόσα αποστολικά και μαρτυρικά
λείψανα φυλάσσονταν μέσα τους, που ανέβλυζαν άφθονες πηγές ιάσεων· τι θησαυροί
ύψιστης σοφίας και κάθε γνώσης φυλάσσονταν εκεί. Και τίποτε από όλα αυτά δεν
τους ωφέλησε, γιατί “τη χήρα και τον ορφανό τους εξόντωσαν και τον ξένο τον
σκότωσαν”, όπως είναι γραμμένο (Ψαλμ. 93, 6). Αφήνοντας την ελπίδα στην
ευσπλαχνία Μου, τα απέδωσαν όλα στα άστρα· νικημένοι από τη φιλαργυρία, μίσησαν
κάθε νόμο δικαιοσύνης, δικαιώνοντας με δωροδοκία κάθε άδικο· επίσης ανέβαζαν
στους ιερούς βαθμούς όχι αυτούς που άξιζαν, αλλά όποιον πρόσφερε το μεγαλύτερο
δώρο, αυτόν έβαζαν διδάσκαλο πάνω στον λαό Μου. Φοβηθείτε λοιπόν αυτό το
παράδειγμα! Σταματήστε την ανομία! Με τι λατρεία μπορείτε να Με ευαρεστήσετε;
Βλέποντάς Με σε εικόνα, στολίζετε την εικόνα Μου με χρυσό στέμμα, αλλά Εμένα
τον ίδιο, που κατοικώ ανάμεσά σας, Με αφήνετε να χάνομαι από την πείνα και το
κρύο, ενώ εσείς τρέφεστε πλούσια και μεθάτε και στολίζεστε με διάφορα ενδύματα.
Δώσε Μου αυτό που έχω ανάγκη! Δεν ζητώ χρυσό στέμμα, γιατί ο στολισμός Μου και
το στεφάνι που Μου αρμόζει είναι το να επισκέπτεσαι τους φτωχούς, τους ορφανούς
και τις χήρες και να τους παρέχεις αρκετή τροφή. Τι χαρά μπορεί να Μου
προσφέρει η μελωδική σας ψαλμωδία, όταν ενώνεται με τα κλάματα και τους
στεναγμούς προς Εμένα εξαιτίας της μεγάλης πείνας των φτωχών Μου;”[2].
Σε μια παραβολή ο όσιος Μάξιμος συναντά σε μια
ερημική και θλιμμένη τοποθεσία μια γυναίκα ονόματι Βασιλεία, δηλαδή το
Βασίλειο, και ακούει από αυτήν:
“Αυτός
ο έρημος δρόμος είναι εικόνα του σημερινού τελευταίου, ολέθριου αιώνα, καθώς
στερήθηκε ήδη ευσεβών βασιλέων και ερημώθηκε από τους ζηλωτές του ουράνιου
Πατέρα μου, διότι όλοι τώρα ζητούν τα δικά τους και όχι τα του Θεού, όχι εκείνα
που θα Τον δοξάσουν με καλά έργα, αγαθοεργίες και αγώνα εναντίον εκείνων που
αδιάκοπα προσπαθούν να σβήσουν από το πρόσωπο της γης την αληθινή πίστη στον
Θεό· φροντίζουν μόνο για την αύξηση των ορίων της εξουσίας τους και γι’ αυτό
εξοπλίζονται εχθρικά ο ένας εναντίον του άλλου, αδικούν ο ένας τον άλλον,
χαίρονται για το αίμα που χύνεται από τις δυο πλευρές των πιστών· με την
πονηριά τους κατασκευάζουν ο ένας εναντίον του άλλου διάφορες συκοφαντίες, σαν
θηρία. Και αυτό που περισσότερο με ρίχνει στην τελική οδύνη είναι ότι δεν έχω
πια εκείνους τους υπερασπιστές που είχα άλλοτε, που θα με υπερασπίζονταν από
ζήλο Θεού και θα διόρθωναν όσους ενεργούν αυθαίρετα. Δεν έχω τον μεγάλο
Σαμουήλ, τον ιερέα, που τόλμησε να αντιταχθεί εναντίον του Σαούλ, ο οποίος Με παράκουσε· δεν έχω τον θαυμαστό Αμβρόσιο,
τον αρχιερέα του Θεού, που δεν φοβήθηκε τη βασιλική εξουσία του Μεγάλου
Θεοδοσίου· δεν έχω τον Μέγα Βασίλειο, που με τη σοφία της διδασκαλίας του έφερε
τρόμο στον διώκτη Ουάλη· δεν έχω τον μεγάλο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που
αποκάλυψε την φιλαργυρία και την απληστία της βασίλισσας Ευδοξίας. Στερημένη
από τέτοιους υπερασπιστές και ζηλωτές, δεν είναι δίκαιο να μοιάζω με χήρα και
να κάθομαι στον έρημο δρόμο αυτού του καταραμένου αιώνα;”[3]
Στα τέλη του 17ου αιώνα ο Έλληνας κήρυκας Ηλίας Μηνιάτης βλέπει την ποίμνη του και θυμάται τον Διογένη, που στο
καταμεσήμερο με αναμμένο φανάρι έψαχνε στην αγορά για άνθρωπο.
“Μου
είναι βαρύ να κάνω τη σύγκριση, αλλά πρέπει να πω την αλήθεια. Την ώρα που, σαν
ήλιος στο μεσημέρι, λάμπει η ορθοδοξία, ανάβω κι εγώ το λυχνάρι του ευαγγελικού
κηρύγματος, μπαίνω στην εκκλησία και αναζητώ χριστιανό. Θέλω να βρω έστω και
έναν σε μια πολυάνθρωπη χριστιανική πόλη, αλλά δεν βρίσκω. Χριστιανό ζητώ, χριστιανό!
Πηγαίνω από μέρος σε μέρος για να τον βρω. Τον ζητώ στις πλατείες, ανάμεσα
στους άρχοντες, αλλά βλέπω εκεί μόνο μια ματαιόδοξη αυτοπεποίθηση. Δεν υπάρχει
χριστιανός! Τον ζητώ στα παζάρια, ανάμεσα στους εμπόρους, αλλά βλέπω μόνο
ακόρεστη απληστία. Δεν υπάρχει χριστιανός! Τον ζητώ στους δρόμους, ανάμεσα
στους νέους, και βλέπω ακραία διαφθορά. Δεν υπάρχει χριστιανός! Βγαίνω έξω από
τα τείχη της πόλης και τον ζητώ ανάμεσα στους χωρικούς, αλλά βλέπω όλη την
απάτη του κόσμου. Δεν υπάρχει χριστιανός... Θα ήθελα να ανέβω στα παλάτια των
αρχόντων και των ισχυρών για να δω μήπως υπάρχει εκεί χριστιανός, αλλά δεν
τολμώ, φοβάμαι... Όλοι οι κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και φτωχοί, άνδρες,
γυναίκες και παιδιά, νέοι και γέροντες, παρέκλιναν από την πίστη, έφθασαν να
ζουν με άθλιο τρόπο και δεν υπάρχει ούτε ένας που να ζει σύμφωνα με την πίστη.
Χριστιανοί, που ακούτε αυτά χωρίς δάκρυα! Αν δεν θέλετε να κλάψετε από συντριβή,
κλάψτε από ντροπή!”[4]
Ο Άγιος
Δημήτριος του Ροστόφ εκφωνεί κήρυγμα την Κυριακή των Μυροφόρων και θυμάται τα
λόγια που είπε ο άγγελος στις γυναίκες δίπλα στον τάφο του αναστημένου Σωτήρα
(«Ανέστη, δεν είναι εδώ!»):
«Πού
λοιπόν βρίσκεται ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του; Βεβαίως, είναι παντού ως
Θεός, αλλά δεν βρίσκεται παντού με τη χάρη Του… Μήπως είναι στους ναούς που
ανεγέρθηκαν προς τιμήν Του; Όχι, ο άγιος οίκος Του έγινε σπήλαιο ληστών.
Μαζεύονται οι άνθρωποι στην εκκλησία τάχα για προσευχή, και την ίδια ώρα
αργολογούν για αγοραπωλησίες, για πόλεμο, για συμπόσια, κατακρίνουν άλλους,
κοροϊδεύουν τον πλησίον, συντρίβουν με υβριστικά λόγια το καλό τους όνομα.
Άλλοι, στεκόμενοι στον ναό, τάχα προσεύχονται με τα χείλη, ενώ στον νου τους
σκέφτονται την οικογένεια, τον πλούτο, τα μπαούλα, τα χρήματα. Άλλος
αποκοιμιέται όρθιος μέσα στην εκκλησία, κι άλλος συλλογίζεται την κλοπή, τον
φόνο, τη μοιχεία ή σχεδιάζει εκδίκηση κατά του πλησίον. Τυχαίνει μάλιστα να
βλέπει κανείς και κληρικούς μεθυσμένους, να φιλονικούν μεταξύ τους, να
βλασφημούν και να δέρνονται μέσα στο ιερό. Όχι, αυτό δεν είναι ναός του Θεού,
αλλά σπήλαιο ληστών· η χάρη του Θεού διώχνεται από τον άγιο τόπο όπως η μέλισσα
κυνηγημένη από τον καπνό. Κάποτε ο Κύριος με το μαστίγιο έδιωξε από την
εκκλησία εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν. Τι θα γινόταν αν ερχόταν τώρα ορατά
στον άγιο ναό Του με αυτό το μαστίγιο; Αλλά όχι, Κύριε, πέρασε πια ο καιρός που
Εσύ έδιωχνες τους ασχημονούντες από τον ναό· τώρα ήρθε ο δικός μας οικτρός
καιρός· πλέον εμείς Σε διώχνουμε· τώρα μπορεί να ειπωθεί για τον ναό του
Κυρίου: δεν είναι εδώ ο Θεός· ήταν, αλλά έφυγε. Ανέστη, δεν είναι εδώ…
Πολλοί είναι βαπτισμένοι και φωτισμένοι με την αληθινή πίστη, αλλά λίγοι στους
οποίους θα κατοικούσε ο Κύριος ως σε δικό Του ναό· και ο κλέφτης είναι
βαπτισμένος, και ο ληστής, και ο κακοποιός, και ο μοιχός, και κάθε κακούργος
είναι φωτισμένος με την ορθόδοξη πίστη, μα μη ζητήσεις να βρεις τον Χριστό μέσα
του: δεν είναι εδώ. Ίσως κάποτε, στα παιδικά του χρόνια, να ήταν ο Χριστός μέσα
σ’ αυτόν τον κλέφτη, αλλά όταν μεγάλωσε, ο Χριστός έφυγε από αυτόν. Ανέστη, δεν
είναι εδώ! Άλλος φαίνεται εξωτερικά ενάρετος, ευσεβής: είναι εκκλησιαστικός,
νηστευτής, φιλεύσπλαχνος, ασκητικός… Μα όλα αυτά είναι υποκρισία. Μην Τον
αναζητείς μέσα του. Δεν είναι εδώ! Δύσκολο είναι να βρει κανείς πολύτιμο
μαργαριτάρι στα βάθη της θάλασσας, χρυσάφι και ασήμι στα έγκατα της γης· αλλά
ακόμη δυσκολότερο είναι να βρει τον Χριστό να κατοικεί μέσα στους ανθρώπους.
Πολλοί από εμάς είναι χριστιανοί μόνο κατ’ όνομα, ενώ ζουν σαν τα ζώα, σαν τους
χοίρους. Με το σημείο του σταυρού προφυλασσόμαστε, ενώ τον Χριστό τον
σταυρώνουμε με τα αισχρά μας έργα.
Ας
κοιτάξουμε τον υψηλόβαθμο κληρικό και ας τον ρωτήσουμε: με ποια πρόθεση και
επιθυμία έφθασες στον βαθμό σου; Για τη δόξα και την τιμή του Θεού ή για τη
δική σου δόξα και τιμή; Για την απόκτηση των ανθρωπίνων ψυχών προς σωτηρία ή
για την απόκτηση δικών σου πλούτων; Αληθινά, δεν θα βρισκόταν κάποιος που θα
είχε φθάσει σε αυτό το αξίωμα όχι για το καλό των ανθρώπων, αλλά για τη δική
του ωφέλεια. Δεν ήρθε να υπηρετήσει τη σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών, αλλά για να
τον υπηρετούν οι κατώτεροί του. Ας κοιτάξουμε τους κατώτερους κληρικούς, τους
ιερείς και τους διακόνους, και ας ρωτήσουμε τον καθένα: τι σε έφερε στον ιερό
βαθμό; Η επιθυμία να σώσεις τον εαυτό σου και τους άλλους; Όχι, ήρθες εδώ για
να θρέψεις τον εαυτό σου, τη γυναίκα και τα παιδιά σου. Αναζήτησες τον Ιησού
όχι για τον Ιησού, αλλά για μια μπουκιά ψωμί. Άλλος, αφού πήρε τα κλειδιά της
γνώσης, ούτε ο ίδιος μπαίνει ούτε αφήνει τους άλλους να μπουν, κι άλλος ούτε
καν πήρε τα κλειδιά της γνώσης. Δεν καταλαβαίνει τίποτε: τυφλός οδηγεί τυφλούς
και μαζί πέφτουν στον λάκκο. Δύσκολα θα βρούμε εδώ τον Χριστό: δεν είναι εδώ!
Ίσως πρέπει να Τον αναζητήσουμε στα μοναστήρια; Μα κι αυτά όλα έχουν χαλάσει.
Τίποτε δεν έμεινε. Μήπως στον λαό πρέπει να αναζητήσουμε τον Χριστό; Μα πού
αλλού υπάρχει περισσότερη κλεψιά παρά στον λαό; Κι αν υπάρχουν μέσα στον λαό
κάποιοι καλοί άνθρωποι, και αυτοί από τις δουλειές και τις πιέσεις έχουν
ξεχάσει τον Θεό και έχουν απομακρυνθεί από την προσευχή. Μήπως πρέπει να Τον
αναζητήσουμε στους μεγάλους της κοινωνίας, στους άρχοντες και στους δικαστές;
Μα σε αυτούς δεν υπάρχει πρόσβαση και μέσα τους δύσκολα υπήρξε ποτέ ο Χριστός·
στους κακούς μας καιρούς και η αλήθεια είναι λιγοστή και το έλεος δεν υπάρχει,
και όπου δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε έλεος, μην αναζητάς τον Χριστό: δεν
είναι εδώ! Πού λοιπόν να Τον βρούμε; Μένει να θρηνήσουμε μαζί με τη Μαγδαληνή,
που λέει: “σήκωσαν τον Κύριο από τον τάφο και δεν ξέρω πού Τον έβαλαν”. Οι
αμαρτίες μας πήραν από εμάς τον Κύριό μας και δεν ξέρουμε πού να Τον
αναζητήσουμε.
Κάποιος ίσως πει: “Ο Κύριος είναι μαζί μου και εγώ μαζί Του, εγώ πιστεύω σε
Αυτόν, προσεύχομαι σε Αυτόν και Τον προσκυνώ”. Και τι από αυτό, ότι Τον
προσκυνάς; Τον προσκυνούσαν και εκείνοι που κατά το εκούσιο πάθος Του έγερναν
τα γόνατα μπροστά Του και ύστερα Τον χτυπούσαν στο κεφάλι με το καλάμι. Εσύ
προσκυνάς τον Χριστό και χτυπάς τον Χριστό, γιατί κακοποιείς και βασανίζεις τον
πλησίον σου, τον καταδυναστεύεις και τον ληστεύεις, του παίρνεις άδικα την
περιουσία· προσεύχεσαι στον Χριστό και Του φτύνεις στο πρόσωπο, βγάζοντας από
το στόμα σου αισχρά λόγια, κατηγορώντας και κατακρίνοντας τον πλησίον σου».
«Ω
τι ακατανόμαστος και άθλιος καιρός ο δικός μας! Οι ιερείς αμελούν, και ο λαός
πλανάται· οι ιερείς δεν διδάσκουν, και ο λαός μένει απαίδευτος· οι ιερείς δεν
κηρύττουν τον λόγο του Θεού, και ο λαός δεν θέλει ούτε να ακούσει. Από
αμφότερες τις πλευρές τα πράγματα είναι άσχημα· οι ιερείς είναι μωροί, και ο
λαός ανόητος· τυφλοί οδηγούν τυφλούς, και μαζί θα πέσουν στον λάκκο».
«Μερικοί ιερείς, μετά το χθεσινό
μεθύσι, χωρίς να έχουν απαλλαγεί από τον πονοκέφαλο, και χωρίς να έχουν
ετοιμαστεί για την ιερουργία, τολμούν να λειτουργούν. Άλλοι πάλι, κακοήθεις,
μέσα στην εκκλησία και στο άγιο Βήμα ξεστομίζουν αισχρά, βρίζοντας με λόγια
άσεμνα».
«Οι
κληρικοί διαβάζουν και ψάλλουν απρόσεκτα, οι ιερείς με τους διακόνους μέσα στο
ιερό Βήμα βλασφημούν, και καμιά φορά μάλιστα δέρνονται».[5]
[1] (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) Τ. 8.βιβλίο1, 2. σσ. 695–715.
[2] Άγιος Μάξιμος ο Γραικός. Κήρυγμα XX. Σχετικά με το ποια εξομολόγηση πρέπει να φέρει ο Επίσκοπος στον Δημιουργό... // Έργα: Σε 3 μέρη. Λαύρα Αγίας Τριάδας του Αγίου Σεργίου, 1996. ΜΈΡΟΣ 1. Σελ. 165–167.
[3] Άγιος Μάξιμος ο Γραικός. Κήρυγμα XXVI. Στο οποίο οι αταξία και οι ανομίες των βασιλιάδων και των αρχών των πρόσφατων χρόνων παρουσιάζονται εκτενώς και με οίκτο // Σελ. 212–213.
[4] Κηρύγματα Ηλία Μηνιάτου Κεφαλλονίτη, 1902. Σελ. 115–117.
[5] Έργα Αγίου Δημητρίου
Ροστόφ, 1848, μέρος 2ο. σελ. 592, σελ. 214, σελ. 287. Μέρος 1, σελ. 213-214.

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου