Εἰσαγωγικά
 
Οὐνία εἶναι ἐκείνη ἡ θρησκευτικὴ ὀργάνωσι, ποὺ ἐνῷ ἐξωτερικῶς φέρει ὀρθόδοξο ἔνδυμα, ἐσωτερικῶς καὶ οὐσιαστικῶς ἀνήκει στὸν παπισμὸ ἢ ῥω­μαιοκαθολικισμό. ῞Οσοι ἀκολουθοῦν τὸ «σχῆμα τῆς οὐνίας» ὀνομάζονται «οὐνῖ­τες» ἢ μὲ τοὺς παραπλανητικοὺς ὅρους «ἐλληνόρρυθμοι» χριστιανοὶ ἢ «ἑλληνο­καθολικοὶ» κ.ἄ., διατηροῦν δὲ ναούς, ἱερεῖς, ἄμφια, λειτουργικὰ βιβλία καὶ ἐκκλη­σιαστικὸ τυπικὸ ὅμοια μὲ αὐτὰ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ δέχονται τὸν πάπα ῾Ρώμης ὡς ἀρχηγὸ τῆς ἐκκλησίας τους, καὶ μάλιστα ἀλάθητο, καθὼς καὶ ὅ­λες τὶς ὑπόλοιπες λατινικὲς κακοδοξίες.
Καμμία ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία στὸν κόσμο δὲν ἀναγνωρίζει τοὺς οὐνῖτες ὡς ὀρθοδόξους, τοὺς ἀναγνωρίζουν ὅμως ἐπισήμως οἱ παπικοὶ ὡς μέλη τῆς δικῆς των ἐκκλησίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀποδέχονται εὐαρέστως καὶ οἱ ἴδιοι οἱ οὐνῖτες· καὶ αὐτὸ βεβαίως τὰ λέει ὅλα!
῾Η οὐνία ἐμφανίστηκε ὡς γεγονὸς καὶ ὠργανώθηκε ὡς θεσμὸς τὶς τελευ­ταῖες δεκαετίες τοῦ 16ου αἰῶνος στὸ τότε ἑνιαῖο βασίλειο τῆς Πολωνίας καὶ τῆς Λιθουανίας. ᾿Εκείνη τὴν ἐποχὴ αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο σλαυικὸ κράτος (ἀπὸ τὰ ἰσχυρότερα τῆς Εὐρώπης), ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σημερινὴ Πολωνία (Λεχία) καὶ τὴν Λιθουανία περιελάμβανε ἐπίσης τὴν Πρωσσία, τὴν Λευκορρωσία, τὴν Λετονία (Λατβία), τὴν Λιβονία (βόρεια Λετονία καὶ νότια ᾿Εσθονία), λίγα τμήματα τῆς ῾Ρωσίας, καὶ μέρος τῆς Μικρᾶς ῾Ρωσίας (σημερινῆς Οὐκρανίας) –ἰδίως τὴν μητρό­πολι Κιέβου, ἡ ὁποία ὅμως ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικῶς στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρ­χεῖο (Κωνσταντινουπόλεως)–.
῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἀντέδρασε ἄμεσα στὴν ἐμφάνισι τοῦ θεσμοῦ τῆς οὐνίας, ξεκινῶντας ἕναν πνευματικὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ὀρθοδόξων πληθυσμῶν τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος αἰῶνες ἀργότερα συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τὰ ὀρθόδοξα πατριαρχεῖα μὲ συντονισμένες ἐνέργειες καὶ ἀποστολὲς προσ­πάθησαν νὰ ἐνημερώσουν καὶ νὰ προφυλάξουν τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τὸ 1595 ὁ πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ ἀξιολογώτερος ἐκκλησιαστικὸς ἄν­δρας τῆς ἐποχῆς καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωμία τῆς τότε ὀρθοδοξίας, ἔστειλε στὴν Πο­λωνία ὡς πατριαρχικὸ ἔξαρχο τὸν Κύριλλο Λούκαρι, ὁ ὁποῖος συνεργάστηκε μὲ τὸν ἔξαρχο τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, καὶ ἀμφότεροι ἀγωνίστηκαν σθενα­ρῶς καὶ ἐπιδεξίως ἐναντίον τῆς οὐνίας καὶ τοῦ ῥωμαιοκαθολικισμοῦ. ῞Ομως τὸ 1597 ὁ Λούκαρις ἀναγκάζεται νὰ ἀποδράσῃ ἀπὸ τὴν Πολωνία, μόλις προλαβαί­νοντας νὰ διαφύγῃ τὴν φυλάκισι καὶ τὴν θανάτωσί του.
Τὸ 1599 ὁ πατριάρχης Μελέτιος ξαναστέλνει τὸν Λούκαρι στὴν Πολωνία, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 1601, ἐνῷ κατόπιν μετέβη στὴν Μολδοβλαχία, γιὰ νὰ στηρίξῃ καὶ ἐκεῖ τοὺς χειμαζομένους ᾿Ορθοδόξους. Τὴν ἴδια χρονιὰ ὁ Μελέτιος Πηγᾶς ἐκοιμήθη, καὶ τὸν διαδέχτηκε στὸ πατριαρχεῖο ᾿Αλεξανδρείας ὁ Κύριλλος Λούκαρις, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε ἐπίσης σὲ κορυφαία πλὴν τραγικὴ ἐκκλησιαστικὴ φυσιογνωμία. Διετέλεσε ὁ Λούκαρις πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας μέχρι τὸ 1620, ὁπότε ἐξελέγη Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, θέσι στὴν ὁποία παρέμει­νε –μὲ κάποια διαλείμματα– μέχρι τὶς 20 ἰουνίου 1638, ὅταν καὶ ἐπαύθη ὁριστι­κῶς. Μία ἑβδομάδα μετὰ οἱ Τοῦρκοι τὸν στραγγάλισαν μέσα στὴν φυλακὴ ὅπου ἐκρατεῖτο.
῾Ο Λούκαρις καὶ ἀπὸ τὶς δύο πατριαρχικὲς θέσεις του συνέχισε μὲ σθένος τὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς οὐνίας καὶ τοῦ παπισμοῦ, ὥστε νὰ καταστῇ ὁ πιὸ μισητὸς ἱε­ράρχης γιὰ τοὺς τότε Λατίνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἡσύχασαν, ἕως ὅτου τελικῶς ἐ­πέτυχαν τὴν ἐκθρόνισί του καὶ τὴν φυσικὴ ἐξόντωσί του. Κατὰ τὸν ἀγῶνά του ἐναντίον τῆς οὐνίας καὶ τῆς λατινικῆς (ἰδίως τῆς ἰησουϊτικῆς) προπαγάνδας ὁ Λούκαρις θὰ ἐνδιατρίψῃ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὴν Μολδοβλαχία καὶ τὸ 1616 θὰ συντάξῃ στὴν τότε πρωτεύουσα Τιργόβιστον ἕνα σύντομο κείμενο, ποὺ τὸ ὀνομάζει Τόμο καὶ περιέχει 9 ἀναθέματα ἐναντίον τῆς οὐνίας καὶ τῶν λατι­νοφρόνων. Τόμος στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία λέγεται τὸ ἐπίτομο κείμενο ὅπου ἕνας ἐξέχων ἐκκλησιαστικὸς ἄνδρας διατυπώνει συνοπτικὰ τί πιστεύει καὶ τί φρονεῖ γιὰ κάποιο δογματικὸ θέμα. ᾿Απὸ ἐδῶ προέρχονται καὶ τὸ παράγωγο ῥῆ­μα ὀρθοτομῶ καὶ τὸ ἐπίθετο ὀρθοτόμος. Τόμος δηλαδὴ εἶναι ἡ δήλωσι, τὸ μανι­φέστο, ἡ δογματικὴ ὁμολογία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ χρησιμεύσῃ καὶ ὡς ὑπόδειγμα πίστεως γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλὰ καὶ ὡς κριτήριο γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς πίστεως κάποιου τρίτου. ᾿Ακριβῶς τέτοιος Τόμος εἶναι καὶ τὸ κείμενο τοῦ Κυρίλ­λου Λουκάρεως ποὺ ἀκολουθεῖ.
᾿Εφέτος (2016) συμπληρώνονται 400 χρόνια ἀπὸ τὴν συγγραφὴ καὶ δημοσίευ­σι αὐτοῦ τοῦ Τόμου, τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου παραμένει ἐπίκαιρο. Γι᾿ αὐτὸ παρουσιάζω ἐδῶ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ κείμενο σὲ νεοελληνικὴ μετάφρασι, παρ᾿ ὅτι θὰ προτιμοῦσα νὰ μποροῦσε ἡ πλειοψηφία τῶν σημερινῶν ἀναγνωστῶν νὰ προσ­εγγίσῃ ἀπευθείας τὸ πρωτότυπο, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ βρῇ ὁ ἐνδιαφερόμενος στὸν «Τόμο ᾿Αγάπης» τοῦ Δοσιθέου ᾿Ιεροσολύμων (ἐν ἔτει 1698, σελ. 552-554) καθὼς καὶ στὴν διαδικτυακὴ ἱστοσελίδα τῆς «Συμβολῆς» (ἐδῶ). ᾿Επειδὴ ὁ Λούκαρις γράφει τὸν πρόλογό του σὲ ἀρχαΐζουσα γλῶσσα καὶ τὸ ὑπόλοιπο κεί­μενο σὲ ἁπλούστερη μορφή, μεταφράζω καὶ ἐγὼ τὸν μὲν πρόλογο σὲ ἁπλὴ καθα­ρεύουσα τὰ δὲ ὑπόλοιπα σὲ δημοτική.
 
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης
δρ φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας
 
 
Τόμος πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως
(ἐν Τιργοβίστῳ τῆς Μολδοβλαχίας, 1616)
 
Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καὶ Πατριάρχης
τῆς μεγάλης πόλεως ᾿Αλεξανδρείας καὶ κριτὴς τῆς οἰκουμένης,
 
Πρὸς ὅλους τοὺς ἐν τῷ Τιργοβίστῳ ὀρθοδόξους χριστιανούς, κληρι­κοὺς καὶ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι γνήσια τέκνα τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς (= παγκοσμίου καὶ ὀρθοδόξου) ᾿Εκκλησίας τῆς ἀνατολικῆς καὶ διὰ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου δικαίως ἀποστρέ­φονται καὶ ἀποβάλλουν κάθε κενὸν λόγον καὶ προσθήκην τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι ὑπούλως πολεμοῦν τὴν ἡμετέραν ὀρθο­δοξίαν·
Χάρις νὰ εἶναι σὲ σᾶς καὶ εἰρήνη καὶ ἔλεος ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Θεὸν καὶ τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν τὸν σωτῆρα ἡμῶν.
 
Μεγάλη ζάλη εἶχε καταλάβει ἐκείνην τὴν παλαιὰν κιβωτὸν (τοῦ Νῶε), ὅταν ἐκλυδωνίζετο μὲ σφοδρότητα καὶ ἀντιμετώπιζε τὰ κύματα ἐπὶ τῶν ὑδάτων ὅπου ἔπλεε, τότε ὅτε κατὰ θείαν παραχώρησιν οἱ κα­ταρράκται (τοῦ οὐρανοῦ) ἔστελναν ῥαγδαίας βροχὰς καὶ σχεδὸν ἀπει­λοῦσαν τοὺς εὑρισκομένους ἐντὸς τῆς κιβωτοῦ. Καὶ δὲν ἐφαίνετο καμ­μία ἐλπὶς εἰς τοὺς κεκλεισμένους ἐντὸς αὐτῆς ὅτι θὰ εὕρουν σωτηρίαν, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἐνεθυμεῖτο τὸν πηδαλιουχοῦντα Νῶε καὶ δὲν ἔστεργε νὰ κοπάσῃ τὸ ὕδωρ. Νομίζω ὅτι ἐκεῖνα ἦσαν τύποι τῶν δεινῶν ποὺ ἔχουν καταλάβει τό γε νῦν τὴν νέαν κιβωτόν, τὴν καθ᾿ ἡμᾶς δηλαδὴ ᾿Εκκλησί­αν· τὰ ὁποῖα δεινὰ δὲν προσδοκῶμεν νὰ παύσουν, παρὰ μόνον ἂν ὁ Θε­ὸς αὐτοὺς τοὺς πονηροὺς καταρράκτας, ποὺ λυμαίνονται ἀκόμη καὶ τὰς ἀκεραιοτέρας ψυχάς, δὲν θελήσῃ νὰ κατασιγάσῃ καὶ καταστρέψῃ. Διότι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐφθόνησαν τὴν βαθεῖαν εἰρήνην τῆς ᾿Εκκλησίας ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, ἤγειραν ἄσπονδον πόλεμον ἐναντίον ἡμῶν καὶ ἐπεχείρησαν νὰ διαταράξουν τὴν ἐνταῦθα γαλήνην. ᾿Επειδὴ λοιπὸν ἔχομεν σκοπὸν νὰ ἀφήσωμεν ἐναντίον αὐτῶν τὸν παρόντα Τόμον, ὥστε νὰ εἶναι δι᾿ ὅλους σας πανοπλία, καὶ μὲ ὅσα εἶναι γεγραμμένα εἰς αὐτὸν νὰ δύνασθε νὰ ὑπερασπίζεσθε μὲ περισσοτέραν ἀσφάλειαν τὴν ὀρθοδοξίαν σας ἐναν­τίον τῶν τέτοιων ἐχθρῶν, ἐθεωρήσαμεν ὀρθόν, διὰ νὰ μὴ εἶναι δυσνόη­τον τὸ σύγγραμμα διὰ τοὺς ἁπλουστέρους, νὰ σᾶς ἐκθέσωμεν εἰς ἁπλῆν διάλεκτον τὴν ὅλην ὑπόθεσιν, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀκολούθως.
Ἀπὸ τὴν παλαιὰ ῾Ρώμη (τῆς ᾿Ιταλίας) ἦρθαν κάποιοι ποὺ ἔμαθαν ἐκεῖ νὰ λατινοφρονοῦν. Καὶ τὸ κακὸ εἶναι πὼς ἀπὸ ῾Ρωμαῖοι (= ῾Ρωμιοί, Βυζαντινοί), γέννημα καὶ θρέμμα τῆς ῾Ρούμελης (= τῆς ῾Ρωμανίας, δηλαδὴ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους), ποὺ οἱ γονεῖς τους μπορῶ νὰ πῶ ποτὲ δὲν εἶδαν Φράγγον, μὲ τὸ νὰ μεταβοῦν στὴν ῾Ρώμη, ὄχι μόνον ἄλλαξαν τὴν πίστι τους, ἀλλὰ καὶ πολεμοῦν τὰ δόγματα τὰ ἀληθινὰ καὶ ὀρθόδοξα τῆς ἀνατολικῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός, οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ μαθηταὶ τοῦ Σωτῆρος, καὶ οἱ σύνοδοι τῶν ἁγίων πατέρων. ᾿Επειδὴ λοιπὸν πρόκειται ἐμεῖς νὰ ἀπουσιάσουμε ἀπὸ ἐδῶ, παραγγέλνουμε στὴν ἀγάπη σας νὰ στέκεστε στερεοὶ στὴν εὐσέβειά σας καὶ στὴν ὀρθοδοξία σας. Καὶ οἱ τέτοιοι λατινόφρονες καὶ φθορεῖς τῶν συνειδήσεών σας νὰ μὴν ἔχουν καθόλου τὴν προσοχή σας, ἀλλὰ ὡς αἱ­ρετικοὺς καὶ ἐχθροὺς τῆς σωτηρίας σας νὰ τοὺς διώχνετε μακριά σας, ὅσες φορὲς σᾶς συναντοῦν καὶ σᾶς μιλοῦν ἐνάντια σὲ ὅσα γράφουμε στὴν συνέχεια· ἀλλὰ ἐσεῖς νὰ πιστεύετε ἔτσι.
Καὶ πρῶτον. ῞Οποιος δὲν ὁμολογεῖ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ στόμα, καὶ μάλιστα ὅποιος λέγεται ῾Ρωμαῖος (= ῾Ρωμιὸς) καὶ τῆς ἀνατολικῆς ᾿Εκκλησίας παιδί, καὶ εἶναι βαπτισμένος ῥωμαϊκὰ χριστιανικὰ ὅπως ἐ­μεῖς, ἀλλὰ δὲν ὁμολογεῖ ὅτι τὸ πανάγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται (ὑπαρ­κτικῶς) ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο, ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ ὅτι ὡς πρὸς τὴν χρονικὴ παρουσία του (ἀποστέλλεται)ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ὅποιος δὲν δίνει αὐτὴν τὴν ὁμολογία, ἀλλὰ λέγει ὅτι τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ (= Φιλιόκβε), ἐκεῖ­νος ἂς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία μας, καὶ νὰ μὴν ἔχῃ μαζί μας κοινωνία, καὶ ἂς εἶναι ἀνάθεμα.
Δεύτερον. ῞Οποιος δὲν ὁμολογεῖ ὅτι στὸ μυστήριον τῆς κοινωνίας πρέπει καὶ οἱ λαϊκοὶ νὰ μεταλαμβάνουν τὸ τίμιον καὶ ἄχραντον σῶμα καὶ τὸ αἷμα, παρὰ ἰσχυρίζεται πὼς (οἱ λαϊκοὶ) τὸ ἄχραντον σῶμα μόνον πρέπει νὰ κοινωνοῦν, καὶ ὄχι καὶ τὸ αἷμα, ἂς εἶναι ἐκτὸς τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀνάθεμα. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ ὅποιος λέγει πὼς ἀρκεῖ νὰ μεταλάβῃ μόνον τὴν σάρκα (τοῦ Χριστοῦ), διότι ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ αἷμα, παρόλο ποὺ ὁ Χριστὸς χωριστὰ χωριστὰ παρέδωκε τὸ καθένα, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν τὸ τηροῦν, (ἂς εἶναι) ἀνάθεμα.
Τρίτον. ῞Οποιος λέγει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς στὸν μυ­στικὸ δεῖπνο εἶχε (ἄρτον) ἄζυμο σὰν τοὺς ᾿Ιουδαίους, καὶ ὄχι ἄρτον ἔν­ζυμο, δηλαδὴ ψωμὶ φουσκωτό, ἐκεῖνος ἂς εἶναι μακριὰ ἀπὸ μᾶς, καὶ ἂς εἶναι ἀνάθεμα πάνω του, διότι ἔχει φρόνημα ἰουδαϊκὸ καὶ τοῦ ᾿Απολι­ναρίου καὶ τῶν ᾿Αρμενίων τὰ δόγματα παρεισάγει στὴν ᾿Εκκλησία μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δεύτερη φορὰ λέμε· ἀνάθεμα.
Τέταρτον. ῞Οποιος λέγει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ὅταν ἔρθῃ νὰ κρίνῃ, δὲν ἔρχεται γιὰ τὶς ψυχές, ἀλλὰ θὰ ἔρθῃ νὰ ἀποφασίσῃ μόνο γιὰ τὰ σώματα, ἀνάθεμα.
Πέμπτον. ῞Οποιος λέγει πὼς οἱ ψυχὲς τῶν χριστιανῶν ποὺ μετανόη­σαν στὸν κόσμο τοῦτο, ἀλλὰ δὲν ὡλοκλήρωσαν τὸν κανόνα τους, πηγαί­νουν σὰν χωριστοῦν ἀπὸ τὸ σῶμα σὲ καθαρτήριον πῦρ, ποὺ εἶναι φωτιὰ καὶ κόλασι καὶ τιμωρία, πρᾶγμα ποὺ εἶναι μῦθος εἰδωλολατρικός, ἀνά­θεμα. Διότι δίνουν τὴν ἐλευθερία στοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἁμαρτάνουν.
Ἕκτον. ῞Οποιος λέγει πὼς ὁ πάπας τῆς ῾Ρώμης εἶναι κεφαλὴ τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὄχι ὁ Χριστός, ἀνάθεμα.
Ὅποιος ἐναντιώνεται σ᾿ αὐτά, γιὰ νὰ τὰ ἀνατρέψῃ καὶ νὰ τὰ ἀκυ­ρώσῃ, ἀνάθεμα.
Ἐσεῖς, χριστιανοί μου, σᾶς παρακαλῶ γιὰ τὸν Κύριο καὶ γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς σας, νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τοὺς λύκους τούτους, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι, καὶ τοῦτον τὸν Τόμο νὰ τὸν διαβάζετε συχνὰ στὴν ᾿Εκκλησία, γιὰ νὰ γνωρίζετε τὰ κεφάλαια στὰ ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ σᾶς πολεμοῦν οἱ τέτοιοι. Αὐτοὶ σὲ ὅλη τους τὴν ζωὴ δὲν ἔμαθαν τίποτε ἄλλο παρὰ πῶς νὰ ἐναντιώνωνται σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους Χριστια­νούς, γιὰ νὰ γίνεται πάλι ἡ φθορὰ καὶ ἡ συμφορὰ στὸ γένος μας ἀπὸ ῾Ρωμαίους (= ῾Ρωμιούς). ᾿Αλλὰ ἐμεῖς χωρὶς νὰ τοὺς ἀκοῦμε, ἂς στέκου­με σταθεροὶ κατὰ τὸ δυνατόν, καὶ παρακαλᾶτε τὸν Θεὸν νὰ μὴν εἰσέλ­θετε σὲ πειρασμὸ γιὰ τὴν πίστι· ἀλλὰ ὅταν παραστῇ ἀνάγκη, τὸ αἷμά του νὰ χύσῃ ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν εὐσέβειά του εἶναι πολὺ γλυκό. ῞Ομως ὁ Θεὸς δὲν θὰ παραχωρήσῃ νὰ φτάσῃ τὸ πρᾶγμα μέχρι ἐκεῖ, γιὰ νὰ εἶναι οἱ ἀντίθετοί μας τιποτένιοι καὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ ἀμα­θεῖς καὶ τυφλοί.
Πάντως νὰ φυλάγεστε καὶ νὰ προσέχετε ἀπὸ τοὺς τέτοιους. Καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς νὰ σᾶς βοηθᾷ, νὰ σᾶς εὐλογῇ καὶ νὰ σᾶς χαρίζῃ εἰρηνικὴ κατάστασι· συνάμα καὶ ἡ εὐχὴ τῆς ἡμῶν μετριότητος νὰ εἶναι μὲ ὅλους ἐσᾶς· ἀμήν.
 
 
«᾿Εκκλησιολόγος», φ. 462, 28/5/2016
 
 
 
ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ "ΤΟΜΟΥ" (ΑΠΟ ΕΔΩ):
 
 
Τόμος πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως
 
(ἐν Τιργοβίστῳ τῆς Μολδοβλαχίας, 1616)
 
 
 
Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καὶ Πατριάρχης
τῆς μεγάλης πόλεως ᾿Αλεξανδρείας καὶ κριτὴς τῆς οἰκουμένης
 
Πᾶσι τοῖς ἐν τῷ Τιργοβίστῳ ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς, τοῦ τε ἱεροῦ κατα­λόγου καὶ τῆς κοσμικῆς τάξεως, γνησίοις τέκνοις τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας τῆς ἀνατολικῆς, τοῖς δικαίως πᾶσαν κενὴν φωνὴν καὶ προσθήκην τῶν τε αἱρετικῶν καὶ τῶν λατίνων τῶν ὑπού­λως τὴν ἡμετέραν ὀρθοδοξίαν πολεμούντων ἀποστρεφομένοις καὶ ἀποβάλ­λουσι διὰ τὴν ἀλήθειαν τὴν εὐαγγελικήν· χάρις εἴη καὶ εἰρήνη καὶ ἔλεος παρὰ θεοῦ παντοκράτορος καὶ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν.
Οὐ μικρά τις ζάλη τὴν παλαιὰν κιβωτὸν ἐκείνην κατέλαβεν, ὅτε σφο­δρῶς κλυδωνιζομένη καὶ κυμαινομένη ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐφέρετο, τῶν κα­ταρρακτῶν διὰ παραχώρησιν θείαν ῥαγδαίους ὑετοὺς καταπεμπόντων καὶ οἷον ἀπειλούντων καὶ τοῖς ἐν τῇ κιβωτῷ. καὶ ἦν ἐλπὶς οὐδεμία τοῖς ἐν αὐ­τῇ κεκλεισμένοις εὑρήσειν ἀπαλλαγήν, εἰ μὴ μνησθεὶς τοῦ πηδαλιουχοῦντος Νῶε ὁ θεὸς εὐδοκήσειε κοπάσαι τὸ ὕδωρ. τύποι, ὡς οἶμαι, ταῦτ᾿ ἦσαν τῶν κατεχόντων τό γε νῦν δεινῶν τὴν νέαν κιβωτόν, τὴν καθ᾿ ἡμᾶς δηλαδὴ ἐκκλησίαν· ἅ τινα δεινὰ οὐ παύσεσθαι προσδοκῶμεν, εἰ μὴ <ὁ> θεὸς τοὺς πονηροὺς καταρράκτας τούτους τῶν ἀκεραιοτέρων ψυχῶν λυμεῶνας κατα­σιγάσειε καὶ καταστρέψειε. ἐπεὶ ἄσπονδον πόλεμον, τὴν ἐν τῇ πόλει ταύ­τῃ βαθεῖαν εἰρήνην τῆς ἐκκλησίας φθονήσαντες, ἤγειραν καθ᾿ ἡμῶν καὶ τα­ράξαι συνέσχοντο τὴν ἐνταῦθα γαλήνην. κατὰ τούτων οὖν σκοπὸν ἔχοντες τὸν παρόντα Τόμον ἐγκαταλιπεῖν, ὡς εἴη πᾶσιν ὑμῖν πανοπλία καὶ τοῖς ἐν τούτῳ γεγραμμένοις ἔχετε κατὰ τῶν τοιούτων ἀσφαλεστέρως τὴν ὑμετέραν ὀρθοδοξίαν συνηγορεῖν, ᾠήθημεν, ἵνα μὴ τοῖς ἁπλουστέροις φορτικὸν εἴη τὸ σύγγραμμα, ἁπλῇ διαλέκτῳ πᾶσαν ὑμῖν τὴν ὑπόθεσιν καταστρῶσαι, ἥ τις ἔχει οὑτωσί.
᾿Απὸ τὴν παλαιὰν ῾Ρώμην ἤλθασι τινὲς ὁποὺ ἔμαθαν ἐκεῖ νὰ λατινοφρο­νοῦσι. καὶ εἶναι τὸ κακὸν πὼς ἀπὸ ῾Ρωμαῖοι τῆς ῾Ρούμελης γέννημα καὶ θρέμμα, ὁποὺ οἱ γονεῖς τους –ἠμπορῶ νὰ εἰπῶ– Φράγγον ποτὲ δὲν εἶδαν, μὲ τὸ νὰ διαβοῦν εἰς τὴν ῾Ρώμην, ὄχι μόνον ἄλλαξαν τὴν πίστιν τους, ἀλλὰ καὶ πολεμοῦσι τὰ δόγματα τὰ ἀληθινὰ καὶ ὀρθόδοξα τῆς ἀνατολικῆς ἐκ­κλησίας, ὁποὺ μᾶς ἐπαράδωκεν αὐτὸς ὁ Χριστός, οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ μαθη­ταὶ τοῦ σωτῆρος, καὶ αἱ σύνοδοι τῶν ἁγίων πατέρων. ἐπειδὴ μέλλομεν λοιπὸν ἡμεῖς νὰ λείψωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ, παραγγέλλομεν τῇ ὑμετέρᾳ ἀγάπῃ νὰ στέκεσθε στερεοὶ εἰς τὴν εὐσέβειάν σας καὶ ὀρθοδοξίαν σας, καὶ οἱ τοιοῦ­τοι λατινόφρονες καὶ φθορεῖς τῶν ὑμετέρων συνειδήσεων νὰ μὴν ἔχουν πο­σῶς ἀκρόασιν ἀπὸ λόγου σας, ἀλλ᾿ ὡς αἱρετικοὺς καὶ ἐχθροὺς τῆς σωτηρί­ας σας νὰ τοὺς ἀποβάλλετε, ὅσαις φοραῖς σᾶς συντυχαίνουν ἐνάντια ἀπὸ τοῦτα ὁποῦ γράφομεν ἐδῶ κάτω· ἀλλὰ νὰ φρονῆτε οὕτω.
Καὶ πρῶτον· ὅποιος ἐκεῖνος δὲν ὁμολογεῖ καρδίᾳ καὶ στόματι, μάλιστα ὅποιος λέγεται ῾Ρωμαῖος καὶ τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας παιδί, καὶ εἶναι βα­πτισμένος ῥωμάϊκα χριστιανικὰ ὡς ἡμεῖς, ἔπειτα νὰ μὴν ὁμολογῇ ὅτι τὸ πανάγιον πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ πατρὸς μόνου οὐσιωδῶς καὶ ὑπο­στατικῶς, καὶ ὅτι χρονικῶς ἐκ πατρὸς καὶ υἱοῦ· ὅς τις δὲν ὁμολογεῖ οὕτως, ἀλλὰ λέγει· «ἐκ πατρὸς καὶ υἱοῦ ἐκπορεύεται τὸ πνεῦμα», ἐκεῖνος ἂς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν μας καὶ νὰ μὴν ἔχῃ μαζί μας κοινωνίαν, καὶ ἔστω ἀνάθεμα.
Δεύτερον· ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ ὅτι εἰς τὸ μυστήριον τῆς κοινωνίας πρέ­πει καὶ οἱ κοσμικοὶ νὰ μεταλαμβάνουν τὸ τίμιον καὶ ἄχραντον σῶμα καὶ τὸ αἷμα, ἀμὴ λέγουν πὼς τὸ ἄχραντον σῶμα μόνον πρέπει νὰ κοινωνοῦσι, καὶ ὄχι καὶ τὸ αἷμα, ἔστω ἔξω τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀνάθεμα. καὶ σιμὰ εἰς αὐτὸ ὅποιος λέγει πὼς ἀρκεῖ νὰ μεταλάβῃ μοναχὴν τὴν σάρκα, ὅτι εἶναι ἐκεῖ καὶ τὸ αἷμα, ὅπου ὁ Χριστὸς χωριστὰ χωριστὰ ἔδωκε κάθε ἕνα, καὶ αὐτοὶ δὲν τὸ φυλάγουν, ἀνάθεμα.
Τρίτον· ὅποιος λέγει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς τὸν μυστι­κὸν δεῖπνον εἶχεν ἄζυμον σὰν τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ ὄχι ἄρτον ἔνζυμον, ἤγουν ψωμὶ ἀνεβατόν, ἐκεῖνος ἂς εἶναι μακρὰν ἀπὸ λόγου μας, καὶ ἔστω ἀνάθε­μα αὐτῷ ὡς ἰουδαϊκὰ φρονοῦντι, καὶ τοῦ ᾿Απολιναρίου καὶ τῶν ᾿Αρμένηδων δόγματα παρεισφέροντι εἰς τὴν ἐκκλησίαν μας· διὰ τοῦτο καὶ ἐκ δευτέρου ἀνάθεμα.
Τέταρτον· ὅποιος λέγει ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ νὰ κρίνῃ, δὲν ἔρχεται διὰ τὰς ψυχάς, ἀλλ᾿ ἔρχεται νὰ ἀποφασίσῃ τὰ κορμία, ἀνάθεμα.
Πέμπτον· ὅποιος λέγει πῶς αἱ ψυχαὶ τῶν Χριστιανῶν ὁποὺ ἐμετανόη­σαν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, ἀμὴ δὲν ἔκαμαν τὸν κανόνα τους, παγαίνουν, σὰν χωριστοῦν ἀπὸ τὸ κορμί, εἰς καθαρτήριον πῦρ, ὁποὺ εἶναι φωτία καὶ κόλασις καὶ τιμωρία, ὁποὺ εἶναι μῦθος ἑλληνικός, ἀνάθεμα. ἐπειδὴ δίδουν ἐλευθερίαν εἰς τὸ ἁμαρτάνειν τοῖς Χριστιανοῖς.
Ἕκτον· ὅποιος λέγει πῶς ὁ πάπας τῆς ῾Ρώμης εἶναι κεφαλὴ τῆς ἐκκλη­σίας καὶ ὄχι ὁ Χριστός, ἀνάθεμα.
Ὅποιος ἐναντιώνεται εἰς ταῦτα, διὰ νὰ τὰ ἀνατρέψῃ καὶ νὰ τὰ χαλάσῃ, ἀνάθεμα.
Ἐσεῖς, χριστιανοί μου, σᾶς παρακαλῶ διὰ τὸν Κύριον καὶ διὰ τὸ συμ­φέρον τῆς ψυχῆς σας, νὰ φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς λύκους τούτους, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι, καὶ τοῦτον τὸν Τόμον συχνὰ νὰ τὸν διαβάζετε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ γνωρίζετε τὰ κεφάλαια, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν νὰ σᾶς πολεμοῦν οἱ τοιοῦτοι· οἱ ὁποῖοι ὅλην τους τὴν ζωὴν δὲν ἔμαθαν ἄλλο παρὰ πῶς τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἐμᾶς νὰ ἐναντιοῦνται· διὰ νὰ γίνεται πάλιν ἡ φθορὰ καὶ ἡ κακοσύνη εἰς τὸ γένος μας ἀπὸ ῾Ρωμαίους. ἀλλ᾿ ἡμεῖς δὲν ἀ­κούοντάς τους ἂς στέκωμεν στερροὶ κατὰ τὸ δυνατόν μας· καὶ παρακαλεῖ­τε τὸν θεὸν νὰ μὴν εἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν διὰ τὴν πίστιν. ἀλλ᾿ ὅταν εἶναι χρεία, πολλὰ γλυκὺ εἶναι νὰ χύσῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ αἷμά του διὰ τὴν εὐ­σέβειάν του. ὅμως εἰς τόσον πρᾶγμα δὲν θέλει τὸ παραχωρήσῃ ὁ θεός, διὰ νὰ εἶναι οἱ ἐναντίοι οὐδέ τι ποτένιοι, καὶ χάριτι Χριστοῦ ἀμαθεῖς καὶ τυ­φλοί. πλὴν φυλάγεσθε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῶν τοιούτων.
Καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς νὰ σᾶς βοηθᾷ, νὰ σᾶς εὐλογᾷ καὶ νὰ σᾶς χαρίσῃ εἰρηναίαν κατάστασιν· ἅμα δὲ καὶ ἡ εὐχὴ τῆς ἡμῶν μετριό­τητος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.





ΠΗΓΗ: ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

 

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top