Ο ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο έντονος προβληματισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ των
θεολογικών κύκλων της Ελλάδας στρέφεται γύρω από τέσσερα βασικά ερωτήματα:
α) το οριστικό ή όχι της απόφασης της I. Συνόδου να
συμμετέχει η Ε.τ.Ε. στον οικουμενικό διάλογο,
β) το νόημα και ο σκοπός της συμμετοχής,
γ) η σύνθεση των αντιπροσωπειών και
δ) οι όροι με τους οποίους μπορεί να συμμετέχει.
Ανάλογα με τις θέσεις που διατυπώνονται μπορούν να διακριθούν
τρεις τάσεις στον ελλαδικό χώρο. Η αντίοικουμενική τάση, που εκπροσωπείται από
τον καθηγητή Καρμίρη και ιδιαίτερα από τον μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίο[1] ,
η φιλοοικουμενική που εκπροσωπείται κυρίως από τον καθηγητή Αλιβιζάτο, αλλά και
τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου, και μία τρίτη ενδιάμεση
τάση, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μετριοπαθής, καθώς είναι κατ’
αρχάς φιλοοικουμενική, αλλά θέτει ως προϋπόθεση για την οποιαδήποτε οικουμενική
δράση μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη των πραγμάτων και εκπροσωπείται από τον
καθηγητή Κονιδάρη. Κοινή αφετηρία για τον προβληματισμό είναι η άποψη ότι η
οποιαδήποτε απόφαση της I. Συνόδου δεν θα πρέπει να δώσει προς τα έξω την
εντύπωση ότι η Ε.τ.Ε. διαφοροποιείται από τη γραμμή που χάραξε ήδη από το 1920
το Οικουμενικό Πατριαρχείο[2].
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει ενιαίος τρόπος κατανόησης της συγκεκριμένης
εγκυκλίου από όλους εκείνους, που μετέχουν στο σχετικό προβληματισμό.
Έτσι, κατά μία άποψη, η εγκύκλιος του 1920 προέβλεπε
“ανεπιφύλακτον συμμετοχήν” και σύμπραξη των Ορθοδόξων στα πρακτικά ζητήματα,
αλλά όχι και στα δογματικά για τα οποία όριζε ότι πρέπει να υπάρχει απλή
“επαφή”[3].
Κατά συνέπεια, το πρόβλημα δημιουργείται από τη σύνδεση που παρατηρείται στα
όργανα του Π.Σ.Ε., στα οποία μάλιστα οι Ορθόδοξοι είναι μειοψηφία και για το
λόγο αυτό προτείνεται η ανάκληση των ορθοδόξων από τα παραπάνω όργανα, ώστε
αυτοί να είναι ελεύθεροι να ρυθμίζουν τη στάση τους ανάλογα με τα εκάστοτε
δεδομένα. Παράλληλα όμως διατυπώνεται και η άποψη ότι η σχετική εγκύκλιος
αναφερόταν σαφώς στη συμμετοχή σε δογματικές συζητήσεις, καθώς αναγνώριζε ως
απώτερο σκοπό της οικουμενικής κίνησης τη συνεργασία “εις προπαρασκευήν καί
διευκόλυνσιν της πλήρους ποτέ, σύν Θεώ ευλογημένης ενώσεως”. Κάτι τέτοιο, όμως,
προϋπέθετε απαραίτητα τη συζήτηση επί δογματικών ζητημάτων. Εξάλλου, το κοινό
χριστιανικό μέτωπο στο οποίο απέβλεπε το Πατριαρχείο θα ήταν πιο
αποτελεσματικό, αν οι διαιρέσεις μεταξύ των Εκκλησιών αμβλύνονταν και αυτό θα
μπορούσε να συμβεί μόνο μέσω των συζητήσεων επί δογματικών ζητημάτων''[4].
Το γεγονός ότι στο Άμστερνταμ οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι
αντιμετώπισαν δυσκολία στο να αποφύγουν τις δογματικές συζητήσεις[5], η
διαπίστωση ορισμένων ότι η παρουσίαση της ορθόδοξης διδασκαλίας «παρέμενεν άνευ
έπιδράσεως τίνος επί των αντιθέτων παρατάξεων»[6]
και η δυσπιστία που δημιουργήθηκε, λόγω της διαπίστωσης για την «καταβαλλομένην
πάση θυσία προσπάθειαν προς διατύπωσιν διφορούμενων συμβιβαστικών συμφωνιών
(compromissa)»[7],
οδήγησε συγκεκριμένους θεολόγους και ιεράρχες της Ε.τ.Ε. στο συμπέρασμα ότι η
Ορθόδοξη Εκκλησία όφειλε να διακόψει τη συμμετοχή της στο Π.Σ.Ε. Θεωρήθηκε
μάλιστα απαράδεκτο να συνομιλούν οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι ως ίσοι inter pares
με τα άλλα μέλη του Συμβουλίου[8]
και να «ίσοπεδούμεθα μέ τούς αναρίθμητους αιρετικούς καί τούς Κουακέρους καί
ενώπιον μας ... συζητώνται τά πλέον απαράδεκτα δόγματα»[9],
θέτοντας τάς ορθοδόξους άληθείας έν αμφιβόλω»[10].
Ενδεικτικές της έκτασης των παρεξηγήσεων αυτών είναι οι
αντιδράσεις που προκλήθηκαν με αφορμή το όνομα του νέου οργανισμού.
Συγκεκριμένα, ο τίτλος “World Council of Churches”, “Conseil Oecuménique des
Eglises”, “Oekumenischer Rat der Kirchen”, αποδόθηκε στα ελληνικά ως “Κοινωνία
των Εκκλησιών”[11],
προφανώς κατ’ επίδραση της ορολογίας που είχε χρησιμοποιηθεί στην πατριαρχική
εγκύκλιο του 1920. Η κατανόηση όμως από την πλευρά των αντιοικουμενιστών του
όρου “Κοινωνία” με τη θεολογική, μυστηριακή έννοιά του οδήγησε στην προβολή της
απαίτησης για αποχώρηση της Ε.τ.Ε. από το Π.Σ.Ε.[12].
Στους δογματικούς λόγους κατά της συμμετοχής στο Συμβούλιο
εντάσσονται και οι αιτιάσεις κατά του άρθρου-βάσης του Καταστατικού του Π.Σ.Ε.,
σύμφωνα με το οποίο μέλη του μπορούσαν να είναι οι Εκκλησίες που αποδέχονται
την πίστη “εις τον Χριστόν ως Θεόν και Σωτήρα του κόσμου”. Η συγκεκριμένη
διατύπωση θεωρείται ότι θίγει εσκεμμένα το δόγμα της Αγίας Τριάδος με στόχο τη
διευκόλυνση συμμετοχής αντιτριαδικών ομάδων στο νέο οργανισμό[13].
Το γεγονός μάλιστα ότι η παρέμβαση του μητροπολίτη Θυατείρων κατά τη Γ.Σ.
του Αμστερνταμ και η υποβολή αιτήματος του να συμπεριληφθεί και το όνομα του
Θεού Πατρός, δεν κατέληξε σε μετατροπή του άρθρου-βάσης, παρά μονάχα στο να
κρατηθεί μια σημείωση, προβάλλεται ως μια πρόσθετη απόδειξη για την
αναγκαιότητα αποχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Π.Σ.Ε.[14].
Ένας άλλος λόγος που προβλήθηκε για τη διακοπή της
συνεργασίας της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. είχε να κάνει με τις αντιλήψεις της
πλειοψηφίας των Εκκλησιών-μελών του Συμβουλίου περί Εκκλησίας και ειδικότερα με
την αποδεκτή από τους Προτεστάντες “θεωρία των κλάδων”, σύμφωνα με την οποία οι
Εκκλησίες αποτελούν κλάδους της μίας Εκκλησίας του Χριστού. Το γεγονός
ερμηνεύτηκε από συγκεκριμένα μέλη της Ε.τ.Ε. ως ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη
συμμετοχή της στο Π.Σ.Ε., δεδομένου ότι αυτό, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία,
εκλάμβανε την Εκκλησία ως θρυμματισμένη σε πολλά τεμάχια και την Ορθόδοξη ως
ένα μόνο τμήμα της[15].
Έτσι, η θεωρία αυτή συνιστούσε “ασέβεια”, “βλασφημία”, “ασύστολον παραποίησιν
της ιστορίας”, ενώ οι υποστηρικτές της έγιναν αντιληπτοί ως κακής πίστεως
συζητητές[16].
Η αντίδραση των αντιτιθέμενων στη συνέχιση της συμμετοχής της Ε.τ.Ε. στο Π.Σ.Ε.
κορυφώθηκε με αφορμή τη δήλωση του Γ.Γ. του Π.Σ.Ε., Visser’ t Hooft, ότι «έάν
το Οικουμενικόν Συμβούλιον ... άρνηθή να ένεργή ώς όργανον τής Una Sancta δέν
έχει κανένα μέλλον»[17],
για την οποία θεώρησαν ότι προδίδει την απώτερη επιδίωξη του Συμβουλίου, δηλαδή,
το «να άποβή μίαν ημέραν ή Una Sancta»[18]. Από
την ερμηνεία αυτή προκύπτει ένα σοβαρό εκκλησιολογικό πρόβλημα για την Ορθόδοξη
Εκκλησία, η οποία πιστεύει ότι είναι η Una Sancta, το πώς δηλαδή μπορεί «νά συμπράττη
καί να συμβαδίζη μέ χριστιανικόν οργανισμόν, ό οποίος αναζητεί νά γίνη εκείνος τό
όργανον τής Una Sancta».
Εκκλησιολογικό πρόβλημα προέκυπτε για τη μερίδα των αντιοικουμενιστών
και από το γεγονός ότι αρνούνταν να αποδώσουν στις προτεσταντικές ομολογίες το χαρακτηρισμό
“Εκκλησία” με το σκεπτικό ότι αυτές στερούνται της αποστολικής διαδοχής και συνεπώς
της ιερωσύνης, οπότε «μόνον ώς χριστιανικαί οργανώσεις θά ήδύναντο νά άντιμετωπισθούν»[19], ενώ
όχι σπάνια χαρακτηρίζονται και ως αιρέσεις, οπότε προκύπτει εκ νέου πρόβλημα για
το πώς οι Ορθόδοξοι θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε Συμβούλιο, αποδεχόμενοι κοινή
δογματική βάση μαζί τους[20]. Γενικότερα,
όπως σημειώθηκε παραπάνω, η συμμετοχή ορθοδόξων αντιπροσώπων σε συζητήσεις δογματικής
φύσης με τους προτεστάντες «όλων των κλάδων καί παραφυάδων»[21] θεωρήθηκε
από τους αντιοικουμενιστές απαράδεκτη, όπως άλλωστε και η παρουσία τους στην ίδια
την Α' Γ.Σ. Στη συνάφεια αυτή εντάσσεται και η επιχειρηματολογία τους σχετικά με
την προτεσταντική ατμόσφαιρα που επικράτησε στο Άμστερνταμ, η οποία χαρακτηρίστηκε
ως «άποπνικτική διά τήν ορθόδοξον συνείδησιν»[22], δεδομένου
ότι «ό μέγιστος άριθμός τών μελών του (ενν. του Π.Σ.Ε.) δέν άντιπροσώπευεν έκκλησίας,
άλλά τάς πολυαρίθμους προτεσταντικάς άνά τήν οικουμένην παραφυάδας τού Προτεσταντισμού,
μέχρι τού σημείου τό όλον συνέδριον νά άποβή παμπροτεσταντικόν μάλλον»[23].
[1] Τα ζητήματα αφορούν, όπως θα
φανεί στη συνέχεια, στη δυσκολία που προκύπτει από την απόδοση του όρου
‘Εκκλησία"’ και σε άλλες εκτός της Ορθόδοξης, στο άρθρο-βάση του
Συμβουλίου, στο αν θα πρέπει να μετέχουν ορθόδοξοι αντιπρόσωποι σε δογματικές
συζητήσεις. Βλ. Β. Ioannidis. The Orthodox Church at Evanston, σ.
1321-1323.
[2] A. Αλιβιζάτος, Η Οικουμενική
Κίνησις και η προσπάθεια τον Amsterdam, σ. 51-52. Ιω. Καρμίρης. Εξ
αφορμής του πρώτου Συνεδρίου, 1949. σ. 48. Β. Ιωαννίδης, Το εν Aμστελοδάμω,
σ. 16.
[3] Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των
Εκκλησιών ” (του Amsterdam), σ. 57-58, 197-198. [Ανάλογη ήταν και η
θέση του καθηγ. Καρμίρη, ότι η εγκύκλιος αφορούσε σε συνεργασία μόνο επί
πρακτικών, ηθικών,κοινωνικών,
εκπολιτιστικών και λοιπών ζητημάτων ενώ για τα δογματικά ζητήματα προέβλεπε
μόνον ακαδημαϊκού χαρακτήρα συζητήσεις (βλ. I. Καρμίρης, Η Ορθόδοξος
Καθολική Εκκλησία, σ. 48).
[4] Β. Ιωαννίδης, ίνα ώμεν ομού
μάρτυρες Του, σ. 7.
[5] Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό
είναι η εκτίμηση του μητροπολίτη Ειρηναίου, ότι η Γ.Σ. ασχολήθηκε και με
δογματικά ζητήματα, αφού ακόμη και στις συζητήσεις επί πρακτικών ζητημάτων δεν
ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η ανάπτυξη δογματικών απόψεων. Βλ. Σάμου Ειρηναίος, Έκθεσις.
στο Του ιδίου, Μελετήματα 1, σ. 71-92, (74-75).
[6] ό.π., σ. 71-92, (74). Επίσης
Ζακύνθου Χρυσόστομος, Πέριξ ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας. Τα
Οικουμενικά Συμβούλια των Εκκλησιών, στο "Έν” Ζ71952, τ.
136/15.5.1952. σ. 100.
[7] Π. Μπρατσιώτης, Οικουμενικόν
Πατριαρχείον και Οικουμενική Κίνησις, στο "Ε” 1952. σ. 197- 198 (198).
[8] Ζακύνθου Χρυσόστομος, Πέρίξ
ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας, ό.π., σ. 100.
[9] Κασσανδρείας Καλλίνικος, ,4πό τα
Προτεσταντικά Συνέδρια, Προσοχή εις την Ορθοδοξίαν, στο φ.Ε.”,
αρ. φύλλ. 397/5.2.1953. σ. 1.
[10] Ζακύνθου Χρυσόστομος, Πέριξ
ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας, ό.π., σ. 100.
[11] Β. Ιωαννίδης, Το εν Αμστελοδάμω,
σ. 17.
[12] Βλ. ενδεικτικά Κορινθίας Μιχαήλ,
Κοινωνία των Εκκλησιών, στο "Ε” 26 (1949). σ. 65-66.
[13] Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών. στο ‘"Εν” Ζ71952, τ.
137/5.6.1952, σ. 117-118 (117). I. Καρμίρης, Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία. σ.
52. Ρ. Bratsiotis, The Greek Orthodox Church, σ. 93. [Την ίδια προβληματική αναπτύσσει ο
μητροπολίτης Ειρηναίος και σε υπομνήματά του προς την I. Σύνοδο της Ε.τ.Ε.
(23.11.1950), αλλά και προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα (19.9.1950),
θεωρώντας ιερό καθήκον του να εξηγήσει αναλυτικά τα περί του Οικουμενικού
Συμβουλίου και χρέος του να δημοσιοποιήσει τις απόψεις του, ώστε να λάβουν
γνώση “οι αρχιερείς, ο κλήρος καί ο λαός ως πρός τά συμβαίνοντα εις τά
περιστατικά αυτά συνέδρια, καί διά νά κρίνουν, οποία οφείλει νά είναι απέναντι
των η στάσις της ημετέρας Εκκλησίας”. Ο λόγος ήταν ότι ο ίδιος θεώρησε, όπως
προκύπτει, μάλλον καταχρηστική τη συμπεριφορά του αρχιεπ. Αθηνών και προέδρου
της I. Συνόδου όταν έλαβε προηγούμενο υπόμνημα του Ειρηναίου αλλά αρνήθηκε να
το διαβιβάσει στους συνέδρους (σ. 98) [βλ. Σάμου Ειρηναίου, Περί το
Χριστιανικόν Συνέδριον του Άμστερνταμ. Δύο Υπομνήματα, στο Του ιδίου, Μελετήματα
I, σ. 93-119]
[14] Σάμου Ειρηναίου, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, σ. 117. Στο σημείο αυτό
παρατηρεί ο π. Γ. Τσέτσης ότι στο συγκεκριμένο επιχείρημα διαπιστώνεται
διαστρέβλωση των πραγμάτων [βλ. Γ. Τσέτσης, Η συμβολή του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, σ. 133- 134, υποσ. 31], εφόσον είναι γνωστό ότι οι ιθύνοντες
του Π.Σ.Ε. δεν απέκλειαν οποιαδήποτε τριαδολογική διατύπωση για να
χαρακτηρίσουν το Π.Σ.Ε. Αυτό μαρτυρείται και από τη δήλωση στην οποία είχε
προβεί η Α' Γ.Σ. περί των δημόσιων ενεργειών του Συμβουλίου και η οποία
σαφέστατα τόνιζε «ότι το Συμβούλιο θα εξέδιδε ανακοινώσεις “μόνον υπό τό φως
της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω καί τη ζώση κεφαλή της
Εκκλησίας καί εν εξαρτήσει από της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος καί εν μετανοία
καί πίστει”» [Βλ. Γερμανού Θυατείρων, Εγγραφα, σ. 4], γεγονός που αποδείχθηκε
στη συνέχεια με την τροποποίηση του άρθρου-βάσης κατά την Γ' Γ.Σ. στο Ν. Δελχί.
[15] Σάμου Ειρηναίου, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, σ. 117. Επίσης, I. Καρμίρης, Η
Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, σ. 51, υποσ. 1. Ζακύνθου Χρυσοστόμος, Πέριξ
ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας, στο “Εν” Ζ71952, τ.
136/15.5.1952, σ. 100. Παρόμοιες απόψεις είχε υποστηρίξει ο Κορινθίας Μιχαήλ σε
άρθρο του σχετικά με την Κ,τ.Ε. και τη Γ.Σ. στο Άμστερνταμ [βλ. Κορινθίας
Μιχαήλ, Κοινωνία των Εκκλησιών, στο “Ε”, 26 (1949), σ. 65-66, καθώς και του
ιδίου, Περί το Συνέδρων του Αμστελλοδάμου, ό.π., σ. 210-211],
[16] Ζακύνθου Χρυσοστόμος, Πέριξ
ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας, στο “Εν” Ζ71952, τ.
136/15.5.1952, σ. 100.
[17] Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, σ. 118.
[18] Σάμου Ειρηναίος, Έκθεσις περί
της εν Άμστερνταμ Γενικής Συνελεύσεως του Οικουμενικού Συμβουλίου των
Εκκλησιών, Αθήναι 1950, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 67-70, (σ.
68-69). Με το ίδιο θέμα, καθώς και τη δυσκολία σύγκλισης τόσο της
Ορθόδοξης όσο και των άλλων Εκκλησιών προς την κατεύθυνση της Una Sancta στο
πλαίσια του Π.Σ.Ε., είχε ασχοληθεί αμέσως μετά την επάνοδό του από το
Άμστερνταμ στο Του ιδίου, Έκθεσις προς την Α. Θ. Παναγιότητα τον
Οικουμενικόν Πατριάρχην κ. Μάξιμον και την περί αυτόν Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον, με
ημερομηνία 2 Οκτωβρίου 1948. στο Του ιδίου. Μελετήματα I, σ. 71-92
(78-82).
[19] Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών. σ. 118.
[20] Σάμου Ειρηναίος, Έκθεσις προς
την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο Του
ιδίου. Μελετήματα I, σ. 99-110 (99-100).
[21] Ζακύνθου Χρυσόστομος, Τα
συνέδρια των Εκκλησιών, στο “Εκκλησιαστικόν Βήμα“, αρ. φύλ. 144 (1949), σ.
4.
[22] Ειρηναίος Σάμου, Έκθεσις, στο
Του ιδίου. Μελετήματα I, σ. 71-92 (89). [Τα σχετικά με την τελετή
έναρξης, την προσευχή κτλ. περιγράφει ο καθηγ. Ιωαννίδης, χωρίς όμως να φαίνεται
ότι έχει ενοχληθεί ο ίδιος. Βλ. Β. Ιωαννίδης, Το εν Αμστελοδάμω, 1949,
σ. 12-13],
[23] Την παραπάνω άποψη είχε εκφράσει
ο καθηγ. Γρ. Παπαμιχαήλ και διευθυντής του “Θ" ήδη από την ίδρυσή της και
'μα διάστημα άνω των 30 ετών μέχρι το θάνατό του. αναφερόμενος στη Γ.Σ. του
Άμστερνταμ. Βλ. “E“ 25 (1948), σ. 345.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου