Εν Πειραιεί 11-01-2014
Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ     (ΜΕΡΟΣ B΄)
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Συνεχίζοντας τήν σκέψη του ὁ ἅγιος Καθηγούμενος παν. ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, στό κείμενό του μέ θέμα «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα», ὑπογραμμίζει : «Γνωρίζοντες τήν στρατηγική τοῦ Βατικανοῦ θεωροῦμε ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν ἠμποροῦν νά ἀποβάλουν τόν παποκεντρισμό τους, τόν ἀρχαῖο καί τόν νεώτερο, διότι τόν ἔχουν ἐπισφραγίσει μέ τίς ἀποφάσεις δεκατριῶν «οἰκουμενικῶν» τους συνόδων. Θυμίζουμε τίς τελευταῖες διακηρύξεις τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου ΙΙ μέ τήν Ἐγκύκλιο Ut Unum Sint (1995)[1]: «Ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει τήν πεποίθηση ὅτι διατήρησε τή διακονία τοῦ διαδόχου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, πού ὁ Θεός ἵδρυσε ‘‘ὡς παντοτεινή καί ὁρατή ἀρχή καί θεμέλιο τῆς ἑνότητας’’» (παράγρ. 88). Καί, «Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἔχω στό σημεῖο αὐτό μιά ἰδιαίτερη εὐθύνη ... νά βρίσκω μιά μορφή ἄσκησης τοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο, χωρίς ν’ ἀποποιηθῶ μέ κανένα τρόπο τήν οὐσία τῆς ἀποστολῆς του, ν’ ἀνοίγεται σέ μιά νέα κατάσταση» (παράγρ. 95). Γνωστή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ διακήρυξις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’ στό Φανάρι τό 2006.


Ἐπιπλέον, καί ἄν ἀκόμη συμβῇ σέ ἕνα εἰλικρινῆ διάλογο νά μή ἀκολουθηθῇ ἡ γραμμή τοῦ Βατικανοῦ, ἡ τακτική εἶναι νά ἀνατρέπωνται οἱ συμφωνίες τῶν θεολόγων, ὁσάκις δέν εἶναι σύμφωνες μέ τήν γραμμή τῆς κουρίας. Νά θυμίσουμε τήν ὑποχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων στό θέμα τῆς παρουσίας οὐνιτῶν στόν διάλογο, ἅμα τῇ ἐνάρξει του, παρά τίς πανορθόδοξες συνοδικές διαβεβαιώσεις γιά ἀνυποχώρητη στάσι στό θέμα αὐτό. Νά θυμίσουμε ἀκόμη τήν ἀνατροπή τῆς πορείας τοῦ διαλόγου περί τῆς οὐνίας καί τήν ἄτακτη ὑποχώρησί μας μέχρι τῆς ταπεινωτικῆς γραμμῆς τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Νά θυμίσουμε τέλος τήν σκαιά παπική παρέμβασι κατά τήν Θ’ Συνέλευσι τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στήν Βαλτιμόρη καί τό ναυάγιο τῶν κατά τῆς οὐνίας Ὀρθοδόξων προσδοκιῶν. Καί ἄς μή λησμονοῦμε τήν παπική Ὁδηγία τοῦ Ἰουλίου 2006. Φοβούμεθα, ὅσον ἀφορᾶ τήν συζήτησι περί Πρωτείου στίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ὅτι ἡ γραμμή τοῦ Βατικανοῦ θά ἐπιβληθῇ μέ τήν ἀναγνώρισι στόν Πάπα τῆς Ρώμης ἑνός εἴδους παγκοσμίου πρωτείου, ἴσως ὑπό τήν δελεαστική μορφή (ἐν «ὑποχριστιανίζοντι κωδίῳ», κατά Μελέτιον Πηγᾶν), τῆς διακονίας τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀλλά πάντως ἀγνώστου καί ἀπαραδέκτου στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τό φοβούμεθα, διότι ἤδη κάτι ἀρχίζει ἀμυδρά νά διαφαίνεται μέ τήν παράγρ. 41 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας».
ε) Εὐχή καί ἐλπίδα μας πάντως εἶναι νά ἀποβάλουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν παποκεντρική τους ἑρμηνεία ἐπί τῶν ἱστορικῶν στοιχείων τῆς πρώτης χιλιετίας, καθώς καί τό συνεπακόλουθο πρωτεῖο παγκοσμίου δικαιοδοσίας. Ἴσως ἔτσι, αἱρομένου τοῦ αἰτίου, πού εἶναι ἡ παπική ἡγεμονική διάθεσις, διορθωθοῦν καί οἱ δογματικές συνέπειες. Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς συνδέει ὡς αἴτιο μέ αἰτιατό τό παπικό πρωτεῖο μέ τίς παπικές κακοδοξίες : «Τό ὀρθόδοξον δόγμα, μᾶλλον δέ τό παν-δόγμα περί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπερρίφθη καί ἀντικατεστάθη διά τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ παν-δόγματος περί τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ αὐτῆς δέ τῆς παναιρέσεως ἐγεννήθησαν καί γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι αἱρέσεις : τό Filioque, ἡ ἀποβολή τῆς Ἐπικλήσεως, τά ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγή τῆς κτιστῆς χάριτος, τό καθαρτήριον πῦρ, τό θησαυροφυλάκιον τῶν περισσῶν ἔργων...»[2].
Μέ τήν εὐχή καί τήν προοπτική νά ἀποβάλουν οἱ Λατῖνοι τοῦ 15ου αἰῶνος τούς δογματικούς νεωτερισμούς τους ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἐφέσου πῆγε στήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀλλά προσέκρουσε στήν παπική ὑπεροψία τοῦ Εὐγενίου Δ’. Μέ τήν ἴδια εὐχή καί προοπτική, νά ἀποβάλουν δηλαδή οἱ Πάπαι καί οἱ θεολόγοι τους τόν παποκεντρισμό τους, ὁ ἱερός Δοσίθεος Ἱεροσολύμων εἶχε συγγράψει τήν Δωδεκάβιβλο ἤ Ἱστορία περί τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων[3], ὅπως σημειώνει ὁ διάδοχός του στόν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καί ἐκδότης της, ὁ ἀοίδιμος Χρύσανθος : «Κἄν διά τῆς παρούσης βίβλου ὡς διά τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καί τῶν θεοφόρων Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν Πατέρων ἐλθόντες εἰς αἴσθησιν, καί παρακινούμενοι καί οἴκοθεν οἱ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας Ἄρχοντες, τοῦτο αὐτό κατορθώσωσι, καί ἑνώσωσι τάς Ἐκκλησίας, θείῳ ζήλῳ κινούμενοι, καί παύσωσι τά σχίσματα καί τά σκάνδαλα τοῦ διαβόλου τά ὄργανα»[4]. Μάλιστα ὁ Χρύσανθος παρατηρεῖ μετ’ ἐλπίδος : «Εἰ δέ καί δέξεται διόρθωσιν ἡ δυτική Ἐκκλησία, καί ρίψει τούς νεωτερισμούς, καί ὅσα οὐκ εἶχεν ὅτε ἦν σύμφωνος τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τότε καί ὁ Ρώμης βέβαια ἄδεται ὡς εἰκός εἰς πᾶσαν τήν ὑφ’ Ἥλιον ὡς πρῶτος τῇ τάξει τῶν Πατριαρχῶν, καί φημίζεται παρρησίᾳ παρά τῶν μεγίστων Ἐκκλησιῶν καί τῶν τῆς Οἰκουμένης Ἀρχιερέων πρῶτος ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσι, καί ἐν τοῖς διπτύχοις ταχθήσεται ὡς ἦν καί ἀνέκαθεν πρό τοῦ σχίσματος, ἀλλά δή καί τά προνόμια καί πρεσβεῖα αὐτοῦ τά δίκαια καί τήν τιμήν ἡ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσις ἀνακαινίζει καί ἀποδίδωσιν αὐτῷ μετά μεγάλης χαρᾶς καί εὐχαριστήσεως»[5]. Ἀλλά, ὡς γνωστόν ἡ Α’ καί ἡ Β’ Σύνοδοι τοῦ Βατικανοῦ ἐδογμάτισαν ἕνα αὐστηρότερο παπικό θεσμό.
Ὁ θεολογικός διάλογος, ὅταν γίνεται μέ Ὀρθόδοξες ἐκ μέρους μας προϋποθέσεις, δέν εἶναι κακός. Θά μποροῦσε νά θεωρηθῇ ἡ ἰδική μας ἀνθρωπίνη συνεργία στό ἔργο τοῦ Θεοῦ νά ἐπανακάμψουν, ἄν εἶναι δυνατόν, οἱ ἑτερόδοξοι στήν πίστι καί τήν κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων, σημαντική ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἀταλάντευτη ἐμμονή μας στήν συνοδικῶς κατοχυρωμένη στάσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ παπισμοῦ, τόσον ὡς φορέως σωρείας ἑτεροδιδασκαλιῶν, ὅσο καί ὡς φορέως τοῦ παποκεντρικοῦ ἡγεμονισμοῦ ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» δέν παρατηρεῖται ἡ σαφής καί ἀδιαμφισβήτητα πατερική καί συνοδική Ὀρθόδοξος στάσις. Λείπει τό πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο διαπραγματεύθηκε τήν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός στήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅταν προέβαλε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὡς βάσιν συζητήσεως τό ἀκαινοτόμητον τοῦ Συμβόλου καί τήν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία του. Λείπει τό ἐκκλησιολογικό φρόνημα τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπί τουρκοκρατίας. Λείπει τό πνεῦμα τῆς εὐθύτητος, μέ τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως στό ἔργο του «Περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος». Κυριαρχεῖ ἀντίθετα μία ἀμφίλογη «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας», στήν ὁποία ἡ κοινωνία δέν νοεῖται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων κατά τήν πίστι τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Σημειωτέον, μάλιστα, ὅτι δέν γίνεται λόγος γιά «ἐκκλησιαστική κοινωνία», ἀλλά γιά «ἐκκλησιακή κοινωνία» (ecclesial communion). Στήν ὡς ἄνω «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας» ὑποβαθμίζεται ἡ σημασία, πού ἔχουν πρῶτον τό ἀκαινοτόμητον τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, τό ὁποῖο στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» μένει ἁπλῆ ἀναφορά, χωρίς τήν βαρύνουσα σημασία, πού ἔχει γιά τήν διάκρισι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἑτεροδοξοῦσα Ρώμη, καί δεύτερον ἡ ἐντολή τῶν ἱερῶν Κανόνων περί ἀκοινωνησίας μέ τούς αἱρετικούς στά Μυστήρια καί μάλιστα στήν Εὐχαριστία, ἐντολή ἡ ὁποία ἐντελῶς ἀποσιωπᾶται. Πάντως καί τά δύο αὐτά στοιχεῖα εἶναι θεμελιώδη στήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας.
Στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» διαφαίνεται ἡ τάσις νά ἀντιμετωπισθῇ τό ζήτημα τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ὡς «διακανονισμός» τῶν παπικῶν προνομίων καί ὄχι ὡς βαθύ θεολογικό πρόβλημα πού ἀφορᾶ αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παραδοχή πρωτείου δικαιοδοσίας ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, δηλαδή τό νά εἶναι ἕνας ἐπίσκοπος κεφαλή καί ἀρχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω ἐπιφορτισμένος μέ ἕνα ρόλο διακονίας, εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδικῆς Κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπεράνω πάντων τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σέ αὐτήν προεκάθητο μέν ἐν ἀγάπῃ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς ἴσος τῶν συνεπισκόπων του, ἐν τῷ μέσῳ ὅμως τῶν ἐπισκόπων ἐτοποθετεῖτο τό ἱερό Εὐαγγέλιο ὡς σύμβολο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς μοναδικῆς Κεφαλῆς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Τό μοναδικό προνόμιο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης (ὅταν σημειωτέον ἦταν Ὀρθόδοξος), πού εἶναι ἀποδεκτό ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, εἶναι ἡ ἐν συνόδοις πρωτοκαθεδρία (πρεσβεῖα τιμῆς) μεταξύ τῶν πέντε Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καί ἡ συνεπείᾳ αὐτῆς μνημόνευσίς του πρώτου μεταξύ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν στά Δίπτυχα. Αὐτό βεβαιώνεται ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ 28ου κανόνος τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τά λοιπά προνόμια τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καί ὁ ρόλος τους δέν εἶναι ἀποδεκτά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Χρειάζεται ἑπομένως πολλή προσοχή στήν νοηματοδότησι τῆς φράσεως, πού δεσπόζει στό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» καί διατυμπανίσθηκε στήν Ἑσπερία ὡς δῆθεν ἀναγνώρισις γιά πρώτη φορά ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα[6]. Ἡ περίφημη φράσις λέγει : «οἱ πρῶτοι δέον ὅπως ἀναγνωρίζωσι τίς ἐστιν ὁ πρῶτος μεταξύ αὐτῶν» (παράγρ. 10). Ἡ ἀμφιλογία τῆς ἐκφράσεως εἶναι προφανής. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε ἀνεγνώριζε πρωτοκαθεδρία στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ἐνόσῳ βεβαίως αὐτός ὀρθοδοξοῦσε, οὐδέποτε ὅμως μέχρι σήμερα ἀποδέχθηκε κάποιο πρωτεῖο ἤ αὐθεντία του ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐπιμένει στά αἱρετικά της δόγματα.
Κατά τίς ἑπόμενες συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἀναμένεται νά συζητηθῇ ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καί τό εἶδος τοῦ πρωτείου του στήν «κοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν»! Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδεχθοῦμε μία παποκεντρική ἐπανερμηνεία τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐξ αἰτίας τῆς παποκεντρικῆς ἑρμηνείας τοῦ πρωτείου, ὁ Πάπας περιεβλήθη ἐντελῶς ἀπαράδεκτα προνόμια, χωρίς τήν συγκατάθεσι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας καί μᾶλλον εἰς ἀνατροπήν τῆς κανονικῆς (συνοδικῶς βεβαιωμένης) τάξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὡρισμένα ἀπό αὐτά, τά ὁποῖα διεξοδικῶς, μέ πολλή δύναμι λόγου καί μέ ἱκανή θεολογική κατοχύρωσι ἔχουν ἐλεγχθῆ ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς (ἐμεῖς παραπέμπουμε ἐνδεικτικῶς στούςἀοιδίμους πατριάρχας Δοσίθεο Ἱεροσολύμων καί Μελέτιο Ἀλεξανδρείας τόν Πηγᾶ), εἶναι τά ἀκόλουθα :
1. Τό πρωτεῖον ἐξουσίας, ἐπειδή δῆθεν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἦταν ἡ κεφαλή τοῦ κολλεγίου τῶν Ἀποστόλων καί εἶχε ἐπ’ αὐτῶν πρωτεῖον ἐξουσίας[7].
2. Τό Ἀλάθητον τοῦ Πάπα[8].
3. Τό νά εἶναι ὁ Πάπας ὑπεράνω τῶν συνόδων[9].
4. Τό νά ὑπερέχῃ ὁ Ρώμης τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν[10].
5. Τό νά εἶναι ὁ θρόνος τῆς Ρώμης κριτής πάντων καί νά μή ὑπόκειται εἰς τήν κρίσιν οὐδενός[11].
6. Τό νά ἔχῃ ὁ θρόνος τῆς Ρώμης τό ἔκκλητον ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας[12].
7. Τό νά θεωρῆται ὁ Πάπας ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς (δηλ. τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην) Ἐκκλησίας[13]. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Πάπας μέχρι σήμερα ὑπογράφει (αὐτός μόνος!) : Ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
8. Τό νά εἶναι ὁ Πάπας ἡ καθολική κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο, στό ὁποῖο ἐπενδύει ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά καί σήμερα, ἄν θυμηθοῦμε τήν περίφημη ἔκφρασι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ»!Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὁμιλεῖ γιά πρωτεῖο διακονίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καί γι’ αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Ὁ προσφάτως καταταγείς στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερώτατος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, γράφει μεταξύ ἄλλων ἐπ’ αὐτοῦ : «Ἀλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος ἀπό τούς ἐπισκόπους καί μεταξύ τῶν ἐπισκόπων νά ὑπερέχῃ. Μάλιστα αὐτόν τόν ὀνομάζουν διακονική κεφαλή ... Ἀλλά ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ κεφαλή ... Αὐτοί [σ.σ. οἱ Λατῖνοι] παραχωροῦν στήν διακονική αὐτή κεφαλή ἀπεριόριστη ἐξουσία καί ἐπί τῆς πίστεως καί ἐπί τῆς Ἐκκλησίας ... Ἐνῶ δείχνουν ἕνα προσωπεῖο διακονικῆς κεφαλῆς, συμπεριφέρονται μέ μία τυραννία πιό αὐταρχική ἀπό κάθε αὐταρχική ἐξουσία»[14].
Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας δέν πληροῖ τά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά κριτήρια, ὥστε νά ἀποτελέσῃ ἀσφαλῆ βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν τούτοις, ἄν ἀκολουθήσῃ συζήτησις περί τοῦ πῶς ἑρμηνεύθηκε τό παπικό Πρωτεῖο κατά τήν δευτέρα χιλιετία καί ἀπό τίς Α’ καί Β’ Βατικάνειες Συνόδους, αὐτή ὀφείλει νά γίνῃ ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ γνώμονα τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τήν συμβιβαστική νοοτροπία τῶν καιρῶν ἤ τήν ἡγεμονική διάθεσι τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀναγνώρισις κάποιου ἀπό τά ἀνωτέρω ‘‘προνόμια’’ τοῦ Πάπα ἤ ἡ συμφωνία σέ κάποιο παρόμοιο, πού ἀντίκειται στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἀναμφίβολα σημαίνει οὐνιτική ἕνωσι, μέ τήν ὁποία δέν θά συμφωνήσουμε. Καί τοῦτο ἐπειδή ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν Ὀρθόδοξο λαό ἀπό ἕνα σύγχρονης μορφῆς ἐξουνιτισμό, πού πέραν τῶν ἄλλων συνεπειῶν εἶναι διακινδύνευσις τῆς αἰωνίου σωτηρίας μας. Καί ἐπειδή ὀφείλουμε παραλλήλως νά βοηθήσουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, καί τούς «ἄρχοντας τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, νά ἔλθωσιν εἰς αἴσθησιν», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος, καί νά ἀποβάλουν τόν παπισμό τους ἐπί σωτηρίᾳ τῶν ἰδίων καί τοῦ λαοῦ των, ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τήν Ὀρθοδοξία».

Ο ΕΛΛΟΓΙΜΩΤΑΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ                                                                   ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ. κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Στό ἵδιο ἀκριβῶς πνεῦμα κινεῖται καί ὁ ἐλλογιμώτατος καθηγητής τοῦ τομέα Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, ὁ ὁποῖος στό κείμενό του μέ θέμα «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας»[15], σημειώνει τα ἐξῆς :
«Ὡς πρός τόν Θεολογικό Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, θά πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἀποσκοπεῖ ἐπισήμως στήν ἐκκλησιαστική ἕνωσή μας. Ἡ ἕνωση αὐτή δηλαδή οὐσιαστικά δέν ἔχει γίνει ἀκόμα. Τό συγκεκριμένο, ὅμως, Κείμενο τῆς Ραβέννας δίνει μᾶλλον τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἕνωση ὑπάρχει, καί τώρα πρέπει νά διευθετηθοῦν κάποια ἐπιμέρους προβλήματα, πού προέκυψαν μέσα σ' αὐτήν τήν ἕνωση.
Σύμφωνα μέ τήν πατερική θεώρηση, θεμελιώδης προϋπόθεση γιά τήν πραγματική ἕνωσή μας μέ τούς ἑτεροδόξους Ρωμαιοκαθολικούς, ὅπως ἄλλωστε καί γιά τήν μεταξύ μας ἑνότητα ὡς ὀρθοδόξων πιστῶν, εἶναι ἡ συμφωνία τῆς πίστεώς μας στήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια[16].
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν πληροῦν τίς παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις. Ἀλλά καί μέχρι σήμερα, τίποτε οὐσιαστικά δέν ἄλλαξε πρός τό καλύτερο, μᾶλλον προστέθηκαν ἐκ μέρους τους καί ἄλλες μεγάλες δογματικές ἀποκλίσεις, πού δυσχεραίνουν ἀκόμη περισσότερο τίς μεταξύ μας σχέσεις.
Στήν προκειμένη περίπτωση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, πάντως, ὁ κορυφαῖος θεολόγος τοῦ ΙΔ΄  αἰώνα εἶναι θεολογικά ρηξικέλευθος καί κατεξοχήν προσανατολιστικός. Ἑστιάζοντας ὁ ἴδιος στήν ταυτότητα τῆς πίστεως κυρίως, ὑποστηρίζει ξεκάθαρα ὅτι θεολογικός διάλογος μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς μπορεῖ νά γίνει μόνο μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ κακῶς προστεθέντος στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Filioque[17].
Ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πού ἔχει σαφῶς ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις, στίς ὁποῖες θά ἀναφερθοῦμε στό σχολιασμό τῆς παραγράφου 1 τοῦ Κειμένου, φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ὡς ἀκραία καί μή ρεαλιστική, ἐνῶ οὐσιαστικά εἶναι βιβλική[18]καί πατερική. Ἀποτελεῖ σαφῆ πατερική θέση ὅτι δέν μπορεῖ νά προηγεῖται ἡ ἐξέταση κάποιου ἄλλου πράγματος πρίν ἀπό ἐκείνη τήν ἐξέταση, πού ἀφορᾶ ἄμεσα τήν πίστη. Πρέπει δηλαδή νά προηγηθεῖ ἡ ἄρση κάθε διαφωνίας ὡς πρός τήν πίστη καί τότε μόνο νά ἀκολουθήσει ἡ ὁποιαδήποτε ἔρευνα γιά τά ἄλλα πράγματα. Αὐτά ἀκριβῶς ὑποστηρίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θεμελιώνοντας τή θέση του αὐτή στόν ἴδιο τό Χριστό, ὁ ὁποῖος θεράπευε τούς πάσχοντες μόνο μετά τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους πρός Αὐτόν. Ἀλλά, καί σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τήν συναρίθμηση ἐν συνόδω Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων[19].
ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
1. Στήν πρώτη παράγραφο τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ κοινοῦ Κειμένου γίνεται ἀναφορά στήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ,προκειμένου νά θεμελιωθεῖ βιβλικῶς ἡ ἐπιδιωκόμενη ἑνότητα μεταξύ τῶν δύο μερῶν. Ἡ ἀναφορά, ὅμως, αὐτή εἶναι ἀτυχῶς πολύ ἐλλιπής, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργεῖ τεράστια σύγχυση καί ἐσφαλμένες θεολογικά ἐντυπώσεις στούς ἀναγνῶστες.
Συγκεκριμένα, στό κοινό Κείμενο παρατίθεται ἐπιλεκτικά μόνον ὁ στίχος 21 τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ὅπου ὁ Χριστός ἀπευθυνόμενος στόν Θεό Πατέρα λέει : «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί καγῶ ἐν σοι, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύση ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας»[20].Ἡ ἄμεση συνέχεια, ὅμως, τοῦ χωρίου, πού παρέχεται στόν ἑπόμενο στίχο 22, ἀποτελεῖ τό νοηματικό «κλειδί» γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ἐπειδή στό στίχο 22 γίνονται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό γνωστές πλέον σέ μᾶς οἱ θεολογικές - ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις γιά τή ζητούμενη ἑνότητα. Ὁ στίχος 22 ἔχει ὡς ἑξῆς : «καγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν»[21].Ἐδῶ εἶναι φανερό ὅτι οἱ προϋποθέσεις, πού τίθενται βιβλικῶς ἀπό τόν Θεό Λόγο, εἶναι ἡ κοινή καί ἀΐδιος δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἑνότητα τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄκτιστο Θεό πραγματοποιεῖται μόνον μέ τήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργεια καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, αὐτή ἡ θεοποιός δόξα παρέχεται διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀποκλειστικά καί μόνον στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ὅταν, ὅμως, συμβαίνει οἱ Ρωμαιοκαθολικοί νά ἀπορρίπτουν δογματικῶς τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θεοποιοῦ Χάριτος, τότε ὁποιαδήποτε ἑνότητα καί ἄν πραγματοποιοῦμε μαζί τους εἶναι καί παραμένει μόνο σέ ἀνθρώπινο καί κτιστό ἐπίπεδο. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τόν θεολόγο τῆς θεοπτίας, ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί κάνουν σύγχυση Θεολογίας καί Οἰκονομίας στόν Τριαδικό Θεό, ὁρατός καρπός τῆς ὁποίας εἶναι τό Filioque. Συγκεκριμένα, ἀποκλείοντας τήν ἐμπειρία τῆς ἄκτιστης θείας Χάριτος καί τῆς θεοποιοῦ ἄκτιστης δόξας, ἀρνοῦνται οὐσιαστικά τήν κοινωνία κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἀρνοῦνται δηλαδή τό μυστήριο τῆς πραγματικῆς κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου[22]ὡς ἐκκλησιαστικό γεγονός. Ἀρνοῦνται στήν πράξη τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τά παραπάνω συνδέονται ἄρρηκτα μέ τό Filioque, γιά τήν ἀποδοχή τοῦ ὁποίου εἰδικότερα συγχέουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τά ὑποστατικά μέ τά φυσικά προσόντα τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα συγχέουν τήν ἀΐδια ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς θείου Προσώπου, μέ τή φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς κοινῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἔκφανση, ὡς Οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού φανερώνεται καί λειτουργεῖ ἐκ Πατρός δι' Υἱοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι, εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ἑνοποιεῖ ἀκτίστως μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Κατά συνέπεια, ἐνόσω δέν γίνεται δεκτή ἡ περί ἀκτίστου Χάριτος θεολογία, πράγμα πού ἐκφράζεται θεσμικά καί μέ τό Filioque, δέν εἶναι ἐφικτή καμιά οὐσιαστική, θεολογική, ἐκκλησιολογική καί ἁγιοπνευματική ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Οὐσιαστικά δηλαδή δέν ὑπάρχουν οἱ θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις, «ὥστε νά ἀνταποκριθῶμεν ἀπό κοινοῦ ἐν ὑπακοῆ εἰς αὐτήν τήν προσευχήν τοῦ Ἰησοῦ», ὅπως θέλουν τά μέλη τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν.
2. Στίς ἑπόμενες παραγράφους 2 καί 3 γίνεται ἀναφορά στά κοινά Κείμενα τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς ἀπό τό 1980 καί ἑξῆς, τά ὁποία ἐσφαλμένως ἀφήνεται νά ἐννοηθεῖ ὅτι εἶναι πλήρως ἀποδεκτά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τοῦτο βεβαίως δέν ἀληθεύει, ἐπειδή, ὡς γνωστόν, ὑπῆρξε σέ κάποιο τουλάχιστον ὀξεία κριτική ἀπό ὁρισμένες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἄλλωστε, ἀπ' ὅσο γνωρίζουμε, δέν τοποθετήθηκαν ἐπισήμως στά κοινά αὐτά Κείμενα οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐπειδή τό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό, καί ἐπειδή γιά τά παραπάνω Κείμενα δέν ἐλήφθησαν συνοδικές ἀποφάσεις τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δέν πρέπει νά  προβάλλονται τά ἐν λόγω Κείμενα ὡς ἐκφράζοντα ὁπωσδήποτε καί τήν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στό Κείμενο τῆς Ραβέννας φαίνεται νά γίνεται ἡ λήψη τοῦ ζητουμένου.
Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο εἶναι σοβαρότατο ἀπό δογματικῆς ἀπόψεως στίς δύο αὐτές παραγράφους καί τό ὁποῖο διαπερνᾶ ἀξονικά ὅλο τό Κείμενο τῆς Ραβέννας εἶναι ὅτι παρέχεται σαφῶς ἡ ἐντύπωση στόν ἀναγνώστη, πώς ὑπάρχει Μία ἀόριστη, ἀλλά ὑπερκείμενη ὅλων τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν, Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.Αὐτό, ὅμως, κατανοεῖται μᾶλλον προτεσταντικῶς. Στήν περίπτωση αὐτή φαίνεται νά ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξη τῆς Μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας σέ θεσμικό ἐπίπεδο. Ὅμως, παράλληλα γίνεται σαφές ὅτι μέ τήν ὑπερκείμενη Μία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πού ἐκτείνεται σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο (Κείμενο τοῦ Μονάχου 1982), κοινωνοῦν ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καθώς καί οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί, ὡς νά μήν ὑφίσταται καμία δογματικοῦ χαρακτήρα διαφοροποίηση μεταξύ μας ὡς πρός τήν πίστη, τή δομή καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ εἶναι ἐμφανής μία ἰδιότυπη ἀποδοχή ἐξ ἀμφοτέρων τῶν διαλεγόμενων μερῶν τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας τῶν κλάδων(Branch Theory).





[1] ΠΑΠΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ ΙΙ, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (UT UNUM SINT) γιά τό οἰκουμενικό καθῆκον, ἔκδ. Βατικανοῦ, σσ. 106, 114.
[2] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974, σ. 224.
[3] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1982.
[4] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 14.
[5] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 13, 14.
[6] Βλ. π.χ. τήν ἀμφίλογη διατύπωσι : «Ἡ σημαντική ἐξέλιξις [στήν Ραβέννα] εἶναι ὅτι γιά πρώτη φορά οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶπαν : ναί, αὐτό τό παγκόσμιο ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει, καί ἐπίσης ὅτι στό παγκόσμιο ἐπίπεδο ὑπάρχει συνοδικότης καί αὐθεντία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἐπίσης ἕνα Πρωτεῖο. Σύμφωνα μέ τήν πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης» (Βάλτερ Κάσπερ, VIS 15/11/2007). Βλ. ἐπίσης The Times, 16/11/2007.
[7] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 65-66, 72.
[8] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 519.
[9] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 279, 343 , 132-133.
[10] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 301.
[11] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 188-190, 191, 346.
[12] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 338, 343.
[13] Ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 149-150.
[14] ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ, «Κατά τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα», ἐν ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 493-497 (ἡ μετάφρασις ἰδική μας).
[15] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας», Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 100-111, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/06/orthodoxoi-problhmatismoi-me-aformh-to-keimeno-ths-rabennas.html.
[16] Ἡ συμφωνία τῆς πίστεως ἐδῶ δέν θά πρέπει νά νοηθεῖ ὡς τυπική ἁπλῶς ἀποδοχή τῆς ἀποκαλυφθείσας ἀλήθειας, ἀλλά θά πρέπει νά νοηθεῖ καί δυναμικά, ὡς ἐνεργός μετοχή ὅλων μας στήν ἄκτιστη θεία δόξα, ἐδῶ καί τώρα. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἐνεργός μετοχή στήν ἄκτιστη θεία Χάρη καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ προϋποθέτει ὁπωσδήποτε ὄχι μόνο τήν ἀπόλυτη ταυτότητα τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀλλά καί τά θεουργά μυστήρια, μαζί μέ τήν ἔμπονη ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.
[17] Βλ. Περί τῆς ἐκπoρεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α ', 4, 27-31, Π. Χρήστου, τ. Α ' , σ. 31 : «Ἤν οὔν ἄρα τῶν δικαιoτάτων μηδέ λόγον ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῶ συμβόλω παύσησθε, τῆς δέ παρ' ὑμῶν προσθήκης παρ' ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ υἱοῦ τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν».
[18] Εἶναι σαφές ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι πρίν τήν ἀποδοχή τῆς πίστεως τῆς 'Ἐκκλησίας ἀπό τούς ἐτεροδόξoυς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ ὄχι γιά θεολογικό διάλογο, ἀλλά γιά παραίνεση καί νουθεσία μέ σαφεῖς περιoρισμoύς (ἕως δύο φορές). Βλ. Τίτ. 3,10 : «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος ὧν αὐτοκατάκριτος». Ἐδῶ πρόκειται γιά συμβουλή μέ εὐσπλαχνικό, παρηγορητικό, ἐνθαρρυντικό καί ταπεινό τρόπο, χωρίς φανατισμό καί μισαλλοδοξία, γιά τήν ἐπάνοδο στήν βιούμενη ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐκκλησιαστική ἀλήθεια, στήν πίστη τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
[19] Βλ. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Περί τῶν γεγενημένων παρ' Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π. 31, 260-261 : «Οὐ γάρ οἶον τε συνόδω συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας, oυδέ προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πάσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν πoιεῖσθαι. Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευσε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν Πατέρων ἐμάθομεν…». Ὁ Χριστός δηλαδή καί ἡ Ἐκκλησία Τοῦ ἐνεργοῦν θεραπευτικά μόνο μέ τήν προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς καί θερμῆς πίστεως. Πρβλ. Μάρκ, 9, 23-25.
[20] Ἰω. 17, 21.
[21] Ἰω. 17, 22, πρβλ. 24.
[22] Ἡ ἄποψη ὅτι δέν ὑπάρχει πραγματική κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «πάσαν ἀνατρέπει τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χ ριστοῦ τήν οἰκονομίαν καί φανερῶς ἀπαρνεῖται τήν ἀνακαίνιοιν τῆς φθαρείσης εἰκόνος» (Κατηχήσεις 32, 49-58, SC τ. 113, σ. 242).

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top