Ο Επίσκοπος Θεοφάνης, κατά κόσμον Σεργκέι Πετρόβιτς Ιλμένσκι, γεννήθηκε το 1867 από οικογένεια φτωχού εκκλησιαστικού επιτρόπου σε χωριό της επισκοπής Σαράτωφ. Το 1894 ο Σεργκέι αποφοίτησε από την Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Στις 7 Οκτωβρίου 1894 διορίστηκε διδάσκαλος του Νόμου του Θεού στο σχολείο Αλεξάνδρας Μαριίνσκυ του Σαράτωφ. Το 1897 χειροτονήθηκε ιερέας.
Με απόφαση του Αρχιεπισκόπου Σεργίου (Στραγκορόφσκι) Φινλανδίας και Βίμποργκ, στις 31 Αυγούστου 1913, ο πρωτοπρεσβύτερος Σεργκέι Ιλμένσκι εντάχθηκε στην αδελφότητα της Μονής Βαλάαμ ως δόκιμος. Στις 12 Αυγούστου 1914 (κατ’ άλλη πηγή, το 1915 ή 1916) διορίστηκε επιθεωρητής της Πνευματικής Σχολής Μπαλασώφ. Στις 14 Αυγούστου 1914 εκάρη μοναχός στον Καθεδρικό του Μεταμορφώσεως από τον ηγούμενο της Μονής, πατέρα Μαυρίκιο. Στις 14 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους προήχθη σε αρχιμανδρίτη στον Καθεδρικό του Γενεσίου της Θεοτόκου από τον Επίσκοπο Σεραφείμ Σερντομπόλ.
Στις 5 Οκτωβρίου 1916 ο αρχιμανδρίτης Θεοφάνης έγινε πρύτανης της Θεολογικής Σχολής Περμ, πρόεδρος του αδελφάτου νηφαλιότητος της επισκοπής και αρχιμανδρίτης της Μονής Αγίας Τριάδος Σολικάμσκ. Ένας άγνωστος βιογράφος περιέγραψε αυτή την περίοδο της ζωής του ως εξής: «Η απλότητα, η θερμότητα και η πατρική φροντίδα του για τις ανάγκες των νέων μαθητών στη Θεολογική Σχολή Μπαλασώφ, όπως και σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, του χάρισαν μια γενική αγάπη, πάντοτε θερμά εκδηλούμενη. Και οι ψυχές των νέων σπουδαστών της Θεολογικής Σχολής Περμ ήταν επίσης αγαπητές για τον πατέρα και πρύτανη, αρχιμανδρίτη Θεοφάνη, παρά το σύντομο διάστημα της διακονίας του εκεί. Οι σπουδαστές γρήγορα αντιλήφθηκαν πόσο προσιτός ήταν και τον πλησίαζαν με τις λύπες και τις ανησυχίες τους.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1917 ο αρχιμανδρίτης Θεοφάνης χειροτονήθηκε Επίσκοπος Σολικάμσκ, βοηθός της επισκοπής Περμ, και έλαβε από τον Αρχιεπίσκοπο Ανδρόνικο (τον μετέπειτα ιερομάρτυρα), την αρχαία ποιμαντορική ράβδο του Αγίου Στεφάνου Περμ, με τα λόγια: «Ο δρόμος της αρχιερατικής διακονίας είναι ο δρόμος του Χριστού, ο δρόμος της φέρουσας τον Σταυρό πορείας, ο δρόμος της συνεχούς αυτοσταυρώσεως».
Όταν χειροτονήθηκε επίσκοπος, θυμήθηκε και είπε: «Είμαι γιος ενός φτωχού εκκλησιαστικού επιτρόπου του χωριού. Από μικρό παιδί με ανέθρεψε η μητέρα μου, βαθιά θρησκευόμενη, ταπεινή γυναίκα με πραότητα, η οποία μου μιλούσε πολύ για τη ζωή του Αγίου Σεργίου, του οποίου έφερα το όνομα, καθώς και ο θείος μου, που είχε πάρει τη θέση του πατέρα μου και με ανέθρεψε — ένας πράος και ταπεινός ποιμένας που υπηρέτησε επί πενήντα χρόνια στην ίδια μακρινή επαρχιακή ενορία. Μαζί του έμαθα να μοιράζομαι τις χαρές και τις λύπες του λαού, να υποδέχομαι τις εορτές των Χριστουγέννων και του Αγίου Πάσχα... Θα θυμάμαι πάντοτε την ανάγνωση των δώδεκα Ευαγγελίων τη Μεγάλη Πέμπτη και τη θριαμβευτική του λειτουργία τη λαμπροφόρο νύχτα του Πάσχα, με την απαράμιλλη, διαπεραστική ανάγνωση του θαυμάσιου λόγου του Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ήμουν ακόμη παιδί όταν γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να γίνω ιερέας οπωσδήποτε, να υπηρετήσω στη Μυσταγωγία του Κυρίου, όπου ο Αμνός του Θεού δίδεται σε μας ως τροφή. Ξεχείλισα αυτή τη φλογερή επιθυμία σε προσευχή, όταν μια φορά έμεινα μόνος μέσα στην εκκλησία μπροστά στην τοπική εικόνα του Σωτήρος. Ήταν μόνο για μια στιγμή, αλλά πόσο αυστηρά με κοίταξε τότε με τα μάτια Του! Στη θεολογική σχολή η επιθυμία μου να γίνω ιερέας όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά, αντιθέτως, υπό την επίδραση ενός θαυμάσιου βιβλίου με τίτλο “Επιστολές περί των καθηκόντων του Ιερατικού αξιώματος”, που το έχω ακόμη, ωρίμασε μέσα μου η ακλόνητη απόφαση να γίνω ιερέας και μάλιστα ιερέας χωρικός!
Από τον Αύγουστο του 1917 έως τον Απρίλιο του 1918 ο Δεσπότης Θεοφάνης διοικούσε την επισκοπή Περμ, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Ανδρόνικος συμμετείχε στην Τοπική Σύνοδο της Μόσχας. Την 1η Φεβρουαρίου 1918 έφτασε στο Περμ και στις 4 Φεβρουαρίου ηγήθηκε μεγάλης λιτανείας με αφορμή τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας. Στις 23 Φεβρουαρίου τα κτίρια της Θεολογικής Σχολής καταλήφθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον Κόκκινο Στρατό.
Στις 14 Μαρτίου, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την πιθανή δήμευση των μοναστηριακών γαιών, ο Επίσκοπος Θεοφάνης έγραψε: «Δεν θα απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο στη μοχθηρία και στην έχθρα εκείνων· θα προσευχηθούμε για τους εχθρούς μας, ώστε ο Κύριος να συγχωρήσει την ορμή τους εναντίον μας και, διά της δυνάμεως της προσευχής και του παραδείγματος του χριστιανικού μας βίου, να στραφούν οι αμετανόητες καρδιές τους προς τη συμφιλίωση και την αδελφική αγάπη».
Στις 15 Μαρτίου η Θεολογική Σχολή Περμ έκλεισε επισήμως. Ο Δεσπότης είπε στους κληρικούς της Σολικάμσκ να μη δείξουν «σιωπηρή υποταγή στους ληστές και στους κλέφτες... Φυσικά, ήταν ανθρώπινα αναμενόμενο, από μικροψυχία, να πράξετε όπως πράξατε στη συνέλευση της 4ης Μαρτίου, όταν δηλώσατε την πίστη σας στην Εκτελεστική Επιτροπή, ενώ βρισκόσασταν υπό απειλή ακόμη και θανάτου».
Στις 9 Ιουνίου, δύο ημέρες μετά τη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Ανδρονίκου, οι μπολσεβίκοι κάλεσαν τον Δεσπότη Θεοφάνη στο Περμ, προσπαθώντας να κατευνάσουν τον λαό της Εκκλησίας. Ο Δεσπότης συνέχισε να διοικεί την επισκοπή Περμ έως τη σύλληψή του τον Οκτώβριο.
Στις 10/23 Δεκεμβρίου 1918, ο πρόεδρος της Τσέκα διέταξε τον διοικητή των φυλακών να παραδώσει τον Επίσκοπο Θεοφάνη και οκτώ ακόμη κρατουμένους σε στρατοδικείο. Την επόμενη ημέρα, 11/24 Δεκεμβρίου, οι μπολσεβίκοι τον έπνιξαν στον ποταμό Κάμα. Πρώτα τον έγδυσαν, έπειτα του έπλεξαν τα μαλλιά σε κοτσίδες και πέρασαν ανάμεσά τους ένα ραβδί, γελώντας χυδαία. Τοποθέτησαν πάγκους εκατέρωθεν μιας τρύπας στον πάγο, επάνω στους οποίους στάθηκαν δύο δήμιοι. Σήκωσαν αργά τον άγιο μάρτυρα στον αέρα και σταδιακά τον κατέβασαν μέσα στην τρύπα του παγωμένου νερού. Τον άφησαν μισό λεπτό, τον ανέβασαν και τον ξαναβύθισαν. Μετά από δεκαπέντε με είκοσι λεπτά το σώμα του μάρτυρα είχε ήδη σκεπαστεί με στρώμα πάγου πάχους δύο δακτύλων, αλλά ήταν ακόμη ζωντανός. Το βάρβαρο αυτό θέαμα το παρακολούθησαν πολλοί θεατές, ανάμεσά τους και μέλη του ποιμνίου του, που έκλαιγαν.
Πηγές: Victor Korolev, στο Novomucheniki i Ispovedniki Russkoj Pravoslavnoj Tserkvi, Μόσχα: Θεολογικό Ινστιτούτο St. Tikhon, 1997; "...Da Ukrotit Gospod' Yarost' ikh na Nas...', Grebnevsky Listok, 11, 6, 1991 Catacomb Saints, Platina: St. Herman of Alaska Brotherhood, 1982, σελ. 612, Metropolitan Manuel (Lemeshevsky) , Die Russischen Orthodoxen von 1893-1965, Erlangen, 1989, σελ. 409 Tikhona, Moscow: St. Tikhon's Theological Institute, 1994, σελ. 995, ''
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Μητροπολίτης Βλαδίμηρος του Κιέβου και Γαλικίας
Μητροπολίτης Βενιαμίν της Πετρούπολης
Μητροπολίτης Βενιαμίν της Πετρούπολης (2ο μέρος)
Μητροπολίτης Βενιαμίν της Πετρούπολης (3ο μέρος)
Επίσκοπος Ερμογένης του Τομπόλσκ και οι συν αυτώ μάρτυρες
Αρχιεπίσκοπος Ανδρόνικος του Πέρμ

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου