«Ἡ βαθιά γνώση τοῦ ἑαυτοῦ, εἶναι πρωταρχική ὑποχρέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὄν ἠθικῶς λογικό, πλασμένο μέ ἐλευθερία καί Θρησκευτικότητα, πλάσμα ἀληθινά ὑψηλῆς περιωπῆς, ἔχει προοριστεῖ νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό - ἀφοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργήθηκε- κοινωνός καί συμμέτοχος τῆς Θείας ἀγαθότητας καί μακαριότητας. Ἀλλά γιά νά γίνει αὐτό, δηλαδή Θεῖο ὁμοίωμα, ἀγαθός καί μακάριος καί γιά νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό, ὀφείλει πάνω ἀπ’ ὅλα νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Δίχως τήν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, πλανιέται μέσα στίς ἴδιες του τίς σκέψεις, κυριολεκτικά αἰχμαλωτίζεται ἀπό ποίκιλα πάθη, τυραννιέται ἀπό ὁρμητικές ἐπιθυμίες, καταγίνεται μέ πολλά καί μάταια, διανύει ζωή ὄχι ὁμαλή, ἀλλά ἄτακτη καί πολυπράγμονη, σφάλλει σέ ὅλα. Παραπαίει στόν δρόμο τῆς ζωῆς του κλονιζόμενος σέ κάθε του βῆμα, σκοντάφτει, πέφτει καί συντρίβεται. Ὁ ἴδιος ποτίζει τόν ἑαυτό του κάθε μέρα μέ θλίψη καί πίκρα, γεμίζει τήν καρδιά του μέ ὀδύνη καί γενικά ζεῖ βίο ἀβίωτο.

Ὅποιος ἀγνοεῖ τόν ἑαυτό του, ἀγνοεῖ καί τόν Θεό. Αὐτός δέ πού ἀγνοεῖ τόν Θεό, ἀγνοεῖ ὁλότελα τήν ἀλήθεια καί τή φύση τῶν πραγμάτων. Τοῦτος εἶναι καί ὁ λόγος πού βαδίζει τόν δρόμο τῆς ζωῆς του, σάν τόν ὁδοιπόρο πού χάθηκε στήν ἐρημο.
Ἕτσι ὁ ἄνθρωπος πού δέν γνωρίζει τόν ἑαυτό του, εἶναι ἀλαζόνας, κορδώνεται, συμπεριφέρεται ἄσχημα καί ἀσεβεῖ ἀπέναντι στόν Θεό. Περηφανεύεται πώς εἶναι τάχα κάτι μεγάλο, ἐνῶ εἶναι μηδαμινός καί ὑψώνει τόν ἑαυτό του, ἐνῶ εἶναι ὁ τελευταῖος ὅλων. Προβάλλεται μέσα στήν ἄγνοια του καί ὅταν μιλάει, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀνοησία του. Ὅποιος δέν γνωρίζει τόν ἑαυτό του, πάντοτε ἁμαρτάνει πρός τόν Θεό καί ἔτσι ἀπομακρύνεται περισσότερο ἀπ’ Αὐτόν, διότι δέν γνωρίζει τή φύση τῶν πραγμάτων καί πῶς στ’ ἀλήθεια ἔχουν αὐτά καθεαυτά. Εἶναι ἀνήμπορος νά τα ἐκτιμήσει καί νά διακρίνει τά εὐτελῆ ἀπό τά πολύτιμα, τά ἄξια ἀπ’ αὐτά πού δέν ἔχουν ἀξία καί τά τίμια ἀπό ἐκεῖνα πού στεροῦνται τιμῆς. Ἔτσι, φθείρεται, ἑκδαπανᾶται στά μάταια καί μηδαμινά, ἐνῶ δέν νοιάζεται γιά τά αἰώνια καί τιμιότατα, ὄντας πραγματικά ἀδιάφορος γι’ αὐτά.
Στόν ἄνθρωπο ἔχει ἐμφυτευθεῖ ἡ δυνατότητα νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ γεννήθηκε σάν ζωντανή ὕπαρξη μέ νοῦ καί ἱκανή νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό, ἔχοντας ἐλεύθερη βούληση, ἀλλά καί τή δυνατότητα γιά γνώση. Ὁ Θεός δημιουργώντας τόν ἄνθρωπο, τόν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα Του, γιά νά μπορέσει νά Τόν ἀναζητήσει, νά τόν προσεγγίσει, νά Τόν γνωρίσει καί νά Τόν ἀγαπήσει. Αὐτές οἱ ἠθικές δυνάμεις δοσμένες πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Θεό, ἀποτελοῦν ἰδιαίτερο γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου καί βαθιά μέσα του αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά τίς ἀκολουθεῖ, ἀφοῦ τίς ἀναγνωρίζει σάν ἕναν ἠθικό νόμο. Ὡστόσο γιά νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ὀφείλει προηγουμένως νά γνωρίσει καλά τόν ἑαυτό του, γιατί αὐτός πού δέν γνωρίζει καλά τόν ἑαυτό του, οὔτε τόν Θεό μπορεῖ νά γνωρίσει. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο αὐτός πού δέν γνωρίζει τόν Θεό, οὔτε Τόν ἀγαπάει, οὔτε Τόν λατρεύει, οὔτε Τόν ποθεῖ μέσα ἀπό τήν καρδιά του, οὔτε Τόν ἐπιζητᾶ, οὔτε βεβαίως ἔρχεται κοντά Του.
Ἀλλά γιά νά μπορέσει νά καταλάβει τόν ἑαυτό του, εἶναι ἀνάγκη νά θελήσει προηγουμένως νά ἀναλάβει τήν ἔρευνα αὐτοῦ, θέτοντας ὑπό μελέτη ἀκριβῶς τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Δίχως θέληση κανένα ἀπό τά ἀναγκαῖα δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ καί θά βασιλεύει τελεία ἄγνοια σέ ὅλα. Οἱ ἠθικές δυνάμεις, δίχως τή θέληση, μένουν ἀνενεργές καί δέν μποροῦν νά φέρουν σέ ἐπίγνωση αὐτόν πού τίς κατέχει.
Ἡ θέληση ἐνεργοποιεῖ τίς ἠθικές δυνάμεις καί ἔτσι τίς ἀναδεικνύει. Στόν ἄνθρωπο, ἡ δύναμη τῆς θέλησης ὑπερνικᾶ τά ἐμπόδια καί κατορθώνει τά πάντα, ἐφόσον ἐνισχύεται ἀπό τή λογική σκέψη καί τό αὐτεξούσιο, τό θέλω γίνεται μπορῶ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ συστηματικά καί ἐλεύθερα.
Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει τοποθετηθεῖ ἀπό τή Θεία Ἀγαθότητα σέ μιά τέτοια ὑψηλή θέση, ὀφείλει νά ἔχει τή θέληση νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, νά κατανοήσει τή φύση τῶν ὄντων, ὅπως εἶναι καθεαυτά καί ἔτσι νά γίνει κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοί πού ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἐπαινοῦνται ὡς σοφοί στίς Παροιμίες. Ὁ συγγραφέας τους, ὁ Σολομών, λέει: «Οἱ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί» καί συμβουλεύει: «Γνῶθι σαυτὸν καί περιπάτει ἐν ὁδοῖς καρδίας σου ἄμωμος».
Τήν ἀνάγκη νά γνωρίσουμε τούς ἑαυτούς μας, τή δίδαξε τόσο ἡ Θρησκεία ὅσο καί ἡ φιλοσοφία.
Ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος ὅρισε σάν ἀρχή κάθε ἀρετῆς, τό «γνῶθι σαυτὸν».
Τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἐπίσης, καθόρισε τό «γνῶθι σαυτὸν» ὡς ἑξῆς: «τοῦτο, ἐπιστήμης ἀληθοῦς, τό πρώτιστον καί ἄριστον».
Εἶναι φανερό λοιπόν, ὅτι ἡ βαθιά γνώση τοῦ ἑαυτοῦ, εἶναι ὄντως ἡ ἀρχή κάθε ἀρετῆς. Ἄν λοιπόν τό «γνῶθι σαυτὸν» ἐπιβάλλεται σ’ ἐμᾶς, ἀπό τόν νοῦ ὡς Θεῖος Νόμος, χαραγμένος στή διάνοια μας, ὀφείλουμε νά σεβόμαστε αὐτόν τό νόμο καί ἔχουμε καθῆκον νά τόν τηροῦμε, ἀφοῦ εἴμαστε ὄντα λογικά καί ἠθικῶς ἐλεύθερα.
Αὐτός πού γνωρίζει τόν ἑαυτό του, καταλαβαίνει καλά τά καθήκοντα πρός τόν ἑαυτό του, πρός τόν πλησίον του, πρός τόν Θεό, κατανοεῖ ὅτι ἡ εὐσέβεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια καί ἡ σύνεση, πρέπει νά γίνουν σ’ αὐτόν τά μόνα ἀγαπητά
καί ἐπιθυμητά ἀγαθά. Καί σέ αὐτά νά δοκιμάζει, σὰν σὲ λυδία λίθο, ὅλες τις ήθικὲς καὶ Θρησκευτικὲς του πράξεις.
Ὁ Ξενοφῶν λέει γι’ αὐτούς: «Αὐτοί πού γνωρίζουν τούς ἑαυτούς τους, πράττουν τά κατάλληλα γιά τούς ἴδιους καί διακρίνουν ποιά μποροῦν νά πράξουν καί ποιά ὄχι. Ἀπ’ αὐτά δέ πού μέ ἐπίγνωση πράττουν, κρατοῦν ὅσα ἔχουν ἀνάγκη καί καλῶς κάνουν. Σέ ὅσα ὅμως δέν μποροῦν νά ἐπιβλέψουν τήν ὀρθότητα ἀπέχουν, παραμένοντας ἔτσι ἀναμάρτητοι καί ἀποφεύγοντας νά συμπεριφερθοῦν ἄπρεπα».
Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς συμβουλεύει λέγοντας: «Ἄν θέλεις νά γνωρίσεις τόν Θεό, φρόντισε πρίν νά γνωρίσεις τον ἑαυτό σου».
Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἀποφαίνεται: «Ἡ ἀκριβής κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ σου, σέ χειραγωγεῖ πρός τήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ».
Ἀλλά γι’ αὐτούς πού ἀγνοοῦν τούς ἑαυτούς τους, ὁ Θεῖος Χρυσόστομος μᾶς λὲει: «Τό νά ἀγνοεῖ κανείς τόν ἑαυτό του, εἶναι χειρότερο ἀπό τήν παραφροσύνη καί τή σύγχυση, διότι τό μέν ἕνα εἶναι ἀρρώστια ἀπό ἀνάγκη, τό δέ ἄλλο ἀπό διεφθαρμένη θέληση».
Σὲ αὐτὸν ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του καί ἔχει ἀξιωθεῖ νἀ γνωρίσει καὶ τὸν Θεό, ἡ εὐσέβεια ἔχει ἀναδειχθεῖ σὲ αρχή κατανόησης τῶν πραγμάτων.
Ὁ Ἀριστοτέλης λέει ὅτι: «Ἀρχὴ ἀρίστη πάντων μὲν Θεὸς, ἀρετῶν δὲ εὐσέβεια».
Τά ἴδια περίπου λέει καί ὁ Θεῖος Παῦλος: «Ἡ εὐσέβεια πρός πάντα ὠφέλιμός ἐστίν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καί τῆς μελλούσης» (Α’ Τιμ, δ’ 8).
Τό οὐσιαστικό νόημα τοῦ δικαίου -ὡς τοῦ ὄντως ἀγαθό- ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν Θεό, σέ αὐτόν πού γνωρίζει τόν ἑαυτό του. Ἡ δέ ἐξάσκηση τῆς δικαιοσύνης γίνεται ὁδηγός του στό ἀγαθό. Διότι ἀρχή τῆς ἀγαθῆς ὁδοῦ εἶναι τό νά πράττει κανείς δίκαια καί νά ὑπηρετεῖ τήν ἀλήθεια.
Στόν ἄνθρωπο πού γνωρίζει σέ βάθος τόν ἑαυτό του, ἡ ἀλήθεια ἐμφανίζεται σάν Θεῖο ἰδίωμα. Ἀκολούθως ἕλκεται ἀπ’ αὐτήν ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ, στήν κατά τό δυνατόν, τελειότητα καί τόν ἐξομοιώνει μέ τόν Θεό.
Σέ αὐτόν πού ἔχει τό «γνῶθι σαυτόν», ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀποκαλύπτεται μέ τόν ἀληθινό της χαρακτήρα καί τόν ἀναδεικνύει ἀληθινό ἐπιστήμονα, τοῦ διδάσκει δέ τά Θεῖα καί τά ἀνθρώπινα, καθώς καί τά αἴτια τους, ἀνυψώνοντας τον ἔτσι πρός τόν Θεό.
Ἡ ἐπιστήμη χωρίς ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ, ὰποπλανά τόν ἐρευνητή τῶν ὑπερφυσικῶν ἀληθειῶν καί τόν ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτές.
Ἀλλά ἡ ἄγνοια τῆς ἀληθινῆς φύσης τῶν πραγμάτων καί τῶν Θεϊκῶν καί τῶν ἀνθρώπινων, συνεπάγεται μύρια δεινά. Πράγματι ἡ ἄγνοια γίνεται αἰτία πολλῶν κακῶν στούς ἀνθρώπους. Αὐτή λοιπόν παραπλανημένη ἀπό τη φιλαυτία, αὐτοῦ τοῦ χωρίς ἔλεος ἄσπονδου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ἰδιαίτερα τῶν νέων -πού εὔκολα καί χάριν τῆς ἀπειρίας τους ἐξαπατῶνται- ἐπιφέρει ἀθεράπευτα κακά.
Ἡ φιλαυτία γεννᾶ τήν ἔπαρση, τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἀλαζονεία, ἐκ τῶν ὁποίων γεννιέται ἡ διάθεση νά θέλει κανείς νά αὐτενεργεῖ.
Ἐπίσης γεννιέται ὁ ἐγωισμός καί το προσωπικό συμφέρον, τό ὁποῖο ἐξάπτει τά συγγενικά, δηλαδή σύντροφα ψυχικά πάθη, ἀπομακρύνει τίς ὠφέλιμες γνῶμες καί ὑποκινεῖ τόν ἄνθρωπο, τίς μέν δικές του κακίες νά τίς μικραίνει ἀπό ἀνόητη φιλαυτία ἤ καί νά τίς καλύπτει ἐπιμελῶς, τίς ἀρετές ὅμως πού ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει, νά τίς διεκδικεῖ ὡς δίκες του χωρίς νά τίς ἔχει κατακτήσει, νά τίς ἐπιδεικνύει μέ φιλαρέσκεια καί φέρνοντας στό στόμα του τά σεμνά ὀνόματα τῶν ἀρετῶν νά καυχιέται γι’ αὐτές.
Πρόκειται γιά μεγάλο κακό καί φοβερό σκόπελο στόν ὀποίο προσαράζει ἡ πελαγοδρομοῦσα νεολαία καί ἔτσι ναυαγεῖ.
Γι’ αὐτή τήν ἀπάτη, πού τή γεννᾶ ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός, ὁ Πλάτων μᾶς λέει: «Τό νά ἐξαπατᾶς τόν ἑαυτό σου ἀπό μόνος σου εἶναι ὅτι χειρότερο. Πῶς νά μήν εἶναι μεγάλο τό κακό, ἀφοῦ αὐτός πού ἐξαπατᾶ δέν εἶναι ἀπέναντί σου ἀλλά μέσα σου;».
Εἶναι δυσχερής ἡ ἄμυνα σ’ αὐτό τόν πονηρό πόλεμο, στόν ὁποῖο ἡ φιλαυτία ἐπιτίθεται μέ χαϊδέματα καί κολακεῖες, ἀφοῦ αὐτός πού σέ ἐξαπατᾶ κάθεται πάντοτε τόσο κοντά σου καί ἀφοῦ αὐτός πού χαϊδεύει καί αὐτός πού χαϊδεύεται, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο. Πόσων κακῶν δέν γίνεται αἰτία αὐτός πού ἀγνοεῖ τον ἑαυτό του, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας, τῆς ὑπερηφάνειας καί της ἀλαζονείας; Πόσες φορές, ἐνῶ σφάλλει στήν ἐκτίμηση διάφορων καταστάσεων, δέν ὑπερηφανεύεται ὅτι δῆθεν τίς ἐκτίμησε μέ ἀκρίβεια, κρίνοντας τες ὅμως ἀπό ἐσφαλμένη θὲση; Πόσες φορές νομίζοντας ὅτι φιλοσοφεῖ δίνει τήν ἐντύπωση ἀμαθοῦς, τίς δέ ἀνοησίες του τίς θεωρεῖ σοφά λόγια; Πόσες φορές δέν σπαταλάει καί χρόνο καί χρήματα γιά πράγματα πού δέν ἀξίζουν, ἐνῶ τσιγγουνεύεται γιά ὅσα ἀξίζουν; Πόσες θλίψεις δέν τόν ποτίζουν σάν καθημερινό ποτό, χωρίς ἔλεος, οἱ ἀδιάλλακτοι καί ἄσπονδοι ἐχθροί του, δηλαδή ἡ ἄγνοια, ἡ ἀβουλία καί ἡ ἀπερισκεψία; Πόσες φορές ἡ φιλαυτία, παρακινημένη ἀπό τήν ἄγνοια, δέν ἐξάπτει τα ψυχικά πάθη;
Πράγματι, ἡ ἄγνοια εἶναι δεινό καί ἀποβαίνει αἰτία πολλῶν κακῶν γιά τούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό πρέπει νά φροντίζουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτή, μέσω τῆς ἐπιμελημένης γνώσης τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι σιγά-σιγά θά γίνουμε τέλειοι, θά ἀναδειχθοῦμε δέ μακάριοι καί στήν παροῦσα καί στή μέλλουσα ζωή. Τό νά γνωρίσουμε καλά τόν ἑαυτό μας εἶναι κάτι πολύ δύσκολο καί ἀπαιτεῖ συντονισμένη φροντίδα καί πολλή ἐπιμέλεια.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ἐπ’ αὐτοῦ τα ἑξῆς: «Πράγματι, φαίνεται ὅτι τό να γνωρίζεις τόν ἑαυτό σου σέ βάθος, εἶναι το δυσκολώτερο ὅλων. Γιατί ὅπως ὁ ὀφθαλμός πού βλέπει πρός τά ἔξω, ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν ἑαυτό του, ἔτσι καί ὁ νοῦς μας, ἐνῶ διακρίνει τόσο καθαρά τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, ἀργεῖ νά καταλάβει τά δικά του».

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top