Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
ΧΑΡΗΤΕ, ΣΚΛΑΒΟΙ, ΗΡΘΕ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ!
«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυν. θ´ ᾠδ.)
Σὲ μιὰ ἐποχή, ἀγαπητοί μου, ὅπως ἡ δική μας, ποὺ ἐπικρατεῖ ὑλισμὸς μὲ τὸ σύνθημα «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32), σὲ τέτοια ἐποχὴ ἑορτὲς ὅπως αὐτὴ δὲν ἔχουν τὴν ἀνάλογη ἀπήχησι στὶς καρδιές. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ λόγοι ποὺ ἐκφωνοῦνται σήμερα, εἴτε μέσα στὴν ἐκκλησία εἴτε ἔξω, ἀποστρακίζονται, σὰν σφαῖρες ποὺ πέφτουν σὲ ἐπιφάνεια γρανίτου.
Θὰ ἤθελα νὰ μπορῶ ν᾽ ἀκούσω τί θὰ συζητοῦν σήμερα στὰ σπίτια· θὰ συζητοῦν τὸ μήνυμα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ; Ἀλλοίμονο! ὅλα θὰ τὰ συζητήσουν πλὴν τοῦ μεγάλου μηνύματος ποὺ κάποτε δονοῦσε τὴν ἀγαπητή μας πατρίδα. Γι᾽ αὐτό, ὡς καλύτερο μνημόσυνο τῶν ἡρώων τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, ἁρμόζει μᾶλλον σιωπὴ παρὰ λόγοι πατριωτικοὶ ποὺ ἀπὸ πολλοὺς ἀκούγονται μὲ κάποια δυσφορία. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχή, δὲν θὰ παύσῃ νὰ σαλπίζῃ τὸ σάλπισμα τῆς αἰωνιότητος, τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης, καὶ νὰ ψάλλῃ· «Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυν. θ´ ᾠδ.).
* * *
Διπλῆ ἡ χαρὰ σήμερα, ἀγαπητοί μου. Πρῶτον, διότι «ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμν. Α). Εἶνε χαρὰ πανανθρώπινη· ἀφορᾷ ὄχι μόνο ἕνα ἔθνος, τὸ δικό μας, ἀλλὰ ὅλα τὰ ἔθνη, τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς Γῆς. Καὶ δεύτερον ἡ χαρὰ πηγάζει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος, ῥασοφόρος, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ἀπεσταλμένος τοῦ Θεανθρώπου, μετέδωσε στὴν Ἑλλάδα τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς ἐλευθερίας. Τὸ ἕνα εἶνε χαρὰ μερική, χαρὰ τῆς Ἑλλάδος, τὸ ἄλλο εἶνε χαρὰ ὅλου τοῦ κόσμου. Στὴν εὐγενῆ ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων συνδυάζονται καὶ τὰ δύο.
⃝ Χαίρεται ἡ Ἑλλάδα. Γιατί;
Τί ἦταν πρὸ τοῦ ᾽21; Στοὺς χάρτες δὲν ὑπῆρχε· ἦταν μιὰ ἀσήμαντη ἐπαρχία τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸν Εὐφράτη κ᾽ ἔφτανε ὣς τὸ Δούναβι καὶ τὶς πυραμίδες τῆς Αἰγύπτου. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ χάος χανόταν ὄχι μόνο ἡ Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ τῶν Βαλκανίων.
Οἱ ὀρθόδοξοι ὑπέφεραν. Ποιά γλῶσσα θὰ περιγράψῃ τὰ δεινὰ τῶν σκλάβων Χριστιανῶν; Ἔτρεμαν τὴ νύχτα οἱ μανάδες, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι ἔμπαιναν στὰ σπίτια καὶ ἅρπαζαν ἀπὸ τὴν ἀγκάλη τους τὰ καλύτερα ἀγόρια γιὰ νὰ γίνουν γενίτσαροι. Τὰ καλύτερα κορίτσια ὡδηγοῦντο σὰν κοπάδια στὰ χαρέμια τῶν ἀγάδων. Τὸ κεφάλι τους δὲν τὸ ἐξουσίαζαν, ἔπρεπε νὰ πληρώνουν τὸν κεφαλικὸ φόρο. Θρησκεία δὲν μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἐλεύθερα, νὰ χτίσουν ἐκκλησίες, καμπάνα ἢ σήμαντρο ἀπαγορευόταν ν᾽ ἀκουστῇ. Κι ὅποιος τολμοῦσε ἁπλῶς νὰ πῇ γιὰ Ἀλλὰχ ἢ Μωάμεθ, ὑποχρεοῦτο ν᾽ ἀλλαξοπιστήσῃ, εἰδάλλως τὸν περίμενε θάνατος. Στὴν Ἀλβανία, ποὺ ἦταν ὅλοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί (ἐκεῖ ἦταν τὸ ἀρχαῖο Ἰλλυρικόν (βλ. ῾Ρωμ. 15,19), ἡ μεγάλη ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος μὲ πλῆθος ἐπισκοπὲς καὶ μοναστήρια), κάτω ἀπ᾽ τὸ σπαθὶ τῶν γενιτσάρων ἀναγκάστηκαν νὰ γίνουν μουσουλμᾶνοι· ἐλάχιστοι ἔμειναν πιστοί, μόνο στὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου κι αὐτοὶ θὰ ἐξαφανίζονταν ἐὰν δὲν πήγαινε ἐκεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἀπαγχονίστηκε στὴν ὄχθη τοῦ Ἀῴου ποταμοῦ (βλ. βιβλίο μας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθήνα 201331, σσ. 47 κ.ἑ.).
Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασι, κ᾽ ἔτσι ἡ Ἑλλάδα ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ θαμμένο στὸ χῶμα. Ἀλλ᾽ ὅπως στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ τεταρταίου Λαζάρου, ἔτσι σὰν σήμερα καὶ ἡ Ἑλλάδα ἀναστήθηκε ἀπὸ τάφο τεσσάρων αἰώνων! καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔμεινε ἔκθαμβη. Ἀναστήθηκε διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ἔρωτος τῆς ἐλευθερίας, διὰ τῆς θυσίας χιλιάδων τέκνων της.
Ἡ 25η Μαρτίου λοιπὸν εἶνε χαρὰ τῆς Ἑλλάδος· ὅποιος δὲν τὴν αἰσθάνεται, ἔπαψε νά ᾽νε Ἕλληνας, δὲν εἶνε ἄνθρωπος εὐγενής.
⃝ Ἀλλὰ σήμερα ἔχουμε καὶ χαρὰ πανανθρώπινη· εἶνε ἡ χαρὰ ποὺ μεταδίδει στὴν Παναγία ὁ ἄγγελος μὲ τὸ «Χαῖρε» (Λουκ. 1,28). Ἀλλὰ τὸ μὲν πατριωτικὸ συναίσθημα τὸ αἰσθανόμεθα, τὸ θρησκευτικὸ ὅμως, ποὺ εἶνε τὸ ἀνώτερο ὅλων; Εἶστε ἕτοιμοι νὰ …χασμουρηθῆτε. Ὅταν σᾶς μιλοῦν περὶ πατρίδος, κάτι αἰσθάνεστε· ὅταν σᾶς μιλοῦν περὶ θρησκείας, τίποτε! Καὶ ὅμως εἶνε μικρό τὸ μήνυμα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν, ἀλλὰ μέγα, παμέγιστο καὶ αἰώνιο, τὸ μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ἐκ τῶν οὐρανῶν.
Ποιό εἶνε τὸ μήνυμά του· Ψυχὲς σκλαβωμένες κάτω ἀπὸ δεσμὰ ἁμαρτωλῶν παθῶν, ψυχὲς φυλακισμένες στὸν κλοιὸ – κλουβὶ τῆς ἁμαρτίας, ψυχὲς ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ καμμιά φιλοσοφία Σωκράτους ἢ Πλάτωνος, ψυχὲς ποὺ αἰῶνες στενάζατε, χαρῆτε τώρα· ἔφτασε αὐτὸς ποὺ θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ, ἦρθε ὁ ἐλευθερωτής σας, ὁ Χριστός!
Χρειάζεται νὰ πῶ περισσότερα; Ὅποιος θέλει νὰ δῇ τὴν ἀγωνία τῆς πρὸ Χριστοῦ ἀνθρωπότητος, ποὺ ζητοῦσε τὴ λύτρωσι – ἐλευθερία, νὰ σπάσουν οἱ ἁλυσίδες, ἂν εἶνε ἐγγράμματος κ᾽ ἐφ᾽ ὅσον θαυμάζει τὸν ἑλληνισμὸ ποὺ κ᾽ ἐγὼ θαυμάζω, ἂς ἀνοίξῃ νὰ διαβάσῃ ἕνα προφητικὸ δρᾶμα τοῦ μεγάλου τραγικοῦ Αἰσχύλου, τὸν Προμηθέα δεσμώτη. Ἐκεῖ ἡ φαντασία τοῦ Ἕλληνος αὐτοῦ ποιητοῦ ἐξέφραζε μία πραγματικότητα, τὴν ἀγωνία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Προμηθεύς, ἐπειδὴ ἁμάρτησε, δέθηκε στὴν κορυφὴ τοῦ Καυκάσου μὲ ἁλυσίδες, καὶ ἕνας γύπας, ὄρνεο γαμψώνυχο, ἐρχόταν τὴν ἡμέρα καὶ τοῦ κατέτρωγε τὸ συκώτι, ποὺ τὴ νύχτα ἀνεπλάθετο, ὥστε τὸ δρᾶμα του νὰ διαρκῇ. Προσπάθησαν διάφοροι νὰ τὸν βοηθήσουν, μάταια ὅμως. Κάποιος τέλος τοῦ λέει· Θὰ μένῃς ἔτσι ἐκεῖ, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς στείλῃ κάποιον νὰ σ᾽ ἐλευθερώσῃ. Ὁ Προμηθεὺς δεσμώτης εἶνε ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος, ὁ δοῦλος καὶ σκλάβος τῶν παθῶν, τὸν ὁποῖον ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός (βλ. βιβλίο μας Χριστούγεννα, Ἀθήνα 1988, σσ. 65 κ.ἑ.).
Αὐτὰ λοιπὸν εἶνε τὰ δύο γεγονότα· τὸ ἕνα, σὲ μικρὴ κλίμακα, εἶνε ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδος· τὸ ἄλλο, σὲ παγκόσμια κλίμακα, εἶνε ἡ ἐλευθερία τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
* * *
Σήμερα ἐμᾶς, ἀγαπητοί μου, μᾶς συγκινοῦν αὐτά; Τὸ εἴπαμε, εἶνε ἐποχὴ ὕλης. Τόσο ἡ ἀριστερὰ ὅσο καὶ ἡ δεξιὰ τὸ ἴδιο ὑλιστικὸ φρόνημα ἔχουν. Πές μου τί σκέπτεσαι, τί λές, τί τραγουδᾷς, νὰ σοῦ πῶ τί φρονεῖς. Σήμερα, ὅταν καθήσετε στὸ τραπέζι, τί θὰ πῇς στὰ παιδιά σου, ἐσὺ ὁ πατέρας; γιὰ φαγητά, θεάματα, ἀθλητισμό, ποδόσφαιρο…, μικρὰ καὶ ἀσήμαντα. Φύγαμε ἀπὸ τὸ φρόνημα τῶν προγόνων μας.
Ξέρετε πῶς ἑώρτασαν ἐκεῖνοι τὸ 1838 τὴν πρώτη ἐπέτειο τῆς ἐθνικῆς αὐτῆς ἑορτῆς στὴ μικρὴ τότε Ἀθήνα; Ζοῦσαν ἀκόμη μεγάλοι ἀγωνισταί (Κανάρης, Κολοκοτρώνης κ.ἄ.). Ἔκλαιγαν γιατὶ ζοῦσαν τὴν ἐλεύθερη πατρίδα καὶ μὲ τὴ φουστανέλλα σκούπιζαν τὰ δάκρυα. Μετὰ τὴ δοξολογία βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κι ἀπὸ τὴ χαρά τους ἔλεγαν πατριωτικὰ τραγούδια καὶ στοὺς Στύλους τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς ἄρχισαν νὰ χορεύουν χοροὺς ποὺ μύριζαν λιβάνι καὶ θυμάρι. Τότε πλησίασε μία ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα καὶ εἶπε· Σταματῆστε, παιδιά· ἐγὼ θ᾽ ἀρχίσω τὸ χορό, γιατὶ ἔδωσα θύματα γιὰ τὴ λευτεριά μας τοὺς δύο ἀδελφούς μου καὶ τὸ μονάκριβο γυιό μου… Κι ἄρχισε ἡ γριούλα νὰ τραγουδάῃ ἕνα γλυκύτατο τραγούδι τῆς ἐλευθερίας· δὲν ἔμεινε μάτι ἀδάκρυτο (βλ. βιβλίο μας Ἐθνικὰ προβλήματα, Ἀθήνα 1961, σσ. 327-8). Τὸ ἴδιο βράδυ ἥρωες ἀγωνισταὶ ἀνέβηκαν στὸ Λυκαβηττό, ἄναψαν δᾳδιὰ καὶ μ᾽ αὐτὰ σχημάτισαν πελώριο σταυρό, ποὺ φαινόταν ἀπὸ παντοῦ καὶ θύμιζε τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα». Βλέποντας τὸ σταυρὸ γονάτισαν ὅλοι καὶ ἐπὶ ὥρα προσεύχονταν, εὐχαριστώντας μὲ δάκρυ τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ τοὺς χάρισε, ὅπως λέει ὁ ἱστορικὸς Ε. Κυριακίδης στὸ ἔργο του Σύγχρονος Ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Ἀθῆναι 1892, τ. Α΄, σ. 340). Ἐρωτῶ· ἔχουμε καμμία σχέσι μ᾽ αὐτούς;
Ἔρχομαι στὸ δεύτερο. Χαρὰ ἐθνικὴ δὲν αἰσθανόμαστε· χαρὰ χριστιανικὴ αἰσθανόμαστε; Τὴν αἰσθάνονται μόνο αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ ὑπερπέραν. Στὸ Μιλάνο πρὸ καιροῦ ἕνας φτωχὸς ζητιάνος ἔπαιζε βιολὶ σὲ σταυροδρόμι καὶ τραγουδοῦσε, ἔλαμπε ἀπὸ χαρά, κ᾽ ἔκανε κ᾽ ἐκείνους ποὺ τὸν ἄκουγαν νὰ ξεχνοῦν τὰ βάσανά τους. Τὸν ρωτάει κάποιος, ἕνας καθηγητής· –Πῶς ἐσὺ ὁ φτωχὸς κάνεις τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἰρηνεύουν καὶ νὰ αἰσθάνωνται χαρά; –Ὤ, λέει, πιστεύω στὸ Χριστό, καὶ σ᾽ αὐτὸν βρῆκα τὴ χαρά.
Αὐτὴ τὴ χαρὰ ἐμεῖς τὴν ἔχουμε; Ὄχι. Εἴμαστε Προμηθεῖς δεσμῶται, δοῦλοι τῶν παθῶν. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀκριβῶς εἶνε καὶ ὁ σκοπὸς αὐτῶν τῶν ἑορτῶν· νὰ αἰσθανθοῦμε χαρά, σὰν Ἕλληνες γιὰ τὴν ἐθνικὴ παλιγγενεσία καὶ σὰν Χριστιανοὶ γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ψυχῶν μας, ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. «Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος [ὑπόγειο τοῦ νέου] Φλωρίνης 25-3-1972 Σάββατο πρωὶ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου