Στις προηγούμενες παραγράφους 1 είδαμε ότι σύμφωνα με την κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας η συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς είναι εντελώς ανεπίτρεπτη, τα δε επιτίμια που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες για τους παραβάτες είναι πολύ βαριά: καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς.

Όμως «τα εκκλησιαστικά πράγματα θεωρούνται κατά δύο τρόπους, κατ’ ακρίβεια και κατ’ οικονομία, και όταν δεν μπορούν να γένουν τα κατά ακρίβειαν, γίνονται τα κατά οικονομίαν» τονίζει χαρακτηριστικά ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεοςi συγκεφαλαιώνοντας την μακραίωνη ποιμαντική παράδοση της Εκκλησίας μας.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: μήπως κάποιες φορές «κατ’ οικονομία»ii επιτρέπεται η συμπροσευχή, χωρίς να έχουμε παράβαση των Ι. Κανόνων και χωρίς να επικρέμανται οι κανονικές συνέπειες;


1. Η Εκκλησιαστική Οικονομία και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της

Κατά τον καθηγητή του Κανονικού Δικαίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (Κοτσώνη) «οικονομία είναι ή έστιν ότε εξ ανάγκης ή χάριν μείζονος ωφελείας τινων ή της καθ’ όλου Εκκλησίας αρμοδίως και υπό ορισμένας προϋποθέσεις επιτρεπομένη προσωρινή ή μόνιμος εκ της «ακριβείας» απόκλισις, εφ’ όσον ταυτοχρόνως παραμένει αλώβητος η ευσέβεια και η του δόγματος ακεραιότης» iii

Με άλλα λόγια η οικονομία είναι θεσμός του Κανονικού Δικαίου που «δεν αποσκοπεί εις την κατάλυσιν της κανονικής τάξεως και της εν γένει παραδόσεως της Εκκλησίας, αλλά εν εσχάτη αναλύσει εις την εμπέδωσιν αυτής»iv. Δεν είναι λοιπόν περιφρόνηση και αναίρεση της κανονικής τάξεως, καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσίαv, αλλά «καρπός της ποιμαντικής και θεραπευτικής διακονίας της Εκκλησίας». vi Η χρήση της μάλιστα δεν περιορίζεται στα όρια του Κανονικού Δικαίου, καθώς είναι ευρύτατη – από την Αποστολική ακόμα εποχή – για όλο το φάσμα της Εκκλησιαστικής ζωής (λατρεία, διοίκηση, ποιμαντική)vii. Τα όρια στην εφαρμογή της βρίσκονται σε θέματα «εν οις η ευσέβεια ου λυμαίνεται»viii και κατά τον Αλεξανδρείας Ευλόγιο «ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται. ου συγχωρεί δε συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως. … (του δόγματος) γαρ ακράτου και ακαπηλεύτου μένοντος, η οικονομία περί των τε έξωθεν αυτού χώραν ευρίσκει συνίστασθαι»,ix.

Η εκκλησιαστική οικονομία πηγάζει από το πνεύμα της αγάπης και του ελέους του Θεού προς τον άνθρωπο και θεμελιώνεται στη θεία ενανθρώπηση και το όλο απολυτρωτικό έργο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. x Μάλιστα ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Άγ. Νικόλαος ο Μυστικός διευρύνει την οικονομία λέγοντας: «οικονομία εστί μίμησις της θείας φιλανθρωπίας»xi.

Παρά την ευρύτατη χρήση της όμως δεν υπάρχουν καθορισμένοι κανόνες για την εφαρμογή της,xii αλλά μόνο ένα πλαίσιο εντός του οποίου ο ασκών την οικονομία οφείλει να ενεργεί xiii. Αυτό ενέχει τον σοβαρότατο κίνδυνο να παρεκκλίνει κάποιος στην αυθαιρεσία και την παράβαση της εκκλησιαστικής τάξεως εξ απροσεξίας ή και σκοπιμότητος πολύ εύκολα με συνέπειες σοβαρές για την εκκλησιαστική ζωή. Επ’ αυτού σημειώνει ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος: «ουχί σπανίως οδηγεί εις κατακριτέας καταχρήσεις, πολλάς τη Εκκλησία προξενούσας ζημίας, ουδείς δύναται να αμφισβητήση, ουχί δε σπανίως η κατάχρησις αύτη γίνεται επί σκανδαλισμώ και συνεπώς εξεγέρσει της χριστιανικής κοινωνίας». xiv

Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι για να εφαρμοσθεί η οικονομία μεταξύ άλλων:

1. Πρέπει να υπάρχει αδήριτος ανάγκη ώστε εκ της παραλείψεως της εφαρμογής της να απειλείται σοβαρή πνευματική ζημιά,xv ή να επιδιώκεται η επίτευξη ωφελείας για τα μέλη ή το σύνολο της Εκκλησίας που αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί, καθότι «η Εκκλησία εφαρμόζουσα την οικονομίαν αποβλέπει εις την μείζονα πνευματικήν ωφέλειαν, ήτις δύναται να προέλθη εκ της εφαρμογής ταύτης»xvi

Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Κύριλλος Δ΄ σημειώνει: «οι πνευματικώς προϊστάμενοι μεταχειρίζονται εξ ανάγκης ενίοτε οικονομίαν και συγκατάβασιν, εν οις η ευσέβεια ου λυμαίνεται, δια να αποφύγωσι τα μεγαλύτερα κακά και τα επακολουθούντα και επηρτημένον τοις χριστιανοίς ψυχικόν όλεθρον και τούτο πάλιν να γίνηται με στοχασμόν ακριβή και όσον είναι αναγκαία και εύλογος οικονομία και συγκατάβασις, δια να μη γίνηται απλώς και ως έτυχε παράλυσις και ανατροπή εις τας εγγράφους νομικάς διατάξεις και κεκρατηκυίας εκκλησιαστικάς παραδόσεις και συνηθείας και ακολούθως πρόσκομμα ειπείν και απώλεια». xvii

2. Οι κατ’ οικονομία ενεργούντες οφείλουν να ενεργούν «εν πλήρει συναισθήσει, ότι τούτο απετέλει παρέκκλησιν από της «ακριβείας» xviii. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση της οικονομίας δεν δημιουργεί εθιμικό κανόνα δικαίου που να αναιρεί την κατ’ ακρίβεια πράξηxix. Κατά συνέπεια με την οικονομία δεν περιφρονείται, αλλά μάλλον κρατύνεται έτι πλέον η ισχύς των Ι. Κανόνων: «ο προβαίνων εις την εκκλησιαστικήν οικονομίαν πράττη τούτο διατηρών αμείωτον τον προς την καθεστηκυίαν εκκλησιαστικήν τάξιν σεβασμόν … Εντεύθεν εξηγείται η προσπάθεια των όντως κατ’ οικονομίαν ενεργούντων, όπως υπογραμμίσουν, ότι τα υπ’ αυτών λαμβανόμενα μέτρα δεν παραβλάπτουν το κύρος των Ι. Κανόνων και των Πατερικών Διατάξεων»xx

Όταν η οικονομία χορηγείται εγγράφως είναι σύνηθες να μνημονεύεται στο έγγραφο η κατ’ ακρίβεια πράξη και διδασκαλία της Εκκλησίας καθώς και οι λόγοι που επιβάλλουν την παρέκκλιση από αυτήxxi. Συνεπεία των ανωτέρω, ο ενεργών κατ’ οικονομίαν οφείλει να κατανοεί και να απονέμει το δέοντα σεβασμό στους θέλοντας την ακρίβεια. Οι επιζητούντες την ακρίβεια δεν νοείται να στιγματίζονται με ακραίους χαρακτηρισμούς εξ αυτού και μόνου του λόγου, αλλά αντιθέτως κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο xxii «η Εκκλησία ως αληθής μητέρα «επαινεί σφόδρα (τους) μετά τοσαύτης ακριβείας θέλοντας ζειν» όπως σημειώνει ο Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας xxiii.

Αντίθετα, όταν δεν πληρούται η ανωτέρω προϋπόθεση, αλλά «ει τις των δοκούντων τοις θεοφόροις Πατράσι σαλεύει τι, ουκ έστι τούτο οικονομία κλητέον, αλλά παράβασις και προδοσία δόγματος και περί το θείον ασέβεια» λέει κατηγορηματικά ο Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας. xxiv.

3. Για να θεωρείται η απόκλιση από την ακρίβεια ως εκκλησιαστική οικονομία θα πρέπει να «χορηγείται με μεγάλη περίσκεψη και σύνεση» xxv ώστε να μην δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο Σώμα της Εκκλησίας από όσων επιδιώκει τη θεραπεία. xxvi

4. Τέλος, είναι απολύτως απαραίτητο, η συνείδηση της Εκκλησίας να αποδέχεται την απόκλιση από την ακρίβεια ως κατ’ οικονομία γενομένη. Διότι τελικός κριτής επί της γης όλων των αποφάσεων των εκκλησιαστικών οργάνων είναι «Η ΚΟΙΝΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ» xxvii – κλήρου και λαού. Κατά τον Μ. Βασίλειο «αι περί τας εκκλησίας οικονομίαι γίνονται μεν παρά των πεπιστευμένων την προστασίαν αυτών, βεβαιούνται δε παρά των λαών». xxviii Δεν πρέπει να μας διαφεύγει αυτό που τονίζει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ότι αυτή η συνείδηση της Εκκλησίας «και αυτής της οικουμενικής συνόδου ανωτέρα είναι» xxix, γι’ αυτό και χαρακτήρισε ως ληστρικές και άκυρες ακόμα και Συνόδους οι οποίες πληρούσαν όλα τα κριτήρια και είχαν συγκροτηθεί ως Οικουμενικές (βλ. Φερράρας-Φλωρεντίας). «Υπεράνω της υπό των νόμων και των ιερών κανόνων παρεχομένης αρμοδιότητος, υπάρχει η ηθική αρμοδιότης του συνόλου πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία είναι αδέκαστος … Διατάξεις αι οποίαι προβλέπουν περί «κατ’ οικονομίαν» ενεργειών της Εκκλησίας … δέον όπως αύται ευρίσκωνται εν αρμονία προς την καθολικήν της Εκκλησίας συνείδησιν, η οποία και εν προκειμένω, καθοδηγουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, αποτελεί το ύπατον επί της γης περί της «εκκλησιαστικής οικονομίας» κριτήριον». xxx Οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου συγκεφαλαιώνουν την εκκλησιαστική παράδοση: «Η τελική κρίσις εφ’ όλων των εν τω διαλόγω διεξαγομένων και των εν τέλει επιτευχθησομένων απόκειται μεν εις τας Εκκλησίας, ως διοικούντα και αποφαινόμενα όργανα θείας εμπνεύσεως, αλλά και εις αυτόν τον πιστόν λαόν του Θεού. Ούτος, με το αλάνθαστον κριτήριον της εαυτού πίστεως και την συμμμαρτυρίαν της εαυτού συνειδήσεως, αποδέχεται μεν τα θεαρέστως αποφασιζόμενα, απορρίπτει δε τα μη θεοπρεπώς κατασκευαζόμενα» xxxi

Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω το περιστατικό που συνέβη επί Πατριαρχίας του Κπόλεως Γερμανού Β΄ (1222-1240), όταν η Πατριαρχική Σύνοδος θέλησε να φανεί προς στιγμήν επιεικής και να επιτρέψει στη Κυπριακή Ιεραρχία «κατ’ οικονομίαν» να συμμορφωθεί με ορισμένους όρους που έθεσαν οι Λατίνοι κατακτητές. Μόλις έγινε γνωστή η απόφαση εξοργισμένα πλήθη κληρικών, μοναχών και λαϊκών εισόρμησαν στην αίθουσα της συνεδριαζούσης Συνόδου και αφού δήλωσαν ότι τη συμμόρφωση αυτή τη θεωρούν άρνηση της πίστεως απαίτησαν από τον Πατριάρχη την ανάκληση της αποφάσεως. Η Πατριαρχική Σύνοδος σεβομένη την συνείδηση του πιστού λαού ανακάλεσε την κατ’ οικονομία ληφθείσα απόφασή της! xxxii

Είναι λοιπόν απολύτως σαφές ότι όταν δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις έχουμε «νόθο»,xxxiii «άτοπον» xxxiv «κακή και επίπλαστο» οικονομία, «ουκέτι, σύγγνωθι, οικονομίας τρόπος, αλλά παρανομίας και παραβάσεως των θείων κανόνων όφλημα», κατά τον όσιο Θεόδωρο Στουδίτη. xxxv


2. Συμπροσευχή με αιρετικούς και εκκλησιαστική οικονομία

Έχει ήδη αναφερθεί ότι η οικονομία δεν περιορίζεται μόνο στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, αλλά, όπως σημειώνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, «το θέμα της οικονομίας δεν είναι απλώς θέμα πειθαρχίας και τάξεως του Κανονικού Δικαίου, αλλ’ έχει και μίαν θεολογικήν και δη εκκλησιαστικήν διάστασιν, ήτις ουδόλως είναι δυνατόν να παροραθή. Εντός των πλαισίων της εκκλησιολογικής ταύτης διαστάσεως της οικονομίας, επιδιώκεται η εφαρμογή αυτής εις τας σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους εκτός αυτής ευρισκομένους Χριστιανούς»xxxvi.

Ασφαλώς στα πλαίσια της παρούσας εργασίας δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί στην πληρότητά του το ερώτημα της εκκλησιαστικής οικονομίας στις διαχριστιανικές σχέσεις (πχ. αναγνώριση «μυστηρίων» xxxvii, intercommunion, εισδοχή αιρετικών, επανένωση στην μία Εκκλησία, διατύπωση δογμάτων), αλλά θα περιοριστούμε αυστηρά στο επιτρεπτό ή μη της συμπροσευχής με τους ετεροδόξους.

Μελετώντας τα σχετικά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και των εγκρίτων κανονολόγων εύκολα διαβλέπουμε ότι είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να εφαρμόσουν πολλαπλώς την οικονομία όταν κάποιος αιρετικός αρνηθεί την πλάνη και θελήσει να επιστρέψει στην Εκκλησία,xxxviii ενώ αντίθετα είναι εξαιρετικά φειδωλοί έως και εντελώς αρνητικοί στη χρήση της οικονομίας για τη συμπροσευχή με αιρετικούς.

Μάλιστα είναι πολύ πιο αυστηροί και κατηγορηματικοί στην απαγόρευση της μεταβάσεως των Ορθοδόξων σε Ναό αιρετικών για συμπροσευχή μαζί τους σε οποιαδήποτε περίπτωση και ανάγκη, ενώ ορισμένοι είναι κάπως ανεκτικοί και κατ’ οικονομία δέχονται τους αιρετικούς να παρίστανται στην Ορθόδοξη λατρεία. Πάντως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η οποιαδήποτε συμμετοχή των αιρετικών στη λατρευτική πράξη. Η κατ’ οικονομίαν ανεκτική αυτή στάση των Ορθοδόξων ποιμένων έχει καθαρά ποιμαντική προοπτική: «προτιθέμενοι την οικονομίαν, προς το μη καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς, υπέρ ων ο κοινός Σωτήρ και Δεσπότης ημών το εαυτού αίμα εξέχεεν» xxxix

Ας δούμε πιο αναλυτικά ορισμένες περιπτώσεις:

1. Μήπως «η στενοχωρία του τόπου» επιτρέπει την κατ’ οικονομίαν συμπροσευχή με αιρετικούς;

Όχι! λέει ο Πατριάρχης Αντιοχείας και «των ιερών κανόνων διασημότατος εξηγητής»xl Θεόδωρος Βαλσαμών. Σε ερώτηση του Αλεξανδρείας Μάρκου εάν λόγω της «στενοχωρίας του τόπου», δηλ. της ελλείψεως επαρκούς αριθμού Ορθοδόξων Ναών και της πληθώρας των αιρετικών, «ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών … εις την εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν;» ο Βαλσαμών αφού παραθέτει τους κανόνες ΞΔ΄ των Αγ. Αποστόλων και Στ΄, ΛΓ΄ και ΛΔ΄ της εν Λαοδικεία επισημαίνει: «Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς. Δια τοι τούτο και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς και κληρικούς, συνευχομένους εν Εκκλησία Ορθοδόξων ή αιρετικών, ή οπουδήποτε συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς … αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά των ρηθέντων κανόνων περίληψιν» και καταλήγει «η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της Ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα». xli

2. Όταν δεν υπάρχει ορθόδοξος Ναός επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν η συμπροσευχή με αιρετικούς;

Όχι! απαντά ο Πατριάρχης Κπόλεως Αγ. Νικηφόρος ο Ομολογητής προτείνοντας μία διέξοδο στο πρόβλημα της μη υπάρξεως Ορθοδόξων Ναών: επιτρέπει, αν υπάρχει ανάγκη, να χρησιμοποιείται Ναός που έχει καθιερωθεί από αιρετικούς, αλλά θα πρέπει ο Ναός αυτός να αντιμετωπίζεται ως «κοινός οίκος»: «τας Εκκλησίας τας υπό των αιρετικών ενθρονισθείσας, παρακελευόμεθα ως εις κοινόν οίκον κατά ανάγκην εισιέναι και ψάλλειν, πήξαντας εν μέσω Σταυρόν. εν δε τω θυσιαστηρίω, μήτε εισέρχεσθαι, μήτε θυμιάν, μήτε ευχήν επιτελείν, μήτε κανδήλαν ή λύχνον άπτειν»xlii. Προκύπτει αστασίαστα ότι και αυτός δεν συγχωρεί την συμπροσευχή με αιρετικούς, αλλά τη χρησιμοποίηση του Ναού τους ως απλού χώρου για την τέλεση Ορθοδόξου ακολουθίας. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται σήμερα στη διασπορά, όπου χρησιμοποιούνται χώροι λατρείας ετεροδόξων, αλλά με τη χρήση ιερού αντιμηνσίου για την τέλεση Ορθοδόξου Θ. Λειτουργίας, όπως θα χρησιμοποιείτο το αντιμήνσιο «εις κοινόν οίκον κατά ανάγκην».

3. Μήπως «βίας επειγούσης» επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν η συμπροσευχή με αιρετικούς;

Όχι! ισχυρίζεται ο Νικηφόρος Γρηγοράς (ιδ΄αι. ). Στην ερώτηση του μαθητού του Αγαθαγγέλου «ει εξείη … των ετεροδόξων ενίοις συνεύχεσθαι και βίας επειγούσης» απαντά κατηγορηματικά: «Βέλτιον εν υπαίθροις και ερημίαις και όρεσι ακίβδηλον Θεώ προσάγειν τον ύμνον ή δυσσεβών κοινωνία χρωμένους χρυσώ κεκοσμημένοις και πλακών στιλπνότητι προσέχειν τεμένεσιν»,xliii δηλαδή καλύτερα στην ύπαιθρο, στις ερημιές και στα βουνά να προσφέρουμε γνήσια και ανόθευτη λατρεία στο Θεό, παρά έχοντας επικοινωνία με τους δυσεβείς αιρετικούς να πηγαίνουμε στους μεγαλοπρεπείς και χρυσοστόλιστους Ναούς τους!

4. Ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος προτρέπει τους χριστιανούς που είναι «δυνατοί και θερμοί και σταθεροί στην Πίστη» και προσκαλούνται από αιρετικούς που τους σέβονται και τους ευλαβούνται, κατ’ οικονομία να διατηρούν επικοινωνία μαζί τους ακόμα και να συντρώγουν με απώτερο σκοπό να τους ωφελήσουν xliv. Δεν αναφέρει όμως τίποτα σχετικά με τη χρήση της οικονομίας στη συμπροσευχή με τους αιρετικούς.

5. Σε ποιες όμως περιπτώσεις κατ’ οικονομίαν επιτρέπεται η παρουσία Ορθοδόξων στους Ναούς αιρετικών και η συμμετοχή στη λατρεία τους;

i. Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας, απαγορεύεται η είσοδος σε Ναούς αιρετικών «προσεύξασθαι» ή «ευχής ή θεραπείας ένεκα» (κανών ΞΔ΄ Αγ. Αποστόλων και Θ΄ της εν Λαοδικεία). Κατά συνέπεια, όχι μόνο κατ’ οικονομίαν αλλά και κατ’ ακρίβεια δεν απαγορεύεται «η παρακολούθησις της λατρείας των ετεροδόξων εκ μέρους απλών μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας (η οποία) θα ηδύνατο να ερμηνευθή και ως πράξις φιλοφροσύνης»xlv ή για εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς και μόνο λόγους.

ii. Ο Αγ. Νικηφόρος Ομολογητής αναφέρει ότι επιτρέπεται η είσοδος εις τα «κοιμητήρια αγίων», ήτοι εις τα Μαρτύρια, έστω και αν αυτά κατέχονται υπό αιρετικών, για την προσκύνηση των Ι. Λειψάνων και όχι για την συμπροσευχή με τους αιρετικούς, «ει μη τι αν εξ ανάγκης, κατά μόνον το ασπάσασθαι το του Αγίου λείψανον η είσοδος γένοιτο». xlvi

iii. Ο πνευματικός κυρ Γρηγόριος (μέλος της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας) λέει χαρακτηριστικά: «εγώ ότε εις ναόν εισέλθω Λατίνων, ου προσκυνώ τινά των εκείσε αγίων, επεί ουδέ γνωρίζω τινά. Τον Χριστόν ίσως μόνον γνωρίζω, αλλ’ ουκ οίδα πως περιγράφεται, αλλά ποιώ τον σταυρόν μου και προσκυνώ. Τον σταυρόν ουν, ον αυτός ποιώ, προσκυνώ και ουχ έτερον τι των εκείσε θεωρουμένων μοι». xlvii

6. Σε ποιες όμως περιπτώσεις κατ’ οικονομίαν επιτρέπεται η παρουσία αιρετικών στην Ορθόδοξη λατρεία μας;

Επαναλαμβάνουμε ότι ενώ για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λατρεία των αιρετικών η κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας είναι κατηγορηματικά αρνητική, εν τούτοις είναι πιο διαλλακτική στην κατ’ οικονομίαν είσοδο των αιρετικών σε Ορθοδόξους Ναούς:

i. Η κατ’ ακρίβεια πράξη, όπως προελέχθη, απαιτεί την συμμετοχή στη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας μας μόνο των μελών της και όχι των αβαπτίστων ή αιρετικών. Κατ’ οικονομίαν όμως έχει επιτραπεί αιρετικοί ή και μη Χριστιανοί να παρακολουθούν την Ορθόδοξη λατρεία – ακόμα και τη Θ. Λειτουργία – όταν υπάρχει εκ μέρους τους διάθεση γνωριμίας της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η παρακολούθηση της Θ. Λειτουργίας στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη από την αντιπροσωπεία των ειδωλολατρών Ρώσων και ο εκχριστιανισμός στη συνέχεια ολοκλήρου του Ρωσικού λαού.

ii. Επίσης, ο Ι. Χρυσόστομος προσκαλεί τους αιρετικούς στο Ναό όπου ομιλούσε με την ελπίδα της επιστροφής τους στην αλήθεια της Εκκλησίας: «ενταύθα μοι τον αιρετικόν κάλει. Εάν τε παρή, εάν τε μη παρή. Εάν τε γαρ παρή παρά της ημετέρας φωνής παιδευέσθω. Εάν τε μη παρή, δια της υμετέρας ακροάσεως μανθανέτω». xlviii

iii. Διευρύνοντας την προαναφερθείσα πρόταση του Αγ. Νικηφόρου του Ομολογητού για την είσοδο σε Ναούς αιρετικών προς προσκύνηση των εκεί ευρισκομένων Ι. Λειψάνων, μπορούμε να δεχθούμε ότι επιτρέπεται και η είσοδος των ετεροδόξων σε Ορθοδόξους Ναούς προς προσκύνηση των Ι. Λειψάνων τα οποία φυλάσσουμε και τα σέβονται και αυτοί. Μία τυχόν απαγόρευση της εισόδου και προσκυνήσεως των Ι. Λειψάνων θα ήταν ασφαλώς μακριά από το γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα. Και ασφαλώς όταν οι ετερόδοξοι «επιστρέφουν» στην Εκκλησία μας Ι. Λείψανα λόγοι φιλοξενίας καθώς και ευχαριστίας επιβάλλουν την κατ’ οικονομία παρουσία τους στις σχετικές εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, ασφαλώς χωρίς ενεργό λειτουργική συμμετοχή στην Ορθόδοξη λατρεία μας.

iv. Οι Πατριάρχες Κπόλεως Γεννάδιος Σχολάριοςxlix και Ιεροσολύμων Δοσίθεοςl και ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος (Βουλγαρίας) Δημήτριος Χωματιανόςli αναφερόμενοι σε όσους εκ των αιρετικών έρχονται με σεβασμό να παρακολουθήσουν την Ορθόδοξη λατρεία μας και ζητούν την ευλογία μας, προτείνουν να μην τους αποπέμπουμε, αλλά αντιθέτως να τους προσφέρουμε και αντίδωροlii και τον αγιασμό μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γεννάδιος ενώ επιτρέπει στους Ορθοδόξους να δίδουν την ευλογία σε αιρετικούς, τους αποτρέπει όμως να ζητούν την ευλογία και τον αγιασμό των αιρετικών! «Αρκετόν ουν εστίν, ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι κεχωρισμένοι». Ο Αχρίδος Δημήτριος αισθάνεται την ανάγκη να αιτιολογήσει την πρότασή του αυτή λέγοντας ότι «η τοιαύτη συνήθεια δύναμιν έχει κατά μικρόν μεθελκύσαι αυτούς καθόλου προς τα καθ’ ημάς ιερά ήθη και δόγματα». liii

v. Μία άλλη περίπτωση όπου αιρετικοί επιτρέπεται κατ’ οικονομία να συμμετέχουν σε Ορθόδοξη Ακολουθία έχουμε στην κατ’ οικονομία τέλεση Εξοδίου Ακολουθίας και ταφής ετεροδόξου υπό Ορθοδόξου Ιερέως, όταν δεν υπάρχουν ποιμένες του δόγματος του κεκοιμημένου,liv καθώς και κατά την τέλεση του μυστηρίου του Γάμου, όταν το ένα μέλος τυγχάνει ετερόδοξο (μικτός Γάμος). lv

vi. Ασφαλώς σήμερα με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών όλο και συχνότερα και στις ενορίες παρατηρείται προσέλευση ετεροδόξων στην Ορθόδοξη λατρεία. Οι σκέψεις του αειμνήστου π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου αποτελούν την πλέον ενδεδειγμένη αντιμετώπιση από τους υπευθύνους ποιμένες: «αν … θελήση αιρετικός τις να εισέλθη, τότε βεβαίως δεν θα διακόψωμεν την λατρείαν, ούτε θα καλέσωμεν την Αστυνομίαν. Θα συνεχίσωμεν την λατρείαν και μετά το πέρας αυτής θα πλησιάσωμεν τον ετερόδοξον και μετ’ ευγενείας θα είπωμεν εις αυτόν τι λέγουσιν εν προκειμένω οι ιεροί κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα υποδείξωμεν ότι άλλοτε οφείλει να φέρηται προς αυτούς μετά σεβασμού. Ημείς ουδέποτε θα εισέλθωμεν εις ετερόδοξον Ναόν εν ώρα λατρείας, τηρούντες εν απολύτω ακριβεία τους ι. Κανόνας. Περί την είσοδον όμως ετεροδόξων ετεροδόξων εις τους ημετέρους Ναούς μικρά τις ελαστικότης, εν τω πνεύματι της εκκλησιαστικής οικονομίας, δεν βλάπτει»lvi. 


(συνεχίζεται)


 

1 βλ. www. oodegr. com/oode/papismos/synefxesthe1. htmwww. alopsis. gr/alopsis/symprose. htm, εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (1701/7. 9. 07, 1702/14. 9. 07, 1703/21. 9. 07, 1704/28. 9. 07 και 1705/5. 10. 07).

iΗ παρούσα εργασία αφιερούται στη μνήμη του κατηχητού Γεωργίου Ξ. Οικονόμου, του πρώτου διδάξαντός με τους Ι. Κανόνες στα μαθήματα του Μέσου Κατηχητικού Σχολείου της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών, επί τη συμπληρώσει 15ετίας από της κοιμήσεώς του.

Δοσιθέου Ιεροσολύμων προς Μιχαήλ Βελιγραδίου, εν Κ. Δελικάνη, Τα εν τοις κώδιξι του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα, (στο εξής: Δελικάνη, Έγγραφα) τόμος Γ΄ εν Κωνσταντινουπόλει, (φωτοαναστατική επανέκδοση 1999), σ. 684

ii «Οι ιεροί κανόνες σπανίως χρησιμοποιούν τον όρο «οικονομία» και προτιμούν τους όρους «φιλανθρωπία», και «επιείκεια» (Καν. Ε΄, ΙΑ΄, ΙΒ΄ της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και Λ΄ της εν Χαλκηδόνι). Ο όρος «οικονομία» απαντά εις τους κανόνας ΚΘ΄, Λ΄, ΛΖ΄, ΡΒ΄ της Πενθέκτης εν τη εννοία της συγκαταβάσεως και της διευθετήσεως. Αλλαχού ο όρος «οικονομία» (καν. Β΄ της Β΄ Οικουμ. Συνόδου) δέον να ερμηνευθή δια του όρου «χειροτονία» (Π. Μπρατσιώτου, Π. Τρεμπέλα, Κ. Μουρατίδου, Α. Θεοδώρου, Ν. Μπρατσιώτου, Η Εκκλησιαστική Οικονομία Υπόμνημα εις την Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1972, σ. 14 υποσ. 20) (στο εξής: Καθηγητών, Υπόμνημα)

iii Ιερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα της «Εκκλησιαστικής Οικονομίας», Εν Αθήναις 1957, σ. 209 (στο εξής: Κοτσώνη, Προβλήματα)

iv Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. ii.

v Π. Μπούμη, Η Εκκλησιαστική «Οικονομία» κατά το Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησία τ. 48(1971), σ. 353

vi Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες και τον Κων/νο Οικονόμο, Αθήνα 19962, σ. 44.

vii Κατά τον Πατριάρχη Κπόλεως Καλλίνικο Β΄ «είωθεν η της Εκκλησίας ιερά κρίσις εις τα πολλά συγκαταβαίνειν οικονομικώς εν τισι των μικροτέρων, ίνα μη τοις μείζοσι και κυριωτέραν προξενήσει ζημίαν και ολέθριον κίνδυνον», εν Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, τ. Β΄, Κωνσταντινούπολις 1888, σ. 396.

viii Κυρίλλου Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως, Τω Αντιοχείας, εν Δελικάνη Έγγραφα, τ. Β΄, σ. 178.

ix PG 103, 953-956. Αναλυτικότερα βλ. Κοτσώνη, Προβλήματα, σ. 168, 172 και Α. Αλιβιζάτου, Η Οικονομία κατά το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1949, σ. 12 και 58, (στο εξής: Αλιβιζάτου, Οικονομία), Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. 19-24, Μεθόδιος Φούγια, Μητρ. Πισιδίας, Εκκλησιαστική Οικονομία και Χριστολογική Ορολογία, Αθήνα 1998, σ. 57-59, (στο εξής: Φούγιας, Οικονομία), B. Archondonis, The problem of Oikonomia today, Kanon 6(1983), σ. 42-43, (στο εξής: Bartholomeos, Oikonomia)

x Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, εν Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Chambesy Γενεύης 1973, σ. 136, (στο εξής: Διορθόδοξη Επιτροπή, Οικονομία)

xi PG 111, 213

xii Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 43, Π. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον Α΄ Αθήναι 1989, σ. 65-66, του αυτού, Οικονομία, ΘΗΕ τ. 9, στ. 679, του αυτού, Νομοκανονικαί απαντήσεις σε ερωτήματα Εξωτερικής Ιεραποστολής, Αθήνα 1999, σ. 31-32, Α. Χριστοφιλοπούλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, τ. Α΄ Αθήναι 1952, σ. 105, Δ. Πετρακάκου, Νομοκανονικαί ενασχολήσεις, Αθήναι 1943, σ. 63-71.

xiii Η Εκκλησία «επί είκοσι τώρα αιώνας, ουδέποτε καθόρισεν επισήμως και εν συνόδω δι’ ειδικού κειμένου, κανονικού ή άλλου, τα κατά την οικονομίαν ακριβώς και λεπτομερώς» (Β. Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Επίσκεψις, τευχ. 50/14. 3. 1972, σ. 13). Η Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Ρόδος 1961) είχε συμπεριλάβει το θέμα της εκκλησιαστικής οικονομίας στον καταρτισθέντα κατάλογο (πρώτο στο κεφ. VII (Θεολογικά θέματα), η Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ 1968) ανέθεσε στην Εκκλησία της Ρουμανίας τη μελέτη και η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (16-18 Ιουλίου 1971) κατέληξε στην εισήγηση «Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» (Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, Chambesy Γενεύης 1973, σ. 115-149) στην οποία ασκήθηκε σοβαρή κριτική που οδήγησε στη συνέχεια σε απόσυρση του θέματος (Bartholomeos, Oikonomia, σ. 39-41). Εμπεριστατωμένη κριτική στο κείμενο της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής έγινε υπό των Καθηγητών Π. Μπρατσιώτου, Π. Τρεμπέλα, Κ. Μουρατίδου, Α. Θεοδώρου και Ν. Μπρατσιώτου με το από 5 Ιουνίου 1972 υπόμνημά τους στην Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος (κυκλοφόρησε και αυτοτελώς). Στους ανωτέρω απάντησε ο Μεθόδιος Φούγιας, (Μητροπ. Αξώμης) με σειρά άρθρων του στο περιοδικό «Εκκλησιαστικός Φάρος» που αναδημοσιεύθηκαν στο Μ. Φούγιας, Μητροπ. Πισιδίας, Εκκλησιαστική Οικονομία και Χριστολογική Ορολογία, Αθήνα 1998. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών με τον καθηγητή Παν. Τρεμπέλα εις Ορθόδοξον Τύπον (15. 2. 1974, 1. 4. 1974).

xiv Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 57, πρβλ. Μ. Φαράντου, Το θέμα του διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των ετεροδόξων και ιδία μετά των Παλαιοκαθολικών, Θεσσαλονίκη, 1971, σ. 13.

xv Κων. Μουρατίδου, Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 19772, σ. 171, Κοτσώνη, Προβλήματα, σ. 64. Κατά τον Δημ. Χωματιανό «γίνεσθαι, ουχί από ραθυμίας και καταφρονήσεως, αλλά υπό μόνης ανάγκης» (αυτόθι σ. 102). Επίσης πολλοί κανόνες μνημονεύουν την εξ ανάγκης χρησιμοποίηση της οικονομίας (ενδεικτικά ΞΘ΄ Αγ. Αποστόλων, Β΄ της Α΄ Οικουμ. Συνόδου («επειδή πολλά ήτοι υπό της ανάγκης, ή άλλως επειγομένων των ανθρώπων, εγένετο παρά τον κανόνα τον εκκλησιαστικόν»), ΙΒ΄ της εν Νεοκαισαρία).

xvi Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 62, πρβλ. Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β΄, Εν Αθήναις 1953, σ. 972-973. Στην εισήγηση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τονίζεται ότι η οικονομία στην Ορθοδοξία εφαρμόζεται «εν μέτρω … εν οις δει, και όταν δει και οσάκις δει», Διορθόδοξη Επιτροπή, Οικονομία, σ. 143.

xvii Κυρίλλου Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως Τω Αντιοχείας, εν Δελικάνη, Έγγραφα, τ. Β΄, σ. 178.

xviii Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (intercommunio), εν Αθήναις 1957, σ. 160-161, (στο εξής Κοτσώνη, intercommunio).

xix S. Troianos, Der Begriff der Oikonomia im byzantinischen Recht (Unter Beruecksictigung der gegenwaertigen griechischen Kanonistik), εν 17η Ετήσια Θεολογική Συνάντηση Πανεπιστημίου Αγ. Τύχωνος, Μόσχα 2007, τ. 1 (ρωσ. ) σ. 139-146.

xx Κοτσώνη, Οικονομία, σ. 105. Κατά τον Κων/νο Οικονόμο «έχει και η οικονομία τους ιδίους όρους και τα μέτρα των πραγμάτων και τους καιρούς, ατάραχον εις το διηνεκές και αστασίαστον και ολόκληρον την Εκκλησίαν διατηρούσα, μήποτε λίαν οικονομούσα παρανομήση, και τας προς καιρόν ενδόσεις αυτής αι συγκαταβάσεις ως κυρίας παραστήση και ισοσθενείς της αφ’ ης συγκατέβη ακριβείας των θείων νόμων» εν Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 115 (υποσ. 326).

xxi Π. Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, Α΄ Αθήναι 1989, σ. 68, του ιδίου, Η εκκλησιαστική «Οικονομία» κατά το Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησία τ. 48(1971), σ. 355.

xxii Bartholomeos, Oikonomia, σ. 46-47

xxiii PG 77, 320.

xxiv Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων, Αθήνησιν, 1855, (στο εξής: Ρ-Π, Σύνταγμα), Δ΄ σ. 398.

xxv Π. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Α΄, σ. 62.

xxvi Είναι απαραίτητο «όχι μόνο εις την διακρίβωσιν των προθέσεων του λαμβάνοντος το κατ’ οικονομίαν μέτρον … αλλά και εις την εκτίμησιν των αποτελεσμάτων τα οποία τούτο δύναται να επιφέρη εις την καθόλου εκκλησιαστικήν ζωήν. Εάν δηλαδή, … η πράξις του δε αύτη δεν επιφέρει γενικήν της εκκλησιαστικής τάξεως παράλυσιν και ανατροπήν, τότε αύτη είναι οικονομία» (Κοτσώνη, Οικονομία, σ. 104-105), πρβλ. Π. Μπούμη, Η εκκλησιαστική «Οικονομία» κατά το Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησία τ. 48(1971), σ. 354

xxvii Β. Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Ανάλεκτα Βλατάδων 6, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 98, (στο εξής: Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση), Δ. Μπαλάνου, Το πρόβλημα της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 3(1936/37), σ. 135

xxviii PG 32, 860.

xxix Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση, σ. 98, πρβλ. ανωνύμου, Ο Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας επί της Οικουμενικής Κινήσεως και των Θεολογικών Διαλόγων, ΣΩΤΗΡ, Αθήναι 20073, σ. 45

xxx Κοτσώνη, Οικονομία, σ. 113, 130.

xxxi Προσφώνησις προς την αντιπροσωπείαν της Εκκλησίας της Ρώμης (Φανάριον, 30. 11. 1984), εις Επίσκεψις, τευχ. 326/1. 12. 1984, πρβλ. «σε τελευταία ανάλυση το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει το αναφαίρετο κανονικό δικαίωμα να «διακρίνη» και να κρίνη την αποδοχή ή την απόρριψη των οποιωνδήποτε αποφάσεων που βρίσκονται έξω από τα πλάισια της ορθοδόξου παραδόσεως», Δ. Παπανδρέου, Μητρ. Ελβετίας, Ποιμαντική των διαλόγων, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Α. Π. Θ. , 28(1985), σ. 424.

xxxii Κοτσώνη, intercommunio, σ. 75.

xxxiii Ειρήνη Τσαγρή, Νομική φύσις της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, Εφημερίς Ελλήνων Νομικών, τ. 39(1972), σ. 878.

xxxiv Νικολάου Μυστικού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Τω τα πάντα αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης, PG 111, 212

xxxv PG 99, 984, αναλυτικότερα βλ. Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 40

xxxvi Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Επίσκεψις, τευχ. 50/14. 3. 1972, σ. 14, πρβλ. «Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», εν Διορθόδοξη Επιτροπή, Οικονομία, σ. 136, Φούγιας, Οικονομία , σ. 38 και Bartholomeos, Oikonomia, σ. 40-41

xxxvii Κατά τον π. Γ. Φλωρόφσκυ δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της οικονομίας, βλ. Γ. Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του ζώντος Χριστού, Μία Ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας, μτφρ. Ι. Παπαδοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 129-148.

xxxviii «οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενοι σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας» Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Επιστολή 37η προς Μάξιμον διάκονον Αντιοχείας, (PG 77,321), ενώ κατά τον Ε΄ Κανόνα της εν Αγκύρα Συνόδου «τους δε επισκόπους εξουσίαν έχειν τον τρόπον της επιστροφής δοκιμάσαντας φιλανθρωπεύεσθαι, ή πλείονα προστιθέναι χρόνον», αναλυτικότερα βλ. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Γ΄, Αθήναι 1961, σ. 48 κ. εξ, Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 113, Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 31-32, Διορθόδοξη Επιτροπή, σ. 138 κ. εξ. , Φούγιας, Οικονομία, σ. 58.

xxxix Δημητρίου Χωματιανού, εν Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄σ. 436

xl κατά τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, εν Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 80.

xli Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 459-460.

xlii Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 431α. Ο Άγ. Νικηφόρος αιτιολογεί την άποψη ότι ο ναός των αιρετικών είναι «κοινός οίκος» λέγοντας: «ου χρη το καθόλου εις τας τοιαύτας εκκλησίας εισιέναι … άμα γαρ τω εισαχθείναι την αίρεσιν, απέστη ο έφορος των εκείσε άγγελος, κατά την φωνήν του Μ. Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιούτος χρηματίζει Ναός. Και ου μη εισέλθω, φησίν, εις Εκκλησίαν πονηρευομένων» (Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 431δ).

xliii Κοτσώνη, intercommunio, σ. 89-90

xliv Λόγος ΛΑ΄ «προς ποιμένα» , παρ. ξε΄.

xlv Κοτσώνη, intercommunio, σ. 255.

xlvi Απόκρισις ε΄, Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 431ε.

xlvii π. Θ. Ζήση, Για τη συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα ποια σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα; Θεοδρομία, 6,2 (2004) σ. 175.

xlviii Ομιλία εις τον ιερομάρτυρα Φωκά, PG 50, 702.

xlix Γενναδίου Σχολαρίου, Άπαντα, έκδ. D. Sideridis-M. Jugie-L. Petit, τ. 5, σ. 201-202, πρβλ, Μητρ. Προϊλάβου Καλλινίκου, «Πως δει δέχεσθαι τους εξ αιρέσεων προσερχομένους», Θεολογία, τ. 9(1931), σ. 242-243

l Δελικάνη, Έγγραφα, τ. Γ΄, σ. 684.

li Αναλυτικότερα περί του Χωματιανού βλ. κατωτέρω.

lii Υπενθυμίζουμε την δια του Αντιδώρου επίσκεψη της Χάριτος του Θεού στον Αγ. Νεομάρτυρα Αχμέτ, εν Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 19892, σ. 509

liii Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 435.

liv βλ. υπ’ αριθμ. 1621/343/15. 3. 1891 Eγκύκλιος της Ι. Συνόδου, εν Σ. Γιαννοπούλου, Συλλογή Eγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερoν, Εν Αθήναις 1901, σελ. 574-575. Για τη σχετική ακολουθία βλ. Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 199914, σ. 276. Αναλυτικότερα η εξέλιξη της εκκλησιαστικής πράξεως στο θέμα της ταφής ετεροδόξων βλ. Κοτσώνη, intercommunio, σ. 242-247.

lv Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β΄, εν Αθήναις 1953, σ. 1003, Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, εν Δ. Παπανδρέου, Προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, Αθήναι 1990, σ. 37

lvi Ε. Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, Α΄, Εν Αθήναις 1986, σ. 215



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top