Το 1918, αφού ο Πατριάρχης Τύχων επέτρεψε τις θρησκευτικές λιτανείες με εικόνες και εκκλησιαστικά λάβαρα (έθιμο εθνικό της Ρωσίας), ο επίσκοπος Ερμογένης ακολούθησε το παράδειγμα αυτό στο Τομπόλσκ. Την παραμονή της ημέρας που είχε οριστεί για τη λιτανεία, ο επίσκοπος έλαβε εντολή να τη σταματήσει, με την απειλή ότι θα συλληφθεί. Την επόμενη όμως ημέρα, αγνοώντας τη διαταγή, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία όπως συνήθως και προέστη ειδικής δημόσιας προσευχής στο κρεμλίνο της πόλης. Όλοι γνώριζαν ότι η λιτανεία είχε απαγορευθεί. Ωστόσο, οι καμπάνες άρχισαν να ηχούν και ο επίσκοπος, μαζί με τον κλήρο, τα ιερά σταυρούς και τα λάβαρα, εξήλθε από τον καθεδρικό ναό και η πομπή ξεκίνησε. Πλήθη τεράστια συνέρρεαν κατά μήκος του τείχους του Κρεμλίνου ψάλλοντας: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου».
Το κρεμλίνο του Τομπόλσκ, χτισμένο σε ύψωμα, δεσπόζει πάνω από την πόλη. Από το τείχος του μπορούσε κανείς να διακρίνει καθαρά το σπίτι όπου κρατούνταν φυλακισμένος ο Αυτοκράτορας με την οικογένειά του. Οι βασιλικοί αιχμάλωτοι, στεκόμενοι κοντά στα παράθυρα, παρακολουθούσαν τη λιτανεία.
Η πομπή σταμάτησε στο σημείο απ’ όπου φαινόταν το σπίτι. Ενώ ο λαός έψαλλε το «Σοί, Κύριε», ο επίσκοπος πλησίασε στην άκρη του τείχους και στάθηκε μόνος, εποπτεύοντας ολόκληρο το Τομπόλσκ, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό στα χέρια του. Υψώνοντας τον σταυρό ψηλά, ευλόγησε τη βασιλική οικογένεια.
Την Κυριακή των Βαΐων, ο επίσκοπος Ερμογένης τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και τον εσπερινό. Κατά τον εσπερινό εκφώνησε ένα κήρυγμα, στο οποίο είπε: «Πλησιάζουν οι ημέρες των Παθών του Κυρίου μας. Ο Πάσχων, περιμένοντας την επικείμενη φρικτή δοκιμασία Του, ένιωθε θνητή αγωνία και αναζητούσε δύναμη όχι μόνο στην προσευχή προς τον Θεό Πατέρα, αλλά και παρακαλώντας τους μαθητές Του να τηρήσουν αγρυπνία και να προσευχηθούν μαζί Του, για να ανακουφιστεί η βαριά καρδιά Του. «Κι εγώ νιώθω ότι οι ημέρες του Πάθους και του μαρτυρίου μου πλησιάζουν, και προβλέποντας τον μελλοντικό πόνο, νιώθω μεγάλη ανησυχία. Γι’ αυτό σας ζητώ όλους να προσευχηθείτε μαζί μου και για μένα, να μου δώσετε δύναμη». Αυτή ήταν η τελευταία του ομιλία προς την εκκλησία. Μια ομάδα των ακολούθων του, συγκινημένοι από την αγάπη τους προς τον επίσκοπο, τηρούσαν συνεχώς αγρυπνία κοντά στα ιδιωτικά του δωμάτια, ελπίζοντας να αποτρέψουν οποιαδήποτε βία· αλλά ο επίσκοπος βγήκε στο μπαλκόνι και παρακάλεσε όλους να επιστρέψουν στα σπίτια τους λέγοντας: «Μη δυσκολεύετε ακόμα περισσότερο τη δύσκολη θέση μου». Από σεβασμό στα λόγια και στο πρόσωπο του επισκόπου, οι άνθρωποι υπάκουσαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Νωρίς το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής συνελήφθη. Αυτό συνέβη τον Απρίλιο του 1918.
Ο επίσκοπος Ερμογένης μεταφέρθηκε στο Εκτερίνμπουργκ και φυλακίστηκε αμέσως. Τον Μάιο, ειδική αντιπροσωπεία από το εκκλησιαστικό συμβούλιο, αποτελούμενη από τον δικηγόρο Μινιάτοφ, τον αδελφό του επισκόπου, τον αρχιπρεσβύτερο Εφραίμ Ντοβγκάνεφ και τον π. Μ. Μακάρωφ, μετέβη στο Εκτερίνμπουργκ για να αιτηθεί την απελευθέρωση του επισκόπου ενώπιον του τοπικού Σοβντέπ (Σοβιετικών Αντιπροσώπων στρατιωτών και χωρικών). Το Σοβντέπ ζήτησε 10.000 ρούβλια ως λύτρα για την ελευθερία του επισκόπου και στη συνέχεια αύξησε το ποσό σε 100.000 ρούβλια. Τα χρήματα συγκεντρώθηκαν από τους εμπόρους του Εκτερίνμπουργκ και καταβλήθηκαν όπως είχε διαταχθεί στη κρατική υπηρεσία, η οποία εξέδωσε απόδειξη για το ποσό αυτό.
Την επόμενη ημέρα, η αντιπροσωπεία με πλήρη δύναμη μετέβη στο Σοβντέπ, ελπίζοντας να βρει τον επίσκοπο ήδη ελεύθερο, αλλά η αντιπροσωπεία δεν επέστρεψε ποτέ. Υποπτεύτηκαν ότι και αυτοί συνελήφθησαν και στάλθηκαν μαζί με τον επίσκοπο πίσω στο Τομπόλσκ, όπου επρόκειτο να διεξαχθεί η δίκη του επισκόπου.
Στο μεταξύ, το Τομπόλσκ καταλήφθηκε από τον Σιβηρικό Λευκό Στρατό. Οι Ερυθροί Φρουροί διέφυγαν με ένα ατμόπλοιο. Πριν αποβιβαστούν (στην Τιούμεν) και τρέξουν προς τα Ουράλια, έβγαλαν τους κρατουμένους στο κατάστρωμα του ατμόπλοιου και διέταξαν να βγάλουν τα πάνω ρούχα και τα παπούτσια τους. Αν κάποιος φαινόταν αργός, τα ρούχα του τα ξέσκιζαν. Οι γυμνοί άνδρες, υπό μια βροχή χλευασμών και αγενών σχολίων από τους φρουρούς, δεμένοι, ρίχνονταν ένας-ένας από το κατάστρωμα στον ποταμό Τούρα, όπου πνίγονταν.
Ο επίσκοπος Ερμογένης προσευχήθηκε για τους βασανιστές του και τους ευλόγησε. Με χυδαίες βρισιές, συνοδευόμενες από χτυπήματα, οι φρουροί ξέσκισαν από τον επίσκοπο τα ράσα και το στιχάριο και του έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Ο επίσκοπος συνέχισε να προσεύχεται δυνατά, και ο κομισάριος φώναξε την εντολή: «Κρατήστε του το σαγόνι!» Ένα χτύπημα με γροθιά στο πρόσωπο σίγησε τις προσευχές του γέροντα επισκόπου. Στη συνέχεια, δέσανε τα χέρια του, και του έδεσαν επίσης και μια πέτρα ογδόντα λιβρών. Οι Ερυθροί φρουροί άρπαξαν τον επίσκοπο και, μετά από αρκετές κινήσεις μπρος-πίσω, τον πέταξαν με δύναμη στον ποταμό. (16 Ιουνίου 1918). Τέτοια ήταν η μαρτυρία που δόθηκε στην προανάκριση από το πλήρωμα του ατμόπλοιου.
Μετά την υποχώρηση των Ερυθρών, όταν τα νερά του ποταμού Τούρα υποχώρησαν, η όχθη ήταν γεμάτη με τα σώματα των δολοφονημένων ανδρών, ανάμεσα στα οποία αναγνωρίστηκε το σώμα του επισκόπου Ερμογένη. Το αναγνωρισμένο σώμα μεταφέρθηκε τότε στο Τομπόλσκ και ενταφιάστηκε, με ένα πλήθος σεβαστών και θλιμμένων ανθρώπων να το συνοδεύει στον τελευταίο του τόπο ανάπαυσης.
ΠΗΓΗ: ''Oι Νέοι Μάρτυρες της Ρωσίας'', Μόντρεαλ 1972
Μητροπολίτης Βλαδίμηρος του Κιέβου και Γαλικίας
Μητροπολίτης Βενιαμίν της Πετρούπολης
Μητροπολίτης Βενιαμίν της Πετρούπολης (2ο μέρος)
Μητροπολίτης Βενιαμίν της Πετρούπολης (3ο μέρος)

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου