Όσο κι αν ακούγεται παράξενο υπάρχουν, πάντα υπήρχαν, λαϊκοί, που ασκητεύουν με τον δικό  τους τρόπο, ενώ ζουν μέσα στον κόσμο, με τους πειρασμούς, τα πάθη, τις παγίδες των δαιμόνων. Αυτό το έργον το επιτελούσαν ή το επιτελούν και σήμερα, έτσι, που κανείς δεν ξέρει, παρά μόνον  ο Θεός, τον μυστικό τους αγώνα. Μυστική προσευχή, μυστική αγαθοεργία, μυστική παρθενία και πολλά άλλα αγωνίσματα εν ονόματι Κυρίου και απο ταπεινή διάθεση να υπακούουν στην εντολή του Θεού. Μια τέτοια περίπτωση, όχι  σπάνια, συναντούμε και στον λαϊκό εκείνον χριστιανό, που τον έλεγαν Ευχάριστον και ήταν βοσκός προβάτων:

- “Δύο απο τους ασκητές της ερήμου, παρακάλεσαν τον Θεό να τους πληροφορήσει σε τι μέτρα πνευματικής προκοπής έφθασαν. Και τους ήλθε φωνή εξ ουρανού, που τους έλεγε: “Σ’ αυτό το κεφαλοχώρι της Αιγύπτου είναι κάποιος λαϊκός. Ευχάριστον τον λένε, και η γυναίκα του ονομάζεται Μαρία. Εσείς δεν έχετε φθάσει ακόμη στα δικά τους μέτρα”. Απόρησαν οι δύο αναχωρητές με την αποκάλυψη αυτή και σηκώθηκαν και πήγαν σ’ εκείνο το κεφαλοχώρι. Ρωτώντας βρήκαν την καλύβα και την γυναίκα του λαϊκού και είπαν στην γυναίκα του: “Που είναι ο άνδρας σου”; Και αυτή αποκρίθηκε: “Τσοπάνης είναι και βόσκει τα πρόβατα”. Τους δέχτηκε μέσα στο φτωχόσπιτο τους, και το βράδυ ήλθε και ο Ευχάριστος, από την βοσκή, μαζί με τα πρόβατα. Βλέποντας δε τους δύο Γέροντες, έστρωσε τραπέζι και έφερε νερό να τους πλύνει τα πόδια. Εκείνοι εξήγησαν το σκοπό της επισκέψεώς τους και είπαν:

- Δεν θα φάμε τίποτε αν δεν μας φανερώσεις το έργο που επιτελείς και έχεις φτάσει ψηλά στον πνευματικό βίο!

          Εκείνος τους είπε με ταπεινοφροσύνη: “Εγώ είμαι τσοπάνης και αυτή είναι η γυναίκα μου”. Οι Γέροντες όμως επέμεναν και παρακαλούσαν, αλλά ο Ευχάριστος δεν ήθελε να τους πει τίποτε. Τότε οι Γέροντες είπαν: “Ο Θεός μας έστειλε σ’ εσένα”. Μόλις το άκουσε αυτό ο λαϊκός φοβήθηκε, κατανύχτηκε και είπε: “Να, αυτά τα πρόβατα τα έχουμε από τους γονείς μας. Και ό, τι μας αξιώσει ο Κύριος να βγάλουμε απ’ αυτά, το χωρίζουμε σε τρία μέρη. Το ένα μέρος για τους φτωχούς, το άλλο για την φιλοξενία και το τρίτο για τις ανάγκες μας. Και τότε, που πήρα την γυναίκα μου, δεν μιάνθηκα ούτε εγώ, ούτε του λόγου της , αλλά είναι ανέγγιχτη. Και ο καθένας μας κοιμάται χωριστά. Την νύχτα φορούμε σάκκους και τη ημέρα τα ρούχα μας. Έως τώρα κανείς  από τους ανθρώπους δεν τα έμαθε αυτά”. Και ακούγοντάς τον οι δύο Γέροντες  εθαύμασαν και έφυγαν δοξάζοντας τον Θεόν”.


          “ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ”, Π. Μ. Σωτήρχος



ΠΗΓΗ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top