Τὸ κείμενο τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννη, καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐγκυρότητα του καὶ ὡς πρὸς τὴν πρόσληψή του ἀπὸ τὶς χριστιανικές κοινότητες και ὁμολογίες, οὔτε αὐτονόητη οὔτε κοινὴ ὑπῆρξε. Ἴσως εἶναι τὸ μόνο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ ἄργησε νὰ λάβει τη θέση του στα κανονικά βιβλία, ἂν καὶ ἡ ἀποδοχή του, μὲ ἀναφορὰ σὲ ἀποσπάσματα καὶ ἐπὶ μέρους προσεγγίσεις, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αιώνα. Στον Ἰουστίνο (135 μ.Χ.) βρίσκουμε τὴν πρώτη ἀναφορὰ στὴν Ἀποκάλυψη «καὶ ἔπειτα καὶ παρ' ἡμῖν ἀνήρ τις, ᾧ ὄνομα Ἰωάννης, εἷς τῶν ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, ἐν ἀποκαλύψει γενομένῃ αὐτῷ χίλια ἔτη ποιήσειν ἐν Ἱερουσαλὴμ τοὺς τῷ ἡμετέρῳ Χριστῷ πιστεύσαντας προεφήτευσε, καὶ μετὰ ταῦτα τὴν καθολικὴν καί, συνελόντι φάναι, αἰωνίαν ὁμοθυμαδὸν ἅμα πάντων ἀνάστασιν γενήσεσθαι καὶ κρίσιν» (Ἰουστίνου, Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, 81,4.). Καθ ̓ ὅλον μάλιστα τὸν 2ο αιώνα πολλοὶ τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων μνημονεύουν τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννη, σχολιάζοντας σποραδικὰ μερικά χωρία, ὅπως ὁ Παπίας Ἱεραπόλεως, ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου, ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, ὁ Θεόφιλος Αντιοχείας κ.ἄ.
Κατὰ τὸν 3ο και 4ο αιώνα οἱ ἀναφορὲς στὴν Ἀποκάλυψη πυκνώνουν, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ωριγένη, στὸν ὁποῖο ἀποδίδεται ἐκλεκτικὸς σχολιασμὸς μέχρι καὶ τοῦ κεφ. 14,3, μὲ βάση τὴν ἀλληγορικὴ προσέγγιση (Ωριγένους. Εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ΒΕΠ 17, 134-160). Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ συμβάλει ἀποτελεσματικὰ στὴν ἀναγνώριση τῆς Αποκάλυψης ὡς ἔγκυρου ἁγιογραφικοῦ βιβλίου, εἶναι ὁ Μέγας Αθανάσιος, στὸν ὁποῖο ἀποδίδεται καὶ ἕνας πλήρης κατάλογος τῶν 27 βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, με περίληψη του περιεχομένου ἑκάστου βιβλίου (Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἐκ τῆς ΔΘ' Ἑορταστικῆς Ἐπιστολῆς, ΒΕΠ 33, σελ 83-85 (367 μ.Χ.). Βλ. καὶ Μεγάλου Αθανασίου, Σύνοψις ἐπίτομος τῆς θείας Γραφῆς, ΒΕΠ 33, σελ. 339-340. Τὸ ἔργο θεωρεῖται ἀμφιβαλλόμενο, ὡς πρὸς τὸν συγγρα φέα, ὄχι ὅμως ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό του). Πρώτη επίσημη καταγραφὴ στὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης συναντᾶμε στὴν τοπικὴ Σύνοδο της Καρθαγένης (419), ποὺ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο (692). Σημειώνω ἐπιπλέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπικύρωσε τὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης (μὲ τὰ 27 βιβλία) μόλις τὸ 1546 μὲ τὴν ἐν Τριβέντῳ σύνολό της.
Θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε τέσσερις αναδιπλώσεις προσέγγισης τοῦ περιεχομένου τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννη, μὲ πολλές, εἶναι ἀλήθεια, παραλλαγὲς ἀπὸ ποικιλώνυμες αἱρετικές ομάδες. Κατ' αρχάς θα πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι κατὰ τοὺς δέκα πρώτους αιώνες οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ κειμένου τῆς Ἀποκάλυψης, ἑλληνόφωνοι καὶ λατινόφωνα, κινήθηκαν σὲ μιὰ κατὰ τὸ μᾶλλον ἑνιαία γραμμή, ἀναδεικνύοντας τὸ πνευματικό περιεχόμενο τοῦ κειμένου, καὶ ἐπισημαίνοντας τὸν διαχρονικό του χαρακτήρα, ὥστε νὰ ἀναδύεται ἡ ἑνότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς διαρκῶς παρόντος. Γι' αὐτὸ καὶ ὑπογραμμίζεται ἡ σχέση πρωτολογίας καὶ ἐσχατολογίας ὡς διαρκὴς διάλογος τῶν πρώτων μὲ τὰ ἔσχατα. Οἱ ὅραματικὲς εἰκόνες τοῦ ἀποκαλυπτῆ Ἰωάννη δίνουν περιεχόμενο σὲ μιὰ ἱστορία ποὺ νοεῖται ὡς ἱερὴ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀνάγεται στὴν ἔσχατη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συγχρόνως φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ αὐτὴ τὴν ἱστορία.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πρώτης χιλιετίας ἐμφανίστηκαν τρία πλήρη ὑπομνήματα στὴν Ἀποκάλυψη, τὰ ὁποῖα, μαζὶ μὲ τὶς μεμονωμένες προσεγγίσεις πλήθους ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, κατέθεσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνευτική προσέγγιση. Πρόκειται γιὰ τὰ ἔργα:
α) Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως του Ἰωάννου. Ὁ Οἰκουμένιος (τέλη 5ου - αρχές 6ου αἰώνα) ἦταν λαϊκὸς καὶ ὑπηρέτησε ὡς γραμματικὸς στὴν Ἰσαυρία. Τὸ ἔργο πρέπει νὰ γράφτηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αιώνα. (Τὸ ἔργο αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στην ευρύτερη θεολογικὴ γραμματεία μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα. Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1928 με βάση κώδικα του 13ου αιώνα ἐν συνδυασμῷ πρὸς κώδικες ποὺ ὑπῆρχαν στὴ Θεσσαλονίκη, στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ στὴν Πάτμο. Ὁ ἀββὰς Μigne συμπεριέλαβε στην Patrologiae Graecae, τόμ. 119, ἐπ' ὀνόματι Οἰκουμενίου, ἐπισκόπου Τρίκκης (του 10ου αιώνα) ένα συμπίλημα Υπομνήματος (Ἐκ τῶν Οἰκουμενίῳ τῷ μακαρίῳ ἐπισκόπῳ Τρίκκης Θεσσαλίας θεοφιλῶς πεπονημένων εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, σύνοψις σχολική...) και ἐντεῦθεν προῆλθε μία σχετική σύγχυση).
β) Ανδρέα, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Έρμην εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ ἁγίου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ο Ανδρέας (τέλη 6ου - ἀρχὲς 7ου αἰώνα), ἂν καὶ δὲν ἀναφέρει τὸν Οἰκουμένιο κινεῖται στὴν ἴδια τροπολογική μέθοδο μὲ ἐκεῖνον.
γ) Αρέθα, ἐπίσης ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, Ἐκ τῶν Ἀνδρέᾳ τῷ Μακαριωτάτῳ ἀρχιεπισκόπῳ Καισαρείας Καππαδοκίας εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν πεπονημένων θεαρέστως. Ο Αρέθας (τέλη ἔνατου - ἀρχὲς 10ου αἰώνα) ἐπεξεργάστηκε τὸ Ὑπόμνημα τοῦ Ἀνδρέα Καισαρείας, κινούμενος στὸ ἴδιο πνεῦμα μὲ ἐκεῖνον καὶ προσθέτοντας μερικὲς ἐνδιαφέρουσες προσεγγίσεις.
Αὐτὲς οἱ πατερικὲς ἑρμηνευτικὲς τῆς πρώτης χιλιετίας ἀντιλαμβάνονται τὰ βιβλικὰ κείμενα ὡς εἰκόνες, πέραν τῶν ἱστορικῶν διηγήσεων ποὺ «σημαίνουν», δηλαδὴ παραπέμπουν σὲ ἄλλη ἀνάγνωση τροπολογώντας τὰ σημαινόμενα. Παράδειγμα ἐξαιρετικὸ μᾶς ἔχει δώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐξηγώντας στοὺς μαθητές του τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐνυπάρχου στὴν Παραβολὴ τοῦ Σπορέως (βλ. Λουκ. 8,5-15), δίνοντας ἔτσι ἔνα ἀσφαλὲς μέτρο κατανοήσεως τῶν Γραφῶν. Σ' αὐτὴ τὴ μέθοδο κατανόησης δόθηκαν πολλὰ ὀνόματα (τροπικὴ ἢ τροπολογική, συμβολική αλληγορική, ἀναγωγική), κατ' οὐσίαν ὅμως πρόκειται γιὰ τὴ σωστὴ παρακολούθηση μιᾶς γλώσσας ποὺ τὴν ὀνομάζουμε εἰκονολογική, ἡ ὁποία διασώζει τὸν πνευματικὸ (ἐν Πνεύματι) χαρακτήρα τοῦ κατ' ἀλήθειαν ἐκκλησιαστικοῦ βίου.
Μετὰ τὴν πρώτη χιλιετία, καὶ γιὰ μισὸ περίπου αιώνα, ἡ πατερική ἐνασχόληση μὲ τὸ κείμενο τῆς Ἀποκάλυψης γίνεται ἐπιλεκτική, μὲ ἀναφορὲς σὲ μεμονωμένες εἰκόνες ἢ περιγραφές, κατὰ τὸ πνεῦμα πάντως τοῦ προηγούμενου πατερικοῦ παραδείγματος. Στη Δυτικὴ ὅμως παράδοση ἀρχίζει νὰ ἐμφανίζεται μία ἐπικίνδυνη διαφοροποίηση, λόγῳ καὶ τῆς σχολαστικῆς ἀνάπτυξης τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης, σύμφωνα μὲ τὴν οποία οἱ ἐξηγήσεις τῶν βιβλικῶν διηγήσεων καὶ ἀναγραφῶν νοοῦνται ὡς κατὰ γράμμα ἀναφορές χωρίς λογικότητα, σχεδὸν ὡς ἀναγκαιότητα ποὺ ὑπόκειται στὴν κατὰ γράμμα διατύπωση. Αὐτὴ ἡ στάση θὰ ἐπηρεάσει τὴν κατάσταση κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ της δεύτερης χιλιετίας, κατὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἐμφανιστεῖ ἡ Μεταρρύθμιση (16ος αι.) ποὺ θὰ εἰσαγάγει νέες μεθόδους ἀνάπτυξης τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης. Η διαμάχη μάλιστα Καθολικῶν καὶ Προτεσταντῶν θὰ παραγάγει ἀρκετὲς στρεβλώσεις ὅσον ἀφορᾶ τὶς ἀντιλήψεις γιὰ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ανάμέσα σὲ ἄλλα κύρια ζητήματα διαφορῶν, ἐντάσσεται καὶ ἡ πρόσληψη τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννη, διαφοροποιημένη βέβαια στὶς ἀναδυόμενες ἀπὸ τὴ Μεταρρύθμιση παραδόσεις (Λούθηρος, Καλβίνος, Ζβίγγλιος κ.ά.). Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ θέση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ποὺ ἀναγνωρίζουν τὸν Ἀντίχριστο στὸ πρόσωπο τοῦ Λούθηρου, καὶ ἀντίστοιχα τῶν Προτεσταντῶν ποὺ τὸν ἀναγνωρίζουν στὸ πρόσωπο τοῦ πάπα. Ὅσο γιὰ τὴν παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, ἐμφανίστηκαν ἀρκετὰ ἐξηγητικὰ κείμενα τῆς Ἀποκάλυψης κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀπὸ Ὀρθόδοξους συγγραφεῖς, ἐπηρεασμένα, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπὸ τὶς συνθῆκες οδύνης ἑνὸς σκλαβωμένου λαοῦ, ὁπότε ἦταν ἀναμενόμενη ἡ ταύτιση τοῦ Ἀντιχρίστου μὲ τοὺς κατακτητές.
Ὁ 20ός αιώνας θὰ εἰσαγάγει νέες προσεγγίσεις στὸ περιεχόμενο τῆς Ἀποκάλυψης. Ἀπὸ τὴ μία ἡ αύξηση πλήθους ἐπὶ μέρους ὁμολογιῶν στὸν προτεσταντικὸ χῶρο τῆς Ἀμερικῆς, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ γενικευμένη οδύνη ποὺ σφραγίστηκε ἀπὸ δύο παγκόσμιους πολέμους, ἔστρεψε πολλούς αὐτόκλητους ἐξηγητὲς στὴν ἔξαρση ἑρμηνειῶν ποὺ σκοτεινιάζει τὸ πνευματικό περιεχόμενο τῆς Ἀποκάλυψης, ἀφοῦ τὸ ἀντιλαμβάνεται ὡς οἱονεὶ μαγικό κείμενο, εἰσάγοντας μιὰ ἀναγκαιότητα επαλήθευσης εἰκόνων ποὺ τὶς θεωρεῖ ὡς πραγματικότητες. Ἡ χαρὰ τῆς θείας Βασιλείας ἐξαφανίζεται καὶ τὴ θέση της παίρνει μια τρομολαγνεία, ποὺ αἰχμαλωτίζει τὸν ἄνθρωπο στο σύνδρομο ἑνὸς τρομοκράτη Θεοῦ.
(συνεχίζεται)

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου