5ος
αιώνας.
Η επισκοπική αξία, «ταιριάζει μόνο... σε λίγους... που έχουν την αντίληψη ότι
αυτή είναι πατρική φροντίδα και όχι αυθαίρετη εξουσία. Επειδή όμως την έχουν
μεταβάλει σε δεσποτισμό ή, για να το πούμε καλύτερα, σε αυθαιρεσία, να ξέρεις
ότι η έννοια αυτής της ορατής και επιθυμητής ηγεσίας... δεν είναι υψηλή. Γιατί
τις περισσότερες φορές, άλλους εξουσιάζουν και σε άλλους υποκλίνονται δουλικά·
σε κάποιους δίνουν διαταγές και άλλους κολακεύουν· κάποιους καταπιέζουν και
μπροστά σε άλλους οι ίδιοι ταπεινώνονται. Γι’ αυτό, μη θαυμάζεις που ο
πρεσβύτερος Ιεράξ, ως άνθρωπος συνετός, έφυγε από αυτόν τον βαθμό, σαν να
επρόκειτο για την πιο βαριά ασθένεια»[1].
«Σε μια τέτοια κατάσταση της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι άνθρωποι που είχαν ανατεθεί στη λειτουργική διακονία
δεν έπαυαν, προς βλάβη του Χριστιανισμού, να στήνουν παγίδες ο ένας στον άλλον,
γιατί ακριβώς εκείνη την εποχή οι πνευματικοί άνδρες επιτίθεντο με φροντίδα ο
ένας εναντίον του άλλου»[2].
«Οι επίσκοποι της εποχής μας, επίσκοποι
μόνο κατ’ όψιν, γένος πηλινό, ρίχτηκαν με πάθος στον πλούτο, στις θέσεις και
στις τιμές· τα χαρίσματα όμως του Αγίου Πνεύματος τα σπατάλησαν σε συνωμοσίες,
διώξεις, εξορίες και φυλακίσεις», μαρτυρεί ο συγγραφέας του «Λαυσαϊκού» το έτος
408[3].
«Ρώτησε
κάποιος έναν γέροντα: “Για ποιο λόγο μερικοί που κοπιάζουν στις πόλεις δεν
λαμβάνουν τη χάρη, όπως οι παλαιοί;” Και ο γέροντας του είπε: “Τότε υπήρχε
αγάπη, και ο καθένας τραβούσε τον πλησίον του προς τα άνω· ενώ τώρα, που η
αγάπη έχει ψυχρανθεί, ο καθένας τραβά τον πλησίον του προς τα κάτω, και γι’
αυτό δεν λαμβάνουμε χάρη”»[4].
6ος αιώνας.
Ο αββάς Ορέντ, μια Κυριακή, μπήκε
στην εκκλησία του Σινά έχοντας γυρίσει τα ρούχα του ανάποδα. Του είπαν:
«Γέροντα, γιατί μας ντροπιάζεις μπροστά στους ξένους;» και εκείνος απάντησε:
«Εσείς διαστρέψατε το Σινά και κανείς δεν σας λέει τίποτα, κι εμένα με
κατηγορείτε επειδή γύρισα τα ρούχα μου ανάποδα; Πηγαίνετε, διορθώστε ό,τι εσείς
διαστρέψατε και τότε θα διορθώσω κι εγώ αυτό που έκανα»[5].
«Οι πατέρες μας ως τον θάνατό τους
τηρούσαν την εγκράτεια και την ακτημοσύνη, ενώ εμείς μόνο φαρδαίνουμε την
κοιλιά και τα πουγκιά μας», έλεγε ο αββάς Αθανάσιος[6].
Σε ένα όραμα, ένας γέροντας βλέπει
την ψυχή ενός νεκρού μοναχού μέσα σε λίμνη πυρός ως τον λαιμό και θρηνεί
λέγοντας: «Δεν σε παρακαλούσα, παιδί μου, να φροντίσεις για τη σωτηρία της
ψυχής σου ώστε να μην υποφέρεις;» Και ο νεκρός του απαντά: «Ευχαριστώ τον Θεό,
πάτερ μου, που τουλάχιστον το κεφάλι μου είναι ελεύθερο από τα βασανιστήρια·
χάρη στις προσευχές σου στέκομαι πάνω από το κεφάλι του επισκόπου»[7].
«Όσα είπε ο Κύριός μας θρηνώντας
για τους Φαρισαίους, τα εφαρμόζω σε εμάς, τους σημερινούς υποκριτές. Δεν
δένουμε κι εμείς βαριά και δυσβάσταχτα φορτία και δεν τα φορτώνουμε στους ώμους
των ανθρώπων, ενώ οι ίδιοι ούτε με το δάχτυλο δεν θέλουμε να τα αγγίξουμε; Δεν
κάνουμε όλα μας τα έργα για να φαινόμαστε στους ανθρώπους; Δεν αγαπάμε να
καθόμαστε στις πρώτες θέσεις στα τραπέζια και στις συνάξεις, και όσους δεν μας
τιμούν αρκετά δεν τους θεωρούμε θανάσιμους εχθρούς; Δεν πήραμε το κλειδί της
γνώσης και δεν κλείνουμε με αυτό τη Βασιλεία των Ουρανών μπροστά στους
ανθρώπους, ώστε ούτε εμείς να μπούμε ούτε να αφήσουμε εκείνους να μπουν; Δεν
διασχίζουμε θάλασσα και ξηρά για να προσηλυτίσουμε έστω έναν, και όταν αυτό
συμβεί, τον κάνουμε παιδί της γέεννας, διπλά χειρότερο από εμάς; Δεν είμαστε
τυφλοί οδηγοί, που σουρώνουμε το κουνούπι και καταπίνουμε την καμήλα; Δεν
καθαρίζουμε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, ενώ μέσα είμαστε γεμάτοι
αρπαγή, απληστία και ακολασία; Δεν χτίζουμε μνημεία πάνω στους τάφους και δεν
στολίζουμε τα λείψανα των αποστόλων, ενώ στην πραγματικότητα μοιάζουμε με τους
φονιάδες τους;»[8].
7ος αιώνας.
«Είπε ο Κύριος: «Ιδού εγώ σας αποστέλλω
ως πρόβατα ανάμεσα σε λύκους». Όμως πολλοί, όταν αναλαμβάνουν τα δικαιώματα της
κυβέρνησης, φλογίζονται προς τον βασανισμό των υπηκόων· κυβερνούν με φρίκη και
βλάπτουν εκείνους που έπρεπε να ωφελούν. Και επειδή δεν έχουν εσωτερική αγάπη,
επιθυμούν να φαίνονται κύριοι… Αλλά τι κάνουμε εμείς, ποιμένες; Ας
συλλογιστούμε ποιο κρίμα μας αξίζει όταν χωρίς κόπο παίρνουμε την αμοιβή για
τον κόπο άλλων. Έτσι ζούμε από τις προσφορές των πιστών· όμως πόσον μόχθο
καταβάλλουμε για τις ψυχές των πιστών; Πρέπει αδιάλειπτα να θυμόμαστε ό,τι έχει
γραφεί για ορισμένους: «οι αμαρτίες του λαού μου τρέφουν» (Ωσηέ 4,8). Και εμείς
που ζούμε από τις προσφορές των πιστών, οι οποίες γίνονται υπέρ των αμαρτιών
τους, αν τρώμε και σιωπούμε, χωρίς αμφιβολία τρεφόμαστε από τις αμαρτίες τους.
Δείτε, ο κόσμος είναι γεμάτος ιερείς, αλλά σπάνια συναντάς εργάτη στην εργασία
του Θεού, διότι εμείς συμφωνούμε να ντυθούμε με το επισκοπικό αξίωμα, αλλά δεν
εκπληρώνουμε τα καθήκοντα του αξιώματος. Υπάρχει, αγαπητοί αδελφοί, στη ζωή των
επισκόπων μεγάλο κακό που με συντρίβει. Για να μη νομίσει κανείς ότι θέλω να
προσβάλω κάποιον προσωπικά, ελέγχω πρώτα τον ίδιο μου τον εαυτό σ’ αυτό το
κακό: αντίθετα προς το θέλημά μου υποκύπτω στις απαιτήσεις της βάρβαρης εποχής.
Το κακό αυτό συνίσταται στο ότι εμπλακήκαμε στα εγκόσμια ζητήματα και ότι οι
πράξεις μας δεν αντιστοιχούν στην αξιοπρέπεια του αξιώματος. Εγκαταλείπουμε το
έργο του κηρύγματος. Αν κληθήκαμε στο επισκοπικό αξίωμα, ίσως είναι προς την
τιμωρία μας, διότι έχουμε μόνον το όνομα του επισκόπου και όχι τα αξιώματά του.
Εκείνοι που μας έχουν εμπιστευθεί απομακρύνονται από τον Θεό, και εμείς
σιωπούμε· αυτοί χάνονται στο κακό, και εμείς ούτε καν απλώνουμε το χέρι μας για
να τους τραβήξουμε έξω. Ασχολούμενοι με τα κοσμικά, είμαστε αδιάφοροι για την
τύχη των ψυχών… Νομίζω πως ο Θεός δεν ανέχεται περισσότερο κανέναν παρά τους
ιερείς… Εμείς είμαστε οι υπαίτιοι του θανάτου για τον χαμένο λαό, ενώ έπρεπε να
είμαστε οι οδηγοί του προς τη ζωή… Τι θα παρομοιάσουμε τους κακούς ιερείς, αν
όχι με το νερό του βαπτίσματος, που αφού πλύνει τις αμαρτίες των βαπτισθέντων
τους στέλνει στην Βασιλεία των Ουρανών και κατόπιν ρέει σε ακάθαρτα μέρη; Θεέ,
που ευδόκησες να μας ονομάσεις ποιμένες του λαού, κάνε, σε παρακαλούμε, να
έχουμε τη δύναμη ενώπιον Σου να είμαστε εκείνοι που καλούμαστε με ανθρώπινη
γλώσσα»[9].
«Πόσοι από εσάς έχετε συγκεντρωθεί για τη γιορτή του μάρτυρα; Λυγίζετε τα γόνατά σας, χτυπάτε τα στήθη σας, αναστενάζετε, προσεύχεστε και εξομολογείστε και ποτίζετε τα πρόσωπά σας με δάκρυα. Αλλά σας παρακαλώ, σκεφτείτε τις ικεσίες σας και δείτε αν προσεύχεστε στο όνομα του Ιησού, δηλαδή αν ζητάτε τις χαρές της Αιώνιας Ζωής; Γιατί στον οίκο του Ιησού δεν αναζητάτε τον Ιησού, αν στον ναό της Αιωνιότητας προσεύχεστε άκαιρα για τα πρόσκαιρα πράγματα. Να ένας που ζητά σύζυγο στην προσευχή, άλλος ένα χωριό, ένας τρίτος ρούχα, ένας τέταρτος φαγητό. Άλλος ζητά τον θάνατο του εχθρού του, και αυτόν που δεν μπορεί να καταδιώξει με το σπαθί, τον καταδιώκει με προσευχή»[10].
(συνεχίζεται)
[1] Ισίδωρος Πηλουσιώτης.Επιστολή 625. (Απόσπασμα από: Η Παράδοση της Εκκλησίας και η Παράδοση της Σχολής // Θεολογικό Δελτίο. Μόσχα, 1908.Τόμος 1. Τεύχος 3. Σελ. 523–524).
[2] Σωκράτης Σχολαστικός. Εκκλησιαστική Ιστορία. 1996. Σ. 247.
[3] Διάλογος του Παλλαδίου, Επισκόπου Ελενουπόλεως, με τον Θεόδωρο, Ρωμαίο διάκονο, σχετικά με τη ζωή του Μακαριστού Ιωάννη, Επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Χρυσοστόμου, 20 // Επιστημονικές Σημειώσεις του Ρωσικού Ορθόδοξου Πανεπιστημίου του Αποστόλου Ιωάννη του Θεολόγου. Τεύχος 3. Μόσχα, 1998, σελ. 242.
[4] Αρχαίο Πατερικόν. Σ. 324.
[5] Ιωάννου Μόσχου. Πνευματικός Λειμών. 1915. Σελ. 151.
[6] ο.π. Σ. 157.
[7] ο.π. Σ. 59.
[8] Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Έργα: Σε 2 βιβλία. 1993. Βιβλίο 1. Σ. 89.
[9] Γρηγόριου Διαλόγου. Ομιλία 10. Λόγος προς τους Επισκόπους και τον Λαό, που εκφωνήθηκε την ημέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου // // Επιλεγμένα Έργα. 1999, σελ. 125-141.
[10] Γρηγόριου Διαλόγου. Ομιλία 27 // Επιλεγμένα Έργα. 1999, σελ. 251.

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου