Ἡ ἱερωσύνη τοῦ αἱρετικοῦ δὲν χάνεται αὐτομάτως. Ἡ Σύνοδος εἶναι ἡ μόνη ἁρμόδια νὰ καθαιρεῖ, ἀφαιρώντας τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης.


Στὴν περίοδο,  λοιπόν, τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ:
                Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ Νεστοριανισμοῦ ἡ Ἐκκλησία δέχεται ἕτερο ἀπανωτὸ χτύπημα ἀπὸ τὸν Ἀρχιμανδρίτη Εὐτυχῆ, τὸν εἰσηγητὴ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀξιοσημείωτο πρὸς ἀναφορὰν εἶναι τὸ ὅτι ὁ Εὐτυχὴς ἦταν ζηλωτὴς μοναχὸς καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπηρέαζε δὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς Κων/πόλεως, ἀφοῦ «διαδέχθηκε τὸν ἀρχιμ. Δαλμάτιο στὴν ἐποπτεία τῶν μοναχῶν τῆς Κων/πόλεως» (Φειδᾶ, σελ. 630). Οἱ κακοδοξίες τοῦ Εὐτυχῆ καταγγέλθηκαν καὶ ὁ πατρ. Κων/πόλεως Φλαβιανὸς «προσπάθησε νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημα μὲ μετριοπάθεια», καθὼς ὁ Εὐτυχὴς ἐπηρέαζε «ὄχι μόνο τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ τὸ παλάτι» καὶ «ὁ πανίσχυρος εὐνοῦχος Χρυσάφιος… χαρακτήριζε τὸν Εὐτυχῆ “πνευματικὸ πατέρα” του καὶ τοῦ προσέφερε τὴν ἰσχυρὴ ὑποστήριξη τοῦ παλατιοῦ» (Φειδᾶ, σελ. 632). [Νὰ σημειώσουμε παρενθετικὰ ὅτι πάντα οἱ Ἐπίσκοποι εἶχαν τὸ πρόβλημα τῆς ἐπεμβάσεως τῆς πολιτείας στὰ τῆς Ἐκκλησίας· τότε ἦταν τὸ Παλάτι, σήμερα εἶναι ἡ ἑκάστοτε κυβέρνηση, οἱ μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, καὶ οἱ κρυφὲς καὶ πιὸ ὕπουλες καὶ ἰσχυρὲς δυνάμεις τῆς Μασωνίας, τῆς Ν. Τάξης κ.λπ.].
Συγκαλεῖται μιὰ πρώτη Σύνοδος τὸ 448 ὑπὸ τὸν Πατρ. Κων/πόλεως ἅγιον Φλαβιανό. Σ’ αὐτὴν ἐξετάστηκαν οἱ καταγγελλόμενες ὡς κακόδοξες θέσεις τοῦ Εὐτυχῆ, ὁ ὁποῖος δὲν μπόρεσε νὰ ἀποδείξει ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ ἀπέφυγε «νὰ ἀπαντήσει μὲ σαφήνεια» στὶς ὑποβαλλόμενες ἐρωτήσεις. «Στὴν ἀσάφεια αὐτὴ ἐπέμεινε μέχρι τὴν τελικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ τὸν ἀφόρισε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ὡς ὀπαδὸ τῆς πλάνης τοῦ Οὐαλεντίνου καὶ τοῦ Ἀπολιναρίου

(Μansi, VI, 746-754)» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, σελ. 633). Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ αἵρεση αὐτὴ ἦταν καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ἡ καταδίκη του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὡρίσαμεν ἀλλότριον αὐτὸν εἶναι παντὸς ἱερατικοῦ τάγματος καὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς κοινωνίας καὶ τοῦ προΐστασθαι μοναστηρίου, εἰδότων ἐκείνων πάντων τῶν μετὰ ταῦτα διαλεγομένων αὐτῷ ἢ ἐπιτυγχανόντων ὡς ὑπεύθυνοι ἔσονται καὶ αὐτοὶ τῷ τῆς ἀκοινωνησίας ἐπιτιμίῳ, ὡς μὴ ἀποστάντες τῆς πρὸς αὐτὸν κοινωνίας».
«Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Φλαβιανὸς ἐπέβαλε τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου στὸν κλῆρο καὶ στοὺς μοναχοὺς τῆς Κων/πόλεως» καὶ «κοινοποίησε μὲ ἐπιστολή του τὴ συνοδικὴ ἀπόφαση πρὸς τοὺς ἀρχιεπισκόπους Ρώμης, Ἀντιοχείας κ.ἄ.
Ταυτόχρονα «ὁ Εὐτυχὴς ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκφώνηση τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως δήλωσε… ὅτι θὰ προσφύγη στὶς Συνόδους τῶν θρόνων Ρώμης, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων». 
Ὁ Εὐτυχὴς λοιπὸν δὲν ἔμεινε μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ εὐνούχου Χρυσάφιου «πέτυχε νὰ κλονίσει τὸ κύρος τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐνδημούσης συνόδου (τοῦ 448) καὶ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἔκδοση διατάγματος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ γιὰ τὴν σύγκληση συνόδου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 635).
Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, αὐτὴ πραγματοποιήθηκε μὲ πρόεδρο τὸν Ἀλεξανδρείας Διόσκορο τὸν Αὔγουστο τοῦ 449 ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἰς Ἔφεσον καὶ στὴ συνέχεια καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ εἶναι γνωστὴ ὡς ἡ «Ληστρική» Σύνοδος τῆς Ἐφέσου. Ἡ Ληστρικὴ καταδίκασε τὸν Φλαβιανὸ καὶ δικαίωσε τὸν αἱρετικὸ Εὐτυχῆ. (Συνοδικὴ καταδίκη).
Ἐδῶ μιὰ διευκρίνιση: Ὁ αἱρετικὸς δὲν αὐτοκαθαιρεῖται, οὔτε ἐπηρεάζεται ἡ ἱερωσύνη του ἀπὸ τὰ τυχὸν ἀναθέματα κληρικῶν ἢ λαϊκῶν. Τὸ δικαίωμα αὐτὸ τὸ ἔχει ἡ Σύνοδος, εἴτε πρόκειται γιὰ Τοπική, εἴτε γιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτὴ καὶ μόνο ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ ἀφαιρέσει τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Ἕνας ποὺ καταδικάστηκε σὲ μιὰ Σύνοδο τοπική, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καταφύγει σὲ μιὰ μεγαλύτερη Σύνοδο. Γι’ αὐτὸ ὁ Εὐτυχὴς καταφεύγει σὲ ἀνώτερη Σύνοδο, ὅπως εἶχε δικαίωμα ἀπὸ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς Κανόνες, δηλ. στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 449. Αὐτὴ τὴν Σύνοδο, πρὶν τὴν καταδικάσουν καὶ ὀνομάσουν «Ληστρική», γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶχε ὑπόσταση, καὶ ἀποδέχτηκαν κάποιες πράξεις της. Ταυτόχρονα ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ δὲν ἀποδέχτηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ Πάπα Λέοντος (ὡς ἀπόφαση τοπικῆς Συνόδου) ποὺ εἶχε καταδικάσει τὸν Διόσκορο.
«Ὁ Εὐτυχὴς ἀνέπτυξε στὴ (Ληστρική) Σύνοδο τὰ σχετικὰ μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀσκητική του ζωή, διακήρυξε τὴν ἐμμονή του στὴν πίστη τῆς Νικαίας καὶ τῆς Ἐφέσου…, ἀποδοκίμασε τὴ διαδικασία καὶ τὶς ἐναντίον του ἀποφάσεις τῆς Ἐνδημούσης συνόδου τῆς Κων/πόλεως (448), ἀναφέρθηκε στὸ αἴτημά του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα νὰ κριθῆ ἀπὸ μεγαλύτερη σύνοδο καὶ ζήτησε ἀπὸ τὰ μέλη τῆς συνόδου νὰ τοῦ ἀποδώσουν τὸ δίκαιο (MansiVI, 639 ἑξ.)» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 637).
Ἡ "Ληστρική" Σύνοδος τελικὰ ἀθώωσε τὸν Εὐτυχῆ καὶ κατεδίκασε τὸν Φλαβιανὸ καὶ ἄλλους πολεμίους τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Στὴν συνέχεια κι ὁ Πάπας Λέων (Σεπτέμβριο 449) «συγκάλεσε σύνοδο στὴ Ρώμη, κατεδίκασε τὰ ὅσα ἔγιναν εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἀναθεμάτισε τὸν Διόσκορο καὶ τὸν Εὐτυχῆ. Ἐπίσης «ἀπέστειλε στὸν Φλαβιανὸ τὴν περίφημη δογματικὴ ἐπιστολή (Τόμος Λέοντος)». Ἄμεση ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Διοσκόρου, ὁ ὁποῖος «τὸ ἴδιο ἔπραξε γιὰ τὸν Λέοντα Ρώμης» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 633-634, 649).
Ἐκείνη τὴ χρονιά, ὅμως, τὸ 450, πέθανε ὁ ἄβουλος αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄, καὶ ἡ ἀδελφή του Πουλχερία μὲ τὸν σύζυγό της Μαρκιανὸ εἶδαν ὅτι ἦταν «ἀναγκαία ἡ σύγκληση μιᾶς μεγάλης συνόδου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 640).
Ὁ διαδεχθεὶς τὸν δολοφονηθέντα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Διοσκόρου νέος πατριάρχης Ἀνατόλιος (449-458), «ὁ ὁποῖος ἦταν ἀποκρισάριος τοῦ Διοσκόρου στὴν Κων/πολη καὶ εἶχε ἐκλεγῆ ἀπὸ τὴν “ληστρικὴ” σύνοδο τῆς Ἐφέσου… συνεκάλεσε Ἐνδημοῦσα σύνοδο στὴν Κων/πολη (450). Ἡ σύνοδος ἀνανέωσε τὸν ἀναθεματισμὸ τόσο τοῦ Νεστορίου, ὅσο καὶ τοῦ Εὐτυχῆ… Ἐν τούτοις ἡ ὁριστικὴ διευθέτηση ὅλων τῶν συνεπειῶν ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς “ληστρικῆς” συνόδου ἀπαιτοῦσαν τὴ σύγκληση μιᾶς μεγάλης συνόδου μὲ ἐκπροσώπηση ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης. Οἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Ἐφέσου καὶ οἱ συνέπειές τους ὄχι μόνο γιὰ τὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, εἶχαν ἐξουδετερώσει ὄχι μόνο τὸ περιεχόμενο τοῦ Ὅρου τῶν Διαλλαγῶν (433), ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ συμβολὴ τοῦ Κυρίλλου γιὰ τὴ σχετικοποίηση τῆς μονοφυσιτικῆς ἢ δυοφυσιτικῆς ὁρολογίας στὸ χριστολογικὸ ζήτημα. Ὁ ἀναθεματισμὸς ὁποιασδήποτε μορφῆς δυοφυσιτικῆς ὁρολογίας μετὰ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ βρισκόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση ὄχι μόνο πρὸς τὶς διευκρινήσεις τοῦ Κυρίλλου μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδο, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν καθιερωμένη πατερικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως παρέμεναν ἰσχυρὰ τὰ ἀμοιβαῖα Ἀναθέματα μεταξὺ Ρώμης καὶ τοῦ Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 640-641). Κι ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι «παρέμεναν ἰσχυρὰ τὰ ἀμοιβαῖα Ἀναθέματα», παρ’ ὅτι ὁ Διόσκορος ἦταν αἱρετικός.
«Οἱ δύο νέοι αὐτοκράτορες Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία εὑρισκόμενοι εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν τῶν ἀλληλοσυγκρουομένων ἀποφάσεων (σ.σ.: ποφάσεων Συνοδικῶν ἀπὸ διάφορες Μητροπολιτικὲς περιφέρειες!!!), σχετικῶς μὲ τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὴν Μονοφυσιτικὴν αἵρεσίν του, τῶν Συνόδων τῆς Κων/λεως τὸ 448 καὶ 450 καὶ τῆς Ρώμης 449 ἀφ’ ἑνός, καθὼς καὶ τῆς "Ληστρικῆς" τοῦ 449 εἰς τὴν Ἔφεσον ἀφ’ ἑτέρου, ἀπεφάσισε νὰ συγκαλέσουν τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδον», ἡ ὁποία τελικῶς ὡς ἀνώτατο δικαστήριο καταδικάζει ὁριστικὰ τὸν Εὐτυχῆ καὶ ἔκτοτε ὁ Μονοφυστισμός-Μονοφυσίτες θεωροῦνται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, χωρισμένοι ἀπ’ αὐτὴ καὶ χωρὶς μυστήρια.

Στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδο παρατηροῦμε:
Στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ αἱρετικὸς Διόσκορος καὶ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449, καὶ καταδικασμένος ἀπὸ τοπικὴ Σύνοδο, ἀρχικὰ περιλαμβάνεται στὸ κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μετὰ τὸν Ἀνατόλιο Κων/πόλεως καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Ἐπίσης ὡς Ἐπίσκοποι (μὲ μυστήρια) παρίστανται καὶ οἱ συμμέτοχοι στὴν Ληστρικὴ Σύνοδο Πατριάρχες:
 «Ἀρχὴ τῆς συνόδου Χαλκηδόνου
Ὑπατείᾳ τοῦ δεσπότου ἡμῶν Μαρκιανοῦ…, καὶ Ἀνατολίου τοῦ ὁσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλωνύμου πόλεως Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ Διοσκόρου τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας, καὶ τῶν λοιπῶν ὁσιωτάτων καὶ εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων, τουτέστιν Μαξίμου Ἀντιοχείας Συρίας, Ἰουβεναλίου Ἱεροσολύμων…».
Τὰ ἴδια -καὶ μὲ τὴν ἴδια σειρά- μᾶς παρουσιάζει καὶ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του (P.G. 147, 85Β).
Συνεχίζεται στὰ Πρακτικὰ ἡ παράθεση τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν μαγίστρων, ἐπάρχων, ὑπάτων καὶ ἐν τέλει τῶν Ἐπισκόπων (πάνω ἀπὸ 680 περίπου πρόσωπα). Μόλις τελειώνει ὁ μακρὺς αὐτὸς κατάλογος στὰ πρακτικὰ μὲ τὰ ὀνόματα, κάθονται στὰ ἀριστέρα οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ρώμης Λέοντος, ὁ Κων/πόλεως Ἀνατόλιος, ὁ Ἀντιοχείας Μάξιμος… καὶ οἱ λοιποὶ τῶν «εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων τῆς τε Ἀνατολικῆς καὶ Ποντικῆς καὶ Ἀσιανῆς καὶ Θρακικῆς…, ἐκ δὲ τοῦ δεξιοῦ αὐτῶν μέρους καθεσθέντων Διοσκόρου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰουβεναλίου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων…».
Κι ἀφοῦ ὅλοι ἔλαβαν τὴν θέση τους ὡς Ἐπίσκοποι, καὶ ὁ Διόσκορος μὲ τοὺς ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 ἔγιναν δεκτοὶ ὡς κανονικοὶ Ἐπίσκοποι, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα Λέοντος, ὀνόματι Πασχασῖνος, δηλώνει ὅτι ἔχει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα νὰ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν αἴθουσα, ἂν παρέμενε στὶς θέσεις τῶν συνοδικῶν κριτῶν ὁ Διόσκορος:
«Τοῦ ἀποστολικοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρωμαίων πόλεως κεφαλῆς ὑπάρχοντος πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν… προστάξεις ἔχομεν… ὅπως Διόσκορος μὴ συγκαθεσθῇ τῷ συνεδρίῳ, εἰ δὲ ἐπιχειρήσοι τοῦτο τολμῆσαι, ἐκβληθείη… εἰ παρίσταται τοίνυν τῇ ὑμετέρᾳ μεγαλειότητι, ἢ ἐκεῖνος ἐξέλθῃ ἢ ἡμεῖς ἔξιμεν» (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page 65, line 17).
Τὰ ἴδια μᾶς παραδίδει καὶ ὁ Κάλλιστος: «Ὧν ἁπάντων καθεσθέντων, οἱ τὸν τόπον ἐπέχοντες Λέοντος εὐθὺς μὴ χρῆναι σφίσι συγκάθεδροι εἶναι Διόσκορον ἔλεγεν. Τοῦτο γὰρ ἐπιτετράφθαι πρὸς Λέοντος» (P.G. 147, 85ΒC).
Ὁ Πάπας Λέων εἶχε δώσει ἐντολὴ στοὺς ἱερωμένους ποὺ ἔστειλε ὡς ἐκπροσώπους του στὴ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, νὰ μὴν παραστοῦν στὴ Σύνοδο παρόντος, ὡς μέλους της, τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Διοσκόρου. Προφανῶς γιατὶ ὁ Διόσκορος ἦταν αἱρετικός, πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449, ὀπαδὸς αἵρεσης καταδικασμένης ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ καταδικασμένος ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ρώμης. Ὅταν ἐπρόκειτο, λοιπόν, νὰ δεχθεῖ ὡς μέλος της τὸν Διόσκορο ἡ Σύνοδος, οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πάπα διεμήνυσαν: Ἔχομεν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης «Διόσκορος μὴ συγκαθεσθῇ τῷ συνεδρίῳ (στὴ Σύνοδο)».
Ἡ Σύνοδος δὲν ἀποδέχτηκε τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Πάπα Λέοντος, παρὰ τὴν μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφαν στὸ πρόσωπό του. Δὲν τὸν ἀποβάλλουν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, ἀσφαλῶς γιατί, παρότι αἱρετικός, ἔπρεπε ὡς πρόεδρος Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νὰ κριθεῖ ἀπὸ ἄλλη Οἰκουμενική. Τὸν δέχονται λοιπὸν ὡς Ἐπίσκοπο καὶ ἀφοῦ ἐξετάζουν τὶς ἐναντίον του καταγγελίες, τότε τὸν καταδικάζουν.
Ἔτσι, οἱ διεξάγοντες τὶς συζητήσεις τῆς Συνόδου ἄρχοντες παρενέβησαν καὶ κάλεσαν τὸν Διόσκορο νὰ σταθεῖ στὸ κέντρον τῆς αἰθούσης (P.G. 147, 85C), «ὡς μὴ ἔχων δικαίωμα ψήφου» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, 2015, σελ. 642).
«Οἱ ἐνδοξότατοι ἄρχοντες καὶ περιφανέστατοι συγκλητικοὶ εἶπον· Ποία γὰρ εἰδικὴ μέμψις ἐπάγεται Διοσκόρῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ;». Τὸν λόγο ζήτησε καὶ πῆρε ὁ Δορυλαίου Εὐσέβιος ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ἠδίκημαι παρὰ Διοσκόρου· ἠδίκηται ἡ πίστις» (P.G. 147, 85C). «Εὐσέβιος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τῆς Δορυλαέων πόλεως (εἶπε): «…ὁ χρηστὸς Διόσκορος παρ’ οὐδὲν θέμενος τὸν τοῦ δικαίου λόγον καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον, ὁμόδοξος ὢν καὶ ὁμόφρων Εὐτυχοῦς τοῦ ματαιόφρονος καὶ αἱρετικοῦ… τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς …ἐβεβαίωσεν… δεόμεθα καὶ προσπίπτομεν τῷ ἡμετέρῳ κράτει θεσπίσαι τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπολογήσασθαι τοῖς παρ’ ἡμῶν αὐτῷ ἐπαγομένοις…, δι ὧν δυνάμεθα ἀποδεῖξαι αὐτὸν καὶ ἀλλότριον ὄντα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ αἵρεσιν ἀσεβείας πεπληρωμένην κρατύναντα καὶ ἀδίκως ἡμᾶς καθελόντα» (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page 66, line 20).
Καὶ κατὰ τὸν Κάλλιστο: Ὁ Διόσκορος «λανθάνων δὲ τοὺς πολλούς…, τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς τοῦ μονάζοντος, ἥτις ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἀπεκηρύχθη, ἐβεβαίωσεν»  (P.G. 147, 88ΑC). 
Βλέπουμε λοιπόν, ἀπὸ πολλὰ σημεῖα τῶν Πρακτικῶν ὅτι τὸν Διόσκορο, ποὺ ἦταν ἀποδεδειγμένα αἱρετικός, καὶ μάλιστα αἱρεσιάρχης, καὶ ἡ αἵρεση ποὺ κήρυττε ἦταν κατεγνωσμένη («ἐξ ἀρχῆς παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἀπεκηρύχθη»), καὶ κυρίως ἦταν ὁ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου ποὺ εἶχε ἀναγνωρίσει συνοδικὰ τὶς κακοδοξίες, ποὺ εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ δύο Συνόδους (Κων/πόλεως καὶ Ρώμης), αὐτὸν ἡ Σύνοδος τὸν ἀποδέχεται ὡς Ἐπίσκοπο καὶ τὸν δικάζει ὡς Ἐπίσκοπο μὲ ἔγκυρα μυστήρια.
Ἂν κάποιος ὑποστηρίξει, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἡ ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τοῦ Διόσκορου, θὰ τοῦ λέγαμε οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων, δὲν παίζανε (ὅπως κάποιοι σύγχρονοι) μὲ τὶς λέξεις, ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ θέματα πίστεως, καὶ μάλιστα, ὅταν αὐτὰ τὰ συζητοῦσαν σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπου ἐκεῖ πρόσεχαν ἰδιαίτερα τὶς χρησιμοποιούμενες λέξεις καὶ ἀκριβολογοῦσαν, ὅταν μιλοῦσαν γιὰ τὰ ἀξιώματα, τοὺς τίτλους, τοὺς ὅρους. Ἡ προσφώνηση «εὐλαβέστατος καὶ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος» σήμαινε Ἐπίσκοπος· κι ὁ Ἐπίσκοπος, ὅπως ξέρουμε ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τελεῖ μυστήρια. Δὲν εἶναι ἴδιον τῶν Πατέρων, ἄλλα νὰ λένε κι ἄλλα νὰ ἐννοοῦν.
Καὶ ἀφοῦ κατετέθηκαν στὴ Σύνοδο καὶ περιεγράφησαν καὶ οἱ κακοδοξίες, καὶ οἱ ληστρικοὶ τρόποι, καὶ φονικὲς διαθέσεις ποὺ ἐπέδειξε στὴν Ληστρικὴ Σύνοδο ὁ Διόσκορος (P.G. 147, 89), οἱ διευθύνοντες τὴν Σύνοδο «ἐνδοξότατοι ἄρχοντες» εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ ἐπιβάλει ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων «στὸν Διόσκορο τὸν εὐλαβέστατο ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἰουβενάλιον τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων… (σ.σ.: ἀναφέρονται καὶ ἄλλα ὀνόματα Ἐπισκόπων) «τοὺς ἐξουσίαν ἐσχηκότας καὶ ἐξάρχοντας τῆς τότε συνόδου, ἐκπεσεῖν διὰ τῆς ἱερᾶς ταύτης συνόδου, κατὰ τοὺς κανόνας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος…» (P.G. 147, 92CD).  Ποιά ἰσχυρότερη ἀπόδειξη θὰ μπορούσαμε νὰ καταθέσουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔμπρακτη ἀπόφανση καὶ δήλωση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι ἕνας αἱρετικὸς χάνει τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμά του καὶ τὴν «ἱερατική ἐνέργεια» μόνο ὅταν καταδικάζεται ἀπὸ μία Σύνοδο τοπική, ἢ ἂν ὑπάρχουν ἀμφισβητήσεις ἢ προσφυγὲς τῶν καθηρημένων, ἀπὸ μία Οἰκουμενική;

Στὴ συνέχεια τῆς διαδικασίας, βέβαια, ὡς γνωστὸν ἡ πλάστιγγα ἔγειρε ἐναντίον τοῦ Διοσκόρου, ἀφοῦ κατεδείχθησαν οἱ πλάνες του καὶ ἡ ἀνυπακοή-περιφρόνηση τῆς Συνόδου, καὶ ἡ ποινὴ ποὺ προβλεπόταν ἦταν ἡ καθαίρεση.
Ἐπειδὴ ὁ Διόσκορος ἀντελήφθη ὅτι ἐπίκειται ἡ καθαίρεσή του δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο.
«Πασχασῖνος ὁ ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἐπειδήπερ οὐχ ὁρῶμεν παρόντα Διόσκορον τὸν Ἀλεξανδρείας ἁγιώτατον ἐπίσκοπον…»  (T.LG., ὅπ. παρ. Tomëvolumëpart 2,1,2, page 9, line 39).
Ἡ Σύνοδος τὸν καλεῖ τρεῖς φορές, πάντα ἀποκαλώντας τον ἐπίσκοπο:
«Ἡ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῷ θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρέων Διοσκόρῳ…» (T.LG., ὅπ. παρ., page 12, line 31).
Καὶ στὴν 3η πρόσκληση:
«Ἡ Ἁγιωτάτη καὶ Οἰκουμενικὴ μεγάλη Σύνοδος τῷ ὁσιωτάτῳ ἐπισκόπῳ Διοσκόρῳ…». (T.LG., ὅπ. παρ. page 25, line 7).
Ἀφοῦ ὁ Διόσκορος ἐπέλεξε νὰ μὴν προσέλθει, οἱ συνοδικοί, ἔχοντες ἀποκτήσει ἰδίαν γνώμην γιὰ τὰ ὅσα «τετόλμηκε» ὁ Διόσκορος, καὶ διότι ἀγνόησε τὴν Σύνοδο, τὸν καθαίρεσε, καὶ τώρα πλέον ἡ Σύνοδος δὲν τὸν ἀποκαλεῖ ἐπίσκοπο, ἀλλ’ ἁπλῶς Διόσκορον!
Καὶ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὴν αὐτὴ θέση παρουσιάζει: «Οἱ τὸν τόπον ἐπέχοντες Λέοντος τοῦ  τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης ἐπισκόπου ταῦτ’ ἐπὶ λέξεως ἀπεφήναντο. “Δῆλα γεγένηνται τὰ τετολμημένα Διοσκόρῳ… Ὅθεν ὁ ἁγιώτατος… Ρώμης Λέων δι’ ἡμῶν καὶ τῆς παρούσης συνόδου… ἐγύμνωσεν αὐτὸν τοῦ τε ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, καὶ πάσης ἱερατικῆς ἠλλοτρίωσεν ἐνεργείας”» (P.G. 147, 96D-97D). 
Καὶ στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου διαβάζουμε: Ὁ Διόσκορος «αὐτὸς καθ’ ἑαυτοῦ τὴν ψῆφον ἐξήνεγκεν… ὅθεν ὁ ἁγιώτατος …Ρώμης Λέων δι’ ἡμῶν καὶ τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου ἐγύμνωσεν αὐτὸν τῆς τοῦ ἐπισκόπου  καὶ πάσης ἱερατικῆς ἠλλοτρίωσεν ἀξίας» (T.LG., ὅπ. Παρ., page 29, line 7).
«Ἀνατόλιος ἐπίσκοπος τῆς βασιλευούσης Κων/πόλεως νέας Ρώμης εἶπεν· …σύμψηφος κἀγὼ γίνομαι ἐπὶ τῇ καθαιρέσει Διοσκόρου τοῦ γενομένου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἑαυτὸν πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας ἀλλότριον ἀποδείξαντος». (T.LG., ὅπ. παρ., page 29, line 21).
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά:
«Καθαίρεσις πεμφθεῖσα παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου Διοσκόρῳ.
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ θεοφιλεστάτων βασιλέων ἡμῶν συναχθεῖσα ἐν τῇ Χαλκηδονέων πόλι τῆς Βιθυνίας ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς ἁγιωτάτης καὶ καλλινίκου μάρτυρος Εὐφημίας Διοσκόρῳ.
Γίνωσκε σαυτὸν διὰ τὴν κατὰ τῶν θείων κανόνων ὑπεροψίαν καὶ διὰ τὴν ἀπείθειάν σου τὴν περὶ τὴν ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν σύνοδον …καὶ τοῖς ἄλλοις σου πλημμελήμασιν… Ὀκτωβρίου μηνὸς τοῦ ἐνεστῶτος τρισκαιδεκάτῃ (σ.σ.: δηλ. τὴν 13η Ὀκτωβρίου τοῦ 451 μ.Χ.) παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου καθαιρεῖσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ ὑπάρχειν ἀλλότριον» (T.LG., ὅπ. παρ., page 41, line 33, σελ. 229-230).
Ἀμέσως παρακάτω διαβάζουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Τοῖς κληρικοῖς Ἀλεξανδρείας περὶ τῆς καθαιρέσεως Διοσκόρου. Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα… Γινωσκέτω ὑμῶν ἡ εὐλάβεια Διόσκορον τὸν γενόμενον ὑμῶν ἐπίσκοπον… κατὰ τὴν χθὲς ἡμέραν, ἤτοι τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς Ὀκτωβρίου τρισκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ σαββάτου, παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου κατὰ τὸ δοκοῦν τῇ ἐκκλησιαστικῇ καταστάσει καθαιρεῖσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ βαθμοῦ γενέσθαι ἀλλότριον» (T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 4, σελ. 230).
Ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο: «Τῇ δ’ ἐφεξῆς συνελεύσει (τῆς συνόδου) …παριὼν Κωνσταντῖνος σεκρετάριος ἀνέγνω… “φαίνεται ἡμῖν κατὰ τῷ Θεῷ ἀρέσκον δίκαιον εἶναι, …τῶν αὐτῶν ἐπιτιμίων τυχεῖν Διόσκορον τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἰουβενάλιον…, οἳ τῆς τότε συνόδου (σ.σ. δηλ. το 449) ἐξῆρχον, κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀλλοτρίους γενέσθαι πάντων τῶν παρακολουθησάντων τῇ θείᾳ κορυφῇ γνωριζομένων”» (P.G. 147, 108ΑC). 
Ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπεραίνει κανεὶς ξεκάθαρα μέχρι πότε ἴσχυε καὶ ἀπὸ πότε ἔπαψε νὰ ὑπάρχει τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ τὰ μετ’ αὐτοῦ σχετικὰ Μυστήρια.
Ἡ Σύνοδος λοιπόν, ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ αἴρει  τὸ χάρισμα τοῦ τελεῖν μυστήρια ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ τὸ εἶχε δώσει κατὰ τὴν χειροτονία ὑπὸ τριῶν τουλάχιστον Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦν συνοδικά. Ἡ πρώτη καθαίρεση τοῦ Διοσκόρου εἶχε γίνει ἀπὸ ἄλλες δύο τοπικὲς Ἐκκλησίες, ὅπως εἴδαμε, ἀλλὰ ἡ νωτάτη ἀρχὴ εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀποφασίζει τελικά, ὅταν ὑπάρχουν διχογνωμίες, σύγχυση, ἀντιμαχίες κ.λπ.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν Πρακτικῶν· ὅταν κάποιοι Ἀρχιμανδρῖτες παρουσιάστηκαν στὴν Σύνοδο γιὰ νὰ παρακαλέσουν ὑπὲρ τοῦ Διοσκόρου καὶ εἶπαν μεταξὺ ἄλλων: «…δεόμεθα τῆς ἁγιωσύνης ἡμῶν πάντα ἀκολούθως προβῆναι καὶ παρεῖναι κατὰ τὸ συνέδριον τοῦτο τὸν ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Διόσκορον…», μόλις ἄρχισαν νὰ λένε αὐτά, τοὺς διέκοψαν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου:
«…οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν Ἀνάθεμα Διοσκόρῳ. Διόσκορον ὁ Χριστὸς καθεῖλεν. Τούτους ἔξω βάλε. ἆρον ὕβριν τῆς συνόδου… Τῶν δεήσεων τούτων οὐκ ἔστι τῆς συνόδου ἀκοῦσαι. Τὸν καθαιρεθέντα παρὰ πάσης ὁμοῦ τῆς συνόδου ἐπίσκοπον ἐτόλμησαν ὀνομάσαι· οἱ κανόνες διὰ τί πατοῦνται;» (T.LG., ὅπ. παρ., page 117, line 9, σελ. 300).
Λίγο πιὸ κάτω στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου διαβάζουμε:
«Πρόθεμα κατὰ Διοσκόρου
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη (Δ΄) οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ θεοφιλεστάτων… Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν σύνοδον ὡς μετὰ τὴν ἐκ τῶν θείων κανόνων τῆς ἱερωσύνης ἀφαίρεσιν Διόσκορος γενόμενος τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἐπίσκοπος ἐπιχειρήσας διαθρυλεῖν αὖθις ἀπολαβεῖν τὴν ἱερωσύνην, ἣν πρότερον ἔχων οὐκ εἰς θεραπείαν τοῦ δεδωκότος Χριστοῦ, ἀλλ’ εἰς ἀδικίαν καὶ λύμην τῶν θείων κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ταύτῃ ἀπεχρήσατο. ἵνα τοίνυν ἅπαντες οἱ τῆς εὐαγοῦς πίστεως τρόφιμοι ἀναμφίβολον ἔχητε τὴν ἔνδικον ἐπ’ αὐτῷ παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς καθαιρέσεως ψῆφον, τόδε τὸ γράμμα ἐδικαιώσαμεν προτεθῆναι διασημαίνοντες ὡς ὁ παρὰ τοῦ δεσπότου Θεοῦ καὶ παρὰ τοσαύτης πληθύος ἐπισκόπων δι’ ὧν ἀσύγνωστα δέδρακεν, τῆς κατὰ τὴν ἱερωσύνην χάριτος ἀφαιρεθεὶς οὐδεμίαν τὸ σύνολον ἔχει ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ὡς μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀποβολῆς παυσαμένων καὶ τῶν σκανδάλων. Πεπλήρωται ἡ β΄ πρᾶξις τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων»» (T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 19, σελ. 217).
(Τὸ ἴδιο θέμα, περὶ τῶν γενομένων στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ διαπραγματεύεται σὲ ὁμιλία του ὁ ἱερομόναχος Εὐγένιος ἐδῶ).

Ἐκ τούτων καθίσταται φανερὸ ὅτι καθαίρεση ἀπὸ τὴν Σύνοδο σημαίνει ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης. Ἄρα δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐπίσκοπος καὶ νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια ὁ Διόσκορος πρὶν τὴν καθαίρεσή του. Ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα, ὅμως, τῆς καθαιρέσεώς του, καθότι ἡ Ἐκκλησία ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης τοῦ τὸ ἀφαίρεσε, δὲν καλεῖται ὁ Διόσκορος ἐπίσκοπος. Πρέπει βέβαια νὰ ἐπαναληφθεῖ πώς, τὸ ὅτι δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ, δὲν σήμαινε ὅτι δὲν ἦταν αἱρετικός,  ὅτι δὲν μόλυνε τοὺς πιστοὺς μὲ τὴν διδασκαλία του. Καὶ αἱρετικὸς ἦταν καὶ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως μετέδιδε «ὡς πανοῦκλαν» (ὅπως διδάσκουν Ἅγιοι Πατέρες καὶ τονίζει ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης) καὶ διὰ τοῦτο ὄφειλαν οἱ πιστοὶ νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς «ἀπὸ ὄφεως», ὅπως ὀφείλουν καὶ σήμερα, ἀπὸ τοὺς συγχρόνους αἱρετικοὺς νὰ ἀπομακρύνονται, διότι εἴτε εἶναι καταδικασμένος ὁ αἱρετικός, εἴτε δὲν εἶναι καταδικασμένος, ἡ ζημιὰ ποὺ προκαλεῖ στοὺς πιστοὺς καὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, εἶναι μεγάλη.


Παναγιώτης Σημάτης



2 comments:

  1. Ο Διόσκουρος πριν την 4η Οικουμενικη είχε καταδικαστει από Τοπική Σύνοδο για την νέα αίρεση που ακολουθουσε (θα εξηγησω παρακατω γιατι ήτανε νεα). Επρόκειτο για εκτίμηση (σωστή) από Τοπική Σύνοδο του Αγίου Φλαβιανού, όπως και πριν την καταδίκη του Νεστορίου από την Γ΄Οικουμενικη είχανε προηγηθεί καταδικες από Τοπικές Συνόδους, αλλά μόνο μετα την Γ΄Οικουμενικη θεωρήθηκαν ακυρα τα Μυστηρια τους, για την μεχρι τοτε ΜΗ κεκκριμενη αιρεση.
    Ας δούμε τωρα γιατι ητανε νέα αιρεση :

    1)Καταρχην θα εκθεσω τις θεσεις του Απολλιναριου και τις θεσεις των Μονοφυσιτων
    Οἱ αἱρετικοί Μονοφυσίτες πρεσβεύουν ὅτι ὁ Χριστός, μετά τήν ἐνανθρώπησή Του, δηλ. μετά τήν ἕνωση τῶν δύο τελείων φύσεών Του (θείας καί ἀνθρωπίνης) στό ἕνα πρόσωπό Του, εἶχε μόνο μία φύση, τήν θεία, ἡ ὁποία ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί κυριάρχησε ἐπ'αὐτῆς
    Από την άλλη, ο Απολλινάριος, υποστήριζε ότι εφόσον η ψυχή έχει ως λογικό μέρος το νου και ως άλογο το θυμικό και το θυμοειδές, ο Θεός Λόγος κατέλαβε τη θέση του νου της ανθρώπινης φύσεως. Η διδασκαλία αυτή ήταν η οποία πράγματι εξερέθισε τους πατέρες της εκκλησίας, καθώς ακρωτηριάζοντας την ανθρώπινη φύση, δε δέχονταν τη σωτηρία του όλου ανθρώπου από την ένωσή του με το Θεό. Έτσι ο Λόγος έλαβε σάρκα, δίχως νου, διότι ο νους του ανθρώπου είναι ρυπαρός ενώ ο του Θεού άτρεπτος και θείος. Αποτέλεσμα ήταν κατά τον Απολινάριο, (σύμφωνα με Άγιο Γρηγόριο Νύσσης) "ουκ άρα σώζεται το ανθρώπινο γένος δι αναλήψεως νου και όλου ανθρώπου, αλλά δια προσλήψεως σαρκός"
    [Γρηγορίου Νύσσης, Προς τα Απολιναρίου αντιρρητικός PG 45, 1212A]
    Ο Απολλινάριος δηλαδή δεν δίδασκε απορρόφηση της ανθρώπινης φύσεως από την Θεϊκή, αλλά αντιθέτως διδασκε ότι εξακολουθουσε να υπάρχει η ανθρώπινη φύση, αλλά αυτη δεν προσλήφθηκε ακέραια, καθως ο Θεός Λόγος κατέλαβε τη θέση του νου της ανθρώπινης φύσεως. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί πως είναι δυνατον να ομιλούμε ταυτόχρονα για τέλειο άνθρωπο, καθως η ανθρωπινη φυση ειναι αμαρτητικη.
    Όπως υπομνηματίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιστολή 101), αν η ανθρωπότητα στην υπόσταση του Χριστού, δεν προσέλαβε νου, τελικά δεν προσέλαβε τον ίδιο τον άνθρωπο και άρα η σωτηρία είναι ανέφικτη
    Η ανθρώπινη φύση δηλαδή υποβιβάζεται στην διδασκαλία του Απολλινάριου, με αποτέλεσμα να έχουμε πρόδρομο του μονοφυσιτισμού, αλλά όχι την ίδια διδασκαλία.



    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 2) Η Δ΄Οικουμενική ασχοληθηκε με πολυ λεπτα Χριστολογικά ζητήματα, καταδεικνύοντας την Αλήθεια ανάμεσα στον Νεστοριανισμό (που ομιλούσε για δύο διαφορετικα πρόσωπα, δηλαδή τον άνθρωπο Ιησού Χριστό και τον Θεϊκό Λόγο) και στον Μονοφυσιτισμό ή Ευτυχιανισμό, ο οποίος στην προσπάθεια του να αντικρούσει τον Νεστοριανισμό και να ομιλήσει για ένα προσωπο, έπεσε στο λάθος να ομιλήσει και για μία φύση.
    Λεπτομέρειες απο τα πρακτικά της Δ΄Οικουμενικης φαινονται εδω
    https://anavaseis.files.wordpress.com/2012/09/ceb4-cebfceb9ceba-cf83cf85cebdcebfceb4cebfcf83-cf83cf84cf85cebbceb9ceb1cebdcebfcf85-cf80ceb1cf80ceb1ceb4cebfcf80cebfcf85cebbcebfcf85.pdf

    Εκει, εκτος αλλων σημαντικων λεπτομερειων (τις Θεολογικές έντονες αντιθεσεις για αυτά τα λεπτα ζητήματα), διαβαζουμε :
    - Στο μεταξύ οι αντιπρόσωποι του Ρώμης απαιτήσανε την άμεση απομάκρυνση του Διοσκόρου, τον οποίο η Ρώμη είχε ήδη καταδικάσει. Επειδή όμως οι Αιγύπτιοι αντέδρασαν για την πρόσκληση και για την παρουσία στην Σύνοδο του Θεοδώρητου Κύρου και δη ως «κατηγόρου» (ACO II, I 1,σ.97), επήλθε συμβιβασμός: ο Διόσκορος παρέμεινε ως κατηγορούμενος (ACO II, 1, 1, σ.65,67), ενώ συμφωνήθηκε το θέμα του Θεοδωρήτου ως μη επείγον να εξετασθεί σε άλλη συνεδρία
    - Για τον Διόσκουρο η Σύνοδος αποφάνθηκε :
    « την πίστιν παρέτρωσεν» ACO II, I 2, σ. 111), τον καθήρεσε ( ΙΙ, Ι 2, σ. 42) και στην επόμενη συνεδρία τον εξόρισε. Φαίνεται όμως ότι δεν τον αξιολόγησε όπως τους ευρέτες αιρέσεων Νεστόριο και Ευτυχή, αλλά κυρίως ως υποστηρικτή του τελευταίου. Άλλωστε, στόχος κύριος της Συνόδου υπήρξαν οι δύο αυτοί ευρέτες αιρέσεων, ως αιρεσιάρχες.

    Διαβάζουμε δηλαδή ότι την Πιστη παρέτρωσεν και όχι ότι ακολούθησε κεκκριμενη αιρεση. Επίσης, για ευρέτες αιρέσεων και όχι ακόλουθους κατεγνωσμενης αιρέσεως (Απολλιναρίου , Ουαλεντινου)
    Πολύ σωστά λοιπόν στην Δ΄Οικουμενικη Σύνοδο αποκαλούσανε τον Διόσκουρο ως Θεοφιλέστατο Επίσκοπο, μέχρι να κριθεί η νέα αυτή αίρεση

    ΑπάντησηΔιαγραφή

 
Top