Η εικόνα που περιγράφει ο όσιος Συμεών στο «Γενικές Νουθεσίες με έλεγχο προς όλους: βασιλείς, αρχιερείς, ιερείς, μοναχούς και λαϊκούς από το στόμα του Θεού» είναι ακόμη πιο θλιβερή:

«Και ανάμεσα στους επισκόπους υπάρχουν κάποιοι που υπερηφανεύονται υπερβολικά για τον βαθμό τους, ανυψώνονται πάντοτε πάνω από τους άλλους, θεωρώντας όλους τους ανθρώπους τιποτένιους και ταπεινούς.
Δεν είναι λίγοι οι επίσκοποι που στη ζωή τους είναι πολύ μακριά από την αξία του αξιώματος.
Δεν μιλώ για εκείνους των οποίων τα λόγια συμφωνούν με τη ζωή και τα έργα, και η ζωή τους αντανακλά τη διδασκαλία και τον λόγο, αλλά μιλώ για τους πολλούς εκείνους επισκόπους των οποίων η ζωή δεν μοιάζει καθόλου με τις νουθεσίες τους και που δεν γνωρίζουν τα φοβερά Μου μυστήρια, και κρατούν τον φλογερό Μου άρτο, τον περιφρονούν σαν κοινό ψωμί και νομίζουν πως βλέπουν απλώς ένα κομμάτι και απλώς τρώνε ψωμί, χωρίς καθόλου να μπορούν να δουν τη δική Μου αόρατη δόξα.
Έτσι, ανάμεσα στους επισκόπους είναι λίγοι οι άξιοι. Υπάρχουν πολλοί που φαίνονται υψηλοί κατά τον βαθμό, και με το παρουσιαστικό τους δείχνουν ταπεινοί μα είναι ψεύτικη ταπείνωση, αντίθετη, κακή, υποκριτική ταπείνωση.
Κυνηγώντας πάντοτε τον ανθρώπινο έπαινο, με περιφρονούν, τον Πλάστη όλης της κτίσης, σαν να ήμουν φτωχός, ευτελής και άσημος.
Παίρνουν το Σώμα Μου χωρίς αξία, θέλοντας να ξεπεράσουν όλους τους ανθρώπους, ενώ δεν έχουν το Ένδυμα της δικής Μου χάριτος, την οποία ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν απέκτησαν.
Απρόσκλητοι και τολμηρά μπαίνουν στον Ναό Μου, προχωρούν στα ανείπωτα παλάτια, όπου δεν είναι άξιοι ούτε απ’ έξω να κοιτάξουν.
Κι όμως Εγώ, ελεήμων, ανέχομαι την αναίδειά τους.
Αφού μπουν μέσα, Μου μιλούν σαν να είμαι φίλος: δεν θέλουν να φανούν δούλοι, αλλά φίλοι, και στέκονται εκεί χωρίς φόβο.
Χωρίς καθόλου να έχουν τη χάρη Μου, υπόσχονται μεσιτεία στους ανθρώπους,
ενώ οι ίδιοι είναι ένοχοι πολλών αμαρτιών.
Φορούν λαμπρά άμφια, μα φαίνονται καθαροί μόνο εξωτερικά· οι ψυχές τους είναι πιο βρώμικες κι από βάλτο, πιο φοβερές κι από θανατηφόρο δηλητήριο των κακούργων εκείνων που φαίνονται δίκαιοι...
Ιδιαίτερα οι επικεφαλής των επαρχιών, οι προεστώτες, πολλές φορές έχουν πριν από τη Θεία Κοινωνία συνείδηση καμένη, και έπειτα εντελώς καταδικασμένη.
Μπαίνοντας με θράσος στην αυλή τη Θεία, στέκονται αναίσχυντα στα άγια και φλυαρούν, χωρίς να Με βλέπουν...
Ναι, όλα όσα έγραψα είναι αλήθεια.
Και κάθε άνθρωπος που θέλει να το εξετάσει θα το δει από τα έργα μας, των ανάξιων ιερέων, και δεν θα βρει καμιά υπερβολή, αλλά θα αναγνωρίσει πως ο Θεός μέσω εμού μιλάει γι’ αυτά σε όλους.
Θα τα αναγνωρίσει όλα, αν βέβαια ο ίδιος δεν είναι ένας από εκείνους που τα κάνουν, και αν δεν προσπαθεί με αυτό το τέχνασμα να καλύψει τη δική του ντροπή· μα ωστόσο μπροστά σε όλους τους ανθρώπους και μπροστά στις ουράνιες δυνάμεις «όλα τα κρυφά του σκότους» ο Θεός θα τα κάνει φανερά.
Αλλά ποιος από εμάς, τους ιερείς, σήμερα καθάρισε πρώτα τον εαυτό του από τα πάθη και μόνο μετά τόλμησε να αναλάβει το ιερατικό αξίωμα;
Ποιος θα μπορούσε να πει με παρρησία ότι περιφρόνησε τη γήινη δόξα και έλαβε το ιερατικό αξίωμα μόνο για την ουράνια Θεία δόξα;
Ποιος αγάπησε τον Χριστό με όλη του την ψυχή και απέρριψε κάθε χρυσάφι και πλούτο;
Ποιος ζει μετρημένα και είναι ευχαριστημένος με τα λίγα;
Και ποιος δεν άρπαξε ποτέ κάτι ξένο;
Ποιον δεν βασανίζει η συνείδησή του για δωροδοκία;
Και ποιος δεν προσπάθησε με τη βοήθεια των δώρων να γίνει ο ίδιος ιερέας ή να κάνει άλλον, αγοράζοντας και πουλώντας τη χάρη και το ιερατικό αξίωμα;
Ποιος δεν ανέβασε στον βαθμό έναν ανάξιο φίλο, προτιμώντας τον αντί κάποιου άξιου;
Και ποιος δεν θέλησε να απονείμει τον επισκοπικό βαθμό σε φίλους του, ώστε σε ξένες επαρχίες να έχει παντού δύναμη και εξουσία;
Μα αυτό θεωρείται συνηθισμένο πράγμα και μάλιστα αμάρτημα ανύπαρκτο, από εκείνους που θέλουν να ανακατεύονται οπωσδήποτε σε όλες τις υποθέσεις των επαρχιών.
Και ποιος δεν έδωσε, κατ’ εντολή των αρχόντων, με την παράκληση κοσμικών, ηγεμόνων και πλουσίων, τον ιερατικό βαθμό σε κάποιον που δεν πρέπει και δεν είναι άξιος να είναι ποιμένας της Εκκλησίας;
Αληθινά, δεν υπάρχει κανείς στην εποχή μας από όλους αυτούς που να είχε καθαρή καρδιά, κανέναν που να μην τον βασανίζει η συνείδησή του γι’ αυτά, γιατί οπωσδήποτε έκανε κάτι από όσα ειπώθηκαν παραπάνω…
Έτσι θα γίνει και με εμάς, τους λειτουργούς της Εκκλησίας, που παίρνουμε χωρίς φόβο τα εκκλησιαστικά χρήματα για τις δικές μας ανάγκες, των συγγενών και γνωστών, χωρίς καμιά φροντίδα για τους φτωχούς και τους ενδεείς, χτίζοντας σπίτια, λουτρά και πύργους, μοναστήρια και κάστρα. Έτσι θα γίνει με όλους.
Όσοι συγκεντρώνουν προίκες, κάνουν γάμους, και καθόλου δεν αγαπούν τις εκκλησίες τους, ούτε τις φροντίζουν ούτε τις θυμούνται.
Για πολύ καιρό λείποντας μακριά από αυτές, ζουν σε άλλα κράτη και χώρες, και αφήνουν τις γυναίκες τους, χωρίς καμιά σκέψη, χωρίς καμιά φροντίδα.
Άλλοι από εμάς μένουν στον τόπο τους, αλλά όχι από αγάπη για τους ενορίτες και τον ναό, παρά μόνο για να ζουν από τα πλούσια εισοδήματα, ξοδεύοντάς τα σε κάθε είδους κακή ακολασία.
Και ποιος από εμάς, τους ιερείς, επιδιώκει να σώσει την ψυχή του, τη νύμφη του Χριστού;
Δείξε μου έστω έναν ανάμεσά μας  θα είμαι ευχαριστημένος και μόνο μ’ αυτό, πίστεψέ με!
Αλλά αλλοίμονο σε όλους μας ιερείς, μοναχούς, επισκόπους, κληρικούς.
Κι αν βρεθεί πουθενά κάποιος, που είναι μικρός ενώπιον των ανθρώπων αλλά μεγάλος ενώπιον του Θεού, που, γνωρισμένος από τον Θεό, δεν υποχωρεί στα πάθη, εμείς, σαν κακούργο, πάντοτε τον διώχνουμε από το μέσο μας και από τις συνάξεις μας, όπως οι άρχοντες και οι αρχιερείς απομάκρυναν τον Χριστό από τον Ναό.[1]»

Τα κανονικά μνημεία της ύστερης βυζαντινής εποχής σκιαγραφούν μια πολύ ζοφερή εικόνα της εκκλησιαστικής ανομίας: Τον 14ο αιώνα, ο Ματθαίος Βλάσταρης θρηνεί:

«Εδώ θα ήταν σκόπιμο να αναφωνήσουμε: αν δεις την ανομία, Κύριε, Κύριε, ποιος θα σταθεί, γιατί υπάρχει κανείς που δέχεται τη διαχείριση ενός έντιμου οίκου ή οποιασδήποτε υπηρεσίας στην Εκκλησία ή γίνεται κληρικός ή λαμβάνει ένα μοναστήρι για να το διαχειρίζεται χωρίς κάποια δωρεά; Και αν οι ιεροί κανόνες υποβάλλουν όλους αυτούς - τόσο αυτούς που δίνουν όσο και αυτούς που λαμβάνουν παράνομα - σε τιμωρίες, τότε ποια ελπίδα σωτηρίας υπάρχει για εμάς που δεν απομακρυνόμαστε από την κοινωνία μαζί τους»[2].

Ο Βαλσαμών θρηνεί:

«Δεν ξέρω αν υπάρχει κανείς που να λαμβάνει τη διαχείριση ενός φιλανθρωπικού οίκου ή μιας εκκλησιαστικής θέσης, ή γίνεται κληρικός, ή λαμβάνει ένα μοναστικό κελί 
χωρίς κανένα φιλοδώρημα».

Η ίδια αμαρτία αναφέρεται και στο «Πηδάλιο»:

«Η σιμωνία έχει πλέον τόσο βαθιά ριζώσει και ενεργείται σαν να θεωρείται αρετή, και όχι μια αποτρόπαια αίρεση. Σήμερα, όλοι οι κληρικοί λαμβάνουν τα πτυχία τους παράνομα, ζουν και πεθαίνουν παράνομα· επομένως, οι αλυσίδες της δουλείας γίνονται όλο και βαρύτερες»
.

 



[1] Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. ''Έρχου, Φως Αληθινό''. Επιλεγμένοι Ύμνοι. Σε στίχο μετάφραση από τα ελληνικά από τον Ηγούμενο Ιλαρίωνα (Αλφέγιεφ). Αγία Πετρούπολη, 2000, σελ. 167-176.

[2] Αλφαβητικό Σύνταγμα του Μ. Βλάσταρι. Συλλογή κατά αλφαβητική σειρά όλων των θεμάτων που περιέχονται στους ιερούς και θείους κανόνες. 1996. Σ. 443.



0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top