Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2322
Ὕψωσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ
14 Σεπτεμβρίου 2020
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Ἐν τούτῳ νικα»

ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ.«Ἐν τούτῳ νίκα»! Αὐτὴ τὴ φράσι, ἀγαπητοί μου, εἶ­δε στὸν οὐρανὸ μέρα – μεση­μέρι ὁ Μέγας Κωνσταντῖ­νος, ὁ πρῶ­τος Χριστι­ανὸς βασιλεύς, γραμμένη μὲ ἀστέρια ἐπάνω ἀπὸ τὸν φωτεινὸ σταυρό, ποὺ ἔλαμ­πε σὰν τὸν ἥλιο, μεγάλος ἔκπαγλος θαυμαστός. Λίγο – πολὺ ἡ ἱστορία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶνε γνωστή, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ συνδέεται μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ ἀξίζει νὰ τὴν ὑπενθυμίσουμε.
Ἐξεστράτευε κατὰ τοῦ Μαξεντίου, φοβεροῦ ἐχθροῦ τῶν Χριστιανῶν ποὺ βασίλευε τό­τε στὴ ῾Ρώμη. Τὸ δικό του στράτευμα μπρο­στὰ στὸν πολυάριθμο στρατὸ τοῦ ἀντιπάλου του ἦ­ταν μικρό.
Πρὸς στι­γμὴν δειλιάζει. Γιατὶ καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἄνδρες ἔ­χουν τὶς δύσκολες στιγμές τους. Ἀλλὰ ὁ Θεός, μὲ μία νυκτερινὴ πρῶ­τα ἐμφάνισί του καθ᾽ ὕπνον κ᾽ ἔπειτα στὴν ἀκμὴ τῆς ἡμέρας μὲ τὸ λαμπρὸ ἐκεῖ­νο οὐράνιο ὅ­ραμα τοῦ τιμίου σταυροῦ καὶ τὴν ἐ­πιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκα» τὸν ἐνισχύει καὶ τὸν κραταιώνει. Ὁ Κωνσταν­τῖνος παίρνει θάρρος. Κατασκευάζει τὸ πρῶ­το χριστιανικὸ λάβα­ρο μὲ τὸ σταυρὸ ὅπως τὸν εἶ­δε, γιὰ νὰ προ­η­γῆ­ται τοῦ στρατεύματός του. Μεταβάλλει ἔτσι τὸ στρατό του ἀπὸ εἰδωλολατρικὸ σὲ χριστι­ανικό, καὶ προχωρεῖ πρὸς τὴ ῾Ρώμη. Πέφτει σὰν κεραυ­νὸς ἐναν­τίον τοῦ Μαξεντίου καὶ τὸν νι­κᾷ σὲ μάχη ποὺ ἔγινε κοντὰ στὴ Μουλβία γέφυρα τοῦ Τιβέρεως. Ἐν συνεχείᾳ, μὲ τὸν τίμιο σταυ­­ρὸ πάν­τα νὰ προπορεύεται, βαδίζει· κι ἀπὸ νίκη σὲ νίκη κι ἀπὸ θρίαμβο σὲ θρί­αμβο φτάνει νὰ γίνῃ μονοκράτωρ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Τέλος μεταφέρει τὴν πρωτεύουσά του, τὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν Ἀνατολή, ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο.
Γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο καὶ μὲ πόθο γιὰ τὸν τίμιο σταυρό, ἀναθέτει στὴ μητέρα του, τὴν ἁγία Ἑλένη, νὰ ἡγηθῇ εἰδι­κῆς ἀποστο­λῆς στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἡ βασιλομήτωρ μὲ συνεργεῖο ἐργατῶν κάνει με­­γάλη ἀνασκαφή, καὶ τέλος ἀνευρίσκει τὸν θησαυρὸ τοῦ κόσμου, τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἀρχικὰ βρέθηκαν τρεῖς σταυροὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἥ­λους, τὰ καρφιά, τῆς σταυρώσεως. Γιὰ νὰ δι­απιστω­θῇ ποιοί ἀπὸ τοὺς σταυροὺς ἀνήκουν στοὺς λῃστὰς καὶ ποιός εἶνε τοῦ Κυρίου, τοὺς πλησίασαν διαδοχικὰ στὸ φέρετρο μιᾶς νεκρῆς χήρας ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ταφῇ· κι ὅταν ὁ σταυ­­ρὸς τοῦ Χριστοῦ ἄγγιξε τὸ σκήνωμά της, αὐ­τὴ ἀναστήθηκε! Μὲ θαῦμα λοι­πὸν πιστοποιήθηκε ὅτι αὐ­τὸς εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, καὶ τότε τὸν ἀσπάστηκαν καὶ τὸν προσκύνησαν ἡ ἁγία Ἑ­λένη καὶ ὅσοι τὴν συν­ώδευαν.
Ἐπειδὴ ὅμως τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἤ­θελαν ὅλοι νὰ τιμήσουν τὸ πανσεβάσμιο Ξύλο κι αὐ­τὸ ἦ­ταν δύσκολο, ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύ­μων Μα­κάρι­ος ἀνέβηκε στὸν ἄμ­βωνα, ὕψωσε μὲ τὰ δυό του χέρια τὸν σταυρὸ ὥστε νὰ τὸν δοῦν ὅ­λοι –ὅπως εἶχε ὑψώσει τὸν χάλκινο ὄφι στὴν ἔρη­μο ὁ Μωυσῆς (βλ. Ἀριθμ. 21,4-9)–· καὶ μόλις τὸ πλῆ­θος ἀντίκρυσε τὸ σωτήριο ὅπλο, φώναξαν ὅ­λοι ἀπ᾽ τὴν ψυχή τους «Κύριε, ἐλέησον»!
Τὴν ἀνάμνησι αὐτοῦ τοῦ χαρμοσύνου γεγονότος ἑορτάζουμε σήμερα.

* * *

Ἀλλὰ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἀδελφοί μου, εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» τῶν αἰώνων (Ἑβρ. 13,8). Τί θέλω νὰ πῶ· ὅ­πως τότε ὁ τίμιος σταυρὸς ἔδειξε στὸν πιστὸ βασιλέα τὸ δρόμο τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου, ἔτσι καὶ σήμερα καὶ πάντα δείχνει στὸν κάθε πιστὸ δοῦλο του τὸν τρόπο τῆς νίκης.
«Ἐν τού­τῳ νίκα», Χριστιανέ, ὄχι πλέον κάποιον Μα­ξέντιο ἢ Λικίνιο, ἀλλὰ τοὺς τρεῖς μεγάλους ἐχθροὺς τῆς ψυχῆς σου· τὸν κόσμο, τὴ σάρκα καὶ τὸν διάβολο. Αὐτοὺς πρέπει νὰ πατήσῃς! Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σταυροῦ μποροῦν νὰ νικηθοῦν.
⃝ Ὁ κόσμος, νά ὁ πρῶτος ἐχθρός. Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ κόσμος; Ἐκεῖ ποὺ ἡ ἁγία Γραφὴ ἀναφέ­ρει ὡς ἐχθρό μας τὸν κόσμον, δὲν ἐννοεῖ τὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός (τὴ γῆ, τὴ θάλασσα, τὸν οὐρανό, τὰ ἀστέρια, ὅλα τὰ ὡ­ραῖα δημιουργήματά του)· κόσμος μὲ τὴν κα­κὴ ἔν­­νοια εἶνε οἱ ἀ­σεβεῖς, οἱ ἄπιστοι, οἱ ἀ­μετανόητοι ἁ­μαρτωλοὶ ἄνθρωποι· οἱ ὀπαδοὶ τῆς μόδας, τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ ὁ­λοκληρωτισμοῦ, τοῦ φασισμοῦ.
Αὐτοὶ εἶνε σκληροὶ ἐχθροὶ τοῦ Χριστιανοῦ. ῾Ρί­χνουν κοτρῶνες κι ἀγ­κωνάρια στὸ δρόμο του, γιὰ νὰ μὴ μπορέσῃ νὰ προχωρήσῃ καὶ νὰ φτάσῃ στὸ σκο­πό του. Τί κάνουν δηλαδή· σχολιάζουν, περιφρο­νοῦν, εἰ­ρω­νεύονται, ἐμπαίζουν, χλευάζουν, βλαστημοῦν, συκοφαντοῦν, παραγ­κωνίζουν, καταδιώκουν ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦ­ν­­ται ν᾽ ἀκολουθήσουν τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ θέλουν νὰ ζήσουν τὴ ζωὴ τοῦ σταυροῦ.
Καὶ ὑπάρχουν, ξέρετε, χριστιανοὶ ποὺ τίποτε ἄλλο δὲν φοβοῦνται τόσο ὅσο τὸν κόσμο καὶ τὰ σχόλιά του. «Τί θὰ πῇ ὁ κόσμος…», αὐτὸς εἶνε ὁ φόβος, τὸ φόβητρο, τῶν δειλῶν ψυ­χῶν. Ὅπως τὰ μικρὰ παιδιὰ φοβοῦνται ὅ­ταν ἀκούσουν γιὰ μπαμπούλα, ἔτσι κι αὐτοὶ οἱ χριστιανοὶ σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ τρέμουν τὸν ἁ­­μαρτωλὸ κόσμο. Ντρέπονται νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους σὲ ἑστιατόριο ἢ περνώντας ἔξω ἀπὸ ἐκκλησία, νὰ πιάσουν ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο, νὰ ἐκκλησιαστοῦν, νὰ ντυθοῦν καὶ νὰ ἐμ­­φανι­στοῦν σεμνά, μήπως τοὺς ποῦν καθυστε­ρη­μένους, ὀπισθοδρομικούς, ντεμοντέ.
Γι᾽ αὐτό, ὅποιος θέλει νὰ ἔχῃ σχέσεις καὶ φιλίες μὲ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλά­νης, ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ «φίλος τοῦ κόσμου», γίνεται «ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰακ. 4,4).
Μεγάλος ἐχθρὸς λοιπὸν ὁ κόσμος. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ὁ μόνος· ὑπάρχει κι ἄλλος. Ποιός;
⃝ Ἡ σάρκα. Τί εἶνε ἡ «σάρκα; Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἑ­αυ­τός μας, ὁ διεφθαρμένος ἑαυτός μας. Σάρκα εἶνε οἱ ἀκάθαρτες σαρκικὲς ἐπιθυμίες, τὸ κτῆνος ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν καθένα μας. Σάρκα εἶνε ἡ παλαιὰ καρδία, ἡ ἀκάθαρτη, μοι­χαλίδα, πονηρή, καλοθρεμμένη (Ματθ. 5,8,28· 9,4· 13,15[=Ἠσ. 6,10]), ἡ βεβαρημένη «ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς» (Λουκ. 21,34), ἡ «γεγυμνασμένη πλεονεξίας» (Β΄ Πέτρ. 2,14), αὐτὴ ποὺ ζητάει ὄχι τὸν οὐρανὸ ἀλλὰ τὸν ᾅδη. Φο­βερὸς ἐ­χθρός!
Τί ψυχικὰ ἐρείπια καὶ καταστροφὲς ἔχει δημιουργή­σει! Θυμηθῆτε. Ποιός μετέβαλε σὲ δοῦλο τὸν ἀδάμαστο Σαμψών; Ἡ σάρκα (βλ. Κριτ. κεφ. 14ο-16ο). Ποιός ἔρριξε σὲ λάκκο ἀτιμίας τὸν ἔν­δοξο βασιλέα καὶ προφήτη Δαυΐδ; Ἡ σάρκα (βλ. Β΄ Βασ.. κεφ. 11ο-12ο). Ποιός ἔκανε τὸν σοφὸ Σολομῶν­τα πορνοβοσκό; Ἡ σάρκα (βλ. Γ΄ Βασ.. κεφ. 11ο). Σελί­δες τῆς παγκοσμίου ἱστορίας περιγράφουν τὰ ἐ­ρείπια σαρκικῶν πειρασμῶν, ποὺ ἔρ­ριξαν ἀπὸ τοὺς θρόνους ἐνδόξους βασιλεῖς.
Ἡ σάρκα εἶνε τὸ δόλωμα τῆς πορνείας καὶ μοιχείας. Εἶνε ἡφαίστειο, φωτιὰ καὶ λάβα! ποιός κρατήρας ἡφαιστείου ἔφερε στὸν κόσμο τόσα θύματα ὅσα αὐτή; Ἡ σάρκα στάζει δηλητήριο καὶ φαρμακώνει ἁγνὲς ψυ­χές. Αὐτὴ δι­αφθείρει παρθένους νέους καὶ νέες. Αὐτὴ ξελογιάζει γέροντες, διαλύει οἰκογένειες, κατα­στρέφει εὐτυχίες γάμων. Αὐτὴ μετέβαλε τὶς κοινωνίες μας σὲ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Φοβερὸς ἐχθρὸς καὶ ἡ σάρκα, Ἀλλ᾽ ἀκόμα δὲν εἶπα τὸν φοβερώτερο. Ποιός εἶν᾽ αὐτός;
⃝ Ὁ διάβολος. Γελᾶνε οἱ ἄνθρωποι ἀ­κού­γον­τας τὴ λέξι διάβολος, γιατὶ ἀπιστοῦν. Γε­λάει τὸ δεσποινάριο ποὺ ἔμαθε λίγες ξένες λέξεις, ἴσα – ἴσα νὰ διαβά­ζῃ μυθιστορήματα κι ἀνοησί­ες τῶν περιοδι­κῶν. Γελᾶνε γιατὶ ἀ­γνοοῦν. Ἂν ἤξεραν, ἂν ἄφηναν νὰ τοὺς φωτίσῃ ὁ Θεός, θὰ ἔβλεπαν ὅτι δὲν ὑπάρχει φοβερώτερη ὀντότητα ἀπὸ αὐτόν. Εἶνε «ὁ ἄγγελος τῆς ἀβύσσου», «ὁ δράκων ὁ πυρρός (=κόκκινος) ὁ μέγας», «ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Δι­άβολος καὶ ὁ Σατα­νᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμέ­νην ὅλην» (Ἀπ. 9,11· 12,3,9· 20,2). Εἶνε «ὁ κοσμοκράτωρ τοῦ σκότους τοῦ αἰ­ῶνος τούτου» (Ἐφ. 6,12).
Καὶ τί δὲν κάνει! Αὐτὸς εἶνε ποὺ ἀπὸ τὰ παρασκήνια κινεῖ ὅλη τὴ μηχανὴ τῆς ἁ­μαρτίας, ῥίχνει λάδι στὴ φωτιὰ τοῦ κα­κοῦ. Αὐ­τὸς χώνει τὴν οὐρά του παντοῦ καὶ δημιουργεῖ ῥήγματα στὸ μέτωπο ἀμύνης τῆς ψυ­­χῆς. Ἐμεῖς κοιμόμαστε, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀγρυπνεῖ, δὲν ἡ­συχά­ζει. «Ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβο­λος ὡς λέων ὠρυόμε­νος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8). Σὰν τὸ πεινασμένο λιοντάρι, ποὺ οὐρλιάζει ψάχνον­τας γιὰ τροφή, ἔτσι περπατάει ὁ διάβολος ζητώντας νὰ καταβροχθίσῃ ψυχὲς γιὰ τὸν ᾅδη.

* * *

Πῶς θὰ νικήσουμε τοὺς τρεῖς ἐχθρούς;
Διὰ τοῦ σταυροῦ! Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου
νικᾷ τὴ σάρκα· «ὑ­πωπιάζει καὶ δουλαγωγεῖ τὸ σῶ­μα» (Α΄ Κορ. 9,27) μὲ νηστεία, ἐγκράτεια, νῆψι· τὴν παραδίδει σὲ κόπο, γονυκλισίες, ἱδρῶτα.
νικᾷ τὸν κόσμο· ὅποιος σταυρώνεται ἀποβλέπει μόνο στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ μένει ἀδιάφορος, νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο.
νικᾷ τὸν διάβολο· τὸ ὅπλο τοῦ σταυροῦ τὸν τρέπει σὲ φυγή· «φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέ­ρων καθορᾶν αὐτοῦ τὴν δύναμιν» (αἶν. πλ. δ΄).
Νικητὴς ὁ Χριστός, χορηγεῖ καὶ στοὺς μαθητὰς καὶ ἀκολούθους του «τὴν ἐξουσίαν» νὰ πατοῦν νικηταὶ «ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐ­πὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκ. 10,19).
Στὶς προσευχές, στὴ ζωή, στοὺς ἀ­γῶνες ἂς ἔχουμε πάντα μπροστά μας τὸν τίμιο σταυρό.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας πιθανῶς τὸ Σάββατο 14-9-1940. Ἀνάγνωσις, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, στοιχειοθεσία καὶ ἀναπλήρωσις 4-7-2020.




0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top