«Ἐνῶ συνέβαιναν αὐτά, μια νεαρή γυναίκα εὐσεβής, πού ὀνομαζόταν
Αἰκατερίνα, πάρα πολύ ὄμορφη, πού εἶχε μάθει κάθε ἐπιστήμη εἰδωλολατρική καί
χριστιανική, ὄντας θυγατέρα κάποιου ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει, ζοῦσε μαζί
μέ πολλές ὑπηρέτριες στο παλάτι της, τό ὁποῖο βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, καί
κάθε μέρα μόνο στον Θεό προσευχόταν......
Αὐτή, ὅταν εἶδε νά χάνεται τόσος λαός καί πολλοί
ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν ἀπειλῶν νά προδίδουν τόν Χριστιανισμό καί ἄλλους νά εὐχαριστοῦνται,
ἐπειδή ἔχασαν τό μυαλό τους ἀπ' αὐτά πού γίνονταν, πῆρε δύναμη ἀπό τήν πίστη
της στόν Θεό καί ἀφοῦ πῆρε τοὺς ὑπηρέτες της ήλθε στον ναό, ὅπου ἦταν συγκεντρωμένο
ὅλο τό πλῆθος καί θυσίαζε μαζί μέ τόν βασιλιά. Στάθηκε λοιπόν στις θύρες τοῦ
ναοῦ προκαλώντας τόν θαυμασμό γιά τήν ὀμορφιά της σ' ὅσους τήν παρατηροῦσαν καί
εἶπε στούς ἁρμοδίους νά εἰδοποιήσουν τόν βασιλιά, γιατί ἔλεγε πώς είχε κάτι
σπουδαῖο νά τοῦ ἀνακοινώσει. Αὐτοί, πού τήν ἀνήγγειλαν στον βασιλιά,
διατάχθηκαν νά τήν παρουσιάσουν. Μόλις παρουσιάστηκε μπροστά στόν βασιλιά πού
θυσίαζε στά εἴδωλα, μέ ἀτάραχη ὄψη καί καρδιά, ἀφοῦ ἄνοιξε το στόμα της, ἔτσι
ἄρχισε νά μιλάει πρός αὐτόν:
Έπρεπε βασιλιά να πείσεις τόν ἑαυτό σου μέ λογικά επιχειρήματα ὅτι προσφέρεις θυσία σέ εἴδωλα θνητῶν ἀνθρώπων, σάν νά εἶναι αὐτά θεοί. Ἐπειδή ὅμως ἐπηρεασμένος ἀπό ἕναν ἀπαίσιο δαίμονα δέν κατάλαβες τό συμφέρον σου μόνος σου, ἔπρεπε τουλάχιστον ὑπακούοντας στόν σοφό σέ σᾶς Διόδωρο, νά ἀποσπασθεῖς ἀπό τή λατρεία αὐτῶν. Αὐτός στά συγγράμματά του λέγει γι' αὐτούς, ὅτι θνητοί ὑπῆρξαν οἱ θεοί καί ὅτι γιά κάποιες εὐεργεσίες πού ἔκαναν, οἱ ἄνθρωποι τούς ὀνόμασαν ἀθανάτους. Αναφέρει ὅτι εἶχαν καί ἰδιαίτερα ὀνόματα καί ὅτι βασίλευαν σε κάποιες χώρες. Αὐτό λέει ὅτι τό εἶχαν κάνει ἐπειδή πλανήθηκαν ἀπό ἄγνοια. Ἔτσι λοιπόν καί κάποιος ἄλλος ἀπ' αὐτούς τούς εἰδικούς σοφούς εἶπε, ὅτι ὁ γνωστός Σερούχ πρῶτος ἐφευρε τά σχετικά μέ τήν εἰδωλολατρία, δείχνοντας ὅτι ἐπειδή μερικοί στά παλιά χρόνια ὑπῆρξαν ἤ πολεμιστές ἤ ἔκαναν κάτι ἀνδρεῖο ἢ ἐνάρετο στή ζωή καί ἐπειδή αὐτό ἄξιζε να μνημονεύεται, τιμήθηκαν με στῆλες καί ἀνδριάντες. Αὐτούς οἱ μεταγενέστεροι ἀγνοώντας τή γνώμη τῶν προγόνων τους, ὅτι τοὺς εἶχαν τιμήσει μόνο χάριν μνήμης καί σάν προπάτορες καί ἐφευρέτες διαφόρων ἀγαθῶν, τούς πρόσφεραν θυσίες σάν οὐράνιους θεούς κι ὄχι σάν θνητούς ἀνθρώπους καί ὅμοιους μέ τούς ἑαυτούς τους. Αὐτούς καί ὁ σοφός σας Πλούταρχος ὁ Χαιρωνέας τούς κατηγορεῖ λέγοντας, ὅτι μερικοί εἰσάγουν τήν πλάνη τῶν ἀγαλμάτων. Πείσου λοιπόν ἔστω καί κάπως ἀργά σ' αὐτά, βασιλιά, καί μή γίνεσαι ἐν μέρει αἴτιος να χαθοῦν τόσες ψυχές, τῶν ὁποίων ἡ καταδικαστι κή ἀπόφαση θά βρίσκεται ἀπό πάνω σου συσσωρεύοντας μεγάλη καί ἀτέλειωτη τιμωρία. Υπακούοντας γνώρισε τόν ἀληθινό Θεό, ὁ ὁποῖος σοῦ ἔδωσε αὐτήν τή βασιλική ἐξουσία. Αὐτός ὄντας προαιώνιος Θεός ἀπό οἶκτο φιλανθρωπίας σ ̓ αὐτούς τούς ἔσχατους καιρούς ἔλαβε τή δική μου ἀνθρώπινη μορφή, γιά νά μέ ξαναφέρει στήν ἀρχαία ὀμορφιά μέ τόν σταυρό, τό πάθος καί τόν τριήμερο θάνατο, επειδή μέ τήν παράβαση είχα γίνει υποχείριο στον Διάβολο…»
Τι ακριβώς είχε αναφέρει ο Διόδωρος[1]; Παραθέτουμε μικρό απόσπασμα:
«Περὶ
θεῶν τοίνυν διττὰς οἱ παλαιοὶ τῶν ἀνθρώπων τοῖς μεταγενεστέροις παραδεδώκασιν ἐννοίας·
τοὺς μὲν γὰρ ἀιδίους καὶ ἀφθάρτους εἶναί φασιν, οἷον ἥλιόν τε καὶ σελήνην καὶ τὰ
ἄλλα ἄστρα τὰ κατ ̓ οὐρανόν, πρὸς δὲ τούτοις ἀνέμους καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς τῆς ὁμοίας
φύσεως τούτοις τετευχότας· τούτων γὰρ ἕκαστον ἀίδιον ἔχειν τὴν γένεσιν καὶ τὴν διαμονήν·
ἑτέρους δὲ λέγουσιν ἐπιγείους γενέσθαι θεούς, διὰ δὲ τὰς εἰς ἀνθρώπους εὐεργεσίας
ἀθανάτου τετευχότας τιμῆς τε καὶ δόξης, οἷον Ηρακλέα, Διόνυσον, Αρισταῖον, καὶ τοὺς
ἄλλους τοὺς τοιούτους ὁμοίους. περὶ δὲ τῶν ἐπιγείων θεῶν πολλοὶ καὶ ποικίλοι
παραδέδονται λόγοι παρὰ τοῖς ἱστορικοῖς τε καὶ μυθογράφοις· καὶ τῶν μὲν ἱστορικῶν
Εὐήμερος ὁ τὴν ἱερὰν ἀναγραφὴν ποιησάμενος ἰδίως ἀναγέγραφεν, τῶν δὲ μυθολόγων
Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος καὶ Ὀρφεὺς καὶ ἕτεροι τοιοῦτοι τερατωδεστέρους μύθους περὶ θεῶν
πεπλάκασιν· ἡμεῖς δὲ τὰ παρ ̓ ἀμφοτέροις αναγεγραμμένα πειρασόμεθα συντόμως ἐπιδραμεῖν,
στοχαζόμενοι τῆς συμμετρίας. Ενήμερος μὲν οὖν, φίλος γεγονώς Κασσάνδρου τοῦ βασιλέως
καὶ διὰ τοῦτον ἠναγκασμένος τελεῖν βασιλικάς τινας χρείας καὶ μεγάλας ἀποδημίας,
φησὶν ἐκτοπισθῆναι κατὰ τὴν μεσημβρίαν εἰς τὸν ὠκεανόν. ἐκπλεύσαντα δὲ αὐτὸν ἐκ
τῆς Εὐδαίμονος Αραβίας ποιήσασθαι τὸν πλοῦν δι ̓ ὠκεανοῦ πλείους ἡμέρας, καὶ προσενεχθῆναι
νήσοις πελαγίαις, ὧν μίαν ὑπάρχειν τὴν ὀνομαζομένην Παγχαίαν, ἐν ᾗ τεθεῖσθαι τοὺς
ἐνοικοῦντας Παγχαίους εὐσεβεία διαφέροντας καὶ τοὺς θεοὺς τιμώντας μεγαλύπρεπεστάταις
θυσίαις καὶ ἀναθήμασιν ἀξιολόγοις ἀργυροῖς τε καὶ χρυσοῖς. εἶναι δὲ καὶ τὴν νῆσον
ἱερὰν θεῶν, καὶ ἕτερα πλείω θαυμαζόμενα κατά τε τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν τῆς κατασκευῆς
πολυτεχνίαν, περὶ ὧν τὰ κατὰ μέρος ἐν ταῖς πρὸ ταύτης βίβλοις αναγεγράφαμεν. εἶναι
δ ̓ ἐν αὐτῇ κατά τινα λόφον ὑψηλὸν καθ ̓ ὑπερβολὴν ἱερὸν Διὸς Τριφυλίου, καθιδρυμένον
ὑπ ̓ αὐτοῦ καθ ̓ ὃν καιρὸν ἐβασίλευσε τῆς οἰκουμένης απάσης ἔτι κατὰ ἀνθρώπους ὤν.
ἐν τούτῳ τῷ ἱερῷ στήλην εἶναι χρυσῆν, ἐν ᾗ τοῖς Παγχαίοις γράμμασιν ὑπάρχειν γεγραμμένας
τάς τε Οὐρανοῦ καὶ Κρόνου καὶ Διὸς πράξεις κεφαλαιωδώς. μετὰ ταῦτά φησι πρῶτον Οὐρανὸν
βασιλέα γεγονέναι, ἐπιεικῇ τινα ἄνδρα καὶ εὐεργετικὸν καὶ τῆς τῶν ἄστρων κινήσεως
ἐπιστήμονα, ὃν καὶ πρῶτον θυσίαις τιμῆσαι τοὺς οὐρανίους θεούς· διὸ καὶ Οὐρανὸν
προσαγορευθῆναι. υἱοὺς δὲ αὐτῷ γενέσθαι ἀπὸ γυναικὸς Ἑστίας Τιτᾶνα καὶ Κρόνον, θυγατέρας
δὲ Ῥέαν καὶ Δήμητρα. Κρόνον δὲ βασιλεῦσαι μετὰ Οὐρανόν, καὶ γήμαντα Ῥέαν γεννῆσαι
Δία καὶ Ἥραν καὶ Ποσειδῶνα. τὸν δὲ Δία διαδεξάμενον τὴν βασιλείαν τοῦ Κρόνου γῆμαι
Ἥραν καὶ Δήμητρα καὶ Θέμιν, ἐξ ὧν παῖδας ποιήσασθαι Κουρῆτας μὲν ἀπὸ τῆς πρώτης,
Φερσεφόνην δὲ ἐκ τῆς δευτέρας, Ἀθηνᾶν δὲ ἀπὸ τῆς τρίτης. ἐλθόντα δὲ εἰς Βαβυλῶνα
ἐπιξενωθῆναι Βήλῳ, καὶ μετὰ ταῦτα εἰς τὴν Παγχαίαν νῆσον πρὸς τῷ ὠκεανῷ κειμένην
παραγενόμενον Οὐρανοῦ τοῦ ἰδίου προπάτορος βωμὸν ἱδρύσασθαι. κἀκεῖθεν διὰ Συρίας
ἐλθεῖν πρὸς τὸν τότε δυνάστην Κάσιον, ἐξ οὗ τὸ Κάσιον ὄρος. ἐλθόντα δὲ εἰς Κιλικίαν
πολέμῳ νικῆσαι Κίλικα τοπάρχην, καὶ ἄλλα δὲ πλεῖστα ἔθνη ἐπελθόντα παρ' ἅπασι τιμηθῆναι
καὶ θεὸν ἀναγορευθῆναι...»
«Ταῦτα
καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια ὡς περὶ θνητῶν ἀνδρῶν περὶ τῶν θεῶν διελθὼν ἐπιφέρει λέγων.
Καὶ περὶ μὲν Εὐημέρου τοῦ συνταξαμένου τὴν ἱερὰν ἀναγραφὴν ἀρκεσθησόμεθα τοῖς ῥηθεῖσι,
τὰ δὲ παρὰ τοῖς Ἕλλησι μυθολογούμενα περὶ θεῶν ἀκολούθως Ἡσιόδῳ καὶ Ομήρῳ καὶ Ὀρφεῖ
πειρασόμεθα συντόμως ἐπιδραμεῖν».
AΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
«Σχετικά, λοιπόν, με τους θεούς οι παλαιοί παρέδωσαν
στους μεταγενέστερους δυο διαφορετικές αντιλήψεις. Άλλοι από αυτούς είναι, λένε,
αιώνιοι και άφθαρτοι, όπως ο ήλιος, η σελήνη και τα υπόλοιπα άστρα του ουρανού,
επίσης οι άνεμοι καθώς και όλα τα άλλα που συμβαίνει να έχουν παρόμοια φύση γιατί
καθένα από αυτά έχει προαιώνια γένεση και διάρκεια. Ενώ άλλοι, λένε, γεννήθηκαν
στη γη κι έγιναν θεοί, αφού κέρδισαν αθάνατες τιμές και δόξες από την ευεργεσία
που πρόσφεραν στους ανθρώπους, όπως ο Ηρακλής, ο Διόνυσος, ο Αρισταίος και οι άλλοι
οι όμοιοι μ' εκείνους. Σχετικά τώρα με τους επίγειους θεούς παραδίδονται πολλά και
διάφορα από τους ιστορικούς και τους μυθογράφους. Από τους ιστορικούς ο Ευήμερος,
που συνέθεσε την «Ιερή ιστορία», έγραψε γι' αυτούς ιδιαίτερη πραγματεία, ενώ
από τους μυθολόγους ο Όμηρος, ο Ησίοδος και ο Ορφέας, αλλά και άλλοι σαν αυτούς,
έπλασαν μύθους για τους θεούς μάλλον τερατώδεις. Όσο για μας θα επιχειρήσουμε να
δώσουμε μια σύντομη αναφορά όσων έχουν γραφτεί κι από τις δυο ομάδες, έχοντας πάντα
κατά νου τη συμμετρία του έργου. Ο Ευήμερος, λοιπόν, που ήταν φίλος του βασιλιά
Κασσάνδρου και ως εκ τούτου ήταν αναγκασμένος να φέρει σε πέρας κάποιες υποθέσεις
του βασιλιά και να κάνει μεγάλα ταξίδια, λέει πως ταξίδεψε στον νότο μέχρι τον ωκεανό.
Απέπλευσε από την Ευδαίμονα Αραβία, ταξίδεψε επί πολλές μέρες στον ωκεανό και έφτασε
σε μερικά νησιά ανοιχτά στο πέλαγος, ένα εκ των οποίων ήταν η ονομαζόμενη Παγχαία,
όπου είδε τους Παγχαίους που ζούσαν εκεί να διακρίνονται για την ευσέβεια τους και
να τιμούν τους θεούς με μεγαλοπρεπέστατες θυσίες και με αξιόλογα αφιερώματα χρυσά
και ασημένια. Το νησί είναι μάλιστα αφιερωμένο στους θεούς, και υπάρχουν κι άλλα
περισσότερα θαυμαστά τόσο για την αρχαιότητα τους όσο και για τη μεγάλη καλλιτεχνική
τους αξία, για τα οποία έχουμε γράψει αναλυτικά στα προηγούμενα βιβλία. Στο νησί
υπάρχει επίσης, πάνω σ' έναν εξαιρετικά ψηλό λόφο, το ιερό του Τριφυλίου Διός, το
οποίο ίδρυσε ο ίδιος, τον καιρό που ήταν βασιλιάς ολόκληρης της οικουμένης και βρισκόταν
ακόμη ανάμεσα στους ανθρώπους. Μέσα σε τούτο το ιερό υπάρχει στήλη χρυσή, πάνω στην
οποία αναγράφονται συνοπτικά, στη γραφή των Παγχαίων, οι πράξεις του Ουρανού, του
Δία και του Κρόνου. Στη συνέχεια, ο Ευήμερος λέει πως πρώτος βασιλιάς έγινε ο Ουρανός,
άνθρωπος επιεικής, ευεργετικός και γνώστης της κίνησης των άστρων, ο οποίος πρώτος
τίμησε με θυσίες τους ουράνιους θεούς, πράγμα για το οποίο και ονομάστηκε Ουρανός.
Οι γιοι που απέκτησε από τη γυναίκα του την Εστία ήταν ο Τιτάνας και ο Κρόνος και
οι κόρες του ήταν η Ρέα και η Δήμητρα. Ο Κρόνος έγινε βασιλιάς μετά τον Ουρανό,
παντρεύτηκε τη Ρέα και γέννησε τον Δία, την Ήρα και τον Ποσειδώνα. Ο Δίας τον διαδέχτηκε
στη βασιλεία και παντρεύτηκε την Ήρα, τη Δήμητρα και τη Θέμιδα, από τις οποίες απέκτησε
παιδιά, τους Κουρήτες από την πρώτη, την Περσεφόνη από τη δεύτερη και την Αθηνά
από την τρίτη. Όταν πήγε στη Βαβυλώνα, φιλοξενήθηκε από τον Βήλο και μετά πέρασε
στη νήσο Παγχαία, που βρίσκεται στον ωκεανό, και ίδρυσε βωμό προς τιμήν του Ουρανού,
του προπάτορά του. Από εκεί ήρθε στη Συρία στον Κάσιο, τον τότε κυβερνήτη της περιοχής,
από τον οποίο πήρε τ' όνομα του το Κάσιον όρος. Ερχόμενος στην Κιλικία, νίκησε σε
πόλεμο τον Κίλικα, τον τοπικό άρχοντα, επισκέφτηκε κι άλλα έθνη πολλά και διαφορετικά,
τιμήθηκε από όλα και αναγορεύτηκε θεός».
«Σχετικά με τον Ευήμερο, που συνέθεσε την
«Ιερή ιστορία», ας αρκεστούμε στα λεχθέντα, τώρα θα επιχειρήσουμε να εκθέσουμε εν
συντομία τους μύθους των Ελλήνων σχετικά με τους θεούς, σύμφωνα με τον Ησίοδο, τον
Όμηρο και τον Ορφέα».
[1] Διοδώρου
Σικελιώτου, Ιστορική βιβλιοθήκη, βιβλίο 6.
ΠΗΓΗ: ''ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΣΙΝΑ'', ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003


0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου