Ο
βικάριος-επίσκοπος Βενιαμίν, αφού εξελέγη με πλειοψηφία ψήφων του λαού της
Πετρούπολης (συμπεριλαμβανομένων και των εργατών) στον βαθμό του μητροπολίτη,
διορίστηκε Μητροπολίτης Πετρούπολης το καλοκαίρι του 1917, κατά την περίοδο της
«Προσωρινής Κυβέρνησης» της Δούμας. Οι πολίτες γνώριζαν τον Μητροπολίτη
Βενιαμίν από καιρό και ήταν βαθιά δεμένοι μαζί του για την καλοσύνη και την
απλότητά του, για τη διαρκή του ευγένεια και τη φροντίδα του προς την ενορία
του και τις ανάγκες κάθε ξεχωριστού μέλους της.
Αν, κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης εποχής, υπήρξε στη Ρωσία ένας
ειλικρινά «μη πολιτικός» άνθρωπος, αυτός ήταν ο Μητροπολίτης Βενιαμίν. Η
αδιαφορία του για την πολιτική ήταν φυσική· δεν προερχόταν από κάποια εσωτερική
πάλη ή πνευματικές συγκρούσεις. Παρέβλεπε την πολιτική σε όλες του τις
προσωπικές και δημόσιες δραστηριότητες. Ήταν αυτός που, ως επικεφαλής της Επισκοπής Πετρούπολης, έπρεπε να
αντιμετωπίσει την δήμευση των εκκλησιαστικών κειμηλίων, μια πράξη που ήδη είχε ποτιστεί με ανθρώπινο αίμα.
Η δήμευση των εκκλησιαστικών κειμηλίων από τους κομμουνιστές άρχισε στην
Πετρούπολη στα μέσα Μαρτίου του 1922. Πραγματοποιήθηκε υπό το πρόσχημα της
βοήθειας προς τον ρωσικό λαό, ο οποίος εκείνη την εποχή πράγματι λιμοκτονούσε.
Έτσι, για χάρη του λαού, ο Μητροπολίτης Βενιαμίν δεν έφερε αντίρρηση. Θεωρούσε
κάθε θυσία δικαιολογημένη, ακόμη κι αν επρόκειτο να σωθεί μόνο μία ανθρώπινη
ζωή από την πείνα και τον θάνατο. Μάλιστα, έφτασε να προχωρήσει ακόμη και πέρα
από τον ίδιο τον Πατριάρχη, δίνοντας τη συγκατάθεσή του να παραδοθούν τα ιερά
σκεύη των εκκλησιών, προκειμένου να εκπληρωθεί το ανθρώπινο και χριστιανικό
καθήκον.
Ωστόσο, ο Μητροπολίτης Βενιαμίν επιθυμούσε η παράδοση να είναι εθελοντική — όχι
επιβεβλημένη. Η χρήση βίας ήταν, κατά τη γνώμη του, περιττή και αποτελούσε
προσβολή προς εκείνους που ενεργούσαν από αγαθότητα.
Πίστευε ακράδαντα ότι ο λαός έπρεπε να έχει τον έλεγχο της διάθεσης των δωρεών.
Οι πολλές προηγούμενες ταραχές σε άλλες πόλεις είχαν προκληθεί από την έλλειψη
εμπιστοσύνης προς την κομμουνιστική κυβέρνηση. Οι κομμουνιστές μπορούσαν να
επέμβουν στα θρησκευτικά πράγματα, μπορούσαν να απογυμνώσουν τους πιστούς απ’
ό,τι ιερό και ωραίο κοσμούσε τους ναούς επί αιώνες. Όμως ο λαός δεν είχε
αυταπάτες πως οι κομμουνιστές θα έδιναν έστω και μια δεκάρα από τα κατασχεμένα
ιερά αντικείμενα για τον υποτιθέμενο «ανθρωπιστικό» τους σκοπό.
Ο Μητροπολίτης Βενιαμίν, προβλέποντας ότι και η Πετρούπολη θα μπορούσε να
υποστεί τα ίδια, θεώρησε συνετό να τεθεί ο έλεγχος των δωρεών στα χέρια των
ενοριτών. Δεν μπορούσε να ευλογήσει την κατάσχεση των ιερών σκευών, την οποία
θεωρούσε ιεροσυλία. Η ευλογία, όμως, των εθελοντικών προσφορών ήταν κάτι
διαφορετικό· στην πραγματικότητα, ήταν ιερό του καθήκον ως επικεφαλής της
Μητροπόλεως.
Με τη συγκατάθεση των κομμουνιστικών αρχών στις «δωρεές» και στον «έλεγχο»
τους, η δυσπιστία των μαζών θα εξαφανιζόταν, και ο σκοπός της βοήθειας προς
τους λιμοκτονούντες θα ερχόταν σε πρώτη προτεραιότητα. Ο Μητροπολίτης Βενιαμίν
πίστευε ότι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί, καθώς θα ωφελούσε και την ίδια την
κομμουνιστική κυβέρνηση, επιτρέποντάς της να πραγματοποιήσει την κατάσχεση
χωρίς να προκαλέσει αντίσταση ή ταραχές.
Στην αρχή, οι κομμουνιστές της Πετρούπολης είχαν υιοθετήσει μια συμφιλιωτική
στάση, έχοντας ως κύριο σκοπό απλώς την απόκτηση των εκκλησιαστικών θησαυρών.
Στις 6 Μαρτίου 1922, ο Μητροπολίτης Βενιαμίν προσκλήθηκε, γι’ αυτόν τον λόγο,
στην Επιτροπή «Βοήθειας προς τους Πεινασμένους». Εκεί έγινε δεκτός, και οι προτάσεις
του σχετικά με τις εθελοντικές δωρεές και τον έλεγχο των συγκεντρωθέντων χρημάτων
από αντιπροσώπους των διαφόρων ενοριών κρίθηκαν αποδεκτές. Η γενική ατμόσφαιρα
ήταν τόσο φιλική, ώστε ο Μητροπολίτης ευλόγησε όλους τους παρευρισκομένους και,
με δάκρυα στα μάτια, δήλωσε ότι θα ήταν έτοιμος να αφαιρέσει με τα ίδια του τα
χέρια το πολύτιμο αργυρό ένδυμα από την εικόνα της Παναγίας του Καζάν και να το
προσφέρει στους πεινασμένους αδελφούς του.
Οι εφημερίδες (περιλαμβανομένης της Izvestia της Μόσχας)
δημοσίευσαν τη συμφωνία που είχε συναφθεί. Τα δημοσιογραφικά σχόλια επαινούσαν
τον Μητροπολίτη και τον κλήρο της Πετρούπολης, εγκρίνοντας την ειλικρινή τους
διάθεση και την προθυμία τους να εκπληρώσουν το κοινωνικό τους καθήκον χάριν
της φιλανθρωπίας.
Όμως το Κέντρο της Μόσχας δεν ενέκρινε τις ενέργειες των κομμουνιστών της
Πετρούπολης, οι οποίοι, όπως φαινόταν, είχαν παρερμηνεύσει τον πραγματικό σκοπό
της «επίθεσης του προλεταριάτου» ενάντια στον εκκλησιαστικό πλούτο. Οι
εθελοντικές δωρεές θα ανύψωναν το κύρος του κλήρου, κάτι εντελώς ανεπιθύμητο
για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι ηγέτες του κόμματος δεν επιθυμούσαν συνεργασία,
αλλά διάσπαση· δεν ήθελαν ειρήνη, αλλά πόλεμο. Τέτοιο ήταν το σύνθημα του
Κομμουνιστικού Κόμματος, γεγονός που η Επιτροπή δεν είχε ακόμη υποπτευθεί.
Όταν οι αντιπρόσωποι του Μητροπολίτη επισκέφθηκαν την Επιτροπή λίγες ημέρες
αργότερα, τους απάντησαν ψυχρά ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος ούτε για
«δωρεές» ούτε για «έλεγχο» εκ μέρους των μελών της Εκκλησίας σχετικά με τη
διανομή του εκκλησιαστικού πλούτου. Τα ιερά κειμήλια, είπαν, θα κατάσχονταν από
την κυβέρνηση «κανονικώς», σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία.
Η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας άρχισε από τους μικρούς ναούς της
Πετρούπολης· εξοργισμένα πλήθη συγκεντρώνονταν γύρω από τις εκκλησίες,
εκφράζοντας την αγανάκτησή τους και φωνάζοντας συνθήματα εναντίον των
κομμουνιστών και των «προδοτών» ιερέων που συνεργάζονταν μαζί τους. Κατά
διαστήματα πετούσαν πέτρες στους κομμουνιστές πράκτορες και μάλιστα τους
ξυλοκοπούσαν, αλλά επειδή δεν συνέβη κάτι κρίσιμο, οι αρχές δεν θεώρησαν
αναγκαίο να επέμβουν. Ωστόσο, πλησίαζε η ημέρα της κατάσχεσης των μεγάλων
εκκλησιαστικών θησαυρών· οι κομμουνιστές προετοίμαζαν «έκτακτα μέτρα». Ο
πληθυσμός της πόλης ήταν ανήσυχος, καθώς προμηνυόταν αναταραχή.
Εκείνη την εποχή, κανείς ακόμη δεν είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο μιας διάσπασης
μέσα στους κόλπους του κλήρου. Υπήρχαν, βέβαια, διαφορές απόψεων, και μπορούσε
κανείς να αισθανθεί ένα ανήσυχο πνεύμα σε ορισμένους ιερείς· κάποιοι ίσως να
περνούσαν στο πλευρό των κομμουνιστών, αλλά τέτοιοι «αποστάτες» ήταν λίγοι και
αδύναμοι, και κανείς δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά.
Στις 24 Μαρτίου 1922, η εφημερίδα της Πετρούπολης Πράβντα
δημοσίευσε μια επιστολή με δώδεκα υπογραφές, που ανήκαν, ως επί το πλείστον, σε
εκείνους που αργότερα θα αποτελούσαν τους βασικούς πυλώνες της διαίρεσης, εκείνης
που οι κομμουνιστές αποκαλούσαν «Ζωντανή Εκκλησία».
Οι συντάκτες της επιστολής διακήρυξαν ότι διαχωρίζουν σαφώς τη θέση τους από
τον υπόλοιπο κλήρο· κατηγόρησαν τους αδελφούς τους ιερείς ότι «αναμειγνύονται
στην πολιτική» και ότι είναι «αντεπαναστάτες», φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να
τους θεωρήσουν υπεύθυνους για τον λιμό. Απαιτούσαν την άμεση δήμευση όλων των
εκκλησιαστικών τιμαλφών ή την άνευ όρων παράδοσή τους στις σοβιετικές αρχές. Ο
κλήρος της Πετρούπολης έμεινε συγκλονισμένος και αγανακτισμένος διαβάζοντας την
επιστολή των «δώδεκα», και δικαίως την θεώρησε πολιτική καταγγελία.
Με
τη συνήθη ψυχραιμία, ο Μητροπολίτης Βενιαμίν προσπάθησε να κατευνάσει την
οργή των ιερέων. Το σημαντικότερο για εκείνον ήταν να αποτραπούν αιματηρές
συγκρούσεις μεταξύ του λαού και των οργάνων της εξουσίας. Δεν υπήρχε χρόνος για
χάσιμο· μέρα με τη μέρα, η κατάσταση γινόταν ολοένα πιο τεταμένη. Τότε
αποφασίστηκε να γίνει μία ακόμη προσπάθεια διαλόγου με τις αρχές.
Το έργο αυτό ανατέθηκε στους Βεντένσκι και Μπογιάρσκι, δύο από τους «δώδεκα»,
οι οποίοι πλέον έχαιραν της εύνοιας της κομμουνιστικής κυβέρνησης. Η επιλογή
τους αποδείχθηκε επιτυχής, καθώς οι νέοι απεσταλμένοι κατάφεραν σύντομα να
επιτύχουν μια συμφωνία. Το μεγαλύτερό τους επίτευγμα ήταν ότι εξασφάλισαν την
άδεια να αντικατασταθούν τα ιερά αντικείμενα με άλλα περιουσιακά στοιχεία ίσης
αξίας.
Ο Μητροπολίτης υποσχέθηκε να απευθυνθεί στον λαό με μια κατάλληλη έκκληση. Αν
και δεν απαρνιόταν τις αληθινές του πεποιθήσεις και αρχές, ικέτευσε τον λαό να
μην αντισταθεί στις αρχές, αλλά να παραδώσει τα τιμαλφή σε περίπτωση
αναγκαστικής δήμευσης.
Η κατάσχεση των θησαυρών υπήρξε, τελικά, τόσο επιτυχής, ώστε ο επικεφαλής της
τοπικής αστυνομίας αναγκάστηκε να δηλώσει στην επίσημη αναφορά του ότι η
επιχείρηση είχε στεφθεί με μεγάλη επιτυχία και είχε ολοκληρωθεί εντελώς
ειρηνικά. Ωστόσο, η αναταραχή ξέσπασε, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Ο Βεντένσκι, ο Μπογιάρσκι και μερικοί άλλοι δεν μπόρεσαν, και δεν ήθελαν, να
σταματήσουν εκεί. Παροτρυνόμενοι από τις σοβιετικές αρχές, που ήταν έτοιμες να
συνεργαστούν μαζί τους, είχαν στο μυαλό τους ένα τεράστιο σχέδιο: την κατάληψη
της εκκλησιαστικής εξουσίας, για να τη χρησιμοποιήσουν σύμφωνα με το θέλημά
τους, υπό την προστασία της κομμουνιστικής κυβέρνησης.
Στις αρχές Μαΐου, διαδόθηκε στην Πετρούπολη μια φήμη για μια «επανάσταση» στις
εκκλησιαστικές υποθέσεις, που είχε πραγματοποιηθεί από την προαναφερθείσα
ομάδα. Σύμφωνα με τη φήμη, ο Πατριάρχης Τύχων είχε στερηθεί την εξουσία του σε
θέματα της Εκκλησίας.
Ο Βεντένσκι εμφανίστηκε στην Πετρούπολη, πήγε στον Μητροπολίτη και τον
ενημέρωσε για την «επανάσταση». Δήλωσε ότι είχε εγκαθιδρυθεί μια νέα
εκκλησιαστική διοίκηση, διορίζοντας τον ίδιο, τον Βεντένσκι, ως εκπρόσωπό της
στη Μητρόπολη της Πετρούπολης. Ο Μητροπολίτης μπορούσε να είναι πολύ ευέλικτος
όταν επρόκειτο απλώς για εκκλησιαστικά κειμήλια. Αλλά μετά τη συνάντηση πρόσωπο
με πρόσωπο με έναν από τους καταληψίες της εκκλησιαστικής εξουσίας, ο
Μητροπολίτης κατάλαβε ότι ένα κύμα εξέγερσης ήδη απειλούσε την Εκκλησία και την
αληθινή θρησκεία.
Μητροπολίτης Βλαδίμηρος του Κιέβου και Γαλικίας
.jpg)
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου