"Ὁ Θεός μας ἔδωσε δυὸ αὐτιὰ καὶ μία γλῶσσα, γιὰ νὰ ἀκοῦμε περισσότερο καὶ νὰ μιλᾶμε λιγότερο".(Ι. Χρυσοστόμου)
Τὸ κείμενο γράφεται διὰ τὸν
λόγο ὅτι εἰμασταν μάρτυρες ἀνάρμοστης συμπεριφορᾶς σὲ ἕναν συνάνθρωπό μας. Μάλλον μερικοὶ ἀκόμα δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν
χρειάζεται φύλακες εἰς τὴν Ἐκκλησία του, καὶ σὲ κανέναν δὲν ἔχει
δώσει τὸ δικαίωμα νὰ κάνει τὸν κριτή.
Σὲ πείραξε αὐτὸς ποῦ σκανδαλίζει τὸν
κόσμο; Ἐσὺ ποῦ σκανδαλίζεις τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἀδιακρισία σου δὲν σὲ πειράζει; Δὲν
σκέφτηκες ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν ξέρει πῶς νὰ κινεῖται, καὶ ἐσὺ ποῦ
«ξέρεις» ἔτσι τὸν ἀντιμετωπίζεις; Κάποιος βέβαια μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε
αὐτὴν τὴν δοκιμασία γιὰ νὰ δεῖ τὴν ὑπομονὴ τού συγκεκριμενου ἀνθρώπου. Ἐμεῖς
λέμε ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δοκίμασε τὴν δική σου ὑπομονὴ καὶ φυσικὰ ἀπέτυχες
δύστυχε ἄνθρωπε! Δὲν διάβασες δύστυχε τί λέει ὁ Κύριος; "λέγω
δὲ ὑμὶν ὅτι τοῦ ἱεροῦ μεῖζον ἐστιν ὧδε. Εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ
οὐ θυσίαν, οὐκ ἂν κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους. Κύριος γὰρ ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
καὶ τοῦ σαββάτου" (Ματθ. 12, 5‑8).
Σημαίνει νομίζεις κάτι ὅτι
πηγαίνεις συχνὰ εἰς τὴν Ἐκκλησία; Ἄκου τὸν Κύριο τί σου λέει: "Φαρισαῖε
τυφλέ, καθάρισον πρώτον τὸ ἐντός του ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἴνα γένηται καὶ
τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν". (Ματθ. 23, 25‑26)
Δέν
σκέφτηκες μήπως ἐσὺ εἶσαι ὁ Φαρισαῖος καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ τελώνης; (Λουκ. 18, 9‑14)
Νομίζεις ὅτι ἐσὺ εἶσαι
καλύτερος ἀπὸ αὐτὸν ποῦ κατέκρινες; Ἄκου πάλι τὸν Κύριον: "Οὐαὶ ὑμίν, γραμματεῖς
καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν
μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. οὕτω
καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοὶ ἐστε ὑποκρίσεως
καὶ ἀνομίας". (Ματθ. 23, 27‑29)
Νομίζεις ὅτι
μίλησες ὅπως ἔπρεπε; "ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ
στόμα λαλεῖ. ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ
πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρὰ" (Ματθ.
12, 34‑36). Ἐσὺ ἔβγαλες ἀγαθὸ ἡ πονηρὸ λόγο εἰς τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο;
Δέν
σκέφτηκες ὅτι ἐπέστρεψε ἕνας ἀδερφός μας ποῦ ἦταν χαμένος καὶ σὺ πᾶς νὰ τὸν ἐλεγξεῖς; ''Τί ὑμὶν
δοκεῖ; ἐὰν γένηται τινι ἀνθρώπω ἑκατὸν πρόβατα καὶ πλανηθῆ ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐχὶ ἀφιεῖς
τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὅρη, πορευθεῖς ζητεῖ τὸ πλανώμενον; Καὶ ἐὰν γένηται
εὐρεῖν αὐτό, ἀμὴν λέγω ὑμὶν ὅτι χαίρει ἐπ’ αὐτῶ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα
τοῖς μὴ πεπλανημένοις". (Ματθ. 18, 12‑13) (Λουκ. 15, 1‑7), καὶ
ἐσὺ ἀδερφὲ ἀντὶ νὰ χαρεῖς πηγαίνεις καὶ διώχνεις ἔξω αὐτὸν ποῦ ἔχει δεχθεῖ ὁ
Χριστός; Πῶς τολμᾶς; ξέχασες τὴν παραβολὴ τοῦ ἄσωτου υἱοῦ; (Λουκ. 15, 11‑32)
Δέν
τρόμαξες μόνο μὲ τὴν σκέψη μήπως αὐτὸς ποῦ ἔδιωξες ὁμοιάζει μὲ τὴν πτωχὴ χήρα;
Διάβασε το κατὰ Μάρκον 12, 41‑44.
Νομίζεις ὅτι
ἐσὺ μπορεῖς νὰ πείσεις μὲ τὸν λόγο σου; Δὲν ξέρεις τί λέει ὁ Κύριος; ''Εάν ὁ
Κύριος δὲν οἰκοδομήση οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες''. Όσο
καὶ νὰ προσπαθήσεις νὰ πείσεις ἐσὺ ἄνθρωπε, ἐὰν δὲν μιλήσει ὁ Κύριος εἰς τὴν
καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου εἰς μάτην κοπιάζεις. Ἀντὶ νὰ τὸν πείσεις μέσω τῆς προσευχῆς
σου προσπαθεῖς μάταια μὲ τοὺς ἀνάξιους λόγους σου;
Πήγες νὰ
παρέμβεις πρῶτος ἐσὺ ἀντὶ ὁ Κύριος; Διάβασε τί ἀπάντησε ὁ Κύριος ὅταν πῆγε νὰ
παρέμβει ὁ Ἄπ. Πέτρος στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ. Καί προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο
ἐπιτιμᾶν αὐτῶ λέγων»· ἴλεως σοί, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται τοῦτο. ὁ δὲ στραφεῖς εἶπε τῷ
Πέτρω· ὕπαγε ὀπίσω, Σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἰ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
τὰ τῶν ἀνθρώπων. (Ματθ. 16, 21‑23)
Ἕναν αἰώνα
νωρίτερα ὁ ἅγιος Δωρόθεος διαπιστώνει: «Ἐμεῖς οἱ ἄθλιοι, ὀ,τιδήποτε κι ἂν
δοῦμε ἢ ἀκούσουμε ἢ ὑποθέσουμε, ἀρχίζουμε νὰ τὸ κατακρίνουμε, νὰ τὸ
συχαινόμαστε ἢ νὰ τὸ ἐξευτελίζουμε δίχως καμιὰ διάκριση. Ἐκεῖνο μάλιστα, ποῦ εἶναι
ἀκόμη χειρότερο, εἶναι ὅτι δὲν περιοριζόμαστε μόνο στὴ βλάβη τοῦ ἐαυτοῦ μας, ἀλλὰ
καὶ προχωρᾶμε πιὸ πέρα. Συναντᾶμε τὸν ἄλλον ἀδελφὸ καὶ ἀμέσως τοῦ λέμε· αὐτὸ κι
αὐτό. Κι ἔτσι κοντὰ σὲ ἐμᾶς βλάφτουμε καὶ τὸν ἄλλο, μιὰ καὶ τοῦ βάζουμε στὴν
καρδιὰ τοῦ τὴν ἁμαρτία. Δὲν φοβόμαστε, βλέπετε, αὐτὸν ποῦ εἶπε: ‘‘Οὐαί, ὁ
ποτίζων τὸν πλησίον αὐτοῦ ἀνατροπὴν θολεράν (Ἀμβακοὺμ 2, 15)’’, ἀλλὰ ἐκτελοῦμε
τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου, δίχως καθόλου νὰ μᾶς μέλει».
Κάτι ἀνάλογό
μας λέει καὶ ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «Γιατί μισεῖς τὸν ἁμαρτωλό, ἄνθρωπέ
μου; Ἐπειδὴ δὲν εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη σου, δίκαιος; Ποῦ ὅμως εἶναι ἡ δικὴ
δικαιοσύνη, ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀγάπη; Γιατί δὲν ἔκλαψες γι’ αὐτόν; Ἐσὺ ὅμως τὸν
καταδιώκεις». (Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ξ)
Θά μπορούσαμε
ἀδελφέ, νὰ βροῦμε ἀμέτρητα ἀκόμα χωρία γιὰ νὰ σοὺ ὑποδείξουμε τὴν πλάνη σου, ἀλλὰ
αὐτὰ εἶναι ἤδη ἀρκετὰ διότι "πᾶν ρῆμα ἀργὸν κριθήσεται".
Κλάψε ἀδερφέ,
κλάψε ὅσο μπορεῖς διὰ τὴν κατάντιά μας, ποῦ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε τοὺς ἄλλους
νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ καταλάβουν τὸν Χριστό, χωρὶς κὰν νὰ τὸν ἔχουμε καταλάβει ἐμεῖς.
Ἂν νομίζεις ὅμως ὅτι ἐσὺ
γνωρίζεις τότε: «ἐκεῖνος
δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἐαυτοῦ καὶ μὴ ἐτοιμάσας μηδὲ ποιήσας
πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλᾶς· ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν,
δαρήσεται ὀλίγας». (Λουκ. 12, 47‑48)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου