Η κυβέρνηση δεν έχασε χρόνο για να προετοιμάσει την υπόθεση. Θα διεξήγαγε απλώς μια δίκη-παρωδία, η οποία θα τελείωνε γρήγορα και σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σενάριο — το αποτέλεσμα, όπως πάντα, θα ήταν ευνοϊκό για τη σοβιετική εξουσία. Η λέξη «υπεράσπιση» δεν είχε κανένα νόημα· ήταν απλώς μια κενή κοροϊδία, γιατί υπήρχε — και υπάρχει — μόνο «κατηγορία».
Όταν ο εισαγγελέας ολοκλήρωσε την αγόρευσή του και ανέφερε το κατηγορητήριό του, δεν μπορούσε κανείς να καταλάβει τίποτε άλλο παρά μόνο ότι ζητούσε «δεκαέξι κεφάλια». Μια ομάδα ανθρώπων στην αίθουσα του δικαστηρίου, τοποθετημένων εκεί επί τούτου, ενισχυμένων από μερικές εκατοντάδες στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, απάντησε με δυνατά χειροκροτήματα. (Μέλη του Κόκκινου Στρατού με τους διοικητές τους κατείχαν τον εξώστη).
Έπειτα δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο υπεράσπισης, τον Γκούροβιτς. Στην αρχή της αγόρευσής του, ο Γκούροβιτς επισήμανε ότι η κατηγορούσα αρχή προσπαθούσε να δικαιολογήσει την κατηγορία με ιστορικά και πολιτικά επιχειρήματα, θέματα που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τη δίκη. Τόνισε ότι η κατηγορία συνδέθηκε αυθαίρετα με κάθε είδους πρωτόκολλα και γραφειοκρατικές διαδικασίες, με γεγονότα και χρονικές περιόδους που δεν είχαν καμία κοινή βάση με την υπόθεση. Κατόπιν ο Γκούροβιτς ανέπτυξε λεπτομερώς τα αίτια και την ιστορία της προελεύσεως της δίκης.
Επεσήμανε ότι ο Μητροπολίτης Βενιαμίν, κατά τις κρίσιμες ώρες της ανακρίσεως, δεν δείλιασε καθόλου στη στάση του. «Μπορείτε να καταστρέψετε τον Μητροπολίτη», είπε ο Γκούροβιτς, «αλλά δεν έχετε δύναμη να καταστρέψετε τη πνευματική του ισχύ, ούτε τη γενναιότητα και το ύψος των σκέψεων και των πράξεών του».
Κλείνοντας την αγόρευσή του, ο Γκούροβιτς είπε: «Πώς θα τελειώσει αυτή η δίκη, και τι θα πει η Ιστορία γι’ αυτήν; Η ιστορία θα καταγράψει ότι, την άνοιξη του 1922, ανεκτίμητοι θησαυροί αφαιρέθηκαν από τις εκκλησίες της Πετρούπολης από τους Σοβιετικούς· ότι, σύμφωνα με τις σοβιετικές αναφορές, όλα έγιναν χωρίς σοβαρές αντιδράσεις ή δημόσια διαμαρτυρία. Θα προσθέσει όμως η ιστορία ότι, παρά ταύτα, οι σοβιετικές αρχές —προς αγανάκτηση ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου— θεώρησαν ακόμη αναγκαίο να παρατάξουν τον Μητροπολίτη και άλλους ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος;».
«Δε σας ζητώ τίποτα, ξέρω ότι οι εκκλήσεις είναι μάταιες. Για εσάς πρωτεύουν μόνο τα πολιτικά ζητήματα και όλες οι αποφάσεις πρέπει να ευνοούν την πολιτική σας. Κάθε εμπόδιο πρέπει να αφαιρείται αδυσώπητα. Θα τολμήσετε να εφαρμόσετε μια τέτοια διαδικασία σε αυτή την υπόθεση, μια υπόθεση εξαιρετικής σημασίας για εμάς; Θα τολμήσετε να παραδεχτείτε σε όλον τον κόσμο ότι αυτή η «δικαστική δίκη» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παρωδία;».
«Σε κάθε περίπτωση, μην κάνετε τον Μητροπολίτη μάρτυρα, σας παρακαλώ. Οι μάζες τον σεβονται, και αν τον σκοτώσετε για την πίστη του και την αφοσίωσή του στο λαό, τότε θα γίνει πολύ πιο επικίνδυνος για την σοβιετική εξουσία. Ο αμετάβλητος νόμος της Ιστορίας πρέπει να σας είναι μάθημα. Θυμηθείτε ότι η αληθινή πίστη τρέφεται και δυναμώνει με το αίμα των μαρτύρων. Θα ρισκάρετε να προσφέρετε ακόμη περισσότερους μάρτυρες στον ανήσυχο λαό;»
Πριν από την αγόρευσή του, ο συνήγορος υπεράσπισης είχε προειδοποιήσει το κοινό να παραμείνει ήρεμο και να συγκρατήσει τα συναισθήματά του, τόσο για το καλό των κατηγορουμένων όσο και για το δικό του, επειδή το κοινό μπορούσε επίσης να υποστεί τιμωρία. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος της αγόρευσης ακολούθησε θύελλα χειροκροτημάτων, που διήρκεσε για αρκετή ώρα. Το δικαστήριο, εξαιρετικά δυσαρεστημένο, προσπάθησε «να λάβει μέτρα», αλλά συνέβη κάτι απρόσμενο, πολλοί κομμουνιστές, που καταλάμβαναν μεγάλο μέρος της αίθουσας, συμμετείχαν τις επευφημίες. (Αυτό εξηγήθηκε από το γεγονός ότι πολλοί «κομμουνιστές από τον λαό» δεν ενέκριναν τη δίκη).
Οι συζητήσεις έληξαν, και ο τελευταίος λόγος δόθηκε στους κατηγορουμένους. Στους στενογράφους δεν επετράπη να καταγράψουν τα λόγια των κατηγορουμένων, διότι οι κομμουνιστές δεν ήθελαν να διασωθούν οι τελευταίες λέξεις των καταδικασμένων, μήπως και ο λαός αναπαραστήσει αργότερα την τραγική εκείνη στιγμή.
Ο Μητροπολίτης Βενιαμίν σηκώθηκε αργά από τη θέση του· το ψηλό του ανάστημα διαγραφόταν καθαρά μέσα στο φως. Σιωπή βασίλευε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Ο Μητροπολίτης εξέφρασε πρώτα τη λύπη του επειδή τον αποκάλεσαν «εχθρό του λαού». «Είμαι αληθινός υιός του λαού μου», είπε. «Αγαπώ, και πάντοτε αγάπησα, τον λαό. Όλη μου τη ζωή την αφιέρωσα σ’ αυτόν και αισθανόμουν ευτυχής βλέποντας ότι κι εκείνος —εννοώ τον απλό λαό— μου ανταπέδιδε την ίδια αγάπη. Ήταν ο ρωσικός λαός που με ανύψωσε στη μεγάλη θέση που κατέχω μέσα στην Εκκλησία της Ρωσίας».
Αυτό ήταν όλο ό,τι είχε να πει για τον εαυτό του. Το υπόλοιπο της ομιλίας του αφορούσε εξηγήσεις και σκέψεις υπέρ της υπεράσπισης των άλλων. Αναφερόμενος σε ορισμένα έγγραφα και άλλα γεγονότα, έδειξε εξαιρετική μνήμη, λογική και ψυχραιμία.
Μια σεβαστή σιωπή ακολούθησε τα καταληκτικά λόγια της ομιλίας του Μητροπολίτη, ώσπου ο πρόεδρος του δικαστηρίου το διέκοψε. Απευθύνθηκε τότε προς τον Μητροπολίτη με πιο ήπιο τόνο απ’ ό,τι πριν, σαν να είχε και ο ίδιος συγκινηθεί από τη δύναμη της ψυχής του κατηγορουμένου. «Όλον αυτόν τον καιρό», είπε, «μιλούσατε για τους άλλους· το δικαστήριο θα ήθελε να ακούσει κάτι και για εσάς τον ίδιο».
Ο Μητροπολίτης, που είχε καθίσει, σηκώθηκε, κοίταξε τον πρόεδρο του δικαστηρίου με απορία και ρώτησε με χαμηλή, καθαρή φωνή: «Για τον εαυτό μου; Μα τι άλλο μπορώ να σας πω για τον εαυτό μου; Ίσως ένα ακόμη πράγμα· ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η απόφασή σας, όποια κι αν είναι η καταδίκη μου —ζωή ή θάνατος— θα υψώσω ευλαβικά τα μάτια μου προς τον Θεό, θα σταυροκοπηθώ και θα πω: “Δόξα Σοι, Κύριε· δόξα Σοι για όλα.”». Και αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Μητροπολίτη Βενιαμίν. Στο σημείο αυτό το δικαστήριο κήρυξε διακοπή.
Ένας άλλος κατηγορούμενος, ο Αρχιμανδρίτης Σέργιος, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στον λαό. Περιέγραψε τη ζωή του ασκητή μοναχού και τόνισε ότι, αποκηρύσσοντας τον κόσμο με τις μέριμνες και τις απολαύσεις του, και αφιερώνοντας τον εαυτό του στη θεία μελέτη και την προσευχή, διατηρούσε μόνο έναν αμυδρό δεσμό με τον έξω κόσμο. «Μπορεί, άραγε», ρώτησε, «το δικαστήριό σας να νομίζει ότι, κόβοντας το αδύναμο νήμα που με συνδέει με τη ζωή, θα με φοβίσει; Κάντε το έργο σας! Εγώ σας λυπάμαι και προσεύχομαι για σας».
Στις 9 το βράδυ της 5ης Ιουλίου, το δικαστήριο εμφανίστηκε από την αίθουσα συνεδριάσεων και ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ακόλουθη απόφαση: δέκα άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Μητροπολίτη, καταδικάστηκαν σε εκτέλεση με πυροβολισμούς. Κανείς δεν εξέφρασε έκπληξη, και το «Κόκκινο» μπαλκόνι επευφήμησε την απόφαση.
Ακολούθησαν μακριές και κουραστικές ημέρες. Οι δικηγόροι ασχολούνταν με εφέσεις, ταξίδια στη Μόσχα και την υποβολή αιτήσεων για χάρη στο Κεντρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Τη Δευτέρα, 14 Αυγούστου 1922, όσοι εμφανίζονταν τακτικά στις φυλακές με τα συνήθη πακέτα τροφίμων για τους καταδικασμένους, ενημερώθηκαν ότι οι κρατούμενοι είχαν σταλεί στη Μόσχα. Γνωρίζοντας τη σοβιετική ορολογία, κατάλαβαν πολύ καλά το τρομακτικό νόημα αυτών των λέξεων. Στην πραγματικότητα, οι κρατούμενοι είχαν βγει από τη φυλακή και εκτελέστηκαν σε απόσταση μόλις λίγων μιλίων από την Πετρούπολη.
Πριν από την εκτέλεση τους ξύρισαν και τους έντυσαν με κουρέλια, ώστε η ομάδα εκτελεστών να μην γνωρίζει ότι επρόκειτο να εκτελέσει κληρικούς. Ο πατήρ Σέργιος προσευχήθηκε δυνατά: «Κύριε, συγχώρεσέ τους, διότι δεν ξέρουν τι κάνουν». Ο Κοβσάροφ χλεύασε και γέλασε με τους εκτελεστές. Ο Νοβίτσκι έκλαψε, σκεπτόμενος την ορφανή νεαρή κόρη του, και ζήτησε να της δοθεί το ασημένιο ρολόι του και μια τούφα γκρίζων μαλλιών ως τελευταίο δώρο. Ο Μητροπολίτης Βενιαμίν προχώρησε προς τον θάνατο με ηρεμία, ψιθυρίζοντας μια προσευχή και σημειώνοντας τον σταυρό του. Έτσι πέθαναν αυτοί οι άνδρες.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο πληθυσμός αρνιόταν να πιστέψει ότι ο Μητροπολίτης Βενιαμίν είχε πεθάνει. Ανεπτύχθησαν διάφορες ιστορίες. Υποστηριζόταν ότι ο Μητροπολίτης είχε φυλακιστεί σε κάποιο απομακρυσμένο, μυστικό μέρος. Οι φήμες ενισχύονταν από το γεγονός ότι δεν είχε δοθεί καμία επίσημη πληροφορία για τις εκτελέσεις. Στο μυαλό πολλών, ο Μητροπολίτης ζούσε ακόμα, και η εικόνα του φώτιζε τις καρδιές τους, όπως και η αγαπημένη μνήμη του ζει μέχρι σήμερα.
ΠΗΓΗ: ''Oι Νέοι Μάρτυρες της Ρωσίας'', Μόντρεαλ 1972
Μητροπολίτης Βλαδίμηρος του Κιέβου και Γαλικίας

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου