8ος
αιώνας
«Ο σημερινός αιώνας έχει γίνει
εξαιρετικά διεφθαρμένος και είναι γεμάτος υπερηφάνεια και υποκρισία. Οι
σωματικοί κόποι, κατά το παράδειγμα των παλαιών Πατέρων μας, ίσως και να
φαίνονται, αλλά τα χαρίσματά τους δεν τα αξιώνονται, γιατί ο Θεός δεν φανερώνεται
στους κόπους, αλλά στην απλότητα και την ταπείνωση»[1].
Στον ίδιο αιώνα, απευθύνεται προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο (Κοπρώνυμο) μια
επιστολή που φέρει την υπογραφή του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού:
«Οι επίσκοποι
της εποχής μας δεν φροντίζουν για τίποτε άλλο παρά για τα άλογα, τα κοπάδια, τα
χωράφια και τις χρηματικές εισφορές· για το πώς θα πουλήσουν το σιτάρι τους,
πώς θα αραιώσουν καλύτερα το κρασί, πώς θα εμπορευτούν το λάδι, πώς θα
διαθέσουν με μεγαλύτερο κέρδος το μαλλί και το ακατέργαστο μετάξι, και
εξετάζουν με προσοχή μόνο την αξία και το βάρος του νομίσματος. Παρακολουθούν
με επιμέλεια ώστε το τραπέζι τους να είναι καθημερινά πλούσιο με εκλεκτό κρασί
και ψάρια ασυνήθιστου μεγέθους. Όσο για το ποίμνιό τους, για τις ψυχές των πιστών,
δεν έχουν την παραμικρή έγνοια. Οι ποιμένες αυτού του αιώνα έχουν γίνει
πράγματι, όπως λέει η Γραφή, λύκοι. Μόλις αντιληφθούν ότι κάποιος από το
ποίμνιό τους διέπραξε κάποιο μικρό παράπτωμα, αμέσως εξεγείρονται και
επιβάλλουν παντοειδείς επιτίμια, χωρίς να συλλογίζονται καθόλου τον πραγματικό
σκοπό της ποιμαντικής διακονίας, συμπεριφερόμενοι όχι με τη σκέψη του ποιμένα,
αλλά με τη λογική του μισθωτού εργάτη»[2].
9ος
αιώνας
«Οι επίσκοποι υπάρχουν για να
διδάσκουν τον λαό πώς πρέπει να πιστεύει και πώς να προσεύχεται... Όμως οι
επίσκοποι της εποχής αυτής δεν νοιάζονται για τίποτε άλλο, παρά μόνο για το
πότε θα ξαπλώσουν και πώς και με τι θα δειπνήσουν»[3].
10ος
αιώνας
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος
Φωκάς (άνθρωπος με προσωπική ροπή προς τον μοναχισμό και στενά συνδεδεμένος με
τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη) εκδίδει το 964 μ.Χ. νομοθετικό διάταγμα σχετικά
με τις μοναστηριακές περιουσίες. Το κείμενο του νέου νόμου περιλαμβάνει και
ηθική κρίση για την κατάσταση της Εκκλησίας:
«Ο θείος Λόγος του Πατέρα, έχοντας
μέριμνα για τη σωτηρία μας και δείχνοντάς μας τους δρόμους προς αυτήν, μας
διδάσκει ότι η υπερβολική απόκτηση αγαθών αποτελεί ουσιώδες εμπόδιο.
Προειδοποιώντας μας κατά της υπερ επάρκειας, ο Σωτήρας απαγορεύει ακόμη και τη
φροντίδα για την τροφή της επόμενης ημέρας, πόσο μάλλον για τη ράβδο, το
σακούλι ή την αλλαγή ενδύματος. Και να, παρατηρώντας σήμερα όσα γίνονται στα
μοναστήρια και σε άλλους ιερούς οίκους και διακρίνοντας μια φανερή ασθένεια
(διότι καλύτερα θα ήταν να την ονομάσουμε έτσι), δεν μπόρεσα να σκεφθώ με ποια
θεραπεία μπορεί να διορθωθεί το κακό ή με ποια τιμωρία να αντιμετωπιστεί η
υπερβολική φιλαργυρία. Ποιος από τους αγίους Πατέρες δίδαξε κάτι τέτοιο, και
ποια έμπνευση τους οδήγησε σε τέτοια υπερβολή και σε τέτοια ματαιόφρονη τρέλα; Δεν
προσπαθούν κάθε ώρα να αποκτούν χιλιάδες εκτάρια γης, να χτίζουν λαμπρά κτίρια,
να αυξάνουν ατελείωτα κοπάδια βοδιών, καμήλων και άλλων ζώων, στρέφοντας όλη τη
φροντίδα της ψυχής τους σ’ αυτά, έτσι ώστε η μοναχική τάξη να μη διαφέρει πλέον
σε τίποτα από τον κοσμικό βίο με όλες του τις ματαιότητες; Δεν λέει ο λόγος του
Θεού κάτι εντελώς αντίθετο, και δεν μας διατάζει να είμαστε ελεύθεροι από
τέτοιες μέριμνες; Δεν μας θέτει ως παράδειγμα τις ανέμελες των ουρανών όρνιθες;
Κοίταξε πώς έζησαν οι άγιοι Πατέρες που έλαμψαν στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
την Αλεξάνδρεια και σε άλλους τόπους, και θα βρεις ότι η ζωή τους ήταν τόσο
απλή, σαν να είχαν μόνο ψυχή και να είχαν φθάσει στην αγγελική ασώματη
κατάσταση. Ο Χριστός είπε ότι μόνο εκείνος που αγωνίζεται φθάνει στη Βασιλεία
των Ουρανών και ότι αυτή αποκτάται με πολλές θλίψεις. Μα όταν βλέπω εκείνους
που υπόσχονται να απομακρυνθούν από τον κόσμο και, με την αλλαγή ενδυμάτων,
υποδηλώνουν την αλλαγή ζωής, και τους βλέπω να ψεύδονται στις υποσχέσεις τους
και να αντιφάσκουν με τη συμπεριφορά τους, τότε δεν ξέρω πώς να το ονομάσω
αυτό, παρά μόνο μια κωμωδία φτιαγμένη για να εξευτελίζει το όνομα του Χριστού»[4].
Η θλιβερή αυτή εκτίμηση της
εκκλησιαστικής ζωής από τον αυτοκράτορα επιβεβαιώνεται και από έναν άγιο. Τον
ίδιο αιώνα ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος παραπονιέται:
«Τι να πω σ’ εκείνους
που αγαπούν τις υψηλές θέσεις και επιθυμούν να γίνουν ιερείς, αρχιερείς και
ηγούμενοι, όταν βλέπω ότι δεν γνωρίζουν τίποτε από τα αναγκαία και θεία
πράγματα... Ω, αναίσθητη κατάστασή μας και περιφρόνηση του Θεού και όλων των
θείων! Διότι ούτε με την αίσθηση κατανοούμε αυτά που λέγονται, ούτε τι είναι ο
χριστιανισμός γνωρίζουμε, ούτε κατανοούμε επακριβώς τα μυστήρια των χριστιανών,
ενώ διδάσκουμε άλλους. Αρνούμενοι την όρασή Του, φανερώνουμε ξεκάθαρα ότι δεν
έχουμε αναγεννηθεί, δεν έχουμε έλθει στο φως το άνωθεν, αλλά είμαστε ακόμη
έμβρυα μέσα στη μήτρα ή, καλύτερα να πω, αποβολές, και επιδιώκουμε τα ιερά
αξιώματα, ανεβαίνουμε σε αποστολικούς θρόνους. Και το χειρότερο, τις περισσότερες
φορές αγοράζουμε με χρήματα το ιερατείο, και ενώ ποτέ δεν υπήρξαμε πρόβατα,
θέλουμε να ποιμαίνουμε το βασιλικό ποίμνιο, μόνο και μόνο για να γεμίσουμε, σαν
τα θηρία, την κοιλιά μας»[5].
Και αλλού συμπληρώνει: «Διώξαμε από μέσα μας το διακριτικό γνώρισμα της πίστης μας,
την αγάπη»[6].
[1] Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Η΄ Κλίμαξ. Σ. 198.
[2] Lebedev A. P.Ο Κλήρος της Αρχαίας Οικουμενικής Εκκλησίας... σελ. 319.
[3] Ο λόγος του Αγίου Μεθοδίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, για τις Ιερές Εικόνες // Afinogenov D. E. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η Εικονομαχική Κρίση στο Βυζάντιο (784-847), 1997, σ. 194.
[4] Lebedev A. P. Δοκίμια για την Εσωτερική Ιστορία της Βυζαντινής-Ανατολικής Εκκλησίας τον 9ο, 10ο και 11ο αιώνα, 1902. Σελ. 269–270.
[5] Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.Λόγος 79

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου