unnamed 

Κυριακὴ Τελώνου & Φαρισαίου (Λουκ. 18,10-14)

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ, ΤΑΠΕΙΝΩΘΗΤΕ

ΕΑΝ, ἀγαπητοί μου, ῥίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω στὴ φύσι, θὰ δοῦμε κάτι ἐκπληκτικό· ὅτι ὅλα τὰ δημιουργήματα προσεύχονται, καθένα μὲ τὸν τρόπο του. Ἡ θάλασσα εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ μὲ τὸ φλοῖσβο τῶν κυμάτων της, τὸ ῥυάκι μὲ τὸ κελάρυσμά του, τὰ δέντρα μὲ τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων τους, τὰ πουλιὰ μὲ τὴ μελῳδία τους, τὰ ἄστρα μὲ τὸ φῶς τους ποὺ τρεμοσβήνει… Εδατε καὶ τὴν ὄρνιθα ὅταν πίνῃ νερό; σὲ κάθε γουλιὰ σηκώνει τὸ κεφάλι ψηλά, σὰ᾿ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ».
Ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ προσκλητήριο μποροῦσε ν᾿ ἀπουσιάζῃ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται. Ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια ἡ καλὴ μητέρα μᾶς ἔμαθε νὰ σταυρώνουμε τὰ χεράκια μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς καὶ νὰ ψελλίζουμε μιὰ ἁπλῆ προσευχὴ στὸν οὐράνιο Πατέρα – ἀλησμόνητες στιγμές. Ἀργότερα μάθαμε κοντὰ στ᾿ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀπαγγέλλουμε στὴν ἐκκλησία τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριό μας.
Ἡ εὐγενεστέρα ἐκδήλωσι τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας εἶνε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς. Τὸ κτίσμα ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ Δημιουργό του. Εἶνε ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσῃ γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες, ἀλλὰ καὶ ἡ στιγμὴ πού, γεμᾶτος θλῖψι καὶ μὴ ἔχοντας ἐλπίδα βοηθείας, καταφεύγει στὴν παντοδυναμία του καὶ ζητάει βοήθεια καὶ προστασία.

Ἀλλά, ἀδελφοί μου, τί βλέπω, τί ἀκούω; Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ βεβηλώνει· τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁμαρτάνει. Μὰ πῶς; Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίδει ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου.

* * *

Ὁ Κύριος μᾶς μεταφέρει στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἐν ὥρᾳ προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ἔνιωθε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κατεβαίνει σ᾿ αὐτὸν καὶ αὐτὸς ἀνυψώνεται στὸ Θεό. Πλήθη, λοιπόν, μπαίνουν στὸ ναὸ μὲ εὐλάβεια, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Οἱ κινήσεις καὶ ἡ στάσι τους εἶνε ἀθόρυβες.
Τὴν ἱερότητα ὅμως αὐτὴ διαταράσσει κάποιος. Εἶνε ὁ φαρισαῖος. Τί κάνει αὐτός; Ἀποφεύγει τοὺς ἄλλους, βαδίζει μόνος. Τὸ βάδισμά του ὑπερήφανο, τὸ παράστημά του ἀγέρωχο. Θεωρεῖ, ὅτι αὐτός εἶνε ἅγιος, δίκαιος, καθαρός· δὲ᾿ συμφύρεται μὲ ἄλλους, μὴ τυχὸν τὸν μολύνουν. Ἐπὶ τέλους εἰσέρχεται μὲ θόρυβο. Πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ σταματήσουν καὶ νὰ στρέψουν τὸ βλέμμα σ᾿ αὐτόν. Μία προσευχὴ πρέπει ν᾿ ἀκουσθῇ, ἡ δική του. Κατευθύνεται λοιπὸν στὸ μέσον τοῦ ναοῦ καὶ σηκώνει τὰ χέρια γιὰ ν᾿ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεται σὲ τόνο ὑψηλό.
Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶνε προσευχή. Ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου εἶνε ἐμπαιγμὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν σκέφθηκε, ὅτι ἀπέναντί του δὲν ἔχει κανένα ἁπλοϊκὸ Ἰουδαῖο ἀλλ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τρέμουν τὰ σύμπαντα. Φουσκωμένος ἀπὸ ἐγωϊσμὸ δὲν ἐννοεῖ νὰ σκύψῃ τὸ κεφάλι, νὰ γονατίσῃ καὶ νὰ ζητήσῃ ἔλεος. Καὶ ἀρχίζει λοιπόν.
Ἀρχίζει μὲ τὸ «εὐχαριστῶ» (Λουκ. 18,11). Γιὰ ποιό πρᾶγμα ἆραγε εὐχαριστεῖ τὸ Θεό; Γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὰ πλούσια ἀγαθὰ ποὺ σκόρπισε στὸ σπίτι του, γιατὶ τὸν φύλαξε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; γιὰ ποιό εὐχαριστεῖ; Ἀκοῦστε τον· «Εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (ἔ.ἀ. 18,11-12). Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιατὶ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· δὲν ἁρπάζω τὰ ξένα πράγματα καὶ χρήματα, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός, δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη· ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴ βδομάδα, κι ἀπὸ τὰ ἀγαθά μου δίνω τὸ ἕνα δέκατο… Τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴν ἔκανε στὸ Θεό; Τὴν ἔκανε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ν᾿ ἀκούσουν τὶς ἀρετές του καὶ νὰ τὸν θαυμάσουν. Μετέτρεψε δηλαδὴ καὶ τὴ στάσι τῆς προσευχῆς σὲ βῆμα ἐπιδείξεως. Ποῦ ἡ συναίσθησι, ποῦ ἡ κατάνυξι, ποῦ ἡ ταπεινὴ στάσι, ποῦ ἡ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ ἡ ἐκζήτησι τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς περιστρέφεται στὸν ἑαυτό του. «Δὲν εἶμαι ἅρπαξ, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός…». Δὲν εἶσαι αὐτά, ἀλλ᾿ εἶσαι ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος. Καὶ στὸ Θεὸ περισσότερο μισητὴ ἀπὸ κάθε ἄλλο πάθος καὶ κακία εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Μακάρι νὰ ἤσουν ἅρπαξ ἄδικος μοιχός, καὶ νὰ μὴν ἤσουν ὑπερήφανος. Διότι τότε ἡ ταπείνωσι θὰ σὲ ὡδηγοῦσε σὲ μετάνοια καὶ ἔτσι θὰ εἵλκυες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὦ φαρισαῖε· ἔφυγες φουσκωμένος ἀπὸ τὸ ναό, γιατὶ κατώρθωσες ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων· σὲ μακάρισαν καὶ σὲ ἔκριναν ὡς καλόν. Συμφώνησε ὅμως μὲ τὴν κρίσι αὐτὴ καὶ ὁ Θεός; σοῦ εἶπε μπράβο ὁ Θεός; δέχτηκε τὴν προσευχή σου; Τέτοια προσευχὴ δὲ᾿ φτάνει στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του αὐτὲς τὶς καταστάσεις, εἶπε πῶς πρέπει νὰ προσευχώμεθα· Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ ἐπικοινωνήσῃς μὲ τὸν οὐρανό; Κλείσου στὸ ταμιεῖον σου, στὴν κάμαρά σου, κ᾿ ἐκεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ πὲς στὸ Θεὸ τὰ αἰτήματά σου (βλ. Ματθ. 6,6). Προσευχὲς φαρισαϊκὲς πηγαίνουν χαμένες.
Νά λοιπὸν πῶς, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, εἶνε δυνατὸν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁμαρτήσῃ φοβερά.
Μὰ γιατί νὰ μείνουμε μὲ τὴν θλιβερὰ εἰκόνα τοῦ φαρισαίου; Ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ μᾶς παρουσιάζει, στὸν διο ναό, καὶ τὴν ἰδανικὴ εἰκόνα προσευχομένου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ είχαμε ἕναν ἐγωϊστὴ καὶ ὑπερήφανο, ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ταπεινὸ καὶ συνετὸ ἄνθρωπο. Ποιός εἶνε αὐτός; Ὁ τελώνης. Ἐξετάζει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του. Ὁ φαρισαῖος ἔβλεπε ὅλο ἀρετές· ὁ τελώνης βλέπει ὅλο ἁμαρτίες. Ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ φαρισαίου ἔβγαινε ἕνα εὐχαριστῶ γεμᾶτο αὐταρέσκεια· ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τελώνη βγαίνει ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (ἔ.ἀ. 18,13) γεμᾶτο πόνο καρδιᾶς. Ἐκεῖνος ἐκόμπαζε, τοῦτος χτυπᾷ τὰ στήθη του. Ἐκεῖνος δὲν ἔνιωθε ποιόν ἔχει ἀπέναντί του, τοῦτος νιώθει ὅτι ἀπέναντί του εἶνε ὁ Θεός, ὁ μόνος ἅγιος καὶ τέλειος, ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀρετή του «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Νιώθει πὼς εἶνε ἕνας ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς ἁμαρτωλός. Οὔτε κἂν τὰ μάτια του σηκώνει. Πῶς τὰ βλαμμένα μάτια ν᾿ ἀντικρύσουν τὸν ἥλιο; καὶ πῶς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν ἅγιο Θεό; Πονεῖ, κλαίει, ὀδύρεται, χτυπᾷ τὰ στήθη του καὶ φωνάζει· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ὦ καρδιὰ ταπεινή, ποὺ κατάλαβες τὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ δική σου ἀθλιότητα! ποὺ δὲν ἦρθες γιὰ ἐπίδειξι, οὔτε γιὰ ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἦρθες νὰ πῇς τὸν πόνο σου, νὰ ἐξομολογηθῇς τὴν κατάστασί σου, νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη του!
Γι᾿ αὐτὸ ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνη δὲν πῆγε χαμένη. Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, σὰν ἁμαρτωλός, δὲν θὰ εἰσακούετο ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὅλοι τὸν περιφρόνησαν καὶ περισσότερο ὁ φαρισαῖος. Ὤ, ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων τὶς περισσότερες φορὲς εἶνε λανθασμένη. Δὲν ξέρουμε τί γίνεται στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός. Ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων ἦταν καταδίκη τοῦ τελώνη, ἡ κρίσι ὅμως τοῦ Θεοῦ δικαίωσις. Οἱ ἄνθρωποι τὸν περιφρόνησαν, μὰ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν προσευχή του. Ἡ ταπείνωσι τοῦ τελώνη εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

* * *

Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν φαρισαῖοι καὶ τελῶνες. Καὶ σήμερα ἄνθρωποι ἔρχονται στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦν. Πόσοι, ὅπως ὁ φαρισαῖος, δὲν ἔρχονται μὲ ὕφος ὑπερήφανο, μὲ παράστημα ἀγέρωχο! Πόσοι καὶ πόσες δὲν κάνουν μεγάλους σταυροὺς γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν. Πόσες δὲν ἔρχονται ὄχι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδείξουν τὸ φόρεμα, τὸ ἐπανωφόρι, τὰ βραχιόλια τους, μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀποσπάσουν τὸ θαυμασμό, νὰ γίνουν θέμα συζητήσεως! Πόσοι δὲ᾿ λένε «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, γιατὶ ειμαστε καλύτεροι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους»! Πόσοι δὲ᾿ λένε, ὅτι Ἐγὼ εἶμαι καλὸς χριστιανός! Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν πάντοτε καὶ οἱ τελῶνες. Ἐκείνη ἡ γερόντισσα, ποὺ κάθεται στὴ γωνιὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ λέει, Παναγία μου σῶσε με, στὸν τελώνη μοιάζει. Ὤ ἅγιες ψυχές!
Ἀπευθύνομαι στοὺς φαρισαίους. Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, μὴν ἐπαναπαύεσθε στὸ τί λένε οἱ ἄνθρωποι γιὰ σᾶς. Ἐξετάστε τὸν ἑαυτό σας, μήπως ὁ ὄφις τῆς ὑπερηφανείας σᾶς ἐδάγκασε καὶ νοσεῖτε. Ἐξετάστε νὰ δῆτε ἂν ὁ Θεὸς εἶνε μαζί σας. Καὶ ἂν ὄχι, κλάψτε, πενθῆστε καὶ πέστε κ᾿ ἐσεῖς «Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς», γιὰ νὰ δικαιωθῆτε. Διότι οὐδείς ἀναμάρτητος. Σὲ ὅσα ὕψη ἀρετῆς καὶ ἂν φθάσετε, σὲ κάτι θὰ ὑστερῆτε. Γι᾿ αὐτὸ ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσῃ (βλ. Ἰακ. 4,10· Α΄ Πέτρ. 5,6). Διότι ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3,34· Ἰακ. 4,6· Α΄ Πέτρ. 5,5).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου που έγινε στην Ἀθηνα, στις 2-2-1958)



ΠΗΓΗ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top