Νικολάου Μάννη, εκπαιδευτικού
Αν ο Οικουμενισμός στον προτεσταντικό κόσμο εμφανίστηκε ως αναβίωση των ιδεών του Απελλή [1], ενώ στον παπικό ως ένα ακόμη πολυεργαλείο που θα εξυπηρετούσε τις βλέψεις του παπισμού για κοσμική εξουσία, στην Ορθόδοξη Ανατολή απετέλεσε και αποτελεί μια πνευματική ασθένεια, μια γάγγραινα, αποτέλεσμα της αποστασίας και της ψυχρότητας του λαού, για τα θέματα της Πίστεως, ο οποίος άλλοτε υπήρξε φύλακας και φρουρός αυτής.
Εξαιτίας της αποστασίας αυτής οι πιστοί κατέστησαν σαν εκείνους τους στρατιώτες οι οποίοι στην σκοπιά αντί να αγρυπνούν, μισοκοιμούνται με βεβαρημένους, από το κρασί της αδιαφορίας, τους οφθαλμούς των και έτσι δεν αντελήφθησαν τους εχθρούς που βρέθηκαν μέσα στο στρατόπεδο.
Το φοβερό όμως είναι το γεγονός ότι οι εχθροί δεν εισέβαλαν έξωθεν, αλλά υπήρχαν εντός και μάλιστα κατέχοντες καίριες θέσεις.
Κορυφαίοι των προδοτών αυτών της πίστεως, οι οποίοι πρωτάνοιξαν διάπλατα την Κερκόπορτα της Ορθοδοξίας στους ασεβείς νεωτερισμούς, υπήρξαν δυστυχώς και Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, όπως ο Μελέτιος Μεταξάκης και ο Βασίλειος Γεωργιάδης. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια, που κάποιος επίσκοπος, ακόμη και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε αιρετικός. Η εκκλησιαστική ιστορία διασώζει πολλά ονόματα: Νεστόριος, Μακεδόνιος, Σέργιος, Βέκκος...
Για τον Μελέτιο Μεταξάκη έχουν γραφτεί πολλά, τα οποία λίγο πολύ είναι γνωστά σε όλους. Αποδεδειγμένα μασώνος, όργανο ξένων και ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, δημιουργός σχισμάτων, ταραχών και σκανδάλων, εξουσιομανής (διετέλεσε Μητροπολίτης Κιτίου (Κύπρου), Μητροπολίτης Αθηνών, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και παρολίγον Πατριάρχης Ιεροσολύμων αν δεν τον έβρισκε ο θάνατος), πρωτεργάτης της ημερολογιακής καινοτομίας, υπέρμαχος της ενώσεως με τους Αγγλικανούς, των οποίων ανεγνώρισε και τις "χειροτονίες", νεωτεριστής εισηγητής καινοτομιών (συντόμευση ακολουθιών, κατάργηση ράσου και νηστείας, δευτερογαμία ιερέων και γάμος επισκόπων...), καταφρονητής Ιερών Κανόνων, άφησε κακό όνομα και έμεινε στη συνείδηση του Πληρώματος της Εκκλησίας ως ένας μεγάλος αιρετικός. Δεν είναι τυχαίο πως ο δηλωμένος αυτός οικουμενιστής πορθητής λίγο πριν αναχωρήσει για να καταλάβει αντικανονικώς τον πατριαρχικό θρόνο της Πόλεως παρέστη σε οικουμενιστική λειτουργία που έγινε προς τιμήν του στον προτεσταντικό ναό του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή στη Νέα Υόρκη, με τη συμμετοχή Επισκοπιανών, Ρώσων, Αρμένιων, Σύρων και Ελλήνων (βλέπε NEW YORK TIMES 19-12-1921).
Ο Βασίλειος Γεωργιάδης, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1925-1929), επίσης σκοτεινή φυσιογνωμία, αποδεδειγμένα μασώνος, παπόφιλος, ωριγενιστής, πολέμιος του μοναχισμού, υπέρμαχος του γάμου των επισκόπων και συνεχιστής της ημερολογιακής καινοτομίας ως προς το Πασχάλιο (προσπάθεια που απέτυχε αφού αντέδρασαν οι Επίσκοποι της Ελλάδος, διά τον φόβο επανάληψεως των ημερολογιακών σκηνών).
Οι Αγιορείτες Πατέρες διέκοψαν το μνημόσυνό του, όχι μόνο για την ημερολογιακή καινοτομία, αλλά και για τις αιρετικές δηλώσεις του στον Τύπο της εποχής, όπως υπέρ της ενώσεως με τον Πάπα, αλλά και την διακήρυξη καταδικασμένων ωριγενιστικών ιδεών.
Οι δύο αυτοί αιρετικοί που ανήλθαν, εξαιτίας της αποστασίας του λαού, στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ήταν οι πρώτοι, αλλά όχι οι μόνοι μεγάλοι προδότες της Ορθοδόξου Πίστεως.
Ακολούθησαν εξίσου μεγάλοι αιρετικοί, φανεροί οικουμενιστές, όπως ο Αθηναγόρας Σπύρου (διάκος του Μεταξάκη στη Μητρόπολη Αθηνών), ο Δημήτριος Παπαδόπουλος και ο νυν Βαρθολομαίος Αρχοντώνης.
Ο τελευταίος όμως, επειδή βρίσκεται ακόμη εν ζωή, έχει μια μεγάλη ευκαιρία· να αποκηρύξει την αίρεση του Οικουμενισμού, να καταδικάσει τις καινοτομίες, να επιστρέψει στην Ορθοδοξία, από την οποία εξέκλιναν οι προκάτοχοί του.
Αν το πράξει, θα είναι, σε ολόκληρη την εκκλησιαστική ιστορία, η μοναδική περίπτωση αιρεσιάρχου, ο οποίος όχι απλά θα έχει μετανοήσει, αλλά θα έχει αναδειχτεί και υπέρμαχος της Ορθοδοξίας… Το οποίο και ευχόμαστε.
[1] Αρχαίος αιρετικός, ανήκων στην αίρεση του Μαρκίωνος, ο οποίος πίστευε ότι θα σωθούν όλοι όσοι είναι χριστιανοί (ανεξαρτήτως δογματικών διαφορών) που κάνουν καλά έργα (βλ. Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλίο Ε΄, Κεφάλαιο ΙΓ΄).
"Οι δύο αυτοί αιρετικοί που ανήλθαν, εξαιτίας της αποστασίας του λαού, στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, ήταν οι πρώτοι, αλλά όχι οι μόνοι μεγάλοι προδότες της Ορθοδόξου Πίστεως."
ΑπάντησηΔιαγραφήKX
Ο λαός του Θεού δεν είναι ο φταίχτης της αποστασίας. Αποστάτες, ή καλύτερα προδότες, είναι οι επικεφαλής προϊστάμενοι, οι οποίοι αφήνουν ακατήχητο το λαό και κατά συνέπεια αδιάφορο. Αυτοί δίνουν τις εντολές στους υφιστάμενους κληρικούς να ακολουθούν τη δική τους - υποτίθεται ορθόδοξη - γραμμή και οι υφιστάμενοι κληρικοί αυτό κάνουν για να μην υποστούν τις προβλεπόμενες από τους Ιερούς Κανόνες κυρώσεις. Σημειωτέον, οι Ιεροί Κανόνες δεν ισχύουν όταν παραβάτες είναι οι εκκλησιαστικά προϊστάμενοι.
Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στο θλιβερό σημείο να κατηγορούμε σαν αποστάτη το λαό του Θεού, παραβλέποντας ποιος είναι η αιτία, οπότε το αποτέλεσμα (αιτιατόν) γίνετα το αίτιον και η σύγχυση κορυφώνεται. "ΚΡΙΤΗΣ σοφὸς παιδεύσει τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ ἡγεμονία συνετοῦ τεταγμένη ἔσται. 2 κατὰ τὸν κριτὴν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ οὕτως καὶ οἱ λειτουργοὶ αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸν ἡγούμενον τῆς πόλεως πάντες οἱ κατοικοῦντες αὐτήν."
Σωστά είναι αυτά που γράφει ο κύριος Μάννης, ας μη ρίχνει όμως το βάρος στο λαό του Θεού. Ο λαός είναι ανίσχυρος, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν στρεβλά τον διδάσκουν με το γνωστό "εκτός εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία". Αυτό όμως το "εκτός εκκλησίας" σημαίνει, πέρα και πάνω από όλα, "εκτός Δόγματος", δηλαδή, εκτός του θεσπισθέντος υπό των αγίων Οικουμενικών Συνόδων Δόγματος.
Θα με ρωτήσετε " τότε, τι μπορεί να κάνει ο λαός του Θεού ;" και η απάντηση είναι : Όλοι έξω από τους ναούς με ένα σύνθημα : Να φύγουν οι προσκυνημένοι στην αίρεση και τότε θα εκκλησιαστούμε. Ποιος όμως τα λέει αυτά αγαπητέ μου; Όλοι σκύβουμε το κεφάλι παροδικά ικανοποιούμενοι με ευκαιριακά κηρύγματα/αναθέματα ( βλέπε περίπτωση μ. Πειραιώς Σεραφείμ ) αφού, στο κάτω-κάτω, καθένας χωριστά έχει την ψυχή του. Φυσικά, δεν μας λείπουν και τα υψηλής εμβέλειας ψυχοσωτήρια, που έχουν να κάνουν με την ενότητα βάσει του κοινοτικού πνεύματος, διά την επανεύρεση της χαμένης μας - ελληνικής και ορθόδοξης - ταυτότητας. Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στις ενορίες και το ενοριακό πνεύμα, μας λένε, και σταματώ εδώ.