Όταν το πονηρό πνεύμα
θέλει να κρατήσει ένα άτομο μακριά από την Εκκλησία, το κάνει με ποικίλους
τρόπους. Μερικές φορές εμφυτεύεται στο μυαλό ενός ατόμου η σκέψη ότι η Εκκλησία
είναι ένας τόπος για άθλιους Φαρισαίους, άπληστους ανθρώπους και απατεώνες και
του υπαγορεύει το συμπέρασμα: «Καταλαβαίνεις και ο ίδιος, εσύ, ένας αξιοπρεπής
άνθρωπος, δεν έχεις θέση εκεί!»
Άλλες φορές ένα άτομο απομακρύνεται από την Εκκλησία με έναν εντελώς αντίθετο
συλλογισμό. Φαντάζεται την Εκκλησία ως μια σύναξη αγίων και μόνο αγίων (και η
αγιότητα νοείται ως απόλυτη απάθεια, αναμαρτησία και “αγγελική” πραότητα). «Εκεί
είναι τόσο πνευματικοί άνθρωποι — κι εγώ... όχι, δεν έχω θέση εκεί μέσα.» Έτσι,
μέσα του διαμορφώνεται μια υπερβολικά υψηλή, υπερβολικά εξιδανικευμένη αντίληψη
για τη ζωή της Εκκλησίας· κι ύστερα, όταν το βλέμμα του πέσει όχι καν σε κάποιο αμάρτημα, αλλά απλώς σε
κάποια καθημερινή, ανθρώπινη λεπτομέρεια της ζωής των εκκλησιασμένων ανθρώπων να το αποτέλεσμα: «Απογοητεύτηκα...»
Θυμάμαι κι εγώ ο ίδιος πόσο εξιδανικευμένες ήταν οι αντιλήψεις μου για τους
πιστούς την εποχή που ακόμη στεκόμουν στο κατώφλι της πίστης. Οι μοναχοί, νόμιζα, θα είναι όλοι ασκητές: τρώνε ένα πρόσφορο τη μέρα και το
βρέχουν με ένα κουταλάκι αγιασμό... Οι παπάδες δεν χρησιμοποιούν τουαλέτα... Οι σπουδαστές των ιερατικών σχολών περπατούν όλη μέρα με τα “χεράκια”
σταυρωμένα στο στήθος, σαν τα χερουβείμ στις καθολικές εικόνες... Και τότε μια
μέρα, ίσως για πρώτη φορά που επισκέπτομαι συνειδητά τη Λαύρα ως προσκυνητής,
βλέπω ξαφνικά έναν παχύσαρκο μοναχό στο δρόμο μου. Έκπληκτος, σκέφτομαι και λέω
«μα, καθόλου ασκητισμός!». Και τότε σαν να διάβασε τη σκέψη μου, γυρίζει και
μου λέει: «Ξέρεις γιατί έγινα τόσο παχύς; Γιατί, όταν ήμουν νέος, κατέκρινα
έναν χοντρό μοναχό!» (Πρέπει να σημειώσω ότι τότε ήμουν κι εγώ αρκετά
λεπτός...).
Αργότερα, μου διηγήθηκε ένας αρχιερέας ότι κι εκείνος από μια τέτοια απλή,
“καθημερινή” λεπτομέρεια λίγο έλειψε να μείνει εκτός ιερωσύνης.
Πήγε να δώσει εξετάσεις για το ιερατικό σεμινάριο, μπήκε κατευθείαν από το τρένο
στη λειτουργία του όρθρου και ξαφνικά βλέπει τον διάκονο, περιμένοντας τη δική
του εκφώνηση, να χασμουριέται. «Ε, όλα ξεκαθάρισαν! Τώρα βλέπω τι “προσευχόμενοι” και “άγιοι” είναι αυτοί εδώ!
Όλα υποκρισία και επίδειξη!» — πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του μελλοντικού
υποψηφίου. Και του χρειάστηκε πολύς κόπος για να συνειδητοποιήσει από πού
προερχόταν αυτός ο δήθεν “ευσεβής” λογισμός, να τον αποδιώξει και, τελικά, να
εισέλθει στον δρόμο της διακονίας της Εκκλησίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είδα και σε άλλους ανθρώπους πώς εργάζεται αυτός
ο πειρασμός.
Γινόταν συνέδριο δασκάλων της πόλης. Μετά τη διάλεξή μου, σηκώνεται μια δασκάλα
και λέει: «Μας μιλούσατε για τη “πνευματικότητα”. Ίσως να υπάρχει
πνευματικότητα, αλλά στη δική μας πόλη καθόλου. Να φανταστείτε: μπαίνω κάποτε
σε έναν ναό. Γινόταν κάποια λειτουργία σας εκεί και στη μέση στέκεται ο παπάς,
με τα χρυσά άμφια. Και φανταστείτε σκάλιζε τη μύτη του! Ε, τι είδους
“πνευματικότητα” είναι αυτή;!» Τα ’χασα. «με αποστόμωσε!» Ενώ ακόμη προσπαθούσα να βρω τι να απαντήσω, έρχεται
προς βοήθειά μου ένας σοφός και έμπειρος ιερέας, παίρνει από τα ψυχρά μου χέρια
το μικρόφωνο και απευθύνεται στην κυρία: «Συγγνώμη, καλή μου, δεν κατάλαβα την
ερώτησή σας. Αν μπαίνετε στον ναό και βλέπετε ότι ο παπάς σκαλίζει τη μύτη του,
αυτό σημαίνει πως ο παπάς έχει μύξες. Τι σχέση έχει αυτό με την
πνευματικότητα;!»
Αυτό ήταν ένα θαυμάσιο δείγμα νηφαλιότητας. Αν όμως ο άνθρωπος δεν έχει αυτήν
την ικανότητα να διακρίνει νηφάλια την ανθρώπινη αδυναμία από τη δύναμη του
Θεού· αν δεν έχει τη δύναμη να ελέγχει τις πρώτες του εντυπώσεις, τότε πολύ εύκολα
μπορεί να πέσει στην πλάνη. Στην πλάνη εκείνη, που κάνει τον άνθρωπο να μετρά
σχολαστικά τα «σημεία» της «επικείμενης βασιλείας» του Αντιχρίστου. «Ε, δεν
μπορεί, το τέλος του κόσμου πλησιάζει!». «Άκουσες τι έγινε στην ενορία εκείνη;
Αν τέτοιο είναι πια και το ιερατείο μας, τότε σίγουρα το τέλος είναι κοντά!». Έτσι,
η διάθεση πολλών ανθρώπων να πιστεύουν και να διαδίδουν πως «ήδη ήρθαν οι
έσχατες ημέρες» τρέφεται όχι μόνο από φυλλάδες και βιβλία, αλλά και από τις
καθημερινές, απλές παρατηρήσεις.
Για τον πιστό άνθρωπο είναι οδυνηρό να βλέπει αταξίες και ασθένειες μέσα στην
εκκλησιαστική ζωή: «το βδέλυγμα της ερημώσεως εν τω τόπω τω αγίω» (πρβλ. Ματθ.
24,15). Μα όσο πιο σκοτεινή του φαίνεται η παρούσα κατάσταση της Εκκλησίας,
τόσο πιο φωτεινή και εξιδανικευμένη του φαίνεται η παρελθούσα εποχή και αυτό ακριβώς
τον ωθεί μακριά από την Εκκλησία.
Η εκκλησιαστική ιστορία παρουσιάζεται συνήθως ως ιστορία αγίων. Κι έτσι στη
μνήμη μένουν μόνο τα ονόματα αγίων ή αιρετικών. Ακριβώς αυτή η ευθυμία γεννά έναν
αποκαλυπτικό φόβο, που παραλύει τη σκέψη και το αίσθημα μόλις αντικρίσουν τη
ζωντανή πραγματικότητα της Εκκλησίας. «Παλιά — κάθε μοναχός κι ένας όσιος, κάθε επίσκοπος κι ένας άγιος· τώρα εξέλιπε
ο όσιος!» Και τότε γίνεται σχεδόν αδύνατο να μη καταφύγεις σε σχίσμα
“διαμαρτυρίας”, και τόσο πολύ θέλεις όλα να λυθούν με μιαν αστραπή της
Αποκαλύψεως. Γι’ αυτό έχει νόημα να θυμηθούμε τον θρήνο που διαπερνά ολόκληρη
τη φιλοπατερική γραμματεία, αλλά δεν χωρά στις σελίδες των σχολικών εγχειριδίων
εκκλησιαστικής ιστορίας.
Έχει νόημα να θυμηθούμε ότι ποτέ, σε καμιά εποχή της Εκκλησίας, δεν υπήρξε
αιώνας που να θεωρεί τον εαυτό του “χρυσό”. Δεν υπάρχει περίοδος στην ιστορία
του Χριστιανισμού χωρίς προβλήματα. Δεν μάθαμε να αμαρτάνουμε με καινούριο
τρόπο.
Ήδη οι ίδιοι οι απόστολοι αναγκάζονταν να γράφουν πικρά λόγια για τους μαθητές
τους:
«εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ.
5,15).
οἱ πάντες γὰρ τὰ ἑαυτῶν ζητοῦσιν, οὐ τὰ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ (Φιλ. 2,21).
Ήδη ο απόστολος Ιωάννης είχε ακούσει φοβερά λόγια για τις πρώτες χριστιανικές
εκκλησίες, θυμηθείτε όσα λέγονται προς την Εκκλησία της Λαοδίκειας (Αποκ.
3,15–17).
Β΄ αιώνας.
«Σε εσάς τώρα μιλώ, εσείς
που είστε προεστώτες της Εκκλησίας και προεδρεύετε: μη γίνεστε όμοιοι με τους κακοποιούς. Οι κακοποιοί, τουλάχιστον, κρατούν το
δηλητήριό τους μέσα σε δοχεία, ενώ εσείς φυλάτε το φαρμάκι και το δηλητήριό σας
μέσα στην καρδιά σας.[1]»
Γ΄ αιώνας.
Ο Ωριγένης, πεπεισμένος
ότι η εκκλησιαστική ζωή της εποχής του ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη των
παλαιότερων χρόνων (βλ. Ομιλία 4 στον Προφήτη Ιερεμία, 3· Υπομνήματα στο Κατά
Ματθαίον Ευαγγέλιον, 17, 24), εξηγεί ως εξής την αλήθεια της ευαγγελικής
προειδοποίησης για το πλήθος των αναξίων χριστιανών:
«Είναι φανερό ότι και στο
δίχτυ αυτό της Εκκλησίας υπάρχουν και καλοί και κακοί. Αν όλοι ήταν καθαροί, τι
θα απέμενε για την κρίση του Θεού;
Σύμφωνα με άλλη παραβολή, στο αλώνι συνυπάρχουν το σιτάρι και το άχυρο. Δεν λέω
ότι το αλώνι είναι ολόκληρος ο κόσμος, αλλά η σύναξη του χριστιανικού λαού. Το
αλώνι περιγράφεται ως γεμάτο από σιτάρι και άχυρο· δεν είναι όλο σιτάρι, αλλά
ούτε και όλο άχυρο· έτσι και στην επίγεια Εκκλησία: ο ένας είναι σιτάρι, ο
άλλος άχυρο. Αν κάποιος δει στις συνάξεις μας έναν αμαρτωλό, ας μη σκανδαλιστεί
και μη λέει πως “να, ένας αμαρτωλός ανάμεσα στους αγίους”. Όσο είμαστε σε αυτόν
τον αιώνα, δηλαδή στο αλώνι και στο δίχτυ, και οι καλοί και οι κακοί βρίσκονται
μαζί». (Ομιλία 1 στον Προφήτη Ιεζεκιήλ, 11).
Και προσθέτει:
«Αν ο Ιησούς είχε λόγο να θρηνεί για την Ιερουσαλήμ, πολύ περισσότερο έχει
λόγους να θρηνεί για την Εκκλησία, η οποία ιδρύθηκε για να γίνει οίκος
προσευχής, αλλά από την αισχρή φιλαργυρία και το σκοτισμένο μίσος ορισμένων
(δυστυχώς τόσων πολλών!) έχει μετατραπεί σε “ληστρική σπηλιά”.
Έτσι ο Ιησούς θα μπορούσε, βλέποντας τους αμαρτωλούς που κατοικούν στο ζωντανό
θυσιαστήριο που ο Ίδιος έκτισε, να επαναλάβει τα λόγια του ψαλμωδού: “τίς ὠφέλεια
ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν;” (Ψαλμ. 29,10).
Περιπλανιέται αναζητώντας τους καρπούς του τρύγου, αλλά βρίσκει μόνο λίγες
πατημένες ρόγες και ελάχιστους θλιβερούς καρπούς. Κανένας ωραίος καρπός· και
από τους κακούς, ελάχιστοι. Ποιος από εμάς θα μπορούσε να Του προσφέρει τα
τσαμπιά της αρετής; Ποιος θα μπορούσε να προσφέρει καρπούς με τη χάρη του
Θεού;»
(Υπομνήματα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 16,21· Ομιλία 15 στον Προφήτη Ιερεμία,
3).
Επίσης παραπονιέται για την ανάπτυξη δεσποτισμού μέσα στην Εκκλησία, διότι «οι
επίσκοποι έπαψαν να είναι δούλοι του Χριστού και έγιναν μέσα στην Εκκλησία σαν
κύριοι. Ξέχασαν τις εντολές του Χριστού για επιείκεια προς όλους, για πραότητα
απέναντι στους αντιφρονούντες, για την υποστήριξη και ενθάρρυνση των
αδυνάτων... Εκείνοι στους οποίους έχει ανατεθεί η φροντίδα να θρέφουν τους
πεινασμένους — οι ποιμένες — γιορτάζουν μαζί με τους μέθυσους και επιδίδονται
σε άλλες παρόμοιες καταχρήσεις. Οι διάκονοι, έχοντας μερίδιο στη διαχείριση των
εκκλησιαστικών χρημάτων, τα χρησιμοποιούν για προσωπικό τους όφελος: για να
πλουτίσουν, δανείζουν χρήματα με τόκο, μετατρεπόμενοι έτσι σε τοκογλύφους».
Η ζωή των λαϊκών δεν ήταν πολύ πιο παρήγορη από εκείνη του κλήρου:
«Δεν πρέπει άραγε να κλαίμε και να στενάζουμε, βλέποντας ότι εσείς δεν έρχεστε
να ακούσετε τον λόγο του Θεού, ότι εμφανίζεστε στην εκκλησία μόνο κατά τις
εορτές, και μάλιστα όχι τόσο από επιθυμία να ακούσετε τον λόγο του Θεού, όσο
παρασυρμένοι από τη λαμπρότητα της εορτής ή με το πρόσχημα της συμμετοχής στη
δημόσια τελετή;
Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σας, θα έλεγα, σχεδόν όλος ο χρόνος σας , περνά
σε δημόσιους τόπους, σε κοσμικές ασχολίες ή σε εμπορικές δραστηριότητες. Όσο
για τον λόγο του Θεού, κανείς δεν μεριμνά γι’ αυτόν ή, τουλάχιστον, ελάχιστοι
είναι εκείνοι που βρίσκουν ευχαρίστηση στο να τον ακούνε.
Αλλά γιατί να θρηνούμε για τους απόντες; Ακόμη και εσείς που βρίσκεστε μέσα
στην εκκλησία αποδεικνύεστε μη προσεκτικοί· δούλοι της συνήθειας, γυρίζετε την
πλάτη στον λόγο του Θεού ή στο ιερό κείμενο που σας διαβάζεται.
Φοβάμαι μήπως ο Κύριος εφαρμόσει και σε εσάς τα λόγια του προφήτη: “Μου γύρισαν
την πλάτη, αντί να στρέψουν προς Εμένα το πρόσωπο” (πρβλ. Ιερ. 2,27).
Ποιο μέσο υπάρχει για να μεταφερθούν αυτά τα μαργαριτάρια του αγίου λόγου στα
αυτιά του λαού που τα αποστρέφεται;»
(Ωριγένης, Ομιλία 10 στην Γένεση)
«Επειδή η παρατεταμένη
ειρήνη έβλαψε τη διδασκαλία που μας παραδόθηκε από ψηλά, η ίδια η θεία Πρόνοια
ανέστησε την πίστη που είχε πέσει και, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, σχεδόν
είχε αδρανήσει... Όλοι άρχισαν να φροντίζουν για την αύξηση της κληρονομικής
τους περιουσίας και, λησμονώντας πώς ενεργούσαν οι πιστοί την εποχή των
αποστόλων και πώς πρέπει πάντοτε να ενεργούν, με ακόρεστη επιθυμία ρίχθηκαν στη
συσσώρευση υλικών αγαθών. Δεν φαινόταν πλέον στους ιερείς ειλικρινής ευσέβεια,
στους λειτουργούς καθαρή πίστη, στα έργα έλεος, στα ήθη ευπρέπεια. Με
υπεροπτική αλαζονεία περιφρονούν τους προεστώτες της Εκκλησίας, με φαρμακερά
στόματα συκοφαντούν ο ένας τον άλλον, με πεισματώδες μίσος προκαλούν μεταξύ
τους διχόνοιες. Πολλοί επίσκοποι, που όφειλαν να νουθετούν τους άλλους και να
είναι γι’ αυτούς παράδειγμα, παύοντας να φροντίζουν για τα θεία, άρχισαν να
φροντίζουν για τα εγκόσμια· εγκαταλείποντας την καθέδρα τους και το ποίμνιό
τους, περιπλανώνται σε ξένες περιοχές, προσπαθώντας να μη χάσουν καμία εμπορική
ευκαιρία για ιδιοτελές κέρδος· και ενώ οι αδελφοί στην Εκκλησία πεινούν, αυτοί,
παρασυρμένοι από τη φιλαργυρία, με δόλο ιδιοποιούνται τα αδελφικά εισοδήματα
και, δανείζοντας συχνότερα, αυξάνουν τα κέρδη τους... Μόλις ακούστηκαν τα πρώτα
λόγια απειλής από τον εχθρό, πλήθος αδελφών πρόδωσαν την πίστη τους και, μη
ανατρεπόμενοι από την θύελλα του διωγμού, μόνοι τους έριξαν τον εαυτό τους στην
πτώση. Δεν περίμεναν καν να συλληφθούν· να αρνηθούν όταν τους ανακρίνουν.
Πολλοί νικήθηκαν πριν από τη μάχη, καταβλήθηκαν χωρίς αγώνα και ούτε καν
διατήρησαν κάποιο φανερό πρόσχημα ότι δήθεν θυσίασαν στα είδωλα από
εξαναγκασμό»[2].
«Στους παλαιότερους χρόνους χρησιμοποιούσαν αποφασιστικά τη συντομία στην ερμηνεία, γιατί δεν επεδίωκαν να προσφέρουν ευχαρίστηση, αλλά να ωφελήσουν τους παρόντες. Αργότερα όμως, όταν η εξήγηση των Γραφών έγινε χωρίς καμία δυσκολία επιτρεπτή σε όλους, και όλοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, έγιναν ράθυμοι στο έργο του αγαθού και άρχισαν να προκόβουν στη ρητορική, τότε στράφηκαν σε μάταιες διαμάχες και βλασφημίες»[3].
[1] Ερμᾶς, Ποιμήν // Οι Πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας, 1988, σ. 179.
[2] Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος, Βίβλος περί των πεπτωκότων // Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας του Γ΄ αιώνα: Ανθολογία, σε 2 τόμους. 1996, τόμ. 2, σ. 280–282.
[3] Άγιος Μεθόδιος, επίσκοπος και μάρτυρας, Πατέρας της Εκκλησίας του Γ΄ αιώνα, Πλήρης Συλλογή των Έργων του. 1877, σ. 176.

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου