ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»
Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, πρωτοστατούντος
του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνέβαλαν καθοριστικά στη γένεση της
οικουμενικής κίνησης, πρώτα στη διαμόρφωση των Κινήσεων «Ζωή και Εργασία» και
«Πίστη και Τάξη» και ακολούθως στην ίδρυση του Π.Σ.Ε.
Η ιδρυτική Συνέλευση του Π.Σ.Ε.
πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από 22 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου 1948, στο
Άμστερνταμ, αποτελώντας τη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη παγχριστιανική συνάντηση
της εποχής. Ο κύριος σκοπός ήταν η αποδοχή του Καταστατικού, σύμφωνα με το
οποίο γίνονταν δεκτές ως μέλη οι Εκκλησίες που ομολογούσαν τον “Κύριο ημών
Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα”, και συνεπώς η οριστική σύσταση του Π.Σ.Ε..
Ακόμη, επρόκειτο να ψηφιστούν οι κανόνες λειτουργίας του και να ληφθούν
αποφάσεις για άλλα διοικητικά θέματα. Κύριο θέμα της Συνέλευσης ήταν “Η βουλή
του Θεού και η αταξία του ανθρώπου”, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την πλευρά της
Ε.τ.Ε. ως θέμα θεολογικό και κοινωνικό, δηλωτικό του ηθικοκοινωνικού σκοπού της
σύστασης του Συμβουλίου. Τα επί μέρους θέματα είχαν ως εξής: α) η παγκόσμιος
Εκκλησία εν τη βουλή του Θεού, β) η μαρτυρία της Εκκλησίας εν τη βουλή του
Θεού, γ) η Εκκλησία και η αταξία της κοινωνίας, και δ) η Εκκλησία και η διεθνής
αταξία, η Ε.τ.Ε. συμμετείχε στην προετοιμασία του κυρίου θέματος της Γ.Σ. του
Άμστερνταμ πολύ πριν από τη σύγκλησή της με τη συμβολή συγκεκριμένων θεολόγων
της, οπότε το θέμα είχε μελετηθεί επαρκώς και είχαν λάβει γνώση σχετικά οι
διάφορες Εκκλησίες.
Η Γ.Σ. στο
Άμστερνταμ, περιλάμβανε συνεδριάσεις της ολομέλειας, συνεδριάσεις των Τμημάτων
και των Επιτροπών, διαλέξεις, ενώ σημαντική θέση κατείχε και η θεία λατρεία. Σε
όλες τις εργασίες της Γ.Σ. έλαβαν μέρος και οι έλληνες αντιπρόσωποι, οι οποίοι
κατανεμήθηκαν στις διάφορες επιτροπές, σε μια προσπάθεια να υπάρχει ορθόδοξη
εκπροσώπηση σε κάθε μία τουλάχιστον από αυτές. Όσοι από αυτούς είχαν την
απαιτούμενη πείρα, γνώση και γλωσσομάθεια μπόρεσαν να λάβουν ενεργά μέρος στις
συζητήσεις και, όπου η γνώμη τους εκφράστηκε, έτυχε σεβασμού και προσοχής,
καταγράφηκαν οι αντιρρήσεις τους και συζητήθηκαν από τα μέλη των Επιτροπών και
της Συνέλευσης.
Η A' Γενική Συνέλευση που συνήλθε το 1948 στο Άμστερνταμ της
Ολλανδίας συνιστά μια απαρχή και έχει χαρακτήρα ιδρυτικό. Πήραν μέρος 351
αντιπρόσωποι 147 εκκλησιών από 44 χώρες. Για να φανεί πόσο έχει αυξηθεί ο
αριθμός των εκκλησιών που συμμετέχουν στο Π.Σ.Ε., με ό,τι αυτό σημαίνει για την
αντιπροσωπευτικότητα και το ρόλο του στην οικουμενική κίνηση, σημειώνουμε ότι
στη Θ' Γενική Συνέλευση στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας το 2006 πήραν μέρος 704
αντιπρόσωποι 348 εκκλησιών από 120 χώρες.
Στην A' Συνέλευση του Άμστερνταμ αντιπροσώπους από την
ορθόδοξη πλευρά απέστειλαν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και οι Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς και η ρουμανική επισκοπή στην
Αμερική. Αυτές οι εκκλησίες φέρουν τον τίτλο των ιδρυτικών εκκλησιών. Η απόφαση
των εκκλησιών αυτών να συμμετάσχουν στην ιδρυτική Συνέλευση του Π.Σ.Ε.
θεωρήθηκε «καλός οιωνός» για τη μελλοντική εξέλίξη των σχέσεων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών προς την οικουμενική κίνηση. Ωστόσο το γεγονός αυτό επισκιάστηκε απο
την αρνητική στάση έναντι του Π.Σ.Ε. των Ορθόδοξων Εκκλησιών των σοσιαλιστικών
χωρών, οι οποίες στη Διάσκεψη της Μόσχας (1948) αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν
στο Π.Σ.Ε. και να δηλώσουν αποχή από τη συνέλευση του Άμστερνταμ. Η Διάσκεψη
της Μόσχας πρόβαλε ως λόγους της αποχής από τις εργασίες της Συνέλευσης τους
εξής: α) Ο σκοπός του Π.Σ.Ε. να συστήσει μια «οικουμενική εκκλησία», δεν ήταν
σύμφωνος με τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, β) το Π.Σ.Ε. με τη δημιουργία
μιας «Οικουμενικής Εκκλησίας» έτεινε να ασκήσει επιρροή πάνω σε διεθνή
ζητήματα, γ) η οικουμενική κίνηση με την παρούσα μορφή της είχε χάσει κάθε
ελπίδα ένωσης των Εκκλησιών και απέβλεπε περισσότερο στην πραγματοποίηση μιας
ένωσης επί κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού επιπέδου, και δ) η πίστη μόνο
στον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα δεν ήταν αρκετή.
Πάντως οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στο Άμστερνταμ είχαν την αίσθηση ότι ενεργούσαν, σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με το πνεύμα της Εγκυκλίου του 1920 και ότι συμμετείχαν στην ίδρυση του Συμβουλίου σε μια δομή που ουσιαστικά δεν διέφερε από εκείνη που είχε οραματιστεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν πρότεινε να δημιουργηθεί μια «κοινωνία των εκκλησιών».
Πάντως οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στο Άμστερνταμ είχαν την αίσθηση ότι ενεργούσαν, σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με το πνεύμα της Εγκυκλίου του 1920 και ότι συμμετείχαν στην ίδρυση του Συμβουλίου σε μια δομή που ουσιαστικά δεν διέφερε από εκείνη που είχε οραματιστεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν πρότεινε να δημιουργηθεί μια «κοινωνία των εκκλησιών».
Επόμενος σταθμός της
ιστορίας του Π.Σ.Ε. είναι η Β' Γενική Συνέλευση στο Έβανστον των Η.Π.Α.το 1954.
Πήραν μέρος 502 επίσημοι αντιπρόσωποι από 161 εκκλησίες μέλη. Υπό το πρίσμα της
εξαετούς πείρας που αποκτήθηκε από το 1948 η Συνέλευση συνέχισε το προηγούμενο
έργο και καθόρισε ακριβέστερα τη φύση και την ουσία του νεοπαγούς οργανισμού.
Το κλίμα ήταν βεβαρημένο λόγω του της έντασης του ψυχρού πολέμου, ο οποίος σε
διάφορα μέρη είχε γίνει «θερμός» όπως λόγου χάρη στον καταστροφικό πόλεμο της
Κορέας, που διαίρεσε τη χώρα. Ενώ στο Άμστερνταμ οι εκκλησίες είχαν εκφράσει
την πρόθεση να «παραμείνουν ενωμένες», τώρα στο Έβανστον συμφώνησαν να «αυξηθούν
μαζί εν Χριστώ».
Στη Β' Γενική Συνέλευση
αυξάνεται ο αριθμός των Ορθοδόξων Εκκλησιών ή αυτόνομων αρχιεπισκοπών και
εκκλησιαστικών ενοτήτων. Ήδη το 1952 γίνεται μέλος του Π.Σ.Ε. το Πατριαρχείο
Αντιοχείας. Κατά τη Συνέλευση στο Έβανστον εισχωρούν η ρωσική ορθόδοξη
αρχιεπισκοπή στην Αμερική («μετροπόλια») και η αρχιεπισκοπή της εκκλησίας της
Αντιοχείας στην ίδια χώρα.
Έναν απο τους
σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης αποτέλεσε η Γ'
Γενική Συνέλευση το 1961 στο Νέο Δελχί των Ινδιών. 197 εκκλησίες
αντιπροσωπεύτηκαν από 577 συνέδρους, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το κεντρικό θέμα:
«Ο Χριστός το φως του κόσμου». Στο Νέο Δελχί το Π.Σ.Ε. μπαίνει σε μια νέα φάση
και αποκτά χαρακτήρα οικουμενικό, τόσο από την άποψη της αντιπροσώπευσης, όσο
και απο την άποψη των σκοπών. Για πρώτη φορά συνήλθε Γενική Συνέλευση εκτός του
δυτικού ημισφαιρίου και σε ένα περιβάλλον που δεν ήταν παραδοσιακά
χριστιανικό.
Στο Νέο Δελχί άνοιξε μια
νέα σελίδα στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης με τη συγχώνευση του Διεθνούς
Ιεραποστολικού Συνεδρίου στο Π.Σ.Ε. Αυτή υπαγορεύθηκε από την πεποίθηση ότι η
ιεραποστολή δεν μπορεί να χωριστεί από την αναζήτηση της ενότητας και της
ανανέωσης της Εκκλησίας. Έτσι, γίνεται πιο πλήρης η «κοινή αποστολή» των
εκκλησιών και καταγράφεται στο Καταστατικό. Η εισδοχή σχεδόν του συνόλου των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο
Π.Σ.Ε. κατά την Γ' Γενική Συνέλευση είχε μεγάλη σημασία για τη συμμετοχή τους
στην οικουμενική κίνηση και έδωσε, μαζί με την εισδοχή πολλών «Νέων Εκκλησιών»
του «τρίτου κόσμου», μια νέα οικουμενική διάσταση στο Συμβούλιο και στις
εργασίες του.
H Συνέλευση στην Ουψάλα το 1968 αποτέλεσε την
μεγαλύτερη, μέχρι τότε, οικουμενική σύναξη του Π.Σ.Ε. Συμμετείχαν 235 εκκλησίες
με 704 αντιπροσώπους. Με το θέμα «Ιδού, καινά ποιώ τα πάντα» πραγματεύθηκε την
ενότητα, τη δομή και την ανανέωση της εκκλησίας σε σχέση με την ενότητα και την
ανανέωση του κόσμου. Αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας νέας φάσης στην ιστορία της
οικουμενικής κίνησης, όπου το όραμα μιας ενωμένης εκκλησίας μέσα σε ένα ενωμένο
κόσμο απέκτησε μεγάλη σημασία.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του Π.Σ.Ε. αντιπροσωπεύθηκε
σύσσωμη η Ορθοδοξία, παρά την απουσία της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της
Ελλάδος. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η ανησυχία και το ενδιαφέρov του
επιτελείου του Π.Σ.Ε. για την κατάσταση στην Ελλάδα μετά το στρατιωτικό
πραξικόπημα του 1967 και την επιβολή της δικτατορίας, θεωρήθηκε από τον
Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο «σκανδαλώδης ανάμιξη» στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας
και μποϊκοτάρισε τη Συνέλευση. Ωστόσο η παρουσία της Ορθοδοξίας στη Συνέλευση
ήταν επιβλητική, χωρίς συναισθήματα μειονεξίας, από τα οποία διακατέχονταν
μέχρι τότε ενώπιον του μεγάλου αριθμού των προτεσταντών.
Για πρώτη φορά εξελέγη ορθόδοξος ιεράρχης αντιπρόεδρος
της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. Για πρώτη φορά ορθόδοξος επίσκοπος εκφώνησε
την ομιλία πάνω στο κύριο θέμα της Συνέλευσης. Για πρώτη φορά στην Ουψάλα οι
ορθόδοξοι δεν κατέθεσαν χωριστή δήλωση, όπως γινόταν μέχρι τότε.
To 1975 συγκαλείται η Ε' Γενική Συνέλευση στο Ναϊρόμπι της Κένυας
με κεντρικό θέμα «Ο Χριστός ελευθερώνει και ενώνει». Συμμετείχαν 285 εκκλησίες
μέλη, από τις οποίες σχεδόν οι μισές προέρχονταν από το νότιο ημισφαίριο. Αυτή
η Συνέλευση χαρακτηρίστηκε ως «Συνέλευση της παγίωσης» με την έννοια οτι δεν
έφερε καμία νέα ιδέα στο χώρο της οικουμενικής κίνησης, αλλά κινήθηκε στις
προτεραιότητες που είχαν τεθεί στην Ουψάλα. Η παρουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών
ήταν επιτυχέστερη από τις προηγούμενες Γενικές Συνελεύσεις, επειδή έγινε με
μεγαλύτερη προετοιμασία των ορθοδόξων εκπροσώπων. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη, ότι
στη Συνέλευση, ο καθηγητής Νίκος Νησιώτης εξελέγη πρόεδρος της επιτροπής «Πίστη
και Τάξη».
Κομβικό σημείο στην
ιστορία του Π.Σ.Ε. αποτέλεσε η ΣΤ' Γενική Συνέλευση στο Βανκούβερ του Καναδά.
Σε αυτή συγκλίνουν στόχοι και προγράμματα από τα πρώτα στάδια της ιστορίας του
Συμβουλίου και ταυτόχρονα ξεκινάει μια νέα κοινή πορεία των Εκκλησιών προς την
ενότητα της εκκλησίας και την ανανέωση της ανθρωπότητας. Η Συνέλευση
συγκέντρωσε τα αποτελέσματα της 35χρονης πορείας του Συμβουλίου, έβγαλε
συμπεράσματα και πήρε αποφάσεις, η σημασία των οποίων, όπως αποδείχθηκε,
ξεπέρασε τα άμεσα χρονικά όρια που τέθηκαν ως την επόμενη Γενική
Συνέλευση.
Μετά την ΣΤ' Γενική
Συνέλευση στο Βανκούβερ οι επόμενες τρεις μέχρι το 2006 Συνελεύσεις θα γίνουν
κάτω από πολύ διαφορετικές περιστάσεις.
Η Η ' Γενική Συνέλευση του
Π.Σ.Ε. συγκλήθηκε στη Χαράρε της Ζιμπάμπουε το 1998 και εκπροσωπήθηκαν 336
εκκλησίες μέλη από 966 αντιπροσώπους. Το κεντρικό θέμα ήταν: «Στραφείτε
προς τον Θεό και χαίρετε ελπίζοντες».
Η Συνέλευση στη Χαράρε
συνέπιπτε με την 50η επέτειο από την ίδρυση του Π.Σ.Ε. και γι΄ αυτό ένα από τα
βασικά αντικείμενα προβληματισμού ήταν η χάραξη της περαιτέρω πορείας του και η
επαναδιατύπωση του ρόλου του στα πλαίσια της οικουμενικής κίνησης κατά τον 21ο
αιώνα. Αυτό ήταν το θέμα της οκταετούς μελέτης «Προς μία κοινή αντίληψη και ένα
κοινό οραματισμό περί του Π.Σ.Ε.». Η μελέτη έγινε αποδεκτή από τη Συνέλευση ως
βασικό κείμενο για περαιτέρω επεξεργασία.
Η Θ' Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε.
πραγματοποιήθηκε το 2006 στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας και εκπροσωπήθηκαν 348
εκκλησίες από 120 χώρες. Η Θ' Συνέλευση βρίσκεται σε συνέχεια με τις άλλες
Γενικές Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε.
To θέμα που επελέγη για να
εκφράσει τις προσδοκίες και τις προκλήσεις εκείνη τη χρονική περίοδο είχε
σκόπιμα - όπως και το θέμα στο Παγκόσμιο Ιεραποστολικό Συνέδριο που συνήλθε
στην Αθήνα ένα χρόνο πριν τη Γενική Συνέλευση - τη μορφή προσευχής: «Θεέ, με τη
χάρη σου, μεταμόρφωσε τον κόσμο».
Στη διαδικασία συμπορεύτηκαν
το Π.Σ.Ε., ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών (WARC) και η
Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία (LWF). Τα πορίσματα μιας σειράς συνδιασκέψεων
και μελετών για την οικονομική παγκοσμιοποίηση, στις οποίες μετείχαν όχι μόνο
θεολόγοι, αλλά και οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι, αποτέλεσαν το υλικό για τη
σύνταξη ενός κειμένου που ονομάστηκε «AGAPE» (Alternative Globalization
Addressing People and Earth), «Εναλλακτική παγκοσμιοποίηση στην υπηρεσία των
ανθρώπων και της γης». Το ακρωνύμιο που σχηματίζεται από την παραπάνω φράση στα
αγγλικά συγκεκριμενοποιεί την ελληνική σημασία του όρου «αγάπη» και περικλείει
και την έννοια της αλληλεγγύης. To κείμενο «AGAPE» συνιστά μια προσπάθεια να
συγκεντρώσει και να καταστήσει γόνιμο ο,τι η «οικουμενική οικογένεια» έχει
παραγάγει στο παρελθόν και παράγει σήμερα όσον αφορά στην οικονομική
παγκοσμιοποίηση.
Απαύγασμα της όλης
προσπάθειας που συντόνισε η Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. αποτέλεσε το κείμενο
«AGAPE - κλήση για αγάπη και δράση» (AGAPECall - A Call to Love and Action) που
κατατέθηκε στη Θ' Γενική Συνέλευση του Πόρτο Αλέγκρε. Πρόκειται για μια κλήση
σε ένα οικουμενικό όραμα ζωής με δίκαιες και αγαπητικές σχέσεις μέσω της
αναζήτησης εναλλακτικών απαντήσεων στο σημερινό οικονομικό σύστημα.
Η Συνέλευση χαιρέτησε μια
«Δήλωση για την Εκκλησιολογία» με τίτλο: «κληθήκαμε να είμαστε η μία εκκλησία.
Πρόσκληση προς τις εκκλησίες να ανανεώσουν τη δέσμευση τους για την αναζήτηση
της ενότητας και να εμβαθύνουν στο διάλογο». To κείμενο στηρίζεται σε δηλώσεις
προηγούμενων Γενικών Συνελεύσεων, ιδίως στη δήλωση της Καμπέρρας (1991)
για την Ενότητα της Εκκλησίας ως κοινωνίας». O μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης
(Ζηζιούλας) καταγράφει αυτή την πραγματικότητα ως εξής: «καμία χριστιανική εκκλησία δεν
μπορεί πλέον να δράσει ή να μιλήσει ή ακόμη και να σκεφτεί και να διαλεχθεί
τολμώ επίσης να πω και να αποφασίσει σε απομόνωση». Συναφώς ο καθηγητής
Ιωάννης Πέτρου επισημαίνει ότι το καίριο ερώτημα σήμερα, σε καιρό παγκοσμιοποίησης,
δεν μπορεί να τίθεται με την προοπτική ποιος πολιτισμός έχει δίκαιο ή ποια
εκκλησία είναι πιο ορθή, αλλά τι έχουν να πουν οι εκκλησίες και τι μπορούν να
κάνουν για τον άνθρωπο, για τις σχέσεις του με τον Θεό και τους άλλους
ανθρώπους, για τα προβλήματα του, για τον κόσμο. «Για να απαντήσει όμως κανείς
θετικά στο ερώτημα αυτό», υπογραμμίζει με έμφαση, «πρέπει να ξεπεράσει το σύνδρομο
του μοναδικού δρόμου».
Πρίν παρουσιάσουμε τις συνελεύσεις του
Π.Σ.Ε. σε ένα σύντομο βίντεο, πρόσφατα κάποιος Οικουμενιστής
κληρικός της Γερμανίας ανέφερε ότι:
«Πρέπει να καταλάβουν κάποτε όλοι όσοι
ασχολούνται με αυτόν τον «Οικουμενισμό» ότι αυτοί τον έχουν δημιουργήσει και
πρόκειται για κάτι που μόνο στη φαντασία τους υπάρχει. Γι’ αυτό και ο αγώνας στον οποίο έχουν
επιδοθεί αποτελεί σκιαμαχία».
Ας δούμε λοιπόν
τούτην την σκιαμαχία, τούτο το αποκύημα της φαντασίας μας εις την πράξη!
ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ Π.Σ.Ε.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου