Οὐαὶ δὲ ὑμίν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαίοι ὑποκριταί.

Tί εἶναι φανατισμός; Εἶναι τοῦτο ἀκριβῶς: Ἡ μὲ ἐγωισμό, ἐμπάθεια καὶ ὑστερικὴ μανία τυφλὴ προσήλωση σὲ κάποια πίστη, ἀρχή, ἰδέα ἢ καὶ πρόσωπο. Καὶ ἡ μὲ ἔντονο πάθος ἀπόρριψη κάθε ἀντίθετης θέσης, ἀρχῆς καὶ ἐπιχειρήματος. Εἶναι μορφὴ συμπεριφορᾶς, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀδιαλλαξία, πνευματικὴ στειρότητα καὶ συναισθηματικὴ δυσκαμψία. Γιατί, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, ἐκεῖ σταματᾶ ἡ λογική, ἀπελευθερώνεται τὸ γυμνὸ πάθος καὶ καταργεῖται κάθε κριτική.
Ὁ φανατικὸς βρίσκεται μονίμως στὸ παράδοξο, τὸ παράλογο, ἀκόμη δὲ καὶ τὴν παραφροσύνη. Τὸν διακρίνει ὁ ὑπερβολικὸς ζῆλος γιὰ κάτι, ἡ τυφλὴ ἀφοσίωση σὲ κάποιον. Οὔτε σκέπτεται, οὔτε βλέπει!
Ὄχι μόνο δὲν ἀλλάζει γνώμη, ἀλλὰ δὲν ἀλλάζει καὶ θέμα! 
Ἡ λέξη προῆλθε ἀπ’ τὸ λατινικὸ fanum (=ἱερό, ὅσιο), ἐνῶ fanatici ὀνομάζονταν στὴν Ἀρχαία Ρώμη οἱ πιστοί τῆς ὀργιαστικῆς θρησκείας τῆς Κυβέλης! Τὸ ἐπίθετο fanaticus, μάλιστα, σήμαινε τὸν «θεόληπτο» καὶ αὐτὸν ποὺ ἦταν κυριευμένος ἀπὸ «ἱερὴ μανία» (εἰδωλολάτρη) ἱερέα της, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν διάρκεια «ἱεροῦ παραληρήματος» ἐπέφερε μεγάλες πληγὲς στὸ σῶμα του!
Πιὸ ἀναλυτικὰ φανατικοὺς ὀνόμαζαν ὅσους ἔμεναν στοὺς ναούς της εἴτε ὡς ἱερεῖς εἴτε ὡς πιστοὶ καὶ
κατὰ χρονικὰ διαστήματα καταλαμβάνονταν ἀπὸ ἐκστασιακὸ (=δαιμονικὸ) ἐνθουσιασμὸ κι ἕνα εἶδος παραληρήματος, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ ἔκσταση καὶ τὸ παραλήρημά τους αὐτὸ εἶχαν τὴ ρίζα τους στὴ θεά! Σὲ ὧρες ἔκστασης, ξέσχιζαν τὶς σάρκες τους καὶ πρόσφεραν τὸ αἷμα τους ὡς σπονδὴ στὴν Κυβέλη! Συνήθως οἱ φανατικοὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐπιληπτικοί, παράφρονες καὶ μανιακοί!
Ἀργότερα φανατικοὺς ὀνόμαζαν ὄχι μόνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ὡς τόπο διαμονῆς τους τὸ ναό, ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴ θρησκεία ὡς ἀντικείμενο τῆς ἐμπάθειάς τους ἢ ὡς μέσο ἐκδίκησης καὶ ἱκανοποίησης τῆς μανίας τους.

* * *

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ φανατισμοὶ συνδέονται μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑπεροχῆς. Οἱ ὀπαδοὶ τους ἀγωνίζονται ὄχι μόνο γιὰ τὴ νίκη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν κυριαρχία, τὴ συντριβὴ καὶ -εἰ δυνατὸν- τὴν ἐξαφάνιση τῶν ἀντιπάλων! Ὁπότε διακρίνονται γιὰ τὴν ἐπιθετικότητα, τὴν καταστροφικὴ τάση καὶ μανία, τὶς ὑστερικὲς ἐκδηλώσεις, τὶς μόνιμες συγκρούσεις. Πιστεύουν ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν βρίσκεται πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο στὶς ἀπόψεις τους. Τῶν ἄλλων οἱ ἀπόψεις δέ, ἀντιμετωπίζονται ὡς ἐπικίνδυνες πλάνες!
Ὁ Βολταῖρος ἔλεγε πὼς «ὁ φανατισμὸς χρησίμευσε πάντοτε στὸ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους περισσότερο κτηνώδεις καὶ φαύλους»!
Εἶπαν ἀκόμη πὼς «ὁ φανατισμὸς ἐνισχύει κι ἀνακατώνει τὰ πάθη».
Καὶ πὼς «οἱ φανατικοὶ ἔκαναν περισσότερο κακὸ σ’ αὐτὸ ποὺ μὲ πάθος ὑπερασπίζονταν, παρὰ οἱ ἐχθροί τους». Κάτι ποὺ θυμίζει τοῦτο τὸν λόγο: «Φανατικὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγκαλιάζει μία ἰδέα
μὲ τόσο πάθος, ὥστε στὸ τέλος νὰ τὴν πνίγει»! Πέραν τοῦ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος … πνίγεται μ’ αὐτήν!
Στὰ σίγουρα ὁ φανατισμὸς μεταβάλλει τὸ ἄτομο σὲ ἀντικοινωνικὸ ὄν. Τὸ μετατρέπει σὲ ἄβουλο ὄργανο, παθητικὸ ὀπαδό, φερέφωνο ἐπιτηδείων δημαγωγῶν. Καταργεῖ τὴν κρίση, ὑποδουλώνει τὴ σκέψη, στερεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία. Ὠθεῖ στὴ χυδαιότητα, στὴν ἄρνηση τοῦ διαλόγου, στὴ βία. Καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἐγωιστή, ἀλαζόνα, ἀνώριμο, κάποτε δὲ καὶ ἀνήθικο!


* * *

Αἰτία καὶ πηγὴ τοῦ φανατισμοῦ εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ὁ φανατικὸς ἐπιβάλλει μὲ κάθε μέσο καὶ τρόπο τὸ δικό του πιστεύω ἀγνοώντας τὴν ἐλευθερία τῶν ἄλλων προσώπων. Ἡ μεγαλομανία καὶ ὁ ἐγωκεντρισμός τον ὁδηγοῦν σὲ κρίσεις καὶ ἀντιθέσεις πρὸς τὸ περιβάλλον του. Ἡ ἐπιμονή του δὲν εἶναι ζῆλος, ἀλλὰ ἔλλειψη γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος, ποὺ βασίζεται στὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…»
          Βλέπει κανεὶς ἐκδηλώσεις φανατισμού  καὶ ἀπορεῖ πῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γίνονται πιόνια στὰ χέρια τῶν δημαγωγῶν, ποδοπατώντας τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Καὶ τὸ τραγικὸ σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐπιμονή τους σὲ μία ἰδέα, ἀλλὰ ἡ ἐπιβολή της στοὺς ἄλλους. Ὁ πιὸ ἐπιεικὴς χαρακτηρισμὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὸ ἀπόφθεγμα: «Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο δυστύχημα ἀπὸ τὴ συνάντηση ἑνὸς ἠλίθιου μὲ μιὰ ἰδέα».
          Τελικά οἱ φανατικοὶ δὲν εἶναι μόνο φαρισαῖοι καὶ ἐγωκεντρικοί, ἀλλὰ καὶ παρανοϊκοί. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὀνομάζουν «ψευδοπροφῆτες». Εἶναι μία ἀρρώστια ποὺ ἂν δὲν ἀντιμετωπισθεῖ μὲ τὰ φάρμακα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μακροθυμίας κινδυνεύει νὰ προκαλέσει ἀνεπανόρθωτα τραύματα στὸ σῶμα τῆς κοινωνίας.
          Η Ἐκκλησία βλέπει μὲ κατανόηση αὐτὸ τὸ ἀποστημα  καὶ γιὰ τὴ θεραπεία του δὲν ἀκολουθεῖ τὰ ἄκρα, ἀλλὰ μὲ μητρικὴ σύνεση καὶ κατανόηση ἀνέχεται καὶ μακροθυμεῖ. Ἐξάλλου ὁ ὀργανισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ μόνος του ἀποβάλλει κάθε περιττὸ ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὴν ὅλη λειτουργία του. Ὅλοι μέσα στὴν Ἐκκλησία ἑνωμένοι πορευόμαστε τὸ δρόμο τοῦ ἁγιασμού  καὶ κανεὶς δὲν διεκδικεῖ τὸ ἀλάθητο καὶ τὸ ἀναμάρτητο. Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλείσει, ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μπορεῖ νὰ ξεπηδήσει ἡ ἀρετὴ καὶ ὅτι μέσα ἀπὸ τὴ φαινομενικὴ ἀρετὴ νὰ ἐμφανιστεῖ ἡ ἁμαρτία. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπεργάζεται τὴ σωτηρία εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Βέβαια ὁ ἔνθεος ζῆλος καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς δὲν ἀποκλείονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν προέρχονται ἀπὸ μία ταπεινὴ καρδιά.
          Ο ζῆλος ἑνὸς συνειδητοῦ χριστιανοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸν φανατισμό, διότι ὁ πιστὸς ποὺ ἔχει γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα, γνωρίζει νὰ ὑποχωρεῖ, νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ ὑπακούει. Πάνω ἀπ’ ὅλα ἐμπιστεύεται  τα πάντα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
          Ο θρησκευτικὸς φανατισμὸς διαφέρει καὶ γίνεται περισσότερο ἐπικίνδυνος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πολιτικούς, φυλετικοὺς κ.α., ὅτι δίνει τὴν ψευδαίσθηση τῆς νομιμότητας καὶ τῆς ἠθικότητας, ὅτι δηλ. ὁ ἀγώνας γίνεται γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἠθική.
          Υπάρχει ὅμως ἀλήθεια καὶ ἠθικὴ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει ταπείνωση καὶ ἀγάπη; Ἐδῶ χρειάζεται προσοχή.

 Σὰν ἁμαρτωλός, ἀκόμη καὶ σὰν πλανεμένος, μπορεῖ κάποτε νὰ μετανοήσεις. Σὰν φανατικὸς ποτέ!
Γιατί πιστεύεις πὼς βρίσκεσαι στὴν ἀλήθεια, εἶναι αὐτὴ ἀπόλυτα δική σου καὶ ὅλοι πρέπει νὰ γονατίσουν μπροστά της καὶ… μπροστά σου!

Ὁποῖος λοιπὸν ὁμιλεῖ μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση μπορεῖ νὰ ἀναφωνήσει:

«οὐκ ἓξ ἐπιτηδεύματος φανατισμοῦ, οὐδὲ ἀπὸ συνεπάρσεως διανοίας ἀλλοκότου, ἂλλ ἐκ φόβου καὶ τρόμου, ἓξ ἐπιπόνου καρδίας καὶ ἀγάπης» λαλοῦμεν ἐναντίον τοῦ ψεύδους καὶ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας» (Θεοδώρου Στουδίτου, PG, 99, 1404).






0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top